Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Φαντάσματα του ΔΣΕ

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
ΑΥΓΗ 29.08.10
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (1946-1949), εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 197
Η σχέση της νέας εθνικοφροσύνης με την ιστορία είναι αμφίσημη. Από τη μια, αυτοπροβάλλεται ως ο κατεξοχήν εχθρός των κατεστημένων νοοτροπιών, των πρακτικών του παρελθόντος, οι οποίες «είδαμε πού οδήγησαν», και μας καλεί «να μηδενίσουμε το κοντέρ». Από την άλλη (ηγεμονία, γαρ), είναι υποχρεωμένη να αποζητά ιστορική νομιμοποίηση -κι αφού δεν τη βρίσκει, την κατασκευάζει.
Δεν αυτοβιογραφείται, όμως. Τη συμφωνία με τον παλαιότερο (αλλά ακόμα εν ζωή) αντικομουνισμό, όπου αυτή φανερώνεται, τη θεωρεί συμπτωματική, κι αμέσως την αρνείται δημοσίως. Αντ' αυτού, προτιμά να βιογραφήσει την αρνητικότητα των αντιπάλων της.
Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να τους εφεύρει. Όσο κι αν επί πολλά έτη κήρυττε τον θάνατό τους -όρος απαραίτητος για να φανεί νικήτρια- τώρα ξαναδίνει πνοή στα φαντάσματα και τα ενδύει με τρόπο ώστε να μοιάζουν με τους σημερινούς της πολεμίους. Η νέα εθνικοφροσύνη, γνωρίζοντας ότι η λογική μπορεί, υπό κατάλληλες συνθήκες, να αποκαλύψει την ιδεολογική χειραγώγηση της κοινωνίας που επιχειρεί, φροντίζει να διασπείρει στην αφήγησή της σκοτεινά παρασκήνια, αόρατες συνωμοσίες, υπεράνθρωπους εχθρούς, που την καταδιώκουν και δεν την αφήνουν να αποκαλύψει φοβερά μυστικά και ταμπού. Παρότι πρόσκαιρος νικήτρια, ξέρει καλά πως δε θα επικρατήσει μελλοντικά, παρά μόνον αν κατακτήσει την αιωνιότητα που της προσδίδει μια ιστορία κατ' ομοίωσήν της, ένα παρελθόν στο οποίο έχει ήδη νικήσει, αναδρομικά, τους σημερινούς δυνάμει αντιπάλους της.
Ένας από τους «κανόνες» της ρητορικής τέχνης διατυπώνεται περίπου ως εξής: αν θέλεις να πείσεις ένα ακροατήριο για κάτι αντίθετο της κοινής παραδοχής, τότε δύο δρόμοι υπάρχουν. Ή να το θωρακίσεις με ισχυρά επιχειρήματα ή να το παρουσιάσεις («λάθρα», αν γίνεται) ως αυτονόητο. Στην πρώτη περίπτωση θα κουραστείς, και κάποια στιγμή θα χάσεις: όλα τα επιχειρήματα είναι μαχητά και κάποια στιγμή καταπίπτουν. Στη δεύτερη περίπτωση το ρίσκο είναι πολύ μεγαλύτερο αλλά, αν τα καταφέρεις, θα έχεις κερδίσει για πολύ καιρό: το «αυτονόητο» έχει την ικανότητα να παραμένει αόρατο και να αναστέλλει την κριτική σκέψη.
Η επίκληση του «αυτονόητου» δεν είναι αποκλειστικότητα της πολιτικής ρητορικής, αυτής που συνηθίζουμε να ονομάζουμε χλευαστικά «ρητορεία», αν βέβαια τύχει και κατανοήσουμε τον μηχανισμό της. Στην περίπτωση της ιστορίας, για παράδειγμα, αυτονόητο είναι κάτι για το οποίο δε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς, ούτε να αναζητήσει και να παρουσιάσει νέα τεκμήρια: η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940. Αντίθετα, αν κάποιος ιστορικός ήθελε να μας πείσει ότι αυτό ουδέποτε συνέβη ή ότι συνέβη μια άλλη μέρα, τότε θα όφειλε να προσκομίσει αποδείξεις - και μάλιστα πριν του ζητηθούν, αφού στην επιστημονική συζήτηση ισχύει το αντίθετο της αρχής του κράτους δικαίου: κάθε νέα υπόθεση εργασίας είναι «ένοχη», μέχρι αποδείξεώς της. Στις διάφορες μορφές εκλαϊκευτικής ιστορίας στα καθ' ημάς (και σε αυτές τοποθετώ και αφιερώματα εφημερίδων ή τηλεοπτικές εκπομπές), αυτό συνήθως δεν συμβαίνει: ελάχιστοι ιστορικοί «λερώνουν τα χέρια τους», γράφοντας κάτι το οποίο, άλλωστε, δεν διαθέτει την ίδια βαρύτητα με μια μονογραφία για την εξέλιξή τους, κι ακόμα λιγότεροι ασχολούνται με τον κριτικό έλεγχο τέτοιων δημοσιεύσεων.
Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι ένας εξαιρετικά προβεβλημένος πολιτικός επιστήμονας, ο οποίος εδώ και κάποια χρόνια μελετά συστηματικά πλευρές της ελληνικής ιστορίας της δεκαετίας του 1940. Προσφάτως εκδόθηκε η μελέτη του για τον ΔΣΕ, στη σειρά «Θέματα Ιστορίας» των εκδόσεων Αλεξάνδρεια, η οποία στόχο έχει την «ενημέρωση κάθε ενδιαφερόμενου για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα ποικίλα ερευνητικά πεδία της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας». Κατόπιν τούτου, εύλογα θα υπέθετε κανείς ότι πρόκειται για ένα εισαγωγικό βιβλίο, κατάλληλο τόσο για το ευρύ κοινό όσο και για φοιτητές ιστορίας. Σε μελέτες τέτοιου είδους, η πρωτοτυπία δεν αποτελεί ζητούμενο, αφού αυτά τα βιβλία σκοπό έχουν να πληροφορήσουν σύντομα και περιεκτικά τον μη ειδικό αναγνώστη για τις σημαντικότερες πτυχές ενός ζητήματος.
Ο Μαραντζίδης επιλέγει να διερευνήσει όχι την παγκόσμια ή την ελληνική ιστορία της δεκαετίας του 1940, ούτε τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό που τον απασχολεί είναι ο Δημοκρατικός Στρατός, και πιο συγκεκριμένα η ιστοριογραφία περί του εμφυλίου, η βοήθεια που έλαβε ο ΔΣΕ από τις Λαϊκές Δημοκρατίες, τα δημογραφικά και κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά του, το αξιόμαχό του, καθώς και διάφορα άλλα ζητήματα, που ο ίδιος θεωρεί ότι αποτελούν ακόμα «ταμπού» για τους ιστορικούς. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι η συγγραφή μιας μελέτης για έναν στρατό, χωρίς να αναφέρεται τίποτα για τον αντίπαλο στρατό, με τον οποίο πολέμησε, σε έναν πόλεμο για τον οποίο ελάχιστα λέγονται, σε μια ελληνική κοινωνία για την οποία δεν μαθαίνουμε το παραμικρό και σε ένα διεθνές σκηνικό το οποίο εμφανίζεται με τη μορφή των παρασκηνιακών κινήσεων του Στάλιν.
Σχετικά με τα θεματικά και χρονικά όρια που θέτει ο συγγραφέας στην παρουσίαση του υλικού του, θα δώσω δύο παραδείγματα, θεωρώντας τα χαρακτηριστικά. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, παρά τον τίτλο που του δίνει, δεν ασχολείται με τον «ΔΣΕ στη δημόσια ιστορία και την ιστορική έρευνα». Θεωρεί ότι «η δημόσια μνήμη... ακολουθεί τις εσωτερικές εξελίξεις στο ΚΚΕ και στο διεθνές κομουνιστικό σύστημα μέχρι τις μέρες μας» (σ. 15). Γράφει ως εάν στην Ελλάδα να μην είχε ειπωθεί ή γραφτεί σχεδόν τίποτα για τον εμφύλιο, από τη δεκαετία του 1950 ως την εμφάνιση του «Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων» (2000), που να μην σχετίζεται με την ΕΔΑ, το ΚΚΕ και τις διασπάσεις του. Το σύνολο του επίσημου και ημιεπίσημου λόγου περί του «εαμοβουλγαροκομμουνιστοληστοσυμμοριτισμού» παρουσιάζεται σε μία φράση και μία υποσημείωση (σ. 22). Ήδη από την πρώτη φράση του βιβλίου, ο συγγραφέας θεωρεί αυτονόητη την έναρξη του εμφυλίου το 1943, δίχως να μπει στον κόπο να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, έστω και με μια παραπομπή (σ. 9). Διά της αφαίρεσης της ιστορικής συγκυρίας, των γερμανών και των συνεργατών τους, και παρουσιάζοντας το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ ως «κομμουνιστικό στρατόπεδο» (σ. 10), «πετυχαίνει» να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του περί αιωνίου δίψας του ΚΚΕ για εξουσία. Μια «θεμελίωση» που γίνεται εκτός των χρονικών ορίων της μελέτης του, αποσείοντας έτσι, «έντεχνα», την ανάγκη τεκμηρίωσης του «δεδομένου» του στο παρόν βιβλίο.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των αφαιρέσεων είναι μια μελέτη που κινείται στα όρια μεταξύ μιας εισαγωγής και μιας μονογραφίας, κάτι το οποίο έχει πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις στο πεδίο της παρουσίασης του υλικού: δεν χρειάζεται να εμβαθύνει (είναι εισαγωγή) αλλά, ταυτόχρονα, δε μπορεί παρά να εμβαθύνει (είναι μονογραφία). Έτσι, αν παρατηρήσει κάποιος τις παραπομπές, θα διαπιστώσει ότι ο συγγραφέας σε κάποια σημεία παραπέμπει συστηματικά σε αρχειακές μαρτυρίες (κυρίως στο κεφάλαιο σχετικά με τη βοήθεια των Λαϊκών Δημοκρατιών στον ΔΣΕ), ενώ σε κάποια άλλα δεν παραπέμπει καθόλου, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς του ως αυτονόητα και δεδομένα πορίσματα, που δίνουν την εντύπωση στον μη ειδικό και νεαρό αναγνώστη ότι (μάλλον θα) βρίσκουν σύμφωνη την ακαδημαϊκή κοινότητα (τουλάχιστον τα μέλη της που «στοχάζονται ελεύθερα»).
Αν ενώσουμε τα «αυτονόητα» και «δεδομένα», θα καταλήξουμε περίπου στο ακόλουθο σχήμα: ο εμφύλιος άρχισε το 1943 (σ. 9) Το κύριο αίτιό του δεν ήταν η Λευκή Τρομοκρατία μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αλλά η ακόρεστη δίψα του ΚΚΕ για εξουσία (σ. 11). Όχι των μελών ή των «συνοδοιπόρων» του ΚΚΕ -αυτοί αποτελούν τα τραγικά θύματα της υπόθεσης (σ. 185)- αλλά της ηγετικής του ομάδας. Πρόκειται για μια ηγεσία που εκμεταλλεύεται ποικιλοτρόπως (ακόμα και σεξουαλικά, σ. 147) κάποιους αμόρφωτους (σ. 57 κ.ε.), απολίτικους και ανίδεους χωρικούς (σ. 64), τους κρατά αιχμαλώτους εκβιάζοντάς τους (σ. 139 κ.ε.), αυτούς και τα παιδιά τους (σ. 141 κε), τους εξαναγκάζει να πολεμήσουν επί τρία συναπτά έτη τους νομίμους κατόχους της κρατικής εξουσίας (σ. 155 κ.ε.), αποσκοπώντας στην κατάλυση των θεσμών και την προσάρτηση όλου ή ενός μέρους της ελληνικής επικράτειας στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε, προσπαθεί να προσεταιρισθεί κάθε εν Ελλάδι εθνική μειονότητα (σ. 57-63).
Παρότι διόλου πρωτότυπο (επί δεκαετίες, άλλωστε, ήταν το μόνο νομίμως προβαλλόμενο), το παραπάνω εξηγητικό σχήμα διαθέτει μια ισχυρότατη δυναμική, όχι όμως εξαιτίας του περιεχομένου του. Γι' αυτό και η αντίκρουση, με επιστημονικά επιχειρήματα, του καθενός από τα στοιχεία που το απαρτίζουν, παρότι απαραίτητη, αποδεικνύεται τελικά άγονη και άστοχη: μέσω μιας επιδέξιας προσθαφαίρεσης, επιλογής μαρτυριών και περιπτώσεων που φαίνεται να επαληθεύουν το (προκατασκευασμένο) σχήμα, με αδιόρατα λογικά άλματα και «δικαιολογημένες» λόγω του «εισαγωγικού χαρακτήρα του βιβλίου» αποσιωπήσεις, το επιμέρους παρουσιάζεται ως «αυτονόητο», διά της συνεχούς παράλειψης της «ευκόλως εννοούμενης» δικαιολόγησης του χαρακτήρα του, και ως ενδεικτικό, αντικαθιστώντας «λογικά» το όλον και συγκροτώντας «νομίμως» μια γενίκευση. Η λογικοφανής συνάρθρωση των επιμέρους γενικεύσεων αποτελεί το περιεχόμενο του εν λόγω σχήματος. Η τεκμηριωμένη διάψευση του κάθε επιμέρους, όμως, κάλλιστα μπορεί να απαντάται με την εμφάνιση ενός «νέου» επιμέρους που, «προσερχόμενο αυθορμήτως», θα παρουσιάζεται ως αυτονόητα αληθοφανές, καταλαμβάνοντας τη θέση του διαψευσμένου στο περιεχόμενο του εξηγητικού σχήματος - μια διαδικασία που μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Αλλά ούτε και η κατάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων του σχήματος καρποφορεί: αυτές κάλλιστα συμβάλλουν στην εντύπωση αληθοφάνειάς του και την αποδοχή από τον «ιδανικό» αναγνώστη: αφού το σχήμα είναι ανεπεξέργαστο, άρα δεν είναι κατασκευασμένο.
Η δυναμική του εξηγητικού σχήματος βρίσκεται στη μορφή του, διότι μέσω αυτής έχει προνοήσει για την αποδοχή του από τον «κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη». Αυτός είναι άλλωστε και ο κύριος στόχος του: «στήνοντας» μια ελεγχόμενη προσομοίωση ενός οιονεί διαλόγου με το σήμερα, έχει ήδη απαντήσει πειστικά στις παρορμήσεις και τις προκαταλήψεις του αναγνώστη. Σύμμαχος του σχήματος δεν είναι η αποδοχή του από την ακαδημαϊκή κοινότητα (παρά μόνο δευτερευόντως και αργότερα) αλλά η ισχύουσα εικόνα της σημερινής πραγματικότητας: σε μια κοινωνία που η «πολιτική» θεωρείται συνώνυμο της κλοπής, όπου ο «απλός λαός» αποτελεί αντικείμενο εξαπάτησης, φαίνεται πράγματι αυτονόητο ότι μια κομματική ηγεσία «τυφλωμένη από το όραμά της για την κατάληψη της εξουσίας» μπορεί να εξαναγκάσει δια της βίας εκατό χιλιάδες ανθρώπους να πολεμήσουν επί τρία συναπτά έτη «έναν πόλεμο που δεν πίστευαν και δε μπορούσαν να κερδίσουν» (σ. 185)... Και για να υπενθυμίσω τον «ψυχοπαθή» Χίτλερ, που είναι τόσο πολύ της μόδας στις μέρες μας: εφόσον «η οικονομία είναι θέμα ψυχολογίας», όπως καθημερινά ακούμε από έγκριτους σχολιαστές, το ίδιο δεν ισχύει και για την Ιστορία; Όπως λοιπόν ο ναζισμός ανάγεται στην φερόμενη ψυχασθένεια του ηγέτη, έτσι και «η εικόνα του ελληνικού κομουνισμού των ετών 1946-1949 δεν είναι παρά αυτή μιας ουτοπίας που έχασε τα λογικά της» (σ. 185). Με μια θαυμαστή αντιστροφή της πραγματικότητας, ο παράλογος κόσμος μας φαντάζει αιωνίως απαράλλαχτος και απολύτως λογικός.

*Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός

Related Posts with Thumbnails

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες