Του Κωστή Κασαπάκη*,19.4.2013
Αφού αντέκρουσα στο προηγούμενο την προτεινόμενη από «αριστερά» πολιτική αυτάρκειας της χώρας στον αγροκτηνοτροφικό τομέα καθώς και την υπερεκτίμηση της συμβολής της πρωτογενούς παραγωγής στη συνολική ανάπτυξη που έχει ανάγκη η χώρα μας, θα προσπαθήσω να καταθέσω κάποιες σκέψεις και να θέσω στη σωστή, κατά τη γνώμη μου, βάση τη συζήτηση για την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας.Κάθε χώρα ανέκαθεν συμμετέχει και εντάσσεται στο διεθνή καταμερισμό εργασίας αναπτύσσοντας κυρίως τους τομείς όπου έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα, είτε λόγω των φυσικών της πόρων (έδαφος, υπέδαφος, κλίμα), είτε λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης. Σήμερα επίσης η επιτυχία ή όχι μιας μικρής χώρας να επιβιώσει στο διεθνές περιβάλλον κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο ενσωμάτωσης, σε όλους τους παραγωγικούς τομείς, της σύγχρονης τεχνολογίας . Για να χαρακτηριστεί δε πραγματικά αναπτυγμένη πρέπει να στηρίζεται στην εκπαίδευση και την έρευνα ,να αποκτήσει δική της τεχνογνωσία και να εφαρμόσει καινοτομικές μεθόδους.
Αν δούμε,
μέσα σε αυτό πλαίσιο, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του γεωργικού τομέα στη χώρα
μας θα διαπιστώσουμε αμέσως το ευνοϊκό για μεγάλη ποικιλία καλλιεργειών κλίμα,
άντε και την εμπειρία σε συγκεκριμένες καλλιέργειες, αλλά μέχρις εκεί. Παράλληλα πρέπει να
εντοπίσουμε ως συγκριτικό μειονέκτημα την απόσταση από τις πλούσιες αγορές της
Ευρώπης όπου παραδοσιακά καταναλώνεται ο κύριος όγκος των μεσογειακών μας
προϊόντων.
Τα
διαρθρωτικά και σχεδόν μόνιμα όμως προβλήματα στη χώρα μας, για την άσκηση μιας
σύγχρονης γεωργίας, είναι τεράστια και φαντάζουν αξεπέραστα σε όποιον το ψάξει
λίγο παραπάνω. Θα αναφερθώ μόνο σε τέσσερα.
Πρώτο και
κύριο το ιδιοκτησιακό και το εγγειοδιαρθρωτικό καθεστώς. Κλήρος, στο μεγαλύτερο
ποσοστό του, λίγων δεκάδων στρεμμάτων, αποτελούμενος από δεκάδες μικρά κομμάτια
γης. Και ακόμα παραπέρα στην ιδιοκτησία, σε τεράστιο ποσοστό, υπερηλίκων
αγροτών , μη κατά κύριο επάγγελμα αγροτών και μη κατοίκων της υπαίθρου. Μια
βιαστική ματιά στο αμπελουργικό και ελαιοκομικό μητρώο που τηρούνται, για
λόγους επιδοτήσεων και μόνο, στους συνεταιρισμούς του νομού μας, είναι αρκετή
για του λόγου το αληθές.
Δεύτερο η
έλλειψη κτηματολογίου. Και όταν μιλάμε για γεωργική γη δεν μας ενδιαφέρουν απλά
τα τοπογραφικά στοιχεία. Θέλουμε και
όλες εκείνες τις πληροφορίες που
προσδιορίζουν τη καταλληλότητα για την α
ή τη β καλλιέργεια, με πρώτα τα εδαφολογικά χαρακτηριστικά (π.χ. σύσταση, κλίση
), τα υδρολογικά στοιχεία της περιοχής , τα δίκτυα υποδομής (δρόμοι,
αρδευτικά).
Τρίτο το ανύπαρκτο
χρηματοδοτικό πλαίσιο. Η σύγχρονη γεωργία ακόμα και με τη μορφή της
οικογενειακής εκμετάλλευσης χρειάζεται κεφάλαια και επενδύσεις. Η κατάργηση της
μόνης ειδικευμένης τράπεζας, της ΑΤΕ, τα λέει όλα. Συναφές με το θέμα είναι και
η οργάνωση των αγροτών μας γύρω από συλλογικές μορφές παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας των προϊόντων. Και
εδώ δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να διαπιστώσει κανείς την ανυπαρξία
αξιόπιστων δομών. Οι συνεταιριστικές οργανώσεις συρρικνώθηκαν στο μη περαιτέρω
και οι ομάδες παραγωγών είναι σχεδόν άγνωστη έννοια στην κουλτούρα των
αγροτοπατέρων αλλά και των αγροτών μας.
Τέταρτο η
αποδιοργάνωση της γεωργικής έρευνας. Να σημειώσουμε ότι ειδικά στο γεωργικό
τομέα ο ρόλος της εφαρμοσμένης έρευνας, αυτής που θα επαληθεύσει σε τοπικές
συνθήκες την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών (βελτιωμένοι σπόροι, νέες
ποικιλίες, νέες τεχνικές καλλιέργειας)
είναι πολύ σημαντικός. Δεν μπορεί δηλαδή να «αγοραστεί» από το εξωτερικό
αλλά να δοκιμαστεί πρώτα στις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Πάσα ελπίς εξέλιπε
λοιπόν, για την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία;
Φυσικά και
όχι. Πολλά μπορούν και πρέπει άμεσα να γίνουν, Μέτρα και πολιτικές τόσο άμεσα
όσο και στρατηγικού χαρακτήρα που μπορούν, αν υπάρξουν με σοβαρότητα, να
αλλάξουν την εικόνα και να οδηγήσουν στη βιώσιμη ανάπτυξη με συνέργειες
(αγροτουρισμός, βιοτεχνία, βιομηχανία χαμηλής όχλησης), στο βαθμό που θα
αμβλύνουν, αν όχι εξαλείψουν, τις παραπάνω αντιξοότητες.
Από την
αλλαγή του οικογενειακού δικαίου μέχρι τη δημιουργία τράπεζας γης, τα
φορολογικά και άλλα κίνητρα στους πραγματικούς αγρότες και τα αντικίνητρα στους
ετεροεπαγγελματίες κατόχους γεωργικής γης, για να μεγαλώσει ο κλήρος και να
καλλιεργηθεί αποδοτικά η γη.
Από τον
καθορισμό χρήσεων γης και τη σύνταξη
κτηματολογίου μέχρι την εκπόνηση σύγχρονων εδαφολογικών χαρτών, για να
υπάρχει η απαραίτητη βάση δεδομένων χάραξης εθνικών πολιτικών.
Από τη
λειτουργία εξειδικευμένης αγροτικής τράπεζας που θα χρηματοδοτεί με αναπτυξιακά
κριτήρια, και όχι με υποθήκες, τους παραγωγούς και μεταποιητές αγροτικών
προϊόντων, μέχρι την οικοδόμηση του
απαραίτητου δικτύου παραγωγικών οργανώσεων με επιχειρηματική κατεύθυνση (ίδια
κεφάλαια, συντονισμένη συλλογική εργασία, επενδύσεις στη μεταποίηση και
εμπορικά δίκτυα) στη θέση των ξεπερασμένων σημερινών μας συνεταιρισμών.
Από την
οργάνωση και ενίσχυση της γεωργικής εκπαίδευσης και έρευνας .
Αυτά οπωσδήποτε
αλλά και άλλα σίγουρα πολλά, που δεν μου
επιτρέπει να γνωρίζω η μακρά απουσία μου
από τη δράση στην πραγματική αγροτική οικονομία, θα συνιστούσαν μια ολοκληρωμένη
και αποτελεσματική αγροτική πολιτική.
Μια πολιτική
με στόχο να στηρίξει όσους παραδοσιακά απασχολούνται ακόμα με την
αγροκτηνοτροφία, και να προσελκύσει νέους σε μια προσπάθεια αναστροφής του
κλίματος εγκατάλειψης της υπαίθρου. Προσπάθεια πραγματικά εθνικής σημασίας που
πέρα από την παραγωγή, αφορά στην κοινωνική συνοχή και στην προστασία του πλούσιου σε δυνατότητες
αλλά υποβαθμισμένου σήμερα φυσικού, οικιστικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος,
έξω από τα τερατώδη αστικά μας κέντρα.
Το αν μια
τέτοια πολιτική δεν είναι, για κάποιους, αριστερή, αφού εξακολουθεί να υπάρχει…
ο καπιταλισμός, λίγη νομίζω σημασία έχει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου