Οσο κι αν
επιμένει η κυβέρνηση να προβάλλει το επίτευγμα, η εξασφάλιση
πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος συνιστά αναγκαία αλλά όχι ικανή
συνθήκη για να προχωρήσει η χώρα. Για να αρχίσουν και πάλι να αυξάνονται
με καλούς ρυθμούς το εθνικό προϊόν, η απασχόληση και τα εισοδήματα
απαιτούνται σημαντικοί πόροι. Αυτοί είναι αδύνατο να αντληθούν από το
δραστικά συρρικνωμένο εθνικό εισόδημα. Νέος μεγάλος εξωτερικός
δανεισμός, όπως τον γνωρίσαμε προ κρίσης, προφανώς αποκλείεται, ωστόσο
οι απαιτούμενοι πόροι δεν μπορούν παρά να έρθουν από το εξωτερικό.
Αφενός από προγράμματα δημόσιου χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η
διαπραγμάτευση των οποίων θα έπρεπε να αποτελεί απόλυτη κυβερνητική
προτεραιότητα, πέρα από την επιδιωκόμενη μακροχρόνια ρύθμιση του χρέους.
Και αφετέρου από την εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων μέσω του τραπεζικού
συστήματος, του Χρηματιστηρίου και για την πραγματοποίηση άμεσων
επενδύσεων (εδώ υπάγονται και οι όποιες ιδιωτικοποιήσεις). Και
για τις δύο αυτές πηγές της αναγκαίας εξωτερικής χρηματοδότησης κλειδί
είναι οι «μεταρρυθμίσεις». Καμία πρόσθετη σημαντική χρηματοδότηση από
ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν φαίνεται εφικτό να συζητηθεί σοβαρά στην ΕΕ
χωρίς μιαν ευνοϊκή έκθεση από την τρόικα ότι εκπληρώνονται οι δεσμεύσεις
που έχει αναλάβει η χώρα στα Μνημόνια των δανειακών συμβάσεων. Τέτοιο
κεντρικό αίτημα δεν έχει καν υποβληθεί από την ελληνική πλευρά (δεν το
υποκαθιστούν περιστασιακές συνομιλίες με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα
Επενδύσεων ή με άλλα Ταμεία στα περιορισμένα υφιστάμενα πλαίσια). Αλλά
και μόνο για να εκταμιευθούν οι τελευταίες δόσεις του συνομολογημένου
δανείου, καθώς επίσης για να αντιμετωπιστεί το συνδεόμενο με την
εξυπηρέτηση του χρέους αναγνωρισμένο «χρηματοδοτικό κενό», αδιάκοπα μας
υποδεικνύουν να προχωρήσουμε πρώτα στις μεταρρυθμίσεις που έχουμε
συμφωνήσει. Ανεξάρτητα από τα Μνημόνια, εξάλλου, κάποιες μεταρρυθμίσεις
φαίνονται επιβεβλημένες για να μπορέσει η Ελλάδα να προσελκύσει ξένα
ιδιωτικά κεφάλαια σε μεγάλη κλίμακα, και μάλιστα με όρους εθνικά
επωφελείς.
Εδώ όμως εντοπίζεται το πρόβλημα. Και είναι πρώτιστα πολιτικό. Διότι για να προχωρήσουν αποδοτικά οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις εθνικής κλίμακας προϋποθέτουν καλό εθνικό σχεδιασμό, μια μίνιμουμ αποδοχή των θιγομένων με πιθανά αντισταθμίσματα, τη συναίνεση όσων καλούνται να κινητοποιηθούν για την εφαρμογή τους και μεγάλου μέρους της κοινωνίας γενικότερα. Εναλλακτικά μπορούν να επιβληθούν σε σύγκρουση με όσους αντιδρούν, οπότε επιφέρουν μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος, αλλά και πάλι απαιτούν καλό σχεδιασμό και τουλάχιστον την ανοχή της πλειοψηφίας, διαφορετικά αποτυγχάνουν. Τις αναγκαίες προϋποθέσεις, είτε για το πρώτο είτε για το αποκρουστικό δεύτερο σενάριο, βρέθηκαν σε παντελή αδυναμία να εξασφαλίσουν οι διαδοχικές κυβερνήσεις της κρίσης. Τον γενικό σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων εξ αρχής ανέλαβε η τρόικα, έχοντας το πάνω χέρι στις αποσπασματικές διαπραγματεύσεις ανά υπουργείο. Στον σχεδιασμό αυτό, πολύ περισσότερο παρά στους περιβόητους «πολλαπλασιαστές», πρέπει να αναζητηθούν τα λάθη.
Οσο προχωρούσε η εφαρμογή του προγράμματος που υπαγόρευσε η τρόικα με δραστικές περικοπές μισθών και συντάξεων, αυξήσεις φόρων, αλλά και με μερικές από τις μεταρρυθμίσεις που απαίτησε - στην αγορά εργασίας καταργήθηκαν βασικά δικαιώματα των εργαζομένων για να συμπιεστούν απότομα οι μισθοί και στον ιδιωτικό τομέα - τα ελλείμματα πράγματι εξαλείφονταν. Κάθε πρόβλεψη για επικείμενη ανάκαμψη όμως διαψευδόταν, η ύφεση βάθυνε, η ανεργία έφτασε σε τρομακτικά ύψη. Πάγια εξήγηση εκ μέρους της ήταν ότι καθυστερούν οι «μεταρρυθμίσεις». Ενέτεινε έτσι την πίεση για παρεμβάσεις που στρέβλωναν κάθε μεταρρυθμιστική (και οικονομική) λογική, όπως στη δημόσια διοίκηση το καλοκαίρι, ή εμμένοντας τώρα δογματικά να υιοθετηθεί αμέσως ολόκληρο το πακέτο του ΟΟΣΑ. Λες και το μείζον πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας τούτη την ώρα είναι να αρθούν εμπόδια στον εσωτερικό ανταγωνισμό, αλλάζοντας π.χ. τη διάρκεια του φρέσκου γάλακτος, που θα διευκολύνει τις εισαγωγές κλείνοντας πιθανώς εγχώριες παραγωγικές μονάδες, ή απελευθερώνοντας την πώληση κάποιων φαρμάκων για να ευνοηθούν εμπορικές αλυσίδες. Οχι η χρηματοδότηση βιώσιμων επιχειρήσεων που παλεύουν με την πιστωτική ασφυξία καθώς και νέων παραγωγικών πρωτοβουλιών.
Η κριτική στην τρόικα δεν απαλλάσσει προφανώς τις ελληνικές κυβερνήσεις, την παρούσα ειδικότερα, από την ευθύνη ενός ρεαλιστικού εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων, αντί να παζαρεύουν υπέρ πότε του ενός, πότε του άλλου κλαδικού συμφέροντος. Ούτε τα κόμματα, άλλωστε, ούτε τις κοινωνικές οργανώσεις. Η χώρα παραμένει σε κρίση. Είναι άστοχοι οι βαυκαλισμοί ότι τα δύσκολα πέρασαν όπου να ʼναι. Χρειάζεται σχέδιο για να εξασφαλιστεί η αναγκαία χρηματοδότηση, αλλά και για να κινητοποιηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Εδώ όμως εντοπίζεται το πρόβλημα. Και είναι πρώτιστα πολιτικό. Διότι για να προχωρήσουν αποδοτικά οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις εθνικής κλίμακας προϋποθέτουν καλό εθνικό σχεδιασμό, μια μίνιμουμ αποδοχή των θιγομένων με πιθανά αντισταθμίσματα, τη συναίνεση όσων καλούνται να κινητοποιηθούν για την εφαρμογή τους και μεγάλου μέρους της κοινωνίας γενικότερα. Εναλλακτικά μπορούν να επιβληθούν σε σύγκρουση με όσους αντιδρούν, οπότε επιφέρουν μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος, αλλά και πάλι απαιτούν καλό σχεδιασμό και τουλάχιστον την ανοχή της πλειοψηφίας, διαφορετικά αποτυγχάνουν. Τις αναγκαίες προϋποθέσεις, είτε για το πρώτο είτε για το αποκρουστικό δεύτερο σενάριο, βρέθηκαν σε παντελή αδυναμία να εξασφαλίσουν οι διαδοχικές κυβερνήσεις της κρίσης. Τον γενικό σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων εξ αρχής ανέλαβε η τρόικα, έχοντας το πάνω χέρι στις αποσπασματικές διαπραγματεύσεις ανά υπουργείο. Στον σχεδιασμό αυτό, πολύ περισσότερο παρά στους περιβόητους «πολλαπλασιαστές», πρέπει να αναζητηθούν τα λάθη.
Οσο προχωρούσε η εφαρμογή του προγράμματος που υπαγόρευσε η τρόικα με δραστικές περικοπές μισθών και συντάξεων, αυξήσεις φόρων, αλλά και με μερικές από τις μεταρρυθμίσεις που απαίτησε - στην αγορά εργασίας καταργήθηκαν βασικά δικαιώματα των εργαζομένων για να συμπιεστούν απότομα οι μισθοί και στον ιδιωτικό τομέα - τα ελλείμματα πράγματι εξαλείφονταν. Κάθε πρόβλεψη για επικείμενη ανάκαμψη όμως διαψευδόταν, η ύφεση βάθυνε, η ανεργία έφτασε σε τρομακτικά ύψη. Πάγια εξήγηση εκ μέρους της ήταν ότι καθυστερούν οι «μεταρρυθμίσεις». Ενέτεινε έτσι την πίεση για παρεμβάσεις που στρέβλωναν κάθε μεταρρυθμιστική (και οικονομική) λογική, όπως στη δημόσια διοίκηση το καλοκαίρι, ή εμμένοντας τώρα δογματικά να υιοθετηθεί αμέσως ολόκληρο το πακέτο του ΟΟΣΑ. Λες και το μείζον πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας τούτη την ώρα είναι να αρθούν εμπόδια στον εσωτερικό ανταγωνισμό, αλλάζοντας π.χ. τη διάρκεια του φρέσκου γάλακτος, που θα διευκολύνει τις εισαγωγές κλείνοντας πιθανώς εγχώριες παραγωγικές μονάδες, ή απελευθερώνοντας την πώληση κάποιων φαρμάκων για να ευνοηθούν εμπορικές αλυσίδες. Οχι η χρηματοδότηση βιώσιμων επιχειρήσεων που παλεύουν με την πιστωτική ασφυξία καθώς και νέων παραγωγικών πρωτοβουλιών.
Η κριτική στην τρόικα δεν απαλλάσσει προφανώς τις ελληνικές κυβερνήσεις, την παρούσα ειδικότερα, από την ευθύνη ενός ρεαλιστικού εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων, αντί να παζαρεύουν υπέρ πότε του ενός, πότε του άλλου κλαδικού συμφέροντος. Ούτε τα κόμματα, άλλωστε, ούτε τις κοινωνικές οργανώσεις. Η χώρα παραμένει σε κρίση. Είναι άστοχοι οι βαυκαλισμοί ότι τα δύσκολα πέρασαν όπου να ʼναι. Χρειάζεται σχέδιο για να εξασφαλιστεί η αναγκαία χρηματοδότηση, αλλά και για να κινητοποιηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου