Της Ελίζας Παπαδάκη, ΝΕΑ
Είναι κατανοητή η ανακούφιση που εκπέμπεται από την κυβέρνηση για τη θετική έκβαση της τελευταίας επιθεώρησης της τρόικας, ύστερα από πέντε εβδομάδες δύσκολων συζητήσεων. Το κρίσιμο ζήτημα των αποχωρήσεων υπαλλήλων από το Δημόσιο, βάσει των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει πέρυσι η Ελλάδα, φαίνεται να διευθετήθηκε με τρόπο που δεν υπονομεύει τη σοβαρή προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση. (Αλλο αν προσκρούει στην αντίθεση της ΑΔΕΔΥ που άρχισε κινητοποιήσεις. Το μεγαλύτερό μας πρόβλημα τρία χρόνια τώρα είναι η αδυναμία των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων να διαπραγματευτούν πρακτικά εφαρμόσιμες πολιτικές που θα βγάλουν τη χώρα από την κρίση.)Αντίστοιχα επιλύθηκαν και τα λοιπά «αγκάθια»: η είσπραξη φόρου ακινήτων - κάπως μειωμένου - και φέτος μέσω της ΔΕΗ, οι δόσεις για όσους χρωστούν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, σε μικρότερο βαθμό για τραπεζικά δάνεια. Αναγνωρίζοντας ότι «η δημοσιονομική απόδοση είναι εντός των στόχων του προγράμματος», οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ελευθέρωσαν την εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου.
Ευπρόσδεκτες μπορούμε να θεωρήσουμε εξάλλου τις προτροπές τους, αφενός για μια πιο αυτόνομη και αποτελεσματική φορολογική διοίκηση, αφετέρου για κοινωνικά μέτρα με ευρωπαϊκή στήριξη - προγράμματα κατάρτισης και απασχόλησης, επέκταση επιδομάτων ανεργίας, διασφάλιση ελάχιστου εισοδήματος κ.ά. -, αν και θα έπρεπε να συνιστούν προτεραιότητες της ελληνικής πολιτικής, έτσι να προβάλλονται και να υλοποιούνται, χωρίς υποδείξεις απ' έξω.
Θα ήταν όμως λάθος η ανακούφιση να μεταφραστεί σε ευφορία ότι τα χειρότερα πέρασαν, στην καλλιέργεια προσδοκιών ιδίως για μειώσεις φόρων. Η ύφεση της οικονομίας συνεχίζεται βαθιά. Το ΑΕΠ θα πέσει άλλο 4,2%, με την ανάκαμψη να μετατίθεται στο 2014 ενώ η ανεργία θα εξακολουθήσει να ανεβαίνει, 27% θα είναι φέτος κατά μέσον όρο από 24,2% το 2012, προέβλεπε προχθές στην έκθεσή του το ΔΝΤ. Για να αρχίσουν πάλι να αυξάνονται παραγωγή και επενδύσεις, να δημιουργούνται θέσεις εργασίας, χρειάζονται πρόσθετοι πόροι που τούτη την ώρα δεν διατίθενται στην ελληνική οικονομία. Το υπερχρεωμένο ελληνικό κράτος, αναγκασμένο πλέον να εξασφαλίζει πρωτογενές πλεόνασμα, να εισπράττει δηλαδή περισσότερα από όσα ξοδεύει (εκτός τόκων), δεν έχει κανένα περιθώριο να ασκήσει επεκτατική πολιτική αυξάνοντας δαπάνες, μειώνοντας φόρους. Θεωρητικά θα μπορούσε να συμβάλει ανακατανέμοντας δαπάνες και φορολογικά βάρη σε κατεύθυνση πιο ευνοϊκή για την ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων, και συνάμα πιο δίκαιη. Αλλά αυτό θα προϋπέθετε σχέδιο που δεν έχει εκπονηθεί. Μια πρόσφορη ανακατανομή των δαπανών είναι ούτως ή άλλως ιδιαίτερα δύσκολη όταν στο σύνολό τους οι δαπάνες περικόπτονται. Προκύπτει έτσι αντίστροφα, π.χ. με δημόσιες επενδύσεις μονίμως λιγότερες από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, για να περισωθούν άλλα κονδύλια. Αντίστοιχα, οι απανωτές φορολογικές ρυθμίσεις των τελευταίων ετών είχαν όλες έκτακτο χαρακτήρα, αποσκοπούσαν στην άμεση αύξηση των κρατικών εσόδων, αγνοώντας γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις. Αλλά δεν είναι λύση να τις πάρουμε πίσω. Ενώ π.χ. μια αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ συμπιέζει τη δραστηριότητα, είναι πολύ αμφίβολο πόσο θα την τονώσει η μείωσή του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γαλλίας που έριξε το καλοκαίρι του 2009 τον ΦΠΑ στην εστίαση από 19,6% σε 5,5%, με δημοσιονομικό κόστος μέχρι 3 δισ. ευρώ τον χρόνο, για να διαπιστωθεί 18 μήνες αργότερα ότι μόνο ένα στα δύο εστιατόρια είχε μειώσει μερικές τιμές, όχι όλες, και ότι στον κλάδο δημιουργήθηκαν μόλις 10.000 νέες θέσεις εργασίας. Αντί για αποσπασματικές μειώσεις συντελεστών, χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο νέο φορολογικό σύστημα, που θα εξασφαλίζει τις δημόσιες ανάγκες και θα στηρίζει την παραγωγή, σταθερό για μια δεκαετία. Δεν το φτιάχνουμε όμως...
Αποφασιστική πηγή για τη χρηματοδότηση της οικονομίας θα ήταν να ξαναρχίσουν πάλι να δανείζουν οι τράπεζες, οι οποίες θα ανακεφαλαιοποιηθούν επιτέλους. Αλλά και εδώ οι προοπτικές είναι αβέβαιες, και δεν σχετίζονται μόνο με εγχώριες αδυναμίες. Από πιστωτική ασφυξία πάσχουν όλες οι οικονομίες της περιφέρειας της ευρωζώνης. Την επιτακτική ανάγκη ρευστότητας περιέγραφε προχθές δραματικά στο ιταλικό Κοινοβούλιο εκπρόσωπος της Confindustria (του ιταλικού ΣΕΒ): η μία στις τρεις επιχειρήσεις αδυνατεί να συνεχίσει τη λειτουργία της. Στον Νότο τα επιτόκια είναι ακριβότερα, κεφάλαια φεύγουν μετά την κυπριακή κρίση. Συνολικά η ευρωζώνη θα έχει ύφεση 0,3% φέτος, εξασθενεί και ο πυρήνας της, με τη γαλλική οικονομία στάσιμη, προβλέπει το ΔΝΤ. Οι αναγκαίες αλλαγές πολιτικής ακόμη δεν διακρίνονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου