Του Νίκου Μαραντζίδη*, Καθημερινή, 4.5.13
Η πρόσφατη έρευνα γνώμης που κατέδειξε πως περίπου το ένα τρίτο της ελληνικής κοινωνίας αντιμετωπίζει θετικά τη δικτατορία του 1967, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Πολλοί ξαφνιάστηκαν αρνητικά από τα ευρήματα και επιχείρησαν να αποδώσουν το γεγονός σε μεθοδολογικές ατέλειες της έρευνας. Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε πως επρόκειτο για λάθος. Εξάλλου, ήδη, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 είχαν εμφανιστεί σημάδια νοσταλγίας ενός αυταρχικού παρελθόντος, που δεν έπρεπε να περάσουν απαρατήρητα. Αρκετοί συμπατριώτες μας, πολύ περισσότεροι απ’ όσους εξέφραζαν τα ασήμαντα τότε εκλογικά ποσοστά των κομμάτων της άκρας και μεταχουντικής Δεξιάς, έδειχναν να έχουν θετική στάση έναντι της δικτατορίας. Η δημοκρατία είχε αρχίσει να τους κουράζει. Οι προσδοκίες τους από αυτήν έμοιαζαν να έχουν διαψευστεί. Το φαινόμενο δεν είναι στενά ελληνικό. Χαρακτηρίζει πολλές κοινωνίες μετάβασης, ιδιαίτερα αυτές στις οποίες η οικονομική ανάπτυξη, ο πολιτικός εκσυγχρονισμός και το κράτος δικαίου δεν συνοδεύουν τον άρτι αφιχθέντα εκδημοκρατισμό. Σε αυτές τις κοινωνίες η δημοκρατία γίνεται πολλές φορές αντιληπτή ως αναρχία ή μαφιοκρατία.
Σε αρκετές πρώην κομμουνιστικές χώρες, για παράδειγμα, ένα τμήμα της κοινωνίας αναπολεί τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Στην πραγματικότητα, αναπολεί μερικές από τις πτυχές του, τις οποίες μάλιστα ωραιοποιεί με τα χρόνια. Καθώς οι πολίτες περίμεναν πως η πτώση του κομμουνισμού θα σήμαινε τη ριζική αναβάθμιση της ζωής τους, η διάψευση των προσδοκιών τους, που συνοδεύεται μάλιστα από οικονομικές και πολιτικές κρίσεις καθώς και εκτεταμένη διαφθορά στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, δημιουργεί τις συνθήκες ώστε αρκετοί, συνήθως οι γηραιότεροι ή οι οικονομικά ευάλωτοι, να αρχίσουν να νοσταλγούν το αυταρχικό παρελθόν.
Η νοσταλγία του αυταρχισμού είναι ένα ρομαντικό και αντιδραστικό συναίσθημα, στο οποίο οι άνθρωποι καταφεύγουν όταν δυσκολεύονται να διαχειριστούν ένα αντιφατικό και γεμάτο δυσκολίες παρόν. Στην πραγματικότητα, η νοσταλγία αυτή δεν είναι παρά μια ουτοπία καθώς ανακαλεί επιλεγμένες και παραποιημένες εικόνες του παρελθόντος προκειμένου να καταδείξει την αντίθεση με το ανυπόφορο παρόν. Υπό την παραπάνω οπτική, η στάση αυτή των πολιτών δεν αποτελεί μια επιθετική εκδήλωση αυταρχισμού εκ μέρους τους, αλλά μια αμυντική αναζήτησή του. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να ανησυχούμε.
Για ποιον λόγο, όμως, ακριβώς ξαφνιάζεται η ελληνική κοινωνία γι’ αυτήν την αναπόληση της αυταρχικής ευταξίας της δικτατορίας; Εδώ και μερικά χρόνια ο εθνολαϊκιστικός αντιφιλελευθερισμός είναι αυτός που υπαγορεύει την ατζέντα τόσο των πολιτικών κομμάτων όσο και των ΜΜΕ.
Η αντικοινοβουλευτική και αντιφιλελεύθερη κουλτούρα εμφάνισε μια νέα δυναμική με τους «Αγανακτισμένους», που προκάλεσαν τεράστιους τριγμούς στο πολιτικό σύστημα. Η κατάσταση πολύ σύντομα οδηγήθηκε δυναμικά από μία κρίση αντιπροσώπευσης, που μάστιζε το κομματικό σύστημα τα τελευταία χρόνια, σε κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Από μια εκτεταμένη, δηλαδή, δυσφορία για το κομματικό προσωπικό και τα κόμματα, μεταβήκαμε σε κάτι πολύ χειρότερο: στην απόλυτη απαξίωση των πιο σημαντικών θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, του Κοινοβουλίου συμπεριλαμβανομένου.
Αν και η νοσταλγία για αυταρχισμό αγγίζει τους ψηφοφόρους σχεδόν όλου του πολιτικού φάσματος, υπάρχουν κάποιες ομάδες του πληθυσμού ιδιαίτερα ευάλωτες στις αυταρχικές φαντασιώσεις. Οι πιο ευπαθείς ομάδες πολιτών απέναντι στον αυταρχισμό δείχνουν να είναι οι νέοι και οι ηλικιωμένοι. Οι μεν πρώτοι έλκονται από αυταρχικές ουτοπίες και συμπεριφορές, οι δεύτεροι, πάλι, αναγνωρίζουν στον αυταρχισμό την ικανότητά του να επιβάλει ένα καθεστώς ασφάλειας και ευταξίας που τόσο πολλοί αισθάνονται να έχουν ανάγκη.
Στην πραγματικότητα, η φαντασίωση ενός καλού, πατερναλιστικού, αυταρχισμού που θα βάλει τάξη στα πράγματα και θα καθίσει στο σκαμνί τις διεφθαρμένες ελίτ, κάτι σαν τη λατρεία του πατερούλη Στάλιν σε ένα τμήμα του σοβιετικού ή και μετασοβιετικού κόσμου, έρχεται και επανέρχεται ως χίμαιρα στην κοινή γνώμη.
Η κατάσταση έχει τις ρίζες της στο έλλειμμα φιλελεύθερης παιδείας και κουλτούρας που παρατηρείται, που βιώνουμε. Στην Ελλάδα υπάρχει έλλειμμα φιλελεύθερων αξιών, εντελώς απαραίτητων για κάθε ανοιχτή, δημοκρατική, κοινωνία. Υπάρχει, επίσης, έλλειμμα φιλελεύθερων συμπεριφορών, μια δυσκολία διεξαγωγής νηφάλιου και ορθολογικού δημόσιου διαλόγου και μια εύκολη ροπή στον αφορισμό του άλλου και στην υπεράσπιση ή την αποδοχή της βίας. Εξάλλου, η Ελλάδα αποτελεί τη μόνη, ίσως, χώρα της Δυτικής Ευρώπης στην οποία ο φιλελευθερισμός υπήρξε ένα είδος προς εξαφάνιση στις κοινότητες των διανοουμένων.
Ετσι εξηγείται γιατί η ελληνική κοινωνία γοητεύεται εύκολα από λαϊκιστικές κορόνες και αυταρχικές ιδεολογίες. Αν, λοιπόν, επιθυμούμε να αντιμετωπίσουμε την ανερχόμενη ζήτηση για αυταρχισμό, απαιτείται η οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής κουλτούρας στηριγμένης στην έννοια της ελευθερίας, των ατομικών δικαιωμάτων και του ορθολογισμού. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου