Oι αποφάσεις της Ευρώπης για την Κύπρο στο πλαίσιο των δύο διαδοχικών συνεδριάσεων του Eurogroup σηματοδοτούν μια νέα, ποιοτικά διαφορετική, στροφή του τρόπου λειτουργίας του ευρωπαϊκού πολιτικού οικοδομήματος. Στον μισό και παραπάνω αιώνα ζωής της το κύριο χαρακτηριστικό της Ευρώπης ήταν η λειτουργία της στη βάση της συναινετικής συμβίωσης. Οι αποφάσεις που λαμβάνονταν ανταποκρίνονταν ασφαλώς στους συσχετισμούς ισχύος και στα πολιτικά συμφέροντα των κρατών-μελών, όμως η διαδικασία αλλά και τα αποτελέσματα χαρακτηρίζονταν από μια διάθεση και κουλτούρα αμοιβαίων υποχωρήσεων και συμβιβασμών. Ακόμα και στις μεγαλύτερες κρίσεις, ποτέ δεν υπήρχε η αίσθηση ότι οι ισχυροί χρησιμοποιούσαν με ωμό τρόπο την ισχύ τους για να επιβάλουν λύσεις με τρόπο που να γίνεται αισθητός στους επιμέρους ευρωπαϊκούς λαούς ως προϊόν αυθαιρεσίας και εκβιασμού.
Τα τελευταία χρόνια όμως, στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και με αποκορύφωμα την κρίση της Κύπρου, το καθοριστικό αυτό χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αμφισβητείται εμπράκτως. Πώς συνέβη αυτό;
Μετά τη νομισματική ένωση, τα κράτη-μέλη της έχασαν το «δανειστή έσχατης καταφυγής», που ήταν για το κάθε κράτος η δική του κεντρική τράπεζα. Η τράπεζα, δηλαδή, που εξασφάλιζε στην κάθε χώρα τη σχετική έστω σταθερότητα του τραπεζικού της συστήματος και μια σχετική έστω νομισματική σταθερότητα, ανεξαρτήτως κάθε άλλης συγκυρίας.
H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αντίθετα, δεν λειτουργεί ως τράπεζα τελευταίας καταφυγής. Επιπλέον, στο ζήτημα της Κύπρου συνυπέγραψε επί της ουσίας (μαζί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), μια λύση που περιλάμβανε παραβίαση της «εγγύησης» των τραπεζικών καταθέσεων κάτω του ορίου των 100.000 ευρώ, και έφτασε να απειλήσει μια χώρα-μέλος είτε με έμφραγμα μέσω της κατάρρευσης της νομισματικής ρευστότητας είτε με πανικό απόσυρσης καταθέσεων (run on the banks).
Βεβαίως όλα αυτά είχαν τυπικά προβλεφθεί (ως ακραίο σενάριο) στα «ψιλά γράμματα» των αρχικών συνθηκών δημιουργίας του Ευρώ. Η έμπρακτη, όμως, και ωμή εφαρμογή τους τα μετέτρεψε από «πιθανή απιθανότητα» σε βίαιη και έμπρακτη πραγματικότητα που επηρεάζει πλέον καθοριστικά τη ζωή μεγάλου μέρους των λαών των χωρών-μελών της ευρωζώνης.
Το σημαντικό στοιχείο εδώ δεν είναι τα χρήματα που θα πάρει ως δάνειο διάσωσης η μια ή η άλλη χώρα, αλλά το γεγονός ότι χωρίς εναλλακτική λύση (καθώς υπάρχει τεχνική αδυναμία να τεθεί σε κυκλοφορία ένα εναλλακτικό νόμισμα σε διάστημα λίγων εβδομάδων), ακόμα και μια σχετικά υγιής στις βασικές της δομές οικονομία, όπως για παράδειγμα η ιρλανδική, μπορεί να υποχρεωθεί να αναλάβει κόστος που δεν θα έπρεπε ποτέ να φορτωθεί. Κόστος όπως η εγγύηση της πλήρους αποπληρωμής των δανείων που είχαν δώσει οι γερμανικές και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες στις ιδιωτικές ιρλανδικές τράπεζες – εγγύηση την οποία εγκληματικά έδωσε για λογαριασμό των ιρλανδών φορολογούμενων στην αρχή της κρίσης ο τότε υπουργός της των Οικονομικών. Υπό την απειλή βεβαίως της καταστροφής της οικονομίας της με οικονομικό έμφραγμα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που ελέγχεται πλήρως από τους ισχυρούς της Ευρωζώνης.
Οι βαριές «αμαρτίες» των Νοτίων που τους οδήγησαν στη θέση του καταναγκαζόμενου δεν αίρονται ασφαλώς από τη συμπεριφορά του Βορρά. Ούτε και οι σπασμωδικές επιπολαιότητες των ψευτοηρωικών «ΟΧΙ» που μετατρέπονται σε χρόνο ρεκόρ σε ψοφοδεή «ΝΑΙ». Ούτε και η πραγματική ανάγκη να αλλάξουν δραστικά τις οικονομίες τους. Αυτό που αλλάζει είναι ότι μέσω της ευρωζώνης τα λάθη και οι αμαρτίες μετρούν πλέον τελείως διαφορετικά στην Ευρώπη, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος. Οι γερμανικές τράπεζες, για παράδειγμα, είχαν άνοιγμα πάνω από 700 δισ. δολάρια στον Νότο στην αρχή της κρίσης (πολλά από αυτά τα χρήματα ήταν δανεισμός περισσότερο επιπόλαιος ακόμα και από αυτόν του Νότου). Αλλά η έκθεση αυτή δεν τις οδήγησε στην καταστροφή που συνεπαγόταν η πραγματική συμπεριφορά τους, χάρη στη χρηματοδότηση που αφειδώς προσέφερε στον Νότο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο το άνοιγμα των γερμανικών τραπεζών ήταν ακόμα πολύ μεγάλο. Ενώ οι κατηγορίες για μαύρο χρήμα και οι στατιστικές αλχημείες στα δημοσιονομικά δεν εξετάζονται με τον ίδιο τρόπο στον Βορρά και τον Νότο από τα κοινοτικά όργανα.
Το γεγονός ότι ο καταναγκασμός και ο παραδειγματισμός έχουν έμπρακτα και επανειλημμένως ασκηθεί προς μια μόνο πλευρά αποτελεί θανάσιμο πλήγμα στον συναινετικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Μπορεί να μακροημερεύσει η Ευρώπη του οικονομικού καταναγκασμού;
Η απάντηση θα είναι (ή πρέπει να είναι) μακροπρόθεσμα όχι οικονομικ, αλλά πρωτίστως πολιτική. Τι πολιτικό αποτέλεσμα θα φέρει η απονομιμοποίηση στον Νότο (και όχι μόνο) της ιδέας της Ευρώπης και του κοινωνικού και πολιτικού μοντέλου της Ευρωζώνης, με την τερατώδη ανεργία, φτώχεια, μετανάστευση και δυστυχία; Πόσο ανθεκτικά στο χρόνο θα είναι τα αλλοπρόσαλλα πολιτικά προϊόντα που γεννά ο άγριος αντιγερμανικός αντιευρωπαϊσμός που θα ενσταλάζεται στα χρόνια αυτά στις χώρες της περιφέρειας; Όταν τα ισοζύγια των χωρών του Νότου εξισορροπήσουν και έχουν συγκεντρωθεί επαρκή συναλλαγματικά αποθέματα για να κινηθούν ανεξάρτητα, θα εξακολουθούν να έχουν οι Νότιοι και οι άλλοι την πολιτική βούληση να παραμείνουν στην ίδια νομισματική ένωση με τους βορείους και προπαντός με τους Γερμανούς;
Η απάντηση θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα κινηθεί η Ευρώπη ενδιαμέσως. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να επανέλθουμε στο προηγούμενο καθεστώς της αμέριμνης συναινετικής συμβίωσης ανεξαρτήτων (ουσιαστικά) κρατών-μελών. Η ευρωζώνη έχει προχωρήσει στις διαδικασίες οικονομικής της ενοποίησης, ενώ η Ευρώπη θα συνεχίσει στις επόμενες δεκαετίες να βρίσκεται σε συνθήκες αμείλικτης οικονομικής πίεσης. Γιατί θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του τρέχοντος αιώνα το βασικό αίτιο της σημερινής κρίσης. Η διαρκής είσοδος στον παγκόσμιο ανταγωνισμό νέων και τεράστιων μαζών ανθρώπων από τον Τρίτο Κόσμο που διεκδικούν πόρους και αγορές και ωθούν το επίπεδο ζωής της «Δύσης» διαρκώς προς τα κάτω.
Μοναδική διέξοδος συνεπώς είναι η φυγή προς τα εμπρός. Η επιδίωξη λύσης με περισσότερη Ευρώπη. Με οικοδόμηση πολύ ισχυρότερων και περισσότερο δημοκρατικά νομιμοποιημένων κοινοτικών θεσμών και οργάνων, που δεν θα κυριαρχούνται από τις επιμέρους κυβερνήσεις και με αξιόλογο αναδιανεμητικού χαρακτήρα ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, που θα χρησιμοποιείται όμως με πολύ μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα.
Η φυγή αυτή προς τα εμπρός σήμερα δεν είναι ορατή. Ίσως γιατί η επίτευξή της προϋποθέτει την πολιτική ήττα των δυνάμεων που μας οδήγησαν εδώ. Στον Βορρά, την ήττα των δυνάμεων του εγωιστικού οικονομικού εθνικισμού, που θέλει να αγνοεί ότι ούτε το υπόβαθρο της οικονομικής του ευημερίας, η ενιαία αγορά, δεν είναι αυτονόητη αν η ευρωπαϊκή ιδέα υποχωρήσει. Στον Νότο και αλλού, την ήττα τόσο των δυνάμεων της σπατάλης και της διαφθοράς, οι οποίες –αφού οδήγησαν στην καταστροφή– την διαχειρίζονται τώρα παθητικά, εκχωρώντας κάθε εθνικό σχεδιασμό στους δανειστές, όσο και των νεόκοπων πρωταγωνιστών που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη δυστυχία των λαών με την προώθηση του πιο πρωτόγονου πολιτικού λαϊκισμού. (Στη δική μας χώρα, στην Ιταλία, αλλά και αλλού οι δυνάμεις αυτές εναλλάσσονται πολλές φορές και στους δύο ρόλους). Περισσότερη Ευρώπη, λοιπόν, και πιο ανοιχτόμυαλη, μια Ευρώπη που να ξέρει τι θέλει να είναι – και αυτό να το ξέρουμε κι εμείς. [1]
- The Athens Review of Books
[1] Αξίζει τον κόπο να ξαναδιαβαστεί το άρθρο του Μαρκ Λίλλα «Ο δρόμος για την Αθήνα» που είχαμε δημοσιεύσει στο προηγούμενο τεύχος της ARB, και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του για την Ευρώπη, το ευρώ και τη Γερμανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου