Του Κώστα Λογαρά, www.protagon.gr
Να, ποιον πολιτικό θα εμπιστευόμουν, ποιον θα ψήφιζα και με τα δυο μου χέρια. Αυτόν που θα 'χε το κουράγιο να βγει στους ψηφοφόρους και να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μαζί τους. Να βάλει ένα τέλος στις φαύλες σχέσεις τους και να ομολογήσει την πικρή αλήθεια.
«Ψηφοφόρε, σε φοβάμαι. Πάνω σ' αυτόν τον φόβο έχουν χτιστεί οι σχέσεις μας -σχέσεις αμοιβαίου εκβιασμού και εξαπάτησης- χρόνια τώρα. Τρέμω να σου πω την πάσα αλήθεια γιατί όποιος σου την λέει, τον στέλνεις σπίτι του (σού θυμίζω τον Γιαννίτση). Ξεσηκώνεσαι με τους Κολλάδες, τους Φωτόπουλους, τους Λυμπερόπουλους και τον τρώει το χώμα. Με λούζει κρύος ιδρώτας να στο πω κατάμουτρα ότι είσαι ο κινητήριος μοχλός ενός διεφθαρμένου πελατειακού συστήματος. Εσύ που παίρνεις ψεύτικες επιδοτήσεις – ναι, εγώ μεσολαβώ • που παριστάνεις τον τυφλό και τσεπώνεις επιδόματα μαϊμούδες – κι αυτό, εγώ το φρόντισα• που διορίζεσαι με ψεύτικα χαρτιά – εγώ τα έσπρωξα, στη ζούλα. Για όλα παίρνω τις ευθύνες πάνω μου. (Αλλά, ότι εισπράττεις απ’ το ΙΚΑ τη σύνταξη της πεθαμένης μάνας σου – αυτό είναι δική σου ευθύνη, αποκλειστικά). Είμαστε ίδια φάρα, κι αν τολμούσα να στο πω κατάμουτρα δεν θα με ψήφιζες ποτέ. Τρέμω να στο φωνάξω δυνατά ότι σ’ εξαγοράζω με αντάλλαγμα την ψήφο σου, κι εσύ το δέχεσαι. Ένας ζήτουλας χωρίς αξιοπρέπεια εσύ, ενώ εγώ δίχως τσίπα σε φλομώνω με το ψέμα μου (έχεις άλλωστε την τάση να πιστεύεις όποιον σου λέει το μεγαλύτερο). Έτσι πορευόμαστε, δεκαετίες ολόκληρες, και έχουμε φτάσει στον εθνικό μας ξεπεσμό. Μοιάζουμε με κουλούς που ’χουν πέσει μες τη θάλασσα και προσπαθούν απεγνωσμένα να σωθούν χτυπώντας τα ποδάρια τους. Κάποιοι τους πετούν σωσίβια να πιαστούν, αλλά δίχως χέρια πώς; Βουλιάζουνε, ανήμποροι να βγουν απ’ τον βυθό.
Κι αν σου μιλάω με παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα’ είπε κάποιος που δεν τον έμαθες ποτέ (ούτε ποδοσφαιριστής ούτε τηλεοπτικός αστέρας είναι, αν ήταν τέτοιος θα τον ήξερες). Όμως και συ, καημένε, δεν ανοίγεις ένα κιτάπι να ξελαμπικάρει λίγο το μυαλό σου. Από δω πρέπει να κάνεις την αρχή, αλλά δεν θέλω να σε ξεμπροστιάσω. Γιατί εσύ τα ξέρεις όλα, δεν έχεις ανάγκη εσύ. Είσαι το έξυπνο πουλί που πάντα πιάνεται από τη μύτη. Το αναγνωρίζεις βέβαια εκ των υστέρων, αλλά ρίχνεις το φταίξιμο στις πλάτες αλλωνών. Για όλα φταίνε οι άλλοι, εσύ ποτέ. Λες και δεν έχεις την ευθύνη των επιλογών σου εσύ.
Άσε με λοιπόν να σου πω την αλήθεια καθαρά, μια φορά μονάχα, χωρίς να σε φοβάμαι για την ψήφο σου. Εξάλλου, καμία σχέση δεν μπορεί ν’ αποκατασταθεί αν δεν αναζητηθούν οι αιτίες της φθοράς, καμιά πληγή να κλείσει αν δεν παραδεχτούμε λάθη και παρανομίες. Ποιο το μερίδιο ευθύνης καθενός, ποιο άνομο προσωπικό συμφέρον μας επιδιώξαμε κι οι δυο σε βάρος αλλωνών (εγώ πολύ περσότερο, εσύ λιγότερο – αλλά κι εσύ, κι εσύ• ούτε «πάνσοφος» είσαι ούτε «αλάνθαστος» λαός). Να τα παραδεχτούμε και να πάμε παρακάτω.
Άφησέ με να σου πω έξω απ’ τα δόντια, ότι βάζεις το συμφέρον σου και τη βολή σου πιο πάνω απ’ το συμφέρον ολωνών. Και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Είναι η νοοτροπία της κουτοπονηριάς να απαιτείς την παραμονή σου στο ευρώ (75%) και συγχρόνως να καταργηθεί η λιτότητα (70%). Και με το ‘όχι’ του δημοψηφίσματος την ευκολία σου αναζήτησες: ναι σε δανεικά κι αγύριστα - όχι πάντως ευθύνες και στριμώγματα (κι άσε τον Λαφαζάνη, τη Ζωή και τους λοιπούς ιδεοληπτικούς να βλέπουνε στο αποτέλεσμα τη «μεγαλειώδη» σου αντίσταση).
Λουφάζω όμως και δεν λέω τίποτα. Ούτε κι εσύ θέλεις να ακούσεις την αλήθεια, ούτε κι ελόγου μου τολμάω να στην πω. Κι άλλωστε τα λόγια μου θα δώσουνε επιχειρήματα στους αντιπάλους μου. Η ομολογία μόνον του ενός τον καθιστά μ@λ@κ@, ενώ η ειλικρινής παραδοχή απ' όλο το πολιτικό προσωπικό θα ήταν κάθαρση και εθνική αυτογνωσία.
Μα ούτε και σ' εσένα έχω καμιά εμπιστοσύνη. Μετά από τόσα που ’χεις τραβήξει, είσαι πρόθυμος να ενδώσεις σε όποιον σου κάνει την πιο μεγάλη προσφορά. Θυμωμένος, αγανακτισμένος – αλλά πάντα με τους άλλους, όχι με τον εαυτό σου. Σε πιάνει η μανία να εκδικηθείς αυτούς που έχουν οδηγήσει την Ελλάδα ως εδώ (δηλαδή εμένα). Αλλά τον εαυτό σου, ελληναρά μου και λαμόγιο μου, τον εξαιρείς.
Κι όμως σ’ αυτή εδώ την ομολογημένη αλήθεια, πιστεύω ότι βρίσκεται η ελπίδα για την ξεπεσμένη χώρα. Και αυτή τη γλώσσα που τώρα σου μιλώ, πολλοί είχαν ελπίσει πως θα την ακούσουν από νεαρότερους πολιτικούς. Που αποδείχτηκαν -αλίμονο- πιο αμετροεπείς, πιο γερασμένοι από τον καθένα μας.
Τέλειωσα. Και τώρα, κάνε ό,τι θες. Μαύρισέ με, σχόλασέ με. Στείλε με σπίτι μου. Ή, ψήφισέ με».
Να, ποιον πολιτικό θα εμπιστευόμουν, ποιον θα ψήφιζα και με τα δυο μου χέρια. Αυτόν που θα 'χε το κουράγιο να βγει στους ψηφοφόρους και να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μαζί τους. Να βάλει ένα τέλος στις φαύλες σχέσεις τους και να ομολογήσει την πικρή αλήθεια.
«Ψηφοφόρε, σε φοβάμαι. Πάνω σ' αυτόν τον φόβο έχουν χτιστεί οι σχέσεις μας -σχέσεις αμοιβαίου εκβιασμού και εξαπάτησης- χρόνια τώρα. Τρέμω να σου πω την πάσα αλήθεια γιατί όποιος σου την λέει, τον στέλνεις σπίτι του (σού θυμίζω τον Γιαννίτση). Ξεσηκώνεσαι με τους Κολλάδες, τους Φωτόπουλους, τους Λυμπερόπουλους και τον τρώει το χώμα. Με λούζει κρύος ιδρώτας να στο πω κατάμουτρα ότι είσαι ο κινητήριος μοχλός ενός διεφθαρμένου πελατειακού συστήματος. Εσύ που παίρνεις ψεύτικες επιδοτήσεις – ναι, εγώ μεσολαβώ • που παριστάνεις τον τυφλό και τσεπώνεις επιδόματα μαϊμούδες – κι αυτό, εγώ το φρόντισα• που διορίζεσαι με ψεύτικα χαρτιά – εγώ τα έσπρωξα, στη ζούλα. Για όλα παίρνω τις ευθύνες πάνω μου. (Αλλά, ότι εισπράττεις απ’ το ΙΚΑ τη σύνταξη της πεθαμένης μάνας σου – αυτό είναι δική σου ευθύνη, αποκλειστικά). Είμαστε ίδια φάρα, κι αν τολμούσα να στο πω κατάμουτρα δεν θα με ψήφιζες ποτέ. Τρέμω να στο φωνάξω δυνατά ότι σ’ εξαγοράζω με αντάλλαγμα την ψήφο σου, κι εσύ το δέχεσαι. Ένας ζήτουλας χωρίς αξιοπρέπεια εσύ, ενώ εγώ δίχως τσίπα σε φλομώνω με το ψέμα μου (έχεις άλλωστε την τάση να πιστεύεις όποιον σου λέει το μεγαλύτερο). Έτσι πορευόμαστε, δεκαετίες ολόκληρες, και έχουμε φτάσει στον εθνικό μας ξεπεσμό. Μοιάζουμε με κουλούς που ’χουν πέσει μες τη θάλασσα και προσπαθούν απεγνωσμένα να σωθούν χτυπώντας τα ποδάρια τους. Κάποιοι τους πετούν σωσίβια να πιαστούν, αλλά δίχως χέρια πώς; Βουλιάζουνε, ανήμποροι να βγουν απ’ τον βυθό.
Κι αν σου μιλάω με παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα’ είπε κάποιος που δεν τον έμαθες ποτέ (ούτε ποδοσφαιριστής ούτε τηλεοπτικός αστέρας είναι, αν ήταν τέτοιος θα τον ήξερες). Όμως και συ, καημένε, δεν ανοίγεις ένα κιτάπι να ξελαμπικάρει λίγο το μυαλό σου. Από δω πρέπει να κάνεις την αρχή, αλλά δεν θέλω να σε ξεμπροστιάσω. Γιατί εσύ τα ξέρεις όλα, δεν έχεις ανάγκη εσύ. Είσαι το έξυπνο πουλί που πάντα πιάνεται από τη μύτη. Το αναγνωρίζεις βέβαια εκ των υστέρων, αλλά ρίχνεις το φταίξιμο στις πλάτες αλλωνών. Για όλα φταίνε οι άλλοι, εσύ ποτέ. Λες και δεν έχεις την ευθύνη των επιλογών σου εσύ.
Άσε με λοιπόν να σου πω την αλήθεια καθαρά, μια φορά μονάχα, χωρίς να σε φοβάμαι για την ψήφο σου. Εξάλλου, καμία σχέση δεν μπορεί ν’ αποκατασταθεί αν δεν αναζητηθούν οι αιτίες της φθοράς, καμιά πληγή να κλείσει αν δεν παραδεχτούμε λάθη και παρανομίες. Ποιο το μερίδιο ευθύνης καθενός, ποιο άνομο προσωπικό συμφέρον μας επιδιώξαμε κι οι δυο σε βάρος αλλωνών (εγώ πολύ περσότερο, εσύ λιγότερο – αλλά κι εσύ, κι εσύ• ούτε «πάνσοφος» είσαι ούτε «αλάνθαστος» λαός). Να τα παραδεχτούμε και να πάμε παρακάτω.
Άφησέ με να σου πω έξω απ’ τα δόντια, ότι βάζεις το συμφέρον σου και τη βολή σου πιο πάνω απ’ το συμφέρον ολωνών. Και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Είναι η νοοτροπία της κουτοπονηριάς να απαιτείς την παραμονή σου στο ευρώ (75%) και συγχρόνως να καταργηθεί η λιτότητα (70%). Και με το ‘όχι’ του δημοψηφίσματος την ευκολία σου αναζήτησες: ναι σε δανεικά κι αγύριστα - όχι πάντως ευθύνες και στριμώγματα (κι άσε τον Λαφαζάνη, τη Ζωή και τους λοιπούς ιδεοληπτικούς να βλέπουνε στο αποτέλεσμα τη «μεγαλειώδη» σου αντίσταση).
Λουφάζω όμως και δεν λέω τίποτα. Ούτε κι εσύ θέλεις να ακούσεις την αλήθεια, ούτε κι ελόγου μου τολμάω να στην πω. Κι άλλωστε τα λόγια μου θα δώσουνε επιχειρήματα στους αντιπάλους μου. Η ομολογία μόνον του ενός τον καθιστά μ@λ@κ@, ενώ η ειλικρινής παραδοχή απ' όλο το πολιτικό προσωπικό θα ήταν κάθαρση και εθνική αυτογνωσία.
Μα ούτε και σ' εσένα έχω καμιά εμπιστοσύνη. Μετά από τόσα που ’χεις τραβήξει, είσαι πρόθυμος να ενδώσεις σε όποιον σου κάνει την πιο μεγάλη προσφορά. Θυμωμένος, αγανακτισμένος – αλλά πάντα με τους άλλους, όχι με τον εαυτό σου. Σε πιάνει η μανία να εκδικηθείς αυτούς που έχουν οδηγήσει την Ελλάδα ως εδώ (δηλαδή εμένα). Αλλά τον εαυτό σου, ελληναρά μου και λαμόγιο μου, τον εξαιρείς.
Κι όμως σ’ αυτή εδώ την ομολογημένη αλήθεια, πιστεύω ότι βρίσκεται η ελπίδα για την ξεπεσμένη χώρα. Και αυτή τη γλώσσα που τώρα σου μιλώ, πολλοί είχαν ελπίσει πως θα την ακούσουν από νεαρότερους πολιτικούς. Που αποδείχτηκαν -αλίμονο- πιο αμετροεπείς, πιο γερασμένοι από τον καθένα μας.
Τέλειωσα. Και τώρα, κάνε ό,τι θες. Μαύρισέ με, σχόλασέ με. Στείλε με σπίτι μου. Ή, ψήφισέ με».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου