Από τον Θανάση Γιαλκέτση, Εφημερίδα των Συντακτών
Ο Μαρτσέλο Ντε Τσέκο είναι καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας στην Scuola Normale Superiore της Πίζας. Το ακόλουθο άρθρο του δημοσιεύτηκε στο ένθετο Affari e Finanza της εφημερίδας La Repubblica.
Πρώτα η λιτότητα και έπειτα η ανάπτυξη. Την πρώτη την έχουμε εδώ και καιρό, αλλά τη δεύτερη δεν την βλέπουμε στον ορίζοντα. Και αν αυτή η συνταγή δεν μας έχει ακόμα εξουθενώσει, το χρωστάμε στον Ομπάμα, ο οποίος αυτήν τη συνταγή δεν την εφαρμόζει. Πότε όμως γεννήθηκε η ιδέα ότι, προκειμένου να επενδύσουμε, χρειάζεται πρώτα να έχουμε αποταμιεύσει; Αυτή είναι παρούσα ήδη στον Ανταμ Σμιθ, αν τον διαβάσουμε επιφανειακά. Επειτα, η εξαιρετική τύχη που είχε αυτή η ιδέα την έκανε να διατρέξει ολόκληρη την ιστορία της οικονομικής θεωρίας. Μέχρις ότου φτάνει ο Κέινς, ο οποίος, με τη δύναμη της απελπισίας που πηγάζει από το θέαμα των ζημιών που προκάλεσε αυτή η ιδέα, όταν εφαρμόστηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατορθώνει να την αντιστρέψει και υποστηρίζει ότι, αντίθετα, είναι οι επενδύσεις αυτές που προκαλούν τις αποταμιεύσεις.
Επειτα από ένα μικρό διάστημα και ιδίως όταν οι άνθρωποι είδαν τι συνέβη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η κεϊνσιανή αίρεση γίνεται η νέα ορθοδοξία. Επειτα, με αφετηρία τη δεκαετία του 1970, όταν ένα κύμα πληθωρισμού πλήττει τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι λεγόμενοι μονεταριστές του Σικάγου έρχονται να υποστηρίξουν ξανά την παλιά ορθοδοξία.
Ο πληθωρισμός είναι γι’ αυτούς ένα νομισματικό φαινόμενο και, αν θέλουμε να τον πλήξουμε θανάσιμα, χρειάζεται να μειώσουμε δραστικά το ποσοστό αύξησης της ποσότητας του νομίσματος. Στην ηπειρωτική Ευρώπη η παλιά ορθοδοξία, την οποία είχαν προτείνει εκ νέου οι μονεταριστές, στην πραγματικότητα δεν είχε περάσει ποτέ σε αχρησία.
Αρκετά σεβαστοί οικονομολόγοι, όπως ο Εϊνάουντι στην Ιταλία, όταν κλήθηκαν να δράσουν ως υπουργοί στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, τότε που μαινόταν ο πληθωρισμός, είχαν προσπαθήσει με επιτυχία να τον δαμάσουν με μια περιοριστική πολιτική, πιστεύοντας ότι χρειαζόταν σε ένα πρώτο στάδιο ο αποπληθωρισμός, αν θέλαμε σε ένα δεύτερο στάδιο της θεραπείας να αρχίσει ξανά η ανάπτυξη.
Αυτό συνέβη στην Ιταλία, όπως και στη Γερμανία. Αλλά η επιστροφή στην ανάπτυξη πραγματοποιήθηκε μόνον όταν η αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα, στην οποία οδήγησε ο εσωτερικός αποπληθωρισμός, ξεμπλοκαρίστηκε από την εξωτερική ζήτηση, που αναζωογονήθηκε από τις ανάγκες του πολέμου της Κορέας, ο οποίος προκάλεσε πελώρια αύξηση των αιτημάτων για πρώτες ύλες και για βιομηχανικά προϊόντα. Επιπρόσθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμοζόταν ακόμα η νέα κεϊνσιανή ορθοδοξία.
Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις αυτής της χώρας δεν αποπειράθηκαν να σβήσουν με αποπληθωρισμό την πρόσθετη ζήτηση που έφερε ο πόλεμος της Κορέας και πριν από αυτόν η πελώρια ρευστότητα που διέθεταν οι πολίτες κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου, όταν είχε συντελεστεί η επιστροφή στην πλήρη απασχόληση, με υψηλούς μισθούς που υποκινούσαν τις καταναλώσεις.
Οι Ευρωπαίοι υπουργοί, που ως θιασώτες του οικονομικού φιλελευθερισμού πίστευαν στην πολιτική των δύο σταδίων, ότι δηλαδή έπρεπε πρώτα να αποταμιεύσουμε και έπειτα να επενδύσουμε, παρόλο που ηττήθηκαν στην πράξη, είχαν αποκτήσει μεγάλο κύρος επειδή είχαν νικήσει τον πληθωρισμό.
Είχαν ωστόσο οδηγήσει τις οικονομίες τους στη στασιμότητα και μόνον η αντίθετη οικονομική πολιτική, που εφαρμοζόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατόρθωσε να τις κάνει να αναπτυχθούν ξανά, μαζί με τη γενναιόδωρη βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ και με τα χρήματα που δόθηκαν για τις αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη. Η θεωρία των δύο σταδίων επέζησε έτσι ώς τις μέρες μας και απέκτησε νέο κύρος όταν το κύριο πρόβλημα έγινε εκείνο της αύξησης του δημόσιου χρέους.
Η αύξηση αυτή είναι γενική, αλλά είναι μεγαλύτερη σε ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης και έγινε δυνατή εξαιτίας της ζήτησης τίτλων από μέρους χωρών ανίκανων να αξιοποιήσουν στο εσωτερικό τους όλα τα πλεονάσματα που προέρχονταν από τις εξαγωγές πετρελαίου και πρώτων υλών.
Οι αναπτυγμένες χώρες προσέφυγαν στο δημόσιο χρέος όταν οι δαπάνες τους άρχισαν να αυξάνονται ασυγκράτητα και δεν θέλησαν να τις χρηματοδοτήσουν με μια προσαυξημένη φορολόγηση του πλούτου. Η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος διέδωσε την πεποίθηση ότι οι πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης θα προσέφεραν μιαν έμμεση εγγύηση στα χρέη των φτωχότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Σε ένα ορισμένο σημείο ωστόσο, η πολιτική τάξη των πλούσιων χωρών του κέντρου της Ευρώπης άρχισε να ανησυχεί, επειδή η επιβράδυνση της ανάπτυξης και σε αυτές τις χώρες επέβαλλε να αντιμετωπίσουν τη μείωση των φορολογικών εσόδων με το δημόσιο χρέος.
Φοβούμενες ότι η εξυπηρέτηση του δικού τους χρέους θα μπορούσε να επηρεαστεί από την έλλειψη φραγμών στις δαπάνες των φτωχότερων χωρών, οι πλούσιες χώρες, με επικεφαλής τη Γερμανία, θεώρησαν ορθό να αρνηθούν δημόσια οποιαδήποτε δέσμευση για να παρέχουν έστω και έμμεσες εγγυήσεις για τα δημόσια χρέη ολόκληρης της ευρωζώνης. Αυτή η οπισθοχώρηση επιταχύνθηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η κρίση εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές, που προκάλεσε η οικονομική κρίση, έκανε ακόμα πιο απρόθυμες τις κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών να αναλάβουν ευθύνες για τις φτωχότερες χώρες. Και από την κοινή τους γνώμη, που χειραγωγήθηκε κατάλληλα από μέσα μαζικής επικοινωνίας και συνταγματικούς δικαστές, προήλθε ένα απειλητικό αίτημα στην πολιτική τάξη να υπαγορεύσει στις φτωχές και υπερδανεισμένες χώρες μιαν ορισμένη συνταγή οικονομικής πολιτικής: την εξάλειψη των δημόσιων ελλειμμάτων και του ταχέως αυξανόμενου δημόσιου χρέους. Ευτυχώς, από την άλλη μεριά του Ατλαντικού οι κυβερνήσεις δεν υιοθέτησαν τη θεωρία των δύο σταδίων. Συνέχισαν ήρεμα να ξοδεύουν, προκαλώντας αύξηση του χρέους και αντιμετωπίζοντας την κρίση με μιαν εξαιρετικά επεκτατική νομισματική πολιτική. Καμιά μονεταριστική ορθοδοξία επομένως στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από αυτό επωφελήθηκαν και οι πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες, που μπόρεσαν να αρχίσουν μια μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, υποχρεώνοντας τις φτωχές χώρες να συναποδεχθούν το δημοσιονομικό σύμφωνο, το οποίο ακολουθεί τη θεωρία των δύο σταδίων, μια θεωρία που δεν κατόρθωσε, χάρη στα αμερικανικά μέτρα, να εκδηλώσει όλες τις βλαβερές επιπτώσεις της στην Ευρώπη.
Ενα άλλο ευνοϊκό στοιχείο για την Ευρώπη είναι το ότι επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι ένας τραπεζίτης που έχει σπουδάσει στην Αμερική και που μέχρι τώρα έχει μιμηθεί τη νομισματική πολιτική της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, παρόλο που διακηρύσσει, προκειμένου να καθησυχάσει τις αρχές και την κοινή γνώμη στις πλούσιες χώρες, την ορθοδοξία του και την πίστη του στην πολιτική των δύο σταδίων.
Τα βάσανα και οι δυστυχίες των φτωχών χωρών έχουν μόνον εν μέρει περιοριστεί από τις αντίθετες πολιτικές που εφαρμόζονται από την Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ποιος θα επικρατήσει στο τέλος; Η μοίρα μας κρίνεται από τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου