Του Κώστα Καλλίτση, Καθημερινή, 16.02.14
Τέσσερις μεγάλες αβεβαιότητες αναφορικά με την Ελλάδα είναι αντικείμενο συζητήσεων στις εν Αθήναις πρεσβείες, σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (κυρίως στο Βερολίνο...), στο Λονδίνο και σε άλλα μητροπολιτικά κέντρα των διεθνών αγορών. Αβεβαιότητες που ερμηνεύουν γιατί τα ξένα κεφάλαια (με εξαίρεση διάφορα μικρά κερδοσκοπικά funds που μπαινοβγαίνουν στο Χρηματιστήριο με βραχύτατο ορίζοντα ενός μηνός...) επιλέγουν να μένουν εκτός της Ελλάδας για το επόμενο προβλεπτό διάστημα. Η πρώτη αβεβαιότητα είναι αν θα σταματήσει ή όχι η ύφεση, αν και πότε θα αρχίσει η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ο ξένος επενδυτής τοποθετείται σε μια οικονομία για να βγάλει κέρδη. Αυτό συνεπάγεται ότι (με εξαίρεση τομείς που δεν εξαρτώνται άμεσα από την ελληνική αγορά, όπως μεγάλα ξενοδοχεία που εισάγουν απευθείας ξένους τουρίστες...) δεν έρχεται να επενδύσει σε μια χώρα αν δεν πιστεύει ότι η οικονομία της είναι έτοιμη να περάσει στη φάση της μεγέθυνσης. Οσον αφορά τη χώρα μας, οι αρνητικές προβλέψεις των ξένων επενδυτών ενισχύονται από τις διαπιστώσεις ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις είτε εξωθούνται να βγουν και να συνεχίσουν να παράγουν εκτός Ελλάδας είτε οδηγούνται σε κλείσιμο γιατί, παρά τη δραματική μείωση των μισθών, τα άλλα κόστη (ενέργειας, φορολογίας και, επίσης το κόστος που επιφέρει το καθεστώς διαπλοκής και διαφθοράς...) τις καθιστούν μη ανταγωνιστικές. Γιατί να έρθει μια ξένη, όταν φεύγουν ή σβήνουν ελληνικές επιχειρήσεις;
Η δεύτερη αβεβαιότητα σχετίζεται με το τραπεζικό σύστημα, λόγω αντικειμενικών εξελίξεων ή κυβερνητικών δράσεων που τείνουν να δημιουργούν ερωτήματα για την ικανότητα των τραπεζών να συμβάλουν στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς την ευχέρεια να αντληθούν τραπεζικές πιστώσεις, δύσκολα αποφασίζει κάποιος να επενδύσει σε οποιαδήποτε χώρα. Αυτό έχει μια γενική ισχύ, για όλες τις χώρες του κόσμου.
Επιπλέον, ειδικά για την Ελλάδα, διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι τα «κόκκινα» δάνεια θα συνεχίσουν να αυξάνονται επί 12-18 μήνες μετά την ανακοπή της ύφεσης, διαβρώνοντας έτσι τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών. Και δεν κρύβουν τις ανησυχίες που τους προκαλούν πληροφορίες ότι κυβερνητικοί παράγοντες επιδιώκουν να μεταφέρουν κεφάλαια από το ΤΧΣ (που προορίζονται για τις τράπεζες) για να καλύψουν με αυτόν τον τρόπο χρηματοδοτικά κενά του Δημοσίου. Γιατί, χωρίς υγιείς, ισχυρές τράπεζες, ξένοι επενδυτές σπανίως εμφανίζονται.
Η τρίτη αβεβαιότητα που συζητείται αφορά τη γνησιότητα και τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος που εμφανίζεται αλλά και (ίσως: κυρίως...) τον τρόπο με τον οποίο αυτό, το όποιο, πλεόνασμα, αξιοποιείται από το πολιτικό σύστημα. Οσον αφορά την αμφισβήτηση της γνησιότητάς του, βρίσκει γόνιμο έδαφος στις νωπές μνήμες των πρακτικών «δημιουργικής λογιστικής» (το έλλειμμα, π.χ., του 6% που ήταν 15,6% του ΑΕΠ...), ενισχύεται από την απορία «πώς είναι δυνατόν οι ίδιες υπηρεσίες που εκτιμούσαν το πλεόνασμα σε 300-400 εκατομμύρια το φθινόπωρο, τώρα να το ανεβάζουν σε 1,5 ή 2 δισ. ευρώ», καθώς και από τις φήμες περί ετεροχρονισμού πληρωμών και διεύρυνσης της «άσπρης τρύπας» -της περιουσίας των Ταμείων (που δυσκολεύονται να πληρώσουν συντάξεις...) και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (που βρίσκεται στο «κόκκινο»).
Εύλογα υποθέτει κανείς ότι αυτά θα διευκρινιστούν σε συνεργασία με τις αρμόδιες ευρωπαϊκές υπηρεσίες. Ωστόσο, για τους ξένους παρατηρητές παραμένει ένα πολιτικό θέμα που το θεωρούν μείζονος σημασίας: Με ποια λογική, αναρωτιούνται, η Αθήνα σπεύδει να μοιράσει το 70% του όποιου πλεονάσματος, και δη σε προεκλογική περίοδο και με αμφισβητήσιμα κριτήρια, όταν μπροστά της υπάρχουν τόσο μεγάλες ανοιχτές δημοσιονομικές τρύπες τα επόμενα χρόνια; Τι υποδηλώνει και πού οδηγεί αυτή η σπουδή;
Και οι ίδιοι παράγοντες καταλήγουν στην τέταρτη αβεβαιότητα, την πολιτική. Αφενός, υποστηρίζουν, η διολίσθηση σε προεκλογική παροχολογία απειλεί να δυναμιτίσει το κλίμα καθώς, αντικειμενικά, καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι είναι διαθέσιμα λεφτά για να ικανοποιηθούν διάφορα αιτήματα και, άρα, κάθε κοινωνική ομάδα δεν έχει παρά να τα διεκδικήσει. Από το «δεν τη θέλουμε, αλλά κάνουμε δημοσιονομική εξυγίανση γιατί μας επιβάλλεται από τους ξένους», εύκολα μπορεί να διολισθήσεις στο «τελειώσαμε με τη δημοσιονομική εξυγίανση» - με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για την Ελλάδα.
Αφετέρου τονίζουν, ανεξάρτητα από όλα τα άλλα, στην Ελλάδα έχουν «μυρίσει» εθνικές εκλογές. Ολοι (και) οι ξένοι παρατηρητές εκτιμούν ότι η διεξαγωγή τους είναι απλώς θέμα χρόνου. Οψέποτε διεξαχθούν, λοιπόν, οι αναμενόμενες εκλογές, τότε θα αρθεί αυτή η πολιτική αβεβαιότητα, γιατί τότε θα μπορεί ο κάθε ξένος επενδυτής να εκτιμήσει τα δεδομένα και να κρίνει με σχετική ασφάλεια αν θα τοποθετηθεί στην ελληνική οικονομία ή όχι. Γι’ αυτό, καταλήγουν οι ίδιοι παράγοντες, όσο νωρίτερα γίνουν εκλογές τόσο νωρίτερα θα αρθεί αυτή η πολιτική αβεβαιότητα. Μέχρι τότε, θα είναι παρούσα. Απούσες, θα είναι οι ξένες επενδύσεις.
Τέσσερις μεγάλες αβεβαιότητες αναφορικά με την Ελλάδα είναι αντικείμενο συζητήσεων στις εν Αθήναις πρεσβείες, σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (κυρίως στο Βερολίνο...), στο Λονδίνο και σε άλλα μητροπολιτικά κέντρα των διεθνών αγορών. Αβεβαιότητες που ερμηνεύουν γιατί τα ξένα κεφάλαια (με εξαίρεση διάφορα μικρά κερδοσκοπικά funds που μπαινοβγαίνουν στο Χρηματιστήριο με βραχύτατο ορίζοντα ενός μηνός...) επιλέγουν να μένουν εκτός της Ελλάδας για το επόμενο προβλεπτό διάστημα. Η πρώτη αβεβαιότητα είναι αν θα σταματήσει ή όχι η ύφεση, αν και πότε θα αρχίσει η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ο ξένος επενδυτής τοποθετείται σε μια οικονομία για να βγάλει κέρδη. Αυτό συνεπάγεται ότι (με εξαίρεση τομείς που δεν εξαρτώνται άμεσα από την ελληνική αγορά, όπως μεγάλα ξενοδοχεία που εισάγουν απευθείας ξένους τουρίστες...) δεν έρχεται να επενδύσει σε μια χώρα αν δεν πιστεύει ότι η οικονομία της είναι έτοιμη να περάσει στη φάση της μεγέθυνσης. Οσον αφορά τη χώρα μας, οι αρνητικές προβλέψεις των ξένων επενδυτών ενισχύονται από τις διαπιστώσεις ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις είτε εξωθούνται να βγουν και να συνεχίσουν να παράγουν εκτός Ελλάδας είτε οδηγούνται σε κλείσιμο γιατί, παρά τη δραματική μείωση των μισθών, τα άλλα κόστη (ενέργειας, φορολογίας και, επίσης το κόστος που επιφέρει το καθεστώς διαπλοκής και διαφθοράς...) τις καθιστούν μη ανταγωνιστικές. Γιατί να έρθει μια ξένη, όταν φεύγουν ή σβήνουν ελληνικές επιχειρήσεις;
Η δεύτερη αβεβαιότητα σχετίζεται με το τραπεζικό σύστημα, λόγω αντικειμενικών εξελίξεων ή κυβερνητικών δράσεων που τείνουν να δημιουργούν ερωτήματα για την ικανότητα των τραπεζών να συμβάλουν στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς την ευχέρεια να αντληθούν τραπεζικές πιστώσεις, δύσκολα αποφασίζει κάποιος να επενδύσει σε οποιαδήποτε χώρα. Αυτό έχει μια γενική ισχύ, για όλες τις χώρες του κόσμου.
Επιπλέον, ειδικά για την Ελλάδα, διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι τα «κόκκινα» δάνεια θα συνεχίσουν να αυξάνονται επί 12-18 μήνες μετά την ανακοπή της ύφεσης, διαβρώνοντας έτσι τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών. Και δεν κρύβουν τις ανησυχίες που τους προκαλούν πληροφορίες ότι κυβερνητικοί παράγοντες επιδιώκουν να μεταφέρουν κεφάλαια από το ΤΧΣ (που προορίζονται για τις τράπεζες) για να καλύψουν με αυτόν τον τρόπο χρηματοδοτικά κενά του Δημοσίου. Γιατί, χωρίς υγιείς, ισχυρές τράπεζες, ξένοι επενδυτές σπανίως εμφανίζονται.
Η τρίτη αβεβαιότητα που συζητείται αφορά τη γνησιότητα και τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος που εμφανίζεται αλλά και (ίσως: κυρίως...) τον τρόπο με τον οποίο αυτό, το όποιο, πλεόνασμα, αξιοποιείται από το πολιτικό σύστημα. Οσον αφορά την αμφισβήτηση της γνησιότητάς του, βρίσκει γόνιμο έδαφος στις νωπές μνήμες των πρακτικών «δημιουργικής λογιστικής» (το έλλειμμα, π.χ., του 6% που ήταν 15,6% του ΑΕΠ...), ενισχύεται από την απορία «πώς είναι δυνατόν οι ίδιες υπηρεσίες που εκτιμούσαν το πλεόνασμα σε 300-400 εκατομμύρια το φθινόπωρο, τώρα να το ανεβάζουν σε 1,5 ή 2 δισ. ευρώ», καθώς και από τις φήμες περί ετεροχρονισμού πληρωμών και διεύρυνσης της «άσπρης τρύπας» -της περιουσίας των Ταμείων (που δυσκολεύονται να πληρώσουν συντάξεις...) και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (που βρίσκεται στο «κόκκινο»).
Εύλογα υποθέτει κανείς ότι αυτά θα διευκρινιστούν σε συνεργασία με τις αρμόδιες ευρωπαϊκές υπηρεσίες. Ωστόσο, για τους ξένους παρατηρητές παραμένει ένα πολιτικό θέμα που το θεωρούν μείζονος σημασίας: Με ποια λογική, αναρωτιούνται, η Αθήνα σπεύδει να μοιράσει το 70% του όποιου πλεονάσματος, και δη σε προεκλογική περίοδο και με αμφισβητήσιμα κριτήρια, όταν μπροστά της υπάρχουν τόσο μεγάλες ανοιχτές δημοσιονομικές τρύπες τα επόμενα χρόνια; Τι υποδηλώνει και πού οδηγεί αυτή η σπουδή;
Και οι ίδιοι παράγοντες καταλήγουν στην τέταρτη αβεβαιότητα, την πολιτική. Αφενός, υποστηρίζουν, η διολίσθηση σε προεκλογική παροχολογία απειλεί να δυναμιτίσει το κλίμα καθώς, αντικειμενικά, καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι είναι διαθέσιμα λεφτά για να ικανοποιηθούν διάφορα αιτήματα και, άρα, κάθε κοινωνική ομάδα δεν έχει παρά να τα διεκδικήσει. Από το «δεν τη θέλουμε, αλλά κάνουμε δημοσιονομική εξυγίανση γιατί μας επιβάλλεται από τους ξένους», εύκολα μπορεί να διολισθήσεις στο «τελειώσαμε με τη δημοσιονομική εξυγίανση» - με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για την Ελλάδα.
Αφετέρου τονίζουν, ανεξάρτητα από όλα τα άλλα, στην Ελλάδα έχουν «μυρίσει» εθνικές εκλογές. Ολοι (και) οι ξένοι παρατηρητές εκτιμούν ότι η διεξαγωγή τους είναι απλώς θέμα χρόνου. Οψέποτε διεξαχθούν, λοιπόν, οι αναμενόμενες εκλογές, τότε θα αρθεί αυτή η πολιτική αβεβαιότητα, γιατί τότε θα μπορεί ο κάθε ξένος επενδυτής να εκτιμήσει τα δεδομένα και να κρίνει με σχετική ασφάλεια αν θα τοποθετηθεί στην ελληνική οικονομία ή όχι. Γι’ αυτό, καταλήγουν οι ίδιοι παράγοντες, όσο νωρίτερα γίνουν εκλογές τόσο νωρίτερα θα αρθεί αυτή η πολιτική αβεβαιότητα. Μέχρι τότε, θα είναι παρούσα. Απούσες, θα είναι οι ξένες επενδύσεις.
Έντυπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου