Συζητούν ο Χάρης Κωνσταντάτος, ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης και ο Κωστής Χατζημιχάλης
Δημοσιεύουμε σήμερα το δεύτερο μέρος της συζήτησης μεταξύ του Χ. Κωνσταντάτου, του Μ. Σπουρδαλάκη και του Κ. Χατζημιχάλη, με γενικό θέμα το αυτοδιοικητικό τοπίο όπως διαμορφώνεται στη συγκυρία της κρίσης και της εφαρμογής του «Καλλικράτη». Το πρώτο μέρος, με τίτλο «Η τεράστια διοικητική-πολιτική αναδιάρθωση του “Καλλικράτη” και η λογική της “αποκένωσης του κράτους” στη συγκυρία της κρίσης», είχε δημοσιευθεί την προηγούμενη Κυριακή. Αφιερωμένο στον Καλλικράτη, κατέληγε ανοίγοντας το θέμα των δυνατοτήτων και της πολιτικής της Αριστεράς, σε τοπικό επίπεδο, με τα νέα δεδομένα. «Ε»
Χάρης Κωνσταντάτος: Ο Μ. Σπουρδαλάκης αναφέρθηκε σε «κοινωνικές συνέργειες που υπονομεύουν την καπιταλιστική λογική και θα ενδυναμώνουν τα κοινωνικά θύματα του Μνημονίου και του προκρούστειου Καλλικράτη».
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, έχει ως προϋπόθεση την υπέρβαση του γνώριμου μοντέλου του αριστερού αγωνιστή δημάρχου της μεταπολίτευσης. Το μοντέλο αυτό, που προέτασσε κατά κύριο λόγο τη διεκδίκηση (πόρων, αρμοδιοτήτων, υποδομών) από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, το ζήσαμε για πολλά χρόνια και προφανώς αποτελεί αναπόσπαστη παρακαταθήκη της αριστερής ταυτότητας, ειδικά στα αστικά κέντρα· ακόμα και σήμερα αισθανόμαστε την ηχώ του, αν και τα παραδείγματα πια είναι λίγα. Λέω «υπέρβαση», γιατί οι δημοτικές αρχές, ακόμα και της Αριστεράς, υπήρξαν εχθρικές σε κοινωνικές πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης, βλέποντας τον ρόλο τους κυρίως ως προνομιακούς διαμεσολαβητές των αιτημάτων και των προσδοκιών της τοπικής κοινωνίας προς το κεντρικό κράτος.Μιχάλης Σπουρδαλάκης: …σχεδόν σαν ομάδα πίεσης.
Χ. Κωνσταντάτος: Υπάρχει λοιπόν, ιδιαίτερα σε καθεστώς κρίσης, όπου πολλές ταυτότητες και σχέσεις σε τοπικό επίπεδο αλλάζουν ριζικά, ένα ζήτημα αναπροσανατολισμού: Τι κάνει μια αριστερή δημοτική αρχή ή οι αριστερές δυνάμεις τοπικά και πώς το ζήτημα της πολιτικής αντιπροσώπευσης συνδέεται οργανικότερα με νέου τύπου κοινωνικές διεργασίες, αλληλέγγυες, που ξεπηδούν σταδιακά «από τα κάτω», πώς ενθαρρύνουμε κάποιες από αυτές; Πώς η προηγούμενη αγωνιστική παράδοση, της διεκδίκησης απέναντι στο συγκεντρωτικό ελληνικό κράτος, μπορεί να συνταιριαστεί με τον ρόλο του υποκινητή, του οργανωτή -- και πάντως ομόλογου σε τοπικό επίπεδο της κοινωνικής κινητοποίησης, όχι αντιπροσώπου της, εξωτερικά;
Μ. Σπουρδαλάκης: Θεωρώ ότι αυτό πρέπει να γίνει με ανοικτό μυαλό, με φαντασία, χωρίς στερεότυπα και πάντα με πολιτικούς όρους. Ας μην ξεχνάμε ότι η κρίση συμβάλλει ουσιαστικά στην αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Αναδιάταξη που ξεκινά από τη σοβούσα, εδώ και καιρό, κρίση αντιπροσώπευσης και ολοκληρώνεται με την αποευθυγράμμιση των πολιτικών δυνάμεων από την κοινωνία, εξέλιξη που στις παρούσες εκλογές γίνεται περισσότερο από φανερή. Έτσι, και σε τοπικό και σε περιφερειακό επίπεδο, θα δημιουργούνται ευκαιρίες για νέες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Το ζήτημα δεν είναι μόνο να μεταφέρουμε την παλιά αγωνιστική κινηματική παράδοση της Αριστεράς στον δικό μας χώρο· πρέπει να βλέπουμε και πολιτικά στο επίπεδο των δημοτικών, περιφερειακών κινήσεων κλπ. και προς τις όμορες δυνάμεις, για να κάνουμε αυτή την παρέμβαση, που πολύ σωστά επισημαίνει ο Χ. Κωνσταντάτος.
Οι αριστεροί δήμαρχοι και το πρόβλημα του «ρεφορμισμού»
Κωστής Χατζημιχάλης: Εδώ νομίζω αγγίζουμε ένα θέμα-ταμπού για την έννοια του αριστερού δημάρχου στην Ελλάδα: το πρόβλημα του ρεφορμισμού. Αφενός, υπάρχει ένα κατοχυρωμένο πλαίσιο, που ανέφερε πριν ο Χάρης: ο διεκδικητικός ρόλος. Αυτό όχι μόνο δεν πρέπει να αρθεί, αλλά, ιδίως υπό τις σημερινές συνθήκες, πρέπει να ενταθεί. Από την άλλη, κάθε φορά που συζητάμε τι κάνει ένας αριστερός δήμαρχος ξαναμπαίνει το ερώτημα: Αν κάνει κάτι πέρα από τη διεκδίκηση, αυτό είναι αναπαραγωγή του συστήματος, είναι ένταξη στις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής;
Να θυμίσω ένα περιστατικό που συζητάμε συχνά όταν μπαίνει το θέμα. Το 1979 ψηφίστηκε ο περίφημος νόμος 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών», του Στ. Μάνου, υφυπουργού τότε Δημόσιων Έργων. Θέμα του ήταν πώς γίνονται οι επεκτάσεις των πόλεων, με την ενεργό πολεοδομία, με εισφορά σε γη και σε χρήμα -- αιτήματα δηλαδή εκσυγχρονιστικά που έθετε και η Αριστερά πριν τη δικτατορία. θυμίζω τα συνέδρια με τη συμμετοχή των Γρ. Διαμαντόπουλου, I. Μπούζεμβεργκ κ.ά. Οι μόνοι δήμαρχοι που έκαναν κάποια προσπάθεια να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες του νόμου ήταν οι δήμαρχοι της ανανεωτικής Αριστεράς. Οι υπόλοιποι, με βασικό κορμό το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ, ήταν κάθετα αντίθετοι, θεωρούσαν ότι μια τέτοια στάση αποτελεί τον πιο χυδαίο ρεφορμισμό. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στην εποχή του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».
Τι γίνεται λοιπόν σήμερα, όταν υπάρχει ένα τοπικό πρόβλημα μεγάλης ανεργίας; Οι καινούργιες δυνατότητες σου αφήνουν κάποια ψήγματα πρωτοβουλιών, με λίγους πόρους. Καταρχάς, σίγουρα ζητάς περισσότερα χρήματα, γιατί, όπως έχει πει και ο Χ. Κωνσταντάτος, ένας αριστερός δήμαρχος δεν μπορεί να είναι απλώς διαχειριστής της φτώχειας. Αυτό είναι σίγουρο. Μια πολύ σημαντική πηγή κονδυλίων, ειδικά για τη φτώχεια, είναι τα κοινωνικά ταμεία συνοχής. Όμως, για να πάρεις χρήματα από εκεί χρειάζεσαι τεχνοκρατική προετοιμασία. Ορισμένοι αριστεροί δήμαρχοι δεν το κάνουν, επειδή θεωρούν ότι είναι χάσιμο χρόνου ή αποδοχή της «κακιάς Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Παραπέρα, πρέπει να σκεφτούμε ιδέες που ξεπερνάνε τη διαχείριση της φτώχειας και την έλλειψη κονδυλίων. Στην Ευρώπη, δήμαρχοι που έχουν ψηφιστεί από την Αριστερά (εμείς μπορεί, βέβαια, με το δικό μας το «αριστερόμετρο» να τους θεωρούμε απλώς «εκσυγχρονιστές») έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν θεσμούς και δομές που δίνουν στους άνεργους και τις άνεργες δημιουργικές διεξόδους. Είναι επίσης διαδεδομένα τα «κοινωνικά παντοπωλεία»: παρόλο που στη χώρα μας η ιδέα έχει υλοποιηθεί συχνά με κακό και ψηφοθηρικό τρόπο, μπορεί να αποτελέσει, για την Αριστερά, μια πρακτική με προοπτικές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο συνδυασμός βιολογικής γεωργίας και κοινωνικά χρήσιμου φαγητού. Υπάρχουν μεγάλοι καταναλωτές φαγητού, όπως ο στρατός, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια, καθώς και τα κοινωνικά συσσίτια ενός δήμου, που έχουν σημαντική ζήτηση αγροτικών προϊόντων, ως πρώτη ύλη. Στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, ακόμη και τη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, αριστεροί δήμοι και περιφέρειες (η τελευταία προσφέρει τις αναγκαίες οικονομίες κλίμακας), οργάνωσαν και θεσμοθέτησαν τη συνεργασία μεταξύ βιολογικής γεωργίας και μεγάλων, σταθερών καταναλωτών, δημιουργώντας στην πράξη κοινωνικά χρήσιμο φαγητό για όλους.
Μια άλλη ιδέα είναι οι λεγόμενες «κοινωνικές τράπεζες χρόνου», που έχουν εφαρμοστεί εκτεταμένα στην Ιταλία. Ο κάθε πολίτης «καταθέτει» στην τράπεζα ένα χρονικό διάστημα στο οποίο μπορεί να παρέχει μια υπηρεσία: να φτιάξει τα υδραυλικά, να κάνει μαθήματα κιθάρας ή αγγλικών, να συμπληρώσει μια φορολογική δήλωση κ.ο.κ. Η κάθε ώρα σε αυτή την κοινωνική παροχή είναι ισάξια, δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με το είδος της εργασίας: μία ώρα ενός ηλεκτρολόγου αντιστοιχεί με μία ώρα μιας καθηγήτριας, ενός γυμναστή κ.ο.κ. Θα μπορούσε να πει κανείς --εγώ βέβαια δεν συμφωνώ-- ότι όλα αυτά είναι ρεφορμισμός.
Μ. Σπουρδαλάκης: Δεν είναι, διότι αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες ουσιαστικά πάνε κόντρα στη λογική της αγοράς.
Κ. Χατζημιχάλης: …και κόντρα στην εμμονή να περιμένουμε όλες τις λύσεις από το κράτος.
Μ. Σπουρδαλάκης: Και έτσι φτιάχνεις συνειδήσεις, «ουσιαστικοποιείς», αν μου επιτρέπεται ο βαρβαρισμός, τα συνθήματα που ακούμε, ειδικά παραμονές των εκλογών, περί αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη δεν είναι αφηρημένη έννοια και υπόσχεση· έχει να κάνει και με πολύ συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, όπως οι τράπεζες χρόνου, με το πώς οργανώνει κανείς όσους έχουν ανάγκη, στη συγκυρία της καλλικρατικής μεταρρύθμισης και της μνημονιακής διαχείρισης της κρίσης. Η διχοτομία ανάμεσα στον ρεφορμισμό και την επανάσταση, τουλάχιστον στο πεδίο αυτό, δεν πρέπει να μας απασχολεί και κυρίως δεν πρέπει να παγώνει τη δράση μας.
Αν δεν το κάνουμε εμείς, η Aριστερά, αυτό θα γίνει από άλλους που αναπαράγουν ένα εγωιστικό, φιλανθρωπικό στυλ, και ακόμη όχι σπάνια με διαφημιστικό και αγοραίο τρόπο. Δείτε, για παράδειγμα, την καμπάνια του ΣΚΑΪ, όπου τηλεφωνικά γιατροί, δάσκαλοι, άλλοι επαγγελματίες ή και μικροεπιχειρηματίες δηλώνουν την προσφορά τους: είτε για δύο ώρες δωρεάν μαθημάτων είτε για ένα σφράγισμα δοντιού είτε κάποια άλλη υπηρεσία. Όλα αυτά γίνονται αποσπασματικά, εξατομικευμένα, όχι συλλογικά και χωρίς διαφάνεια. Σε κάθε περίπτωση, τέτοιες πρωτοβουλίες δεν φτιάχνουν δομές και δεν διαμορφώνουν συνειδήσεις· «είναι της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη». Μόλις σταματήσει ο σταθμός την καμπάνια, θα τελειώσει και το όλον πράγμα και, πέρα από κάποια «φιλανθρωπικά» αισθήματα και ίσως κάποια εμπορική-διαφημιστική διάθεση ορισμένων, δεν θα έχει απομείνει τίποτα. Άρα, επιβάλλεται η Αριστερά να είναι εκείνη που αναλαμβάνει τέτοιες πρωτοβουλίες.
Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός στην Ελλάδα και το εξωτερικό
Κ. Χατζημιχάλης: Θέλει όμως προσοχή, διότι έχουμε πολλές αρνητικές εμπειρίες εισαγωγής τέτοιων ιδεών, και πρόσφατα, σε δήμους με προοδευτικούς δημάρχους. Φέρνω ως παράδειγμα μια καλή ιδέα με ατυχή εφαρμογή: τον συμμετοχικό προϋπολογισμό. Όπως είναι γνωστό, από το σύνολο του προϋπολογισμού ενός δήμου αφαιρούνται καταρχάς τα πάγια έξοδα και οι υποχρεώσεις, από τη μισθοδοσία μέχρι τη συλλογή σκουπιδιών. Από το υπόλοιπο, ένα ποσοστό (που κυμαίνεται από 10% μέχρι 30%) κατανέμεται σύμφωνα με τις προτεραιότητες που βάζουν οι πολίτες μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες. Η πρώτη εφαρμογή ήταν στο Πόρτο Αλέγκρε, ένα μεγάλο δήμο με 2 εκατομμύρια δημότες. Φαινόταν ουτοπικό, κι όμως τα κατάφεραν, γιατί βασίστηκαν σε ισχυρές κοινωνικές δομές αλληλεγγύης, μια σταθερή πίστη και αφοσίωση των δυνάμεων της Αριστεράς να το υλοποιήσουν. Υπήρχαν βέβαια και πολλά προβλήματα, δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε τις εκεί εμπειρίες.
Η ιδέα βρήκε διαφορετικές εφαρμογές σε διαφορετικές χώρες. Στη Γερμανία και στη βόρεια Γαλλία είναι περισσότερο διαχειριστική, ενώ στη νότια Ευρώπη έχει και έναν ακτιβίστικο δυναμισμό και αριστερή προέλευση.
Η εμπειρία όμως του συμμετοχικού προϋπολογισμού στα καθ’ ημάς ήταν αρνητική. Ξεκίνησε με έναν υπερενθουσιασμό, την υιοθέτησαν κάποιοι δήμοι, αλλά σταμάτησε πολύ νωρίς. Νομίζω ότι οι δημοτικές αρχές δεν την πίστεψαν πραγματικά, δεν τη θεώρησαν προτεραιότητα, ενώ ταυτόχρονα κάποιες τεχνικές και κοινωνικές δυσκολίες δημιούργησαν προβλήματα. Έτσι, ο θεσμός, πριν εφαρμοστεί, υπονομεύτηκε. Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και με τη λεγόμενη «κοινωνική οικονομία», για την οποία το ΠΑΣΟΚ ετοιμάζει νόμο.
Χ. Κωνσταντάτος: Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, ο συμμετοχικός προϋπολογισμός εκκινεί κυρίως από δύο ανάγκες. Η πρώτη, κι αυτό το έχουμε δει κυρίως στη Λατινική Αμερική και τη νότια Ευρώπη, είναι να ενταχθούν στην πολιτική οι μάζες. Αποξενωμένες από πελατειακά ή και αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα, οι τοπικές αριστερές αυτοδιοικήσεις επινόησαν έναν τρόπο για να μπουν οι μάζες στο πολιτικό παιχνίδι, να απο-τεχνικοκρατικοποιηθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων, να αποκτήσει νόημα η πολιτική συμμετοχή, καταρχάς σε τοπικό επίπεδο. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή συμμετοχικότητας, που μας λείπει στην Ελλάδα. Έχουμε όμως μια σχετική εμπειρία από τα τοπικά κινήματα για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των τελευταίων χρόνων, που είναι εργαστήρια δημοκρατίας και συμμετοχής σε τοπικό επίπεδο, πάνω στην οποία κάποιοι αριστεροί αυτοδιοικητικοί δρώντες θα μπορούσαν να οικοδομήσουν.
Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή της συμμετοχικότητας, που εφαρμόζεται περισσότερο σε τοπικές κοινωνίες των ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών, ως μια τεχνική για τη βέλτιστη κατανομή των ελάχιστων διαθέσιμων πόρων, των πόρων σε σπάνι. Σε ένα νεοφιλελεύθερο περιβάλλον λιτότητας και αποστέρησης συλλογικών αγαθών, θέτει πολλά προβλήματα το να γίνει «συμμετοχική» η διαχείριση της φτώχειας. Και χρειάζεται προσοχή, γιατί ενώ είναι εξαιρετικά κρίσιμο να μην αποξενωθεί ο κόσμος από την πολιτική και, ειδικά σε τοπικό και αυτοδιοικητικό επίπεδο, να βρεθούν fora ενεργοποίησης και τρόποι ένταξης των πολιτών, μπαίνει το ζήτημα να μην είναι τελετουργική και τελικά ανούσια αυτή η συμμετοχή. Αλλά αυτό δεν επιδέχεται οριστικές απαντήσεις, είναι διαρκώς ένα ρευστό διακύβευμα.
Μ. Σπουρδαλάκης: Θέλω να αναφέρω μια παραπλήσια εμπειρία από τον Καναδά. Εδώ και 25-30 χρόνια έχει ξεκινήσει το εγχείρημα του «εναλλακτικού προϋπολογισμού» (alternative budget), σε μια επαρχία, τη Μανιτόμπα (επαρχία με δυόμισι φορές την έκταση της Γαλλίας και πληθυσμό ένα εκατομμύριο). Κάποιοι αριστεροί οικονομολόγοι, πανεπιστημιακοί, που μετείχαν όμως στα κινήματα (των Ινδιάνων, το συνδικαλιστικό, το φοιτητικό), ξεκίνησαν να κάνουν έναν εναλλακτικό προϋπολογισμό· όχι συμμετοχικό, αλλά εναλλακτικό, ο οποίος ήταν εν τοις πράγμασι συμμετοχικός. Προσπαθούσαν να δείξουν ότι, ενάντια στις περικοπές που επέβαλε ο δυναμικός και φρέσκος τότε νεοφιλελευθερισμός, η κοινωνία μπορούσε, και πρακτικά και τεχνικά, να δώσει εναλλακτικές λύσεις. Σταδιακά, η προσπάθεια αυτή μετεξελίχθηκε και έγινε εναλλακτική πρόταση προϋπολογισμού για ολόκληρη τη χώρα. Μάλιστα, είχε τέτοια δυναμική που εξανάγκασε κατά καιρούς τους υπουργούς Οικονομικών του Καναδά να απαντάν επισήμως σε αυτό κίνημα.
Καθώς είχα την τύχη να γνωρίζω κάποιους από τους εμπνευστές αυτής της δράσης, ξέρω ότι έμπαινε ένα ζήτημα ορίων. Έλεγαν πως, ό,τι και να κάνεις, ο προϋπολογισμός, έτσι όπως δομείται τεχνικά, έχει περιορισμούς, δεν μπορεί να είναι πλήρως εναλλακτικός. Όμως η προσπάθεια αναδείκνυε κάποιες δυνατότητες και υπονόμευε τα κυρίαρχα επιχειρήματα περί περικοπών.
Τώρα, σε επίπεδο δήμων και περιφέρειας, και με δεδομένη, επαναλαμβάνω, την κρίση, αν τη δούμε και ως πολιτική ευκαιρία για την Αριστερά, τέτοιες πρακτικές μπορεί να δώσουν μια άλλη προοπτική και δυναμική σε μια περιφέρεια ή ένα δήμο. Με όλες τις επιφυλάξεις προφανώς και τις αντιφάσεις που έθεσε ο Κωστής πριν.
Μια δύσκολη ισορροπία
Χ. Κωνσταντάτος: Πιστεύω ότι ιδίως μια αριστερή δημοτική αρχή πρέπει να είναι σε εγρήγορση για ορισμένους κινδύνους, όπως το πώς η εθελοντική ή τοπική παροχή υπηρεσιών δεν θα ενισχύσει τη σημερινή τάση για πλήρη απορρύθμιση των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους, που οφείλουν να είναι οικουμενικής παροχής. Ή, ακόμη, πώς τα παράλληλα κοινωνικά δίκτυα διανομής δεν θα είναι υποδεέστερης ποιότητας, απευθυνόμενα στους φτωχούς, αλλά αντίθετα αναβαθμίζουν τη συνολική ποιότητα υπηρεσιών. Συνεπώς, πάντα θα υπάρχει μια ένταση: η τοπική καινοτομία (σε εγχειρήματα, λ.χ., όπως η εθελοντική συνεισφορά χρόνου ή η προσπάθεια άρσης του διαχωρισμού καταναλωτών-παραγωγών) και γενικότερα ένας ενεργητικός κοινωνικός-αναπτυξιακός ρόλος μιας αριστερής ή προοδευτικής αυτοδιοίκησης αμφισβητεί, έστω εν σπέρματι, τις βασικές προκείμενες του κυρίαρχου μοντέλου ή τις νομιμοποιεί και τις αναπαράγει; Είναι ένα ρευστό ζήτημα· δεν υπάρχουν μονοδιάστατες απαντήσεις. Πιστεύω πάντως ότι υπάρχει πολύ μεγάλο πεδίο δράσης, σε αντίθεση με μια λογική που η Αριστερά γνώριζε να δουλεύει στους δήμους, εν πολλοίς βάζοντας έναν «κόκκινο μάνατζερ» να διαχειριστεί, περίπου, τις ίδιες δομές στις τοπικές κοινωνίες.
Κ. Χατζημιχάλης: Θα ήθελα, επ’ αυτού, να προσθέσω μια ελληνική ιδιαιτερότητα: το πρόβλημα της περιορισμένης, γενικά, κουλτούρας κοινωνικής, εθελοντικής συμμετοχής. Η συμμετοχή, κυρίως μεταπολιτευτικά, γίνεται μέσα από τα κόμματα. Άρα, οποιαδήποτε έκκληση για κοινωνική συμμετοχή δημιουργεί το ερώτημα, σε αυτούς και αυτές που πρόκειται να συμμετέχουν, «ποιος το κάνει»: ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ., ο ΣΚΑΪ;
Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές χώρες έχουμε μια εντελώς διαφορετική παράδοση και κουλτούρα συμμετοχής. Η λαϊκή συμμετοχή, σε τοπικό επίπεδο, δεν ήταν πάντοτε κομματικά καθοδηγούμενη. Το παράδειγμα που σας είπα με το βιολογικό και κοινωνικά χρήσιμο φαγητό προέκυψε από τους δραστήριους συλλόγους γονέων που ενδιαφέρονταν για υγιεινό φαγητό των παιδιών τους. Και όταν οι βιοπαραγωγοί είπαν ότι μόνο τα σχολεία δεν δημιουργούν αρκετή ζήτηση, τότε συμμετείχε και ο σύλλογος πασχόντων στα νοσοκομεία, ο σύλλογος των φαντάρων κ.ο.κ. Υπήρχαν δηλαδή οι συλλογικότητες, που συνεννοήθηκαν γύρω από μια εναλλακτική ιδέα, χωρίς να περάσουν μέσα από τα κόμματα.
Μ. Σπουρδαλάκης: Θεωρώ ότι η παρατήρηση του Κωστή είναι καίρια και ανοίγει ένα μεγάλο θέμα. Έχουμε μια παράδοση που περνάει μέσα από τα κόμματα, διότι τα κόμματα σήκωσαν στην πλάτη τους τις διαδικασίες μετάβασης στη δημοκρατία το 1974. Δεν υπήρχαν συνδικάτα ούτε άλλοι θεσμοί, όπως λ.χ. το opus dei στην Ισπανία, που θα σήκωναν το βάρος της μετάβασης.
Ωστόσο, πρέπει να δούμε ότι, εν τοις πράγμασι, αυτή η τάση, όπου η συμμετοχή ταυτίζεται με τα κόμματα, έχει υπονομευθεί τα τελευταία χρόνια. Και το λέω παρά την επιμονή διαφόρων συναδέλφων μας, οι οποίοι αναπαράγουν, ιμπρεσιονιστικά θα έλεγα, μια κοινωνιολογία του καφενείου, ότι όλα είναι κομματικοποιημένα κλπ. Η πολυδιαφημιζόμενη «κομματοκρατία» έχει υπονομευτεί σε σημαντικό βαθμό σε πολλά επίπεδα, ενώ η κρίση --πιστεύω και ελπίζω-- φαίνεται να της επιφέρει το καίριο πλήγμα. Άρα, ανοίγεται μπροστά μας μια πολύ καλή ευκαιρία.
Κ. Χατζημιχάλης: Συμφωνώ, και το ερώτημα είναι αν αυτή την αλλαγή θα την αποδεχθεί ο νέος αριστερός δήμαρχος.
Χ. Κωνσταντάτος: Μπορεί να γίνει και ερήμην του…
Κ. Χατζημιχάλης: Θα γίνει ερήμην του ή θα τη βοηθήσει να ανθήσει; Είναι ένα ερώτημα.
Χ. Κωνσταντάτος: Πάντως, δεν θα γίνει ερήμην των νέων ριζοσπαστικών κοινωνικών υποκειμένων και κινημάτων, με τα οποία πρέπει να συμβαδίσει η Αριστερά. Πιστεύω ότι, σε αυτή τη συγκυρία, πρέπει να ακολουθήσουμε τον βηματισμό που περιέγραψε ο Μ. Σπουρδαλάκης: να είμαστε μέρος, ως αριστεροί, αυτών των κινημάτων και διεργασιών που συγκροτούνται, ίσως και εκτός επίσημης πολιτικής αυτοδιοικητικής σφαίρας.
Κ. Χατζημιχάλης: Με βάση αυτό που είπατε και οι δύο, ότι τέτοιου είδους πρωτοβουλίες βρίσκονται πάντα στο μεταίχμιο μεταξύ ρεφορμισμού και ουσιαστικής αλλαγής, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε κοινωνικά χρήσιμες πρωτοβουλίες και να μην τις κατακεραυνώνουμε αν προέρχονται από άλλους χώρους. Γιατί η συλλογικότητα, μέσα στη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού και της ατομικοποίησης δημιουργεί, εν δυνάμει μια κουλτούρα· μαθαίνουν οι πολίτες να συζητούν για τα μικρά και καθημερινά, πέρα από την υπερπολιτικοποίηση. Κι αυτό είναι για μας μια πολύτιμη υποθήκη, είναι ζωτικός χώρος για τη δική μας Αριστερά.
[Συζήτηση και σχολιασμός στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]
*Ο Χάρης Κωνσταντάτος είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης διδάσκει πολιτική επιστήμη στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Κωστής Χατζημιχάλης διδάσκει οικονομική γεωγραφία και περιφερειακή ανάπτυξη στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου