MICHEL SERRES, Η Κοντορεβιθούλα, μετ: Δημήτρης Ποταμιάνος, εκδ. Ποταμός, σελ. 123
Είναι η ενσάρκωση (θηλυκή, βεβαίως, αφού «στις τελευταίες δεκαετίες είμαστε μάρτυρες του θριάμβου των γυναικών») της νέας γενιάς, που παίζει τις νέες τεχνολογίες στα δάχτυλα, αρνείται τις ιδεολογίες των γονιών της, προκρίνει το συνδεσμικό (connectif) έναντι του συλλογικού (collectif) ή μάλλον επιχειρεί μια σύνδεση των δύο, αξιώνοντας να καταλύσει την πυραμίδα της εξουσίας προς όφελος ενός νέου ζιγκουράτ, όχι διχαστικού όπως ο Πύργος της Βαβέλ, αλλά ενωτικού, ενός πύργου που «θα αντιπροσωπεύει τη συνδεδεμένη συλλογικότητα» και θα είναι «κινούμενος, μεταβλητός, ρευστός, παρδαλός, πολύχρωμος».Δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι με τα παιδιά μας. Δεν έχουμε τις ίδιες εμπειρίες, δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα, δεν κατοικούμε στον ίδιο χώρο, δεν ζούμε στην ίδια φύση, δεν ψηλαφίζουμε με τον ίδιο τρόπο τον κόσμο. Για εκείνα, το σύμπαν δεν ορίζεται πια από τις αποστάσεις, αλλά βρίσκεται στις άκρες των δαχτύλων τους – αυτών των επιδέξιων δαχτύλων που γράφουν τα μηνύματα με εξωφρενική ταχύτητα στα κινητά τους τηλέφωνα, που χειρίζονται την εικονική σφαίρα με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα. Για εκείνα, το σώμα, η γέννηση, ο θάνατος, ο πόνος, το επάγγελμα, οι τόποι, οι συνθήκες ύπαρξής μας στον κόσμο έχουν ριζικά μεταμορφωθεί.
Κι αν εμείς, οι παλαιότεροι, αδυνατούμε να συλλάβουμε ακριβώς το εύρος αυτής της μετάλλαξης, είναι γιατί οι παλιές έννοιες, οι φθαρμένοι μας θεσμοί, εξακολουθούν να εκπέμπουν κάποιο φως – όμως, τούτο το φως είναι όμοιο με τρεμοφέγγισμα αστερισμών που έχουν προ πολλού πεθάνει.
Ανατέμνοντας την κοσμογονική αλλαγή γνωσιακού και επιχειρησιακού παραδείγματος που έχει συντελεστεί στην ψηφιακή εποχή μας, ο σπουδαίος επιστημολόγος Μισέλ Σερ βάζει στο επίκεντρο του λυρικού, αισιόδοξου δοκιμίου του την Petite Poucette, τη Δαχτυλίτσα του παραμυθιού του Σαρλ Περό (ο Δ. Ποταμιάνος, που τόσο γλαφυρά μετέφρασε το βιβλίο, την προτιμά «Κοντορεβιθούλα» και εξηγεί γιατί).
Είναι η ενσάρκωση (θηλυκή, βεβαίως, αφού «στις τελευταίες δεκαετίες είμαστε μάρτυρες του θριάμβου των γυναικών») της νέας γενιάς, που παίζει τις νέες τεχνολογίες στα δάχτυλα, αρνείται τις ιδεολογίες των γονιών της, προκρίνει το συνδεσμικό (connectif) έναντι του συλλογικού (collectif) ή μάλλον επιχειρεί μια σύνδεση των δύο, αξιώνοντας να καταλύσει την πυραμίδα της εξουσίας προς όφελος ενός νέου ζιγκουράτ, όχι διχαστικού όπως ο Πύργος της Βαβέλ, αλλά ενωτικού, ενός πύργου που «θα αντιπροσωπεύει τη συνδεδεμένη συλλογικότητα» και θα είναι «κινούμενος, μεταβλητός, ρευστός, παρδαλός, πολύχρωμος».
Το όραμα του Μισέλ Σερ για τη «νέα δημοκρατία της γνώσης», που τη βλέπει να ανατέλλει «αεικίνητη, ζωηρή και γλυκιά», συγκροτείται σαν ένα δοξαστικό προς τη νέα γενιά και το αίτημά της –«να μη χτίζεται πια το συλλογικό με τις σφαγές των άλλων ή και με τις ίδιες τις δικές μας θυσίες»– και ταυτόχρονα σαν ένα εγκώμιο προς τον «πολιτισμό της πρόσβασης», του οποίου γλωσσικό και γνωστικό αντίστοιχο είναι ο κώδικας. «Ο κώδικας αναδεικνύει ένα νέο εγώ», γράφει ο Σερ. «Προσωπικό, οικείο, μυστικό; Ναι. Γενικό, δημόσιο, δημοσιεύσιμο; Ναι. Καλύτερα ακόμα, και τα δύο: διπλό».
Για τον Σερ, το τέλος των κοινωνιών που βασίζονταν στην πειθαρχία, το τέλος της εκκλησίας, του κράτους, του σχολείου, του στρατώνα, του εργοστασίου, το τέλος των πατρίδων, των τάξεων, του συνδικάτου, της οικογένειας, απελευθερώνει ένα χώρο ανεμπόδιστης κυκλοφορίας και αμοιβαίων ανταλλαγών ανάμεσα στις μονάδες, τους κώδικες. Αμφισβητεί την αυθεντία και τα εξουσιαστικά πρότυπα. Ευαγγελίζεται μια νέα ισότητα.
Ομως η προφητεία του Σερ, παρά την αισιοδοξία της, παραμένει αμφίσημη: «Μέσα σε σκόρπιους υπολογιστές, εδώ και παραπέρα, ο καθένας θα μπορεί να εισάγει το διαβατήριό του, την ανώνυμη και εξατομικευμένη εικόνα του, την κωδικοποιημένη ταυτότητά του, έτσι ώστε μια ακτινοβολία λέιζερ, που θα εκτινάσσεται πολύχρωμη από το έδαφος και θα αναπαράγει τις αμέτρητες αυτές κάρτες στο σύνολό τους, θα δίνει την εικόνα της μυριόστομης αυτής συλλογικότητας, δεόντως εικονικά σχηματισμένης. Από μόνος του ο καθένας θα εισχωρεί σε αυτήν την εικονική αλλά και τόσο αυθεντική ομάδα που θα ενώνει, σε μια μοναδική και πολλαπλή ταυτοχρόνως εικόνα, όλα τα άτομα που θα συμμετέχουν σ’ αυτό το κατακερματισμένο σώμα, με τα χειροπιαστά και κωδικοποιημένα γνωρίσματά τους». Παρά την εμφατική, χαρμόσυνη εξαγγελία του Σερ, αναρωτιέται κανείς μήπως στη βάση τούτου του ονείρου καραδοκεί ο εφιάλτης. Μήπως με άλλα λόγια, αυτή η «συνδεδεμένη συλλογικότητα» ατόμων-ψηφιακών δεδομένων, ατόμων αφοσιωμένων στην ταχύτατη και ασταμάτητη ανταλλαγή πληροφοριών (προς τι και με ποιο σκοπό;) θυμίζει περισσότερο μυρμηγκοφωλιά παρά ανθρώπινη κοινωνία. Ο κόσμος πράγματι άλλαξε τόσο πολύ, «που οι νέοι πρέπει να ανακαλύψουν ξανά τα πάντα». Ισως, όμως, ο τρόπος τους να ακολουθήσει ολότελα διαφορετικό μονοπάτι από την εξιδανικευμένη εικόνα της ψηφιακής επανάστασης με την οποία ολοκληρώνεται το κατά τα άλλα λαμπρό, δροσερό και κυρίως παρηγορητικό δοκίμιο του Μισέλ Σερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου