Του Σπ. Ι. Ασδραχα*
Οταν στα 1837 ο Γεώργιος Τυπάλδος - Ιακωβάτος γράφει την «Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας» είναι 23 χρονών, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος καθένας τους 22 χρονών. Εχουν, καθώς ελπίζω ότι θα δούμε, τη σημασία τους οι ηλικίες αυτές. Η «Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας» εκδόθηκε ολόκληρη το 1982. Το κείμενο, παρά τις φροντίδες του συγγραφέα του, έμεινε ανολοκλήρωτο ως προς το παράρτημά του που θ’ αναπαρήγαγε χαρακτηριστικά κείμενα της εποχής:
πρυτάνευσαν άλλες έγνοιες, πολιτικές και ιδεολογικές και η βαθμιαία μεταλλαγή του συγγραφέα του, από τη σπερματική «συντηρητικότητα» του νεανικού κειμένου ως την υπέρβαση (με πολλά, λογοκρατούμενα πάντα παράδοξα) του εθνικισμού και του ιρρεντατισμού. Είναι ένα κείμενο γραμμένο σε δημοτική: αναβλάστημα της σολωμικής σχολής, αλλά και σε οργανική σύνδεση με τον Χριστόπουλο και κατά πάσα πιθανότητα με την ηπειρωτική δημοτική παράδοση του Ψαλίδα και του Βηλαρά. Θα έλεγε κανείς το ίδιο για τον Καταρτζή, αλλά κανένα εξωτερικό τεκμήριο δεν εδραιώνει την υπόθεση αυτή. Ο Γεώργιος Τυπάλδος - Ιακωβάτος, ο Γεωργαντάρας όπως τον είπαν, έχει φοιτήσει στην Ιόνια Ακαδημία: σ’ αυτή η δημοτική γλώσσα δεν ήταν απούσα, αλλά κυριαρχήθηκε από τον κοραϊσμό, που τελικώς έγινε η ποικιλόμορφη καθαρεύουσα του πεζού επτανησιακού λόγου. Δεν προτίθεμαι να αναπαραγάγω αυτά τα μυριολεκτούμενα, άλλος είναι ο στόχος αυτού του σημειώματος, γι’ αυτό και προτάχθηκαν οι ηλικίες. Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι το κείμενο αυτό δεν αντιμετωπίστηκε στην πολυδυναμία του.Πρέπει να πω ότι το κείμενο αυτό είναι αντικοραϊκό, όπως αντικοραϊκός είναι και ο «Διάλογος» του Σολωμού και όλη η δημοτικιστική παράδοση της εποχής, παρά τον σεβασμό για το πρόσωπο του σοφού Χιώτη και, κυρίως ίσως, παρά την κατανόηση του εθνικώς ενοποιητικού χαρακτήρα του γλωσσικού του κηρύγματος μες τις εγγενείς δημοκρατικές του (σοσιαλιστικές για κάποιον) προκείμενες. Αυτά όμως είναι μια ιστορία που δεν έχει τη θέση της εδώ.
Εκείνο που θέλω να επισημάνω είναι το γεγονός ότι ο δημοτικισμός και μάλιστα η ποιητική του δεν ήταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της λογιοσύνης του 1982, τέτοια πράγματα μπορούσαν ακόμη να τα κατανοούν άνθρωποι μιας παλαιότερης γενιάς και να τους συγκινούν. Κυρίως, δεν ήταν στις ετοιμότητες η κατανόηση του ριζοσπαστικού λόγου μέσα σε ένα, τελικά συντηρητικό, σύστημα ιδεών γεμάτο αντιφάσεις. Βεβαίως δεν έλειψε η σκοπιμοθηρική χρήση του Γεωργίου Τυπάλδου - Ιακωβάτου από τα τότε νεο-ορθόδοξα ρεύματα με περισσή, ωστόσο, ειδική και θεωρητική θεμελίωση. Διαλεκτικό έλλειμμα;
Δεν έχω την άχαρη πρόθεση να επαναλάβω συνοψίζοντας όσα έτυχε να έχω γράψει γι’ αυτό το έργο: η επανάληψη θα περιοριστεί σε ένα μόνο σημείο, στην πρόσληψη της ελληνικής ιστορίας το 1837, πριν οι συνήλικές του, ο Σπ. Ζαμπέλιος και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος εννοιολογήσουν το σχήμα της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας, διακρίνοντας ο καθένας τους το πραγματολογικό και συνάμα εννοιολογικό περιεχόμενο της αφαιρετικώς νοούμενης συνέχεια. Ο Γεώργιος Τυπάλδος - Ιακωβάτος δεν έγινε ιστορικός: ωστόσο η ιστορία δούλευε μέσα του στο μακρό πολιτικό του βίο, όχι ως δικανικό επιχείρημα, αλλά ως πνευματική αγωνία, με παράδοξα συμπεράσματα που αναιρούσαν την πρώτη εθνοκεντρική και ιρρεντατιστική αφετηρία. Αλλά ούτε όλα αυτά εγγράφονται στην περιορισμένη εμβέλεια αυτού του σημειώματος.
«Ελλάδα όμως ποτέ»
Πρόκειται για κοινούς τόπους που τους συμμερίζονταν πολλοί πριν φυσικά από τον Τυπάλδο: κοινοί τόποι για τη συνέχεια του δυσκαθόριστου Ελληνισμού, συνέχεια ωστόσο που για τον απόφοιτο της Ιόνιας Ακαδημίας δεν ήταν συνέχεια εθνική. Οι δύο μεγάλοι ιστοριογράφοι, που ήδη μνημόνευσα, θα δώσουν (όχι με ταυτόσημο τρόπο) το σχήμα της συνέχειας, προσθέτοντας στην έννοια του Ελληνισμού ως κατάσταση την έννοια του εξελληνισμού ως δυναμική.
Για τον Γεώργιο Τυπάλδο - Ιακωβάτο «ελάμψανε τον παλαιό καιρό Ελληνες, Ελλάδα όμως ποτέ». Οσο για τους Βυζαντινούς, αφήκαν το μεγαλείο τους στα συναξάρια, καθώς οι Ελληνες στα παραμύθια μας. Οι Βυζαντινοί, λοιπόν, αφήκαν τη μεγαλειότητά τους στα συναξάρια, θα προσθέσει: με «μεγαλύτερη ωφέλεια», διαμορφώνοντας ήδη από τότε, καθώς έχει επισημάνει ο Κ. Θ. Δημαράς, τη συντηρητική του ιδεολογία ο κατά τα άλλα καταλυτικός Γεώργιος Τυπάλδος, ο κατοπινός ριζοσπάστης. Αυτοί οι Ελληνες διατηρούν τη «φυσική προνόηση» για την ελευθερία. Συνέχεια, λοιπόν, ως προς τους «εθνικούς χαρακτήρες»; Η καταφατική απάντηση προϋποθέτει πολλές αποχρώσεις. Οπωσδήποτε, οι αρχαίοι συνεκτικοί κρίκοι διατηρούνται: το ομόγλωσσο, το ομόθρησκο, τα κοινά ήθη. Πολύ αργότερα, ο Τυπάλδος θα επικεντρωθεί στο ομόθρησκο: η έμφαση ήδη υπάρχει στην έννοια του γένους με την οποία στο γραφτό του υποκαθιστά την έννοια έθνος, διαγράφοντάς την από το κείμενό του. Το γένος όμως, το 1837 είναι ταυτόσημο με το έθνος, που «υπάρχοντας με τον νου (πρώιμη σύλληψη των «νοητών κοινοτήτων»!) επολέμαε με κάθε μέσο να υπάρξει και με την αλήθεια».
Το γένος αποτελεί ιστορική κατηγορία: μολονότι δεν εννοιολογείται, πραγματολογικώς παραπέμπει στην οθωμανική κατάκτηση, ο Ζαμπέλιος θα μιλήσει για την ανάδειξη, πριν απ’ αυτή, του «λαού»: οι νοηματικοί δρόμοι είναι συγκλίνοντες. Πότε όμως η νέα ιστορική κατηγορία μπορεί να αναχθεί σε «έθνος»; Το 1789, όταν αναδύονται τα νέα έθνη. Αλλά τότε ο «Τούρκος» κυριαρχούσε, γκρέμιζε τα σχολεία και το έθνος = γένος τα «ματάκτιε»: τίποτε από όλα αυτά, φυσικά, δεν συνέβαινε. Ο «Τούρκος» δεν εμπόδισε ποτέ τα γράμματα, αυτά ανήκουν στην τρέχουσα μυθολογία και δεν συντρέχει λόγος να την αναιρέσουμε για μιαν ακόμη φορά. Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι το προσδοκώμενο ελληνικό εθνικό κράτος εντάσσεται στην «αρχή των εθνοτήτων» που εξαπέλυσαν η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι. Προσωπική αντίληψη του Γεωργίου Τυπάλδου; Οχι, γενική ελπίδα, την οποία συμπυκνώνει ο αδελφός του, ο ιερωμένος Κωνσταντίνος, νεκρολογώντας τον Ιωάννη Καραντηνό (1835).
Αναμονή μέχρι το 1821
Ο Λόγος αυτός, μολονότι λέγεται ότι έχει εκδοθεί, δεν έχει εντοπιστεί, ούτε και το χειρόγραφό του. Τον γνωρίζουμε με τον τρόπο που τον αποδίδει, κατά τη συνήθειά του, ο Γεώργιος Τυπάλδος στην «Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας», μεταφερμένο στη δημοτική. Λοιπόν, ο Κωνσταντίνος λέγει ό, τι και ο Γεώργιος, δηλαδή ο τελευταίος μεταφέρει τις απόψεις του μεγάλου αδελφού: το ελληνικό έθνος θα έπαιρνε τη θέση του ανάμεσα στα άλλα έθνη, την αρχή των οποίων πυροδότησε η «παράδοξη» Γαλλική Επανάσταση. Ηταν όμως αργά γι’ αυτό, γιατί ήταν υπόδουλο. Θα έπρεπε να περιμένει το 1821, αλλά αυτό δεν αφορούσε και τα συμπάσχοντα αδελφά εφτά νησιά, αυτά τα «καταπάτιε» άλλος δυνάστης, ο Αγγλος.
Με δυο λόγια, διάχυτη ιδεολογία κοινή και μεταλλασσόμενη. Τη βιώνουν συλλογικότητες, ανάμεσα στις οποίες οι οικογενειακές, όπως ήταν η αδελφοσύνη των Τυπάλδων - Ιακωβάτων του Ληξουριού της Κεφαλονιάς. Καθώς έλεγα, ο Γεώργιος δεν έγινε ιστοριογράφος, όπως ο Ζαμπέλιος και ο Παπαρρηγόπουλος: συμμετέχει στην ερμηνεία τους με ιδιότυπο τρόπο και από νωρίς παίρνει, προφανώς ακούσια, τις αποστάσεις του από τον δεύτερο. Ισως να μοιάζει, τηρουμένων των αναλογιών, με τον Μακρυγιάννη, όταν ο ίδιος με τους οραματισμούς του ξαφνιάζει τους μελετητές του.
*Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός
*Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου