Της Άννας Δαμιανίδη, Athens Voice, 15.2.12
Aν ήταν εδώ ο Γαβριάς, θα πήγαινε με τους κουκουλοφόρους, δήλωσε ο Αλαβάνος, όχι με τα μπλοκ των κομματικών νεολαιών. Ο μέγας διαστρεβλωτής δεν αρκείται να ξεφτιλίζει τις ιδεολογίες, ανέλαβε να τσακίσει και τους λογοτεχνικούς μύθους. Βέβαια, είναι πιο ανυπεράσπιστοι. Τι ξέρουμε για τον Γαβριά; Μόνο μια εικόνα μπορεί να έχει μείνει στο μυαλό μας. Ο Γαβριάς των Αθλίων του Ουγκώ ήταν παιδί των άθλιων Θεναρδιέρων. Ο πατέρας του ανήκε στον υπόκοσμο, η μάνα του ήταν μέγαιρα, οι αδερφές του πόρνες, ο ίδιος αλητάκι. Δεδομένα άθλια λοιπόν, αλλά το παιδί ήταν ένα κεφάτο σπουργίτι, τριγυρνούσε και τραγουδούσε, ζούσε όπου έβρισκε, όπως μπορούσε. Κάποια στιγμή περιμάζεψε δυο παιδάκια χαμένα στην πόλη κι έγινε προστάτης τους. Ήταν τα μικρά αδέρφια του, αλλά δεν το ήξερε. Μιλάμε για μυθιστόρημα. Στο οδόφραγμα του 1832 όπου πήγε μαζί με τους επαναστάτες φίλους του, σκοτώθηκε τραγουδώντας. Ήταν δηλαδή ένα παιδί- υπόδειγμα για τον Ουγκώ της τάξης των εξαθλιωμένων που αποκτά συνείδηση και διεκδικεί πολιτικά καλύτερη θέση και δικαιώματα. Αυτό το παιδί θα πήγαινε λέει να κάψει την Αθήνα.
Ε όχι, δεν θα πήγαινε. Γιατί έτσι θα ξαναγυρνούσε στον υπόκοσμο από όπου προερχόταν, κι αυτό δεν ενδιέφερε ούτε το Γαβριά, ούτε τον Ουγκώ. Ο Γαβριάς πάλευε να γίνει καλύτερος ο ίδιος, ήταν «τρεις μήνες μαθητευόμενος σ’ έναν τυπογράφο», εκτιμούσε τα καλά πράγματα που συναντούσε στη ζωή του και στην πόλη του. Στο βιβλίο υπάρχουν άλλα πρόσωπα που δεν ενδιαφέρονται να ξεφύγουν απο τη μοίρα τους, πρόσωπα που έχουν ξεχαστεί. Ο Γαβριάς δεν ήταν τέτοιος ήρωας, γι αυτό τον θυμόμαστε.
Με ανθρώπους σαν αυτούς που περιγράφει ο Αλαβάνος ο Ουγκώ δεν θα είχε γράψει μυθιστόρημα ή θα ήταν κάποιο της σειράς. Οι ήρωες του αγαπήθηκαν επειδή είχαν προσωπικότητα και δεν αφέθηκαν στη μοίρα του στερεότυπου της τάξης τους. Ο κατεργίτης Γιάννης Αγιάννης ο αδικημένος συνάντησε έναν επίσκοπο, ναι επίσκοπο, ο οποίος τον άλλαξε. Τον έκανε να μετανιώσει και να παλέψει σε όλη του τη ζωή να εξαγοράσει τις μικρές κλοπές του. Έγινε ευεργέτης, αλλά η κοινωνία στο πρόσωπο του Ιαβέρη συνέχισε να τον κυνηγά, μέχρι που ο Ιαβέρης συνειδητοποίησε ποιον κυνηγούσε και αυτοκτόνησε.
Οι ήρωες του Ουγκώ δεν είναι τα ταξικά στερεότυπα που προσπαθεί να δείξει ο Αλαβάνος. Είναι πρόσωπα που παλεύουν με τη μοίρα τους, προσπαθούν να την αλλάξουν. Ο Ουγκώ καταγγέλει τις αδικίες, αλλά μέσα απο πρόσωπα που περνάνε κρίσεις συνείδησης και μεταμορφώνονται. Σ' αυτό πίστευε ο Ουγκώ, στη δυνατότητα των ανθρώπων να αλλάζουν, και ζητούσε ίσες ευκαιρίες. Δεν ζητά επιείκεια για τον μικροεγκληματία Γιάννη Αγιάννη αλλά επανένταξη, αποδοχή, ανθρωπιστικούς νόμους και καλύτερο σωφρονιστικό σύστημα.
Ξέρετε τι θα του έλεγε ο Γαβριάς του Αλαβάνου;
Η Αθήνα χάλια μέρος
Σ' αυτό φταίει ο Βολταίρος
Δεν θα βρεις τον Ιλισό
Γράψε λάθος του Ρουσώ
Ο Αλαβάνος είναι γέρος
Σ' αυτό φταίει ο Βολταίρος
Παριστάνει τον μικρό
Γράψε λάθος του Ρουσώ..
*****
Σημείωση: Ο Ουγκώ αναφέρεται στην επανάσταση του 1832 κατά του Λουδοβίκου-Φίλιππου των Βουρβώνων Το τραγουδάκι του Γαβριά στο οδόφραγμα λίγο πριν σκοτωθεί, σε μετάφραση Μανώλη Σκουλούδη (Εκδόσεις Περγαμηνή, 1953):
Αν δεν έγινα νοταίρος
σ’ αυτό φταίει ο Βολταίρος
ειμ’ ένα στρουθί μικρό
γράψε λάθος του Ρουσώ
Τραγουδώ χειμώνα-θέρος
Σ’ αυτό φταίει ο Βολταίρος
φτώχεια έχω για προικιό
γράψε λάθος του Ρουσσώ
Και συνεχίζει: «Ήταν το χαμίνι-πνεύμα. Θάλεγε κανείς πως ήταν ο άτρωτος νάνος της σύρραξης. Οι σφαίρες τρέχαν ολούθε πίσω του αλλά αυτός ήταν πιο σβέλτος από κείνες. Έπαιζε, λες, κάποιο τρομερό κρυφτούλι στο Χάρο […] Ξάφνου, ένα βόλι, καλλίτερα και πιο ύπουλα ζυγιασμένο από τα άλλα, πέτυχε και βρήκε εκείνη την πυγολαμπίδα παιδί. Είδαν τότε τον Γαβριά να τρεκλίζει και να σωριάζεται χάμω. Όλο το οδόφραγμα έβγαλε μια φωνή. Όμως, μέσα σ’ αυτόν τον πυγμαίο, κρυβόταν ένας Ανταίος. Το ν’ αγγίζει το λιθόστρωτο ένα χαμίνι είναι το ίδιο σα ν’ ακουμπάει στη γη ένας γίγαντας. Ο Γαβριάς δεν είχε πέσει παρά μονάχα για να αναστυλωθή. Έμεινε καθιστός. Ένα μακρύ αυλάκι αίμα χαράκωνε το πρόσωπό του. Σήκωσε τα δυο του χέρια ψηλά στον αέρα κοίταξε κατά τη μεριά απ’ όπου τούχαν στείλει το βόλι κι άρχισε να τραγουδάει:
Χάμου αν στρώθηκα τα υστέρου
γράψε λάθος του Βολταίρου
λάσπη τώρα κι αν μασώ
γράψε λάθος του Ρου…
Δεν τελείωσε. Μια σφαίρα, από τον ίδιο εθνοφρουρό, τον έκοψε στη μέση. Αυτή τη φορά έπεσε με τα μούτρα πάνω στο λιθόστρωτο και δεν ξανασάλεψε. Η μικρούλα εκείνη μεγάλη ψυχή είχε πετάξει».[1]
[1] Je ne suis pas notaire,/ C'est la faute à Voltaire,/ Je suis petit oiseau,/ C'est la faute à Rousseau.
Joie est mon caractère,/ C'est la faute à Voltaire,/ Misère est mon trousseau,/ C'est la faute à Rousseau. Je suis tombé par terre/ c' est la faute à Voltaire/ le nez dans le ruisseau/ c' est la faute à…
(Οι Άθλιοι, Εκδόσεις Περγαμηνή, 1953, Μετάφραση Μανώλη Σκουλούδη). Νοταίρος είναι ο συμβολαιογράφος, στρουθί είναι το πουλί· «τα υστέρου» στο οποίο κατέφυγε ο μεταφραστής για να κάνει ρίμα με το «Βολταιρου» πρέπει μάλλον να το εννοήσουμε ως «στο τέλος, τελικά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου