Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Από τη σκοπιά της «συλλογικής ορθολογικότητας»

Βασίλης Ζουναλής, 01/09/2010
Η κρίση της Αριστεράς καλά κρατεί. Κανένα από τα πολυάριθμα ανά τον κόσμο συλλογικά υποκείμενα, που ομνύουν στο όνομά της, δεν συγκινεί όπως άλλοτε τις καρδιές των πολλών (υπέρ των οποίων, υποτίθεται, πασχίζουν). Πρόκειται για μια γενική και πολυεπίπεδη κρίση (ιδεολογική, πολιτική, θεωρητική). Οι ακατάπαυστες πλην αλυσιτελείς απόπειρες υπέρβασης αυτής της κρίσης, τουλάχιστον από το ’68 ως σήμερα, πιστοποιούν το μέγεθος και προεξοφλούν τη μονιμότητά της. Ακόμη και η ελπίδα που γέννησε η «ανανέωση της Αριστεράς» έχει διπλώσει τα φτερά της, μέχρι νεοτέρας. Βαλτώσαμε;


Είναι μάλλον αδόκιμο και παραπλανητικό να μιλά κανείς απλώς για κρίση της Αριστεράς. Εκτός του ότι η ίδια η λέξη κρίση είναι υπέρμετρα ασαφής, παραπέμπει και στο στερεότυπο «κρίση ίσον ευκαιρία θεραπείας», προσπερνώντας, μεταξύ άλλων, και το μη υπερβάσιμο της κρίσης της Αριστεράς με τα μέσα που διαθέτει σήμερα το οπλοστάσιό της.

Αλλωστε, ποια μέσα διαθέτει πλέον το οπλοστάσιό της; Τι πολεμοφόδια έχουν απομείνει; Λιγότερα, πολύ λιγότερα, απ’ό,τι στην «εποχή της αθωότητας». Η ιστορική προοπτική της Αριστεράς, ο σοσιαλισμός, τέθηκε πρακτικά εκτός μάχης. Ο διεθνισμός, έχει περάσει στα χέρια της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Αν το μέλλον ανήκει στις δυνάμεις που προσπερνούν το εθνικό κράτος, τότε το υπάρχον σύστημα δεν απειλείται σήμερα, καθότι αυτές οι δυνάμεις κυριαρχούνται ή καθοδηγούνται από το κεφάλαιο. Αν η αριστερά δεν επανακτήσει εδώ την πρωτοβουλία, η ιστορική προοπτική της θα παραμένει στα αζήτητα, και η Αριστερά κάθε χώρας θα ανακυκλώνει την κρίση της περιθωριοποιημένη, αφοπλισμένη.

Αν κάποιοι αριστεροί πιστεύουν πως η επανάκτηση αυτής της πρωτοβουλίας περνά μέσα από το «κίνημα αντι-παγκοσμιοποίησης», μέσα από τη στείρα άρνηση του υπάρχοντος διανθισμένη με ετερόκλητα ευχολόγια (κατ’ ευφημισμόν «θετικές προτάσεις»), είναι μακριά νυχτωμένοι. Η αντι-παγκοσμιοποίηση τρέφει την παγκοσμιοποίηση, όπως ο αντι-καπιταλισμός τρέφει τον καπιταλισμό, είναι τα συμπληρώματά τους. Σε κάθε σύνολο ανθρώπων υπάρχουν και οι εκφύσεως αντιρρησίες, τα άτακτα παιδιά. Ενδεχομένως συμπαθή, αλλά μόνο στο βαθμό που είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.

Νυχτωμένοι είναι και όσοι πιστεύουν πως, αν και το βιομηχανικό προλεταριάτο συρρικνώθηκε μεταπολεμικά σε τέτοιο βαθμό που ακυρώθηκε ως υποκείμενο της αλλαγής, η τεράστια μεταπολεμική διεύρυνση των εργαζομένων (ας μην ξεχνάμε και την αθρόα είσοδο των γυναικών στην εργασία) αρκεί για την ανάκτηση ενός τελεσφόρου διεθνισμού. Αυτοί δεν μπορούν, ή δεν θέλουν, να δουν ότι αυτές οι διευρυμένες κοινωνικές δυνάμεις είναι εθνικά και διεθνικά βαθιά διαιρεμένες. Η διαίρεσή τους μετρά περισσότερο από το πλήθος τους.

Αντίστοιχα νυχτωμένοι είμαστε κι εμείς της (ανά τον κόσμο) «ανανεωτικής Αριστεράς», της εγχώριας «Δημοκρατικής Αριστεράς» μη εξαιρουμένης, όσοι πιστεύουμε πως αρκεί η προσθήκη του επιθέτου «δημοκρατικός» για να ξαναγίνει ελκυστικός ο σοσιαλισμός, για να καταστεί εκ νέου επίκαιρη η ιστορική προοπτική της Αριστεράς. Δυστυχώς, ο «δημοκρατικός δρόμος» για το σοσιαλισμό δεν μπορεί να εγγυηθεί, από μόνος του, αυτό ακριβώς που με περισσή αισιοδοξία επαγγέλεται.

Αξίζει εδώ να θυμηθούμε το ξέσπασμα του Αλτουσέρ το 1977 (στη συνάντηση του Μανιφέστου στη Βενετία):

«Οριακά δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς από το ερώτημα «ποιός μας εγγυάται ότι ο σοσιαλισμός από άλλους δρόμους δεν θα οδηγήσει στα ίδια αποτελέσματα;» (εννοείται στα αποτελέσματα του «υπαρκτού σοσιαλισμού»). Ανευ εγγυήσεων, άνευ ελκυστικού ιστορικού παραδείγματος, πως θα ανακτήσουμε μια ιστορική προοπτική; Μια ιστορική προοπτική αντίστοιχη εκείνης, που μας έδινε φτερά στην εποχή της αθωότητας;

Τώρα, μετά την «απομάγευση», πως θα ξεφορτωθούμε τους εφιάλτες και τον ιδεαλισμό του παρελθόντος;

Δεν υπάρχει βασιλική οδός για την απαραίτητη ανακωδικοποίηση της ιστορικής προοπτικής της Αριστεράς, για ένα νέο διεθνισμό, αναγκαία προϋπόθεση για την υπέρβαση της σύγχρονης αθλιότητας: τον συνδυασμό οικολογικής κρίσης και κοινωνικής πόλωσης που εκτρέφει ο παγκοσμιοποιημένος φιλελεύθερος καπιταλισμός.

Βέβαια, το μέλλον διαρκεί πολύ, όπως τόνισε εδώ και περίπου δυο δεκαετίες ο ύστερος Αλτουσέρ, παρηγορώντας μας με τον «υλισμό του αστάθμητου». Αυτό, όμως, δεν απαντά στο επείγον ερώτημα του παρόντος «τι κάνουμε ως Αριστερά;», ενός παρόντος που ήδη διαρκεί πολύ και μάλλον θα διαρκέσει πολύ περισσότερο, σε πείσμα (ακόμη) κι αυτής της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Λες και σταμάτησε ο χρόνος. Λες και έφθασε το Τέλος της Ιστορίας. Γιατί το τέλος της Ιστορίας δεν προϋποθέτει την άφιξη ενός τέλειου συστήματος, αλλά την απαλοιφή οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης απέναντι στο υπάρχον σύστημα. Οι οποιεσδήποτε αλλαγές ή / και συγκρούσεις, οι εθνικές εντάσεις, η τρομοκρατία και ο φονταμενταλισμός, «δεν εκθέτουν σε κίνδυνο τη βαθιά διαμόρφωση της εποχής» (βλέπε και «θεωρίες για το τέλος της ιστορίας», του Πέρυ Αντερσον, εκδ. Στάχυ, 1994). Εφθάσε, πράγματι, το Τέλος της Ιστορίας χωρίς να έχει επιτευχθεί ακόμη μία οικολογική ισορροπία, μία ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και ισότητας, μεταξύ ατομικού και συλλογικού ορθολογισμού, χωρίς εξασφαλισμένη πυρηνική ασφάλεια και λοιπά συναφή;

Δεν πιστεύω πως έφθασε το Τέλος της Ιστορίας. Οι αντιπαλότητες αφέντη/δούλου, ισότητας/ατομικής ελευθερίας, είναι ανειρήνευτες. Εξάλλου, εκτός από την κριτική που ασκεί η Αριστερά εναντίον της φιλελεύθερης καπιταλιστικής κοινωνίας, υπάρχει και η κριτική αυτής της κοινωνίας από τη Δεξιά, η οποία την κατηγορεί ότι ισοπεδώνει τη φυσική υπεροχή με το νομικό εξισωτισμό των ανθρώπων. Η Δεξιά την κατηγορεί, ακόμη, ότι είναι διαβρωμένη από μια μαρξιστική ιδεολογία, και χλευάζει τη δημοκρατική πλήξη κραδαίνοντας την άνιση αναγνώριση ως ανώτερη αξία. Πως μπορούμε, λοιπόν, να αποκλείσουμε ότι, ενδεχόμενη αδυναμία του παγκοσμιοποιημένου φιλελεύθερου καπιταλισμού να υπερβεί την τωρινή κρίση του, η ιστορική πρωτοβουλία δεν θα περάσει στη Δεξιά; Ας μη μας διαφεύγει πως η κρίση του

Φιλελευθερισμού στο μεσοπόλεμο παραχώρησε την ιστορική πρωτοβουλία (στην Ευρώπη) και στη Δεξιά και στην Τρίτη Διεθνή. Κυοφορείται μία σύγχρονη «Τρίτη Διεθνής» σήμερα; Ασφαλώς όχι.

Πριν συζητήσουμε για το «τι κάνουμε;» σήμερα, θεωρώ απαραίτητο να σχολιάσω, επιτροχάδην, το ζήτημα της σοσιαλιστικής μετάβασης και το ζήτημα της ελευθερίας.

Η ιστορία δεν έχει ένα a priori Νόημα που ενσαρκώνεται στη διαδοχή καθορισμένων τρόπων παραγωγής (φεουδαρχικός – καπιταλιστικός – σοσιαλιστικός – και, γιατί όχι, αταξική κομμουνιστική κοινωνία). Είναι σημαντικό να ξεδιαλύνουμε ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό (όπου επιχειρήθηκε τον περασμένο αιώνα και όπου θα συμβεί, αν ποτέ συμβεί) είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση απ’ ό,τι το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Η αστική κοινωνία, ο «αστός», η «αστική ανθρώπινη φύση», είχαν ήδη διαμορφωθεί, είχαν λάβει σάρκα και οστά μέσα στους κόλπους της φεουδαρχίας, πριν οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές επαναστάσεις ολοκληρώσουν το πέρασμα. Επρόκειτο για την ολοκλήρωση ενός οικοδομήματος, του οποίου τα θεμέλια και οι πρώτοι όροφοι προϋπήρχαν στην παλιά κοινωνία.

Στο τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» διακηρύχθηκε η διεύρυνση (και ει δυνατόν, για μία «αριστερή» μειοψηφία, η καθολικότητα) δικαιωμάτων που προϋπήρχαν, πλην για πολύ λίγους: διεύρυνση του δικαιώματος στην ατομική ιδιοκτησία και λοιπά συναφή. Το τρίτο σκέλος, η «αδελφότητα», ήταν το απαραίτητο ιδεολογικό στοιχείο αλληλεγγύης και για την επανάσταση και για την κατοπινή republique.

Δεν συνέβη, ούτε προβλέπω ότι θα συμβεί, κάτι παρόμοιο και στην περίπτωση της σοσιαλιστικής μετάβασης. Κυριολεκτώντας, δεν επρόκειτο (ούτε θα πρόκειται) για μετάβαση ή πέρασμα, αλλά για την εκ θεμελίων οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, χωρίς κάποια προηγούμενη ανάπτυξή της στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας. Αν το πέρασμα στον καπιταλισμό και στην αστική δημοκρατία ήταν μία φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, οι προσπάθειες οικοδόμησης του σοσιαλισμού κατά το παρελθόν ήταν τεχνητές κοινωνικές κατασκευές στην άμμο της «ανθρώπινης φύσης».

Η επαναστατική βία μπορεί να καταστεί μαμμή της ιστορίας, αρκεί να υπάρχει διαμορφωμένο έμβρυο. Εδώ εντοπίζεται η μεγάλη διαφορά μεταξύ Γαλλικής και Οκτωβριανής Επανάστασης. Οσον αφορά στην εποχή μας, αδυνατώ να συλλάβω πως θα μπορούσε να αναπτυχθεί το «σοσιαλιστικό έμβρυο», ώστε να εκμαιευτεί με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Η κριτική και η πάλη εναντίον του καπιταλισμού διαμορφώνουν μόνο κάποιες «σοσιαλιστικές συνειδήσεις», αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό σήμερα απ’ ό,τι χθές ελέω και του αρνητισμού της Αριστεράς, χωρίς μάλιστα να συγκινούν ιδιαίτερα το σύγχρονο προλεταριάτο.

Αυτό το ανεπαρκέστατο «πρόπλασμα» θέτει εκτός ημερήσιας διάταξης το σοσιαλισμό, το σοσιαλισμό μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, το σοσιαλισμό που καταργεί την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, κοντολογίς τον ιστορικό σοσιαλισμό.

Οσον αφορά στο σοσιαλισμό της σοσιαλδημοκρατίας αυτός ήδη απορροφήθηκε μεταλλαγμένος από τον φιλελεύθερο καπιταλισμό.

Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας, είμαι ελεύθερος στο βαθμό που δεν εμποδίζομαι σκόπιμα από άλλους ανθρώπους. Αναγνωρίζεται, βέβαια, ότι υπάρχουν κάποια όρια σ’αυτή την ελευθερία. Λόγου χάριν, στην περίπτωση μιας εγκληματικής ενέργειάς μου, η αρμόδια δημόσια αρχή μπορεί να επέμβει, όπως προβλέπεται από τους θεσμούς, για να περιοριστεί η ελευθερία μου ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη ελευθερία για όλους. Αυτό είναι συμβατό με τη θέση ότι η ελευθερία είναι στο μέγιστό της, όταν κάθε άτομο είναι ικανό να δρα χωρίς σκόπιμη παρεμπόδιση από άλλους. Επίσης, αυτή η φιλελεύθερη σύλληψη της ελευθερίας ταιριάζει με τον άνευ περιορισμών καπιταλισμό, τον καπιταλισμό ως το αποτέλεσμα των ελεύθερων επιλογών των ατόμων.

Ο καπιταλισμός, φυσικά δεν λειτουργεί μ’αυτόν τον τρόπο. Αλλά αυτή η περιγραφή δείχνει, χονδρικά, πως η φιλελεύθερη σκοπιά της ελευθερίας μπορεί να προσφέρει μιά άμυνα του καπιταλισμού στις εναντίον του αιτιάσεις.

Ο Μαρξ διείδε ότι αυτή η άμυνα του καπιταλισμού δεν είναι ανερμάτιστη, βάσει των δικών του όρων. Αλλά διείδε, ταυτόχρονα, πως από μιά ευρύτερη ιστορική προοπτική, η φιλελεύθερη σκοπιά της ελευθερίας αδυνατεί να αντιπαρατεθεί σε μιά θεμελιώδη ένσταση: οι ελεύθερες επιλογές του κάθε ατόμου ανάλογα με τα συμφέροντά του συνήθως οδηγούν σε αποτελέσματα που δεν είναι προς το συμφέρον κανενός μακροπρόθεσμα. Οπως σημειώνει, μεταξύ άλλων, και ο Βάτσλαβ Μπιελοχράντσκι: «Από την άποψη των ατομικών απολαβών είναι ορθολογικό να μετακινούμαστε με ΙΧ αυτοκίνητο. Εάν, όμως, όλοι κάνουν το ίδιο θα βρεθούμε εγκλωβισμένοι σε δυσκίνητες ουρές αρκετών χιλιομέτρων». Ετσι, η ορθολογική συμπεριφορά των ατόμων από τη σκοπιά μεγιστοποίησης των οφελημάτων τους οδηγεί «στην οικοδόμηση μιας τρελής κοινωνίας, η οποία καταδικάζεται να συνυπάρχει με φαινόμενα όπως αυτό του θερμοκηπίου, των πόλεων της ρύπανσης (...)» και όχι μόνον (Αυγή, 2006).

Ο Μάρξ, λοιπόν, διείδε πως ο καπιταλισμός εμπεριέχει αυτό το είδος συλλογικής ανορθολογικότητας. Αν, σύμφωνα με τον φιλελευθερισμό, είμαστε ελεύθεροι όταν δεν εμποδιζόμαστε σκόπιμα από άλλους ανθρώπους, κατά τον Μαρξ δεν είμαστε ελεύθεροι όταν δεν ελέγχουμε την κοινωνία μας.

Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων καθορίζουν όχι μόνο τις αμοιβές και τις προοπτικές εργασίας, αλλά επίσης καθορίζουν την πολιτική μας και τις ιδέες μας. Αυτές οι οικονομικές σχέσεις μας αναγκάζουν να ανταγωνιζόμαστε μεταξύ μας αντί να συνεργαζόμαστε για το καλό όλων.

Συνεπώς, σύμφωνα με τον κλασικό μαρξισμό, είναι ουσιαστικής σημασίας η ριζική αλλαγή των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού και ο σχεδιασμός της οικονομίας: σε μία μη σχεδιασμένη οικονομία οι άνθρωποι παραχωρούν, άθελά τους, στην αγορά το έλεγχο της ζωής τους – ο σχεδιασμός της οικονομίας είναι μια επανεπιβεβαίωση της ανθρώπινης κυριαρχίας και ένα καθοριστικό βήμα προς την ανθρώπινη ελευθερία. Ποιός αριστερός θα διαφωνούσε;

Στην εποχή της αθωότητας, σχεδόν κανείς από τους προγόνους μας δεν διαφωνούσε. Σήμερα, όμως, μετά την «απομάγευση», οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η καταναγκαστική «συνεργασία» στο όνομα της ελευθερίας για όλους, οδήγησε στην ανελευθερία του καθενός και τελικά στην κατάρρευση.

Η ανθρώπινη φύση δεν είναι, πράγματι, σταθερή και αναλλοίωτη. Οι οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις την επηρεάζουν. Αυτό, όμως, δεν συνεπάγεται ότι η κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής θα φέρει μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα ενεργοποιούνται από μια επιθυμία για το καλό όλων παρά για το δικό τους ατομικό καλό. Λόγου χάριν, ο εγωϊσμός δεν απαλοίφεται με την οικονομική αναδόμηση ή με την υλική αφθονία. Εξάλλου, γνωρίζουμε εμπειρικά ότι, μόλις ικανοποιηθούν οι βασικές ανάγκες, νέες ανάγκες απαιτούν ικανοποίηση. Αυτές οι νέες ανάγκες δεν είναι αποκλειστικό δημιούργημα της διαφήμισης: αυτό το φαινόμενο υπήρχε (και υπάρχει) στις μη-καπιταλιστικές κοινωνίες, συχνά σε πείσμα της αποδοκιμασίας από την επίσημη ιδεολογία. Ποτέ δεν θα καταστεί δυνατό να ικανοποιηθούν οι υλικές επιθυμίες των ανθρώπων. Αναμφίβολα, ο καπιταλισμός ενισχύει αυτές τις επιθυμίες, αλλά δυστυχώς για την Αριστερά, αυτό το γεγονός λειτουργεί υπέρ του!

Φθάσαμε, λοιπόν, κι από την τελευταία διαδρομή σε παρόμοιο, πλην οδυνηρότερο, συμπέρασμα: αν η αλλαγή της οικονομικής βάσης της κοινωνίας, αν η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, δεν θα φέρει τα άτομα να αναγνωρίσουν ότι τα συμφέροντά τους συμπίπτουν με τα συμφέροντα του Δήμου (εννοείται χωρίς τον έτσι και αλλιώς ατελέσφορο καταναγκασμό), τότε πρέπει να εγκαταληφθεί, ακόμη και ως «άστρο λαμπρό που μας οδηγεί», και ο μαρξιανός κομμουνισμός και ο κεντρικά σχεδιασμένος σοσιαλισμός. Αυτά τα «άστρα» δεν οδηγούν στην Ιθάκη.

Κοντολογίς, ο σοσιαλισμός μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας δεν είναι απλώς, εκ των πραγμάτων, εκτός ημερήσιας διάταξης, αλλά οφείλουμε να τον διαγράψουμε κι εμείς οι ίδιοι οι αριστεροί.

Τι απομένει, λοιπόν, στο οπλοστάσιο του αμαλγάματος κομμάτων και οργανώσεων της σημερινής Αριστεράς;

Ελάχιστα όπλα και πολεμοφόδια, επαρκή μόνο για μια μίζερη αναπαραγωγή της, βασισμένη σε μάχες οπισθοφυλακών.

Ας περιοριστούμε στα δικά μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βλάπτεται σημαντικά η γενικότητα της θεώρησής μας. Τι απομένει, λοιπόν στην εγχώρια Αριστερά; Ενας παρωχημένος κρατισμός, αντιδημοκρατικοί αριστεριστικοί λεονταρισμοί, αντικοινωνική αγωνιστική γυμναστική, αντιευρωπαϊκός επαρχιωτισμός, επιχρίσματα οικολογισμού, αντί θετικών πολιτικών πρωτοβουλιών αλυσιτελής αρνητισμός, άκριτη στήριξη αντιφατικών συνδικαλιστικών διεκδικήσεων, και μεταξύ άλλων περισσή « αχλύς των παθών» (απόρροια των κοκορομαχιών «μικρών το δέμας» ηγεσιών που διαγκωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία αυτού του χώρου).

Ευτυχώς, όμως, δεν είναι όλα μαύρα και άραχνα. Αλλώστε, η απαισιοδοξία απαγορεύεται στην πολιτική, και μάλιστα στην αριστερή πολιτική. Δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Ιδού, λοιπόν, η απάντηση στην απορία «τι κάνουμε;»: πολιτικοποιούμε την πολιτική μας. Αντιμετωπίζουμε τα περίπλοκα και δισεπίλυτα προβλήματα της εποχής μας (εθνικά, ευρωπαϊκά, παγκόσμια) με θετικό και αναλυτικό προγραμματικό λόγο και πράξη, συμμετέχοντας ενεργά και γόνιμα στα θεσπισμένα σώματα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ανασηκώνοντας τα μανίκια κι αναλαμβάνοντας ακόμη και εκτελεστικές αρμοδιότητες, ευκαιρίας δοθείσης (πασχίζοντας, μάλιστα, να «δημιουργήσουμε» αυτές τις ευκαιρίες). Εγκαταλείπουμε τα οποία ιδεολογικά βαρίδια του παρελθόντος, τα στερεότυπα άλλων εποχών, και κυρίως τον στείρο αρνητισμό. Αυτός ο κόσμος μας έλαχε, αυτού του κόσμου πασχίζουμε ό,τι καλό να γίνει καλύτερο και ό,τι κακό να περιοριστεί ή/ και να εξοριστεί, από τη σκοπιά της συλλογικής ορθολογικότητας. Γιατί η κύρια αντίφαση της εποχής μας είναι «ατομική ορθολογικότητα, συλλογική ανορθολογικότητα». Ζήτημα, στο οποίο θα επανέλθουμε.

Σε παρόμοια, πλην όχι απόλυτα διευκρινισμένη, με την παραπάνω ρότα προσπάθησε η «ανανεωτική Αριστερά» (εντός και εκτός Συνασπισμού και ΣΥΡΙΖΑ) να φέρει τον Συνασπισμό. Απέτυχε, κι αποφάσισε να ιδρύσει το δικό της κόμμα, τη Δημοκρατική Αριστερά (Δ.Α.). Βέβαια, εξαναγκάστηκε σ’αυτό το τολμηρό, έτσι κι αλλιώς, άλμα, καθότι δεν ήταν δυνατό να δεχθεί τη ρευστοποίηση του Συνασπισμού στο ετερόκλητο αμάλγαμα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο εξαναγκασμός, όμως, ήταν απόρροια της προηγηθείσας αποτυχίας.

Παράδειγμα κι αυτό για το μη υπερβάσιμο της κρίσης ενός κόμματος της Αριστεράς, όπως ο Συνασπισμός, που αυτοδηλώνεται (μάλιστα) και ως «ανανεωτικός», με τα μέσα που διαθέτει το οπλοστάσιό του. ΄Αλλωστε, το βάρος της κληρονομιάς και οι προσωπικές διαδρομές μας ως αριστερών, εμποδίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ριζική αναθεώρηση των πεποιθήσεών μας, εμποδίζουν μια μεταϊδεολογική ορθολογική προσγείωση στα ρεάλια της πραγματικής ιστορικής κίνησης. Αυτή η αποτυχία ήταν σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμη, τουλάχιστον από το 2004, ζήτημα στο οποίο δεν θα επεκταθώ για λόγους οικονομίας του κειμένου.

Θα πω μόνον τούτο: όντας ο Συνασπισμός, όπως και η λοιπή Αριστερά, εκτός θέματος, παρέμενε ως χθές και η «ανανέωση» εκτός θέματος, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό. Οπως θα παραμείνει και η Δημοκρατική Αριστερά, το νέο κόμμα μας, εκτός θέματος, αν δεν κατανοήσει ρητά ότι η κρίση της Αριστεράς, εδώ και αλλαχού, δεν οφείλεται απλώς στην παραμόρφωση ή στην αδυναμία ανεύρεσης μιας εκτός χωροχρόνου «γνήσιας και αναλλοίωτης» Ιδέας της Αριστεράς. Η όποια διαμάχη διεκδίκησης της αριστερής «καθαρότητας» είναι άγονη. Δεν είναι παρά μια μορφή της πολύμορφης κρίσης της Αριστεράς, μια μάταιη διολίσθηση στον πλατωνισμό του άφθαρτου Κόσμου των Ιδεών. Ελπίζω να μη διεκδικήσει η Δ.Α., σ’αυτό το πεδίο, πιστοποιητικά αριστεροσύνης.

Θα το ξανατονίσω κι ας γίνομαι κουραστικός: η κρίση της Αριστεράς, εδώ και όπου αλλού, δεν είναι πλέον μια κρίση απλώς στο εσωτερικό της, όπως ίσως άλλες κρίσεις στο απώτερο παρελθόν, αλλά είναι μια συνολική κρίση αυτής της ίδιας, ελέω της αποξένωσής της από την πραγματική ιστορική κίνηση, από τον κόσμο με τον οποίο όφειλε να μετρηθεί. Σε πείσμα της θεωρητικής και ιστορικής εμπειρίας δύο αιώνων, σε πείσμα της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την ήττα της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, έχει συμβεί κάτι πολύ χειρότερο από κρίση: η Αριστερά δεν βρίσκεται σε κρίση, είναι πλέον εκτός θέματος, εκτός κοινωνίας. Μόνη μας ελπίδα, στο προβλεπτό μέλλον, η Δημοκρατική Αριστερά εδώ, και ει δυνατόν σε πολλές άλλες χώρες (κυρίως στην Ευρώπη).

Αναφέρθηκα προηγουμένως στην ανάγκη ανακωδικοποίησης της ιστορικής προοπτικής της Αριστεράς. Χωρίς ιστορική προοπτική η Αριστερά δεν έχει ούτε παρόν, ούτε μέλλον. Καμία ανακωδικοποίηση , όμως, της ιστορικής προοπτικής μας δεν έχει τύχη, αν δεν εστιάζει διαρκώς στο ζήτημα των ορίων, στις πεπερασμένες δυνατότητες, από τη σκοπιά της συλλογικής ορθολογικότητας. Αντίπαλος αυτής της ανακωδικοποιημένης ιστορικής προοπτικής της Αριστεράς είναι ο ατομισμός του παγκοσμιοποιημένου φιλελεύθερου καπιταλισμού και ο κάθε είδους λαϊκισμός (δεξιός ή αριστερός).

Βέβαια, παρά το ότι διαγράψαμε τον κεντρικά σχεδιασμένο σοσιαλισμό, μια νέα απορία παραμένει: πως θα μπορούσε να είναι επίκαιρο ένα άλμα προς τη συλλογική ορθολογικότητα, από τη στιγμή που το νικηφόρο ζεύγος καπιταλισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι ήδη το βασίλειο των προοπτικών, παντός είδους, για την ευόδωση κάθε ατομικής ορθολογικότητας;

Ας το ξεκαθαρίσουμε: κανένα τέτοιο άλμα δεν είναι εφικτό. Εφικτό είναι αυτό που ήδη γίνεται, δειλά – δειλά, στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου φιλελεύθερου καπιταλισμού: θεσμοθέτηση κανόνων και κανονισμών από τη σκοπιά των συλλογικών συμφερόντων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι επιλεκτικές ρυθμίσεις για το παγκόσμιο περιβάλλον, αντίστοιχες ρυθμίσεις για τον περιορισμό της ελευθερίας κινήσεων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ασφαλώς, πρόκειται για περιορισμένες και ανεπαρκέστατες ρυθμίσεις, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν δραστικά τις οικολογικές και κοινωνικές αθλιότητες. Αυτά, όμως, τα δειλά βήματα, παρέχουν το έδαφος στήριξης της νέας ιστορικής προοπτικής της Αριστεράς. Καλούμαστε, λοιπόν, να συμβάλλουμε θετικά σε πιο τολμηρές θεσμοθετήσεις υπέρ των συλλογικών συμφερόντων, στο διεθνές και στο εθνικό επίπεδο. Ωστε να γύρει η πλάστιγγα προς την πλευρά της συλλογικής ορθολογικότητας. Κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο. Ο ιστορικός σοσιαλισμός, ακόμη και ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός», δεν είναι ο αυτοσκοπός της Αριστεράς. Σκοπός μας είναι καλύτερες μέρες για την ανθρωπότητα, για όσο γίνεται περισσότερους πολίτες του κόσμου και της χώρας μας. Οφείλουμε, πάντως, να διευκρινίσουμε τι εννοούμε ως «καλύτερες μέρες» και με ποιές συλλογικές παρεμβάσεις θα τείνουμε προς αυτές. Ο δρόμος είναι μακρύς, αλλά εφικτός ακόμη και στα πλαίσια της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Αυτή η συζήτηση πρέπει να ανοίξει στο χώρο της «Δημοκρατικής Αριστεράς», ώστε να γίνουμε σοφότεροι. Δεν θα την προχωρήσω άλλο εδώ, όχι μόνο για λόγους οικονομίας του κειμένου, αλλά γιατί νοιώθω ανέτοιμος να προσφέρω σήμερα κάτι περισσότερο.

Κλείνοντας, θεωρώ σκόπιμο να πω δύο λόγια για την ελληνική χρεωκοπία και το Μνημόνιο. Δεν έχω να προσθέσω εδώ κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από εκείνα που περιλαμβάνει ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο στη Κυριακάτικη Αυγή (Βασίλης Πεσματζόγλου, 25/07/2010). Συμφωνώ πως το Μνημόνιο, «λύση επώδυνη αλλά το μη χείρον», είναι μια ευκαιρία «εκσυγχρονισμού» της χώρας. Τα εισαγωγικά στον όρο «εκσυγχρονισμός», δεν αποσκοπούν στο να διαφοροποιήσουν απλώς αυτόν τον εκσυγχρονισμό από τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη, αλλά να τονίσουν μια σημαντική εκκρεμότητά του: η έκβαση των προσπαθειών υλοποίησης αυτού του «έξωθεν επιβεβλημένου εκσυγχρονισμού» είναι επίδικη. Θα έχουμε προσφέρει τη χείριστη υπηρεσία στον εαυτό μας και στον τύπο μας, αν ως «Δημοκρατική Αριστερά» δεν συμβάλλουμε θετικά, ώστε αυτός ο «εκσυγχρονισμός» να γύρει προς την πλευρά των συλλογικών συμφερόντων. Ιδού μια χειροπιαστή ευκαιρία να διευκρινήσουμε, και ως κόμμα, ποια είναι τα άμεσα συλλογικά συμφέροντα, τι εννοούμε ως άμεσο δημόσιο συμφέρον, και σε τι συνίσταται η σκοπιά της συλλογικής ορθολογικότητας για τη χώρα σήμερα.

Βασίλης Ζουναλής

Related Posts with Thumbnails
Related Posts with Thumbnails

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες