Του Γιώργου Προκοπάκη, www.protagon.gr, 19.2.12
Πριν ένα χρόνο περίπου είχα γράψει ένα μικρό, μια σελίδα, κείμενο το οποίο κυκλοφόρησε αρκετά στο διαδίκτυο. Αφορούσε τις δημόσιες δαπάνες, με στοιχεία από την εκτέλεση των προϋπολογισμών τα χρόνια 2002-2009 – τα χρόνια του ευρώ. Τα data είχαν μαζευτεί σε ένα γράφημα. Αυτό που έβγαζε μάτι, ήταν η ταχεία αύξηση των επιδοτήσεων Ταμείων και κυρίως το άλμα σχεδόν 30% μόνο το 2009. Οι πιο σοβαροί ή σοβαροφανείς από τους διακινητές δεν κράτησαν τον αρχικό, δικό μου τίτλο στο σημείωμα. Προτίμησαν κάτι προς «Πικρές αλήθειες για τις δαπάνες» αντί του δικού μου «Η πενηντάρα με το ανήλικο παιδί». Για όσους έχουν απλώς παρακολουθήσει από τους γιγαντότιτλους των εφημερίδων, ραδιοφωνικές εκπομπές ή τηλεοπτικά πάνελ τις διαμάχες κάθε φορά που έμπαινε θέμα ασφαλιστικού, η περίφημη πενηντάρα με το ανήλικο ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή.
Το όπλο αναφισβήτητης των πάσης φύσεως συνδικαλιστικών ηγεσιών, της εργατικής τάξης δηλαδή, ήταν η μονίμως επαπειλούμενη παράταση του ορίου συνταξιοδότησης των συμπολιτισσών μας που κατοχύρωναν δικαίωμα σύνταξης στα 50 εάν είχαν ανήλικο παιδί.Την εποχή της επιχειρηθείσας μεταρρύθμισης Γιαννίτση, μου καρφώθηκε και είπα να το ψάξω. Προφανώς, ως μη σχετικός με τον χώρο, ποτέ δεν κατάφερα να μαζέψω αξιόπιστα στοιχεία. Όμως, το πάλεψα με το μυαλό μου, ρώτησα στον περίγυρο, τό 'ψαξα. Η πρώτη προσέγγιση ήταν η πρακτική: ας τις βρούμε – πόσες μπορεί να είναι; – ας τις χρυσώσουμε και ας ασχοληθούμε με τα σοβαρά. Συνειδητοποίησα ότι μερικά χρόνια αργότερα θα είχα μια τέτοια περίπτωση και μέσα στο δικό μου σπίτι. Έτσι εξηγείται λοιπόν η βασανιστικά επαναλαμβανόμενη εμφάνιση της κυρίας στην πρώτη γραμμή της μάχης. Δεν είναι και τόσο σπάνιο! Στα παιδικά πάρτυ με την κόρη μου το επιβεβαίωσα. Οι κυρίες, προφανώς δεν θα είναι πάρα πολλές, αλλά είναι κάμποσες. Προχωρώντας την διανοητική άσκηση, έντρομος κατάλαβα ότι, προϊόντος του χρόνου, μια ρύθμιση για απίθανα σπάνιες περιπτώσεις τις εποχές που οι νέοι χόρευαν τον Ησαΐα στα 20-25 και το προσδόκιμο ήταν 67 χρόνια, γινόταν απειλή για την κοινωνία, με τους γάμους στα 35 και προσδόκιμο στα 81 χρόνια. Η δε πρόοδος της επιστήμης το αποτελείωσε: τεχνητή γονιμοποίηση μέχρι τα 49! Σωστά λοιπόν, η επικοινωνιακή στρατηγική της εργατικής τάξης και των συνδικάτων της ανεδείκνυε το θέμα ως πρώτο. Πολλοί, αν όχι όλοι, ξέραμε από μια ή δυο περιπτώσεις - υπήρχε στην εικόνα η αδύναμη γυναίκα και το πιο αδύναμο ανήλικο παιδί.
Αυτό που δεν ετίθετο από κανέναν ήταν τα πραγματικά ζητήματα στις συνθήκες όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί. Όπως:
Γιατί μια νέα γυναίκα να πάει σπίτι της;
Ποιές είναι οι πραγματικές ανάγκες του ανήλικου παιδιού;
Η εντελώς αντι-επιστημονική μου έρευνα έδειξε ότι η σύνταξη οδηγούσε αυτές τις νέες γυναίκες σε κοινωνικές συναναστροφές με άλλες της ίδιας κατηγορίας ή στην (φορολογικά και ασφαλιστικά παράνομη) ενασχόληση με άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Απλούστατα γιατί η μόνη πραγματική ανάγκη του περίφημου ανήλικου παιδιού ήταν η υλική και ηθική υποστήριξη τη χρονιά με τα φροντιστήρια στην Γ Λυκείου!
Τι άλλο δεν ετίθετο ποτέ κατά τις συγκρούσεις για το ασφαλιστικό; Το ένα είναι η αναγνώριση του αυτονόητου: για κάθε παροχή που είναι δυσανάλογα μεγάλη για την ανάγκη που υποτίθεται ότι καλύπτει, μεταφέρονται πόροι οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν άλλες, πιεστικές ανάγκες. Το άλλο είναι η ανάγκη να είναι ο διαχειριστής του συστήματος πρόνοιας πάντοτε «πάνω στο σύστημα», να παρακολουθεί τις διαφοροποιήσεις, από δημογραφικές μέχρι τρόπου ζωής, να έχει πάντα ως κριτήριο την αποτελεσματικότητα και βεβαίως να δρα προληπτικά.
Για να γυρίσουμε από κει που ξεκινήσαμε, το σημείωμά μου κατέληγε, μιας και η ανάλυση ξεκινούσε αμέσως μετά την αποτυχημένη προσπάθεια μεταρρύθμισης του 2001, στην πικρή διαπίστωση ότι ένας από τους παράγοντες που μας οδήγησαν στην κρίση ήταν και η πενηντάρα με το ανήλικο παιδί.
Η ιστορία της πενηντάρας είναι η συμβολή μου, υπό μορφήν βοηθήματος, στην ανάγνωση του εξαιρετικού βιβλίου του Μάνου Ματσαγγάνη Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς. Ο συγγραφέας κάνει μια αξονική τομογραφία του συστήματος πρόνοιας και την παρουσιάζει με τρόπο που να ικανοποιεί τις πιο αυστηρές ακαδημαϊκές απαιτήσεις, με πλήρη τεκμηρίωση και κυρίως με πλήρη ανάπτυξη επιχειρημάτων, θέτοντας σε κάθε βήμα το απολύτως καίριο ερώτημα, για να το αντιμετωπίσει στο επόμενο. Κι αυτά με ένα τρόπο ελκυστικό για τον αναγνώστη. Το βιβλίο δεν απευθύνεται στους ειδικούς του συναφιού του μόνον – ας πούμε, των οικονομολόγων της κοινωνικής πρόνοιας. Ο συγγραφέας είχε στο μυαλό του τον αναγνώστη-πολίτη που είναι διατεθειμένος να επενδύσει τον χρόνο του και να δει πίσω από τις γραμμές της ανάλυσης και τα διαγράμματα τις παθογένειες και την αναποτελεσματικότητα του συστήματος. Τις πενηντάρες με το ανήλικο παιδί, αλλά και τις ανύπαντρες μητέρες του μεροκάματου στα 25 τους. Τους πολύτεκνους βιομήχανους με τις επιδοτούμενες οκτακύλινδρες Μερτσέντες, αλλά και τον άνεργο με ένα παιδί χωρίς κοινωνικό βοήθημα. Το ερώτημα που υπολανθάνει μετά το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου είναι πάντα το ίδιο: ποιό είναι το πρόβλημα που υποτίθεται αντιμετωπίζει κάθε μέτρο κοινωνικής πρόνοιας και πόσο καλά το κάνει αυτό. Η πικρή διαπίστωση είναι πως, πολλές προβλέψεις του ελληνικού συστήματος πρόνοιας είτε εκ σχεδιασμού είτε από συστημική αδράνεια, αντί να προσδιορίζουν και να αντιμετωπίζουν τις πραγματικές ανάγκες, καταλήγουν σε μεταφορά πόρων από τους αδύναμους σε ευνοημένους του συστήματος.
Ο Ματσαγγάνης με το βιβλίο του συνεισφέρει επίσης με δύο παρεμβάσεις στη συγκυρία:
- Δείχνει με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο ότι, εκτός από θύμα της κρίσης, το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας υπήρξε και ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην κρίση. Πολύ περισσότερο δε, εάν δεν γινόταν πλήρης αναμόρφωσή του, σε λίγες δεκαετίες θα είχε τινάξει στον αέρα όλη την ελληνική οικονομία – μόνο του!
- Διασχίζει με απόλυτα φυσικό τρόπο τη διαχωριστική γραμμή του τεχνοκράτη και πολιτικού - τόσο προσφιλή άμυνα των πολιτικών ακόμη και προοδευτικών υποτίθεται,. Καταδεικνύει ότι, τα αναλυτικά εργαλεία της επιστήμης στα κατάλληλα χέρια γίνονται εργαλεία πολιτικής. Με σοφία και ωριμότητα στέκεται ένα βήμα πίσω από το να προτείνει πολιτικές, ακόμη και σε περιπτώσεις που αυτές είναι περισσότερο από προφανείς στον αναγνώστη. Αφήνει την επιλογή σ΄αυτόν και, ενδεχομένως, σε κάποιο συλλογικό υποκείμενο. Προκαλεί τελικά τον αναγνώστη να κάνει το επόμενο βήμα μόνος του. Αυτό το βήμα μπορεί να είναι η κοινωνική ενεργοποίηση.
Το βιβλίο πάσχει σε ένα βασικό σημείο: δεν παρέχει πλήρη τεκμηρίωση σχετικά με το πρόβλημα της πενηντάρας με το ανήλικο παιδί. Ελπίζω ο φίλτατος Μάνος Ματσαγγάνης να επανέλθει σύντομα.
*Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Columbia University.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου