Του Paul Krugman / THE NEW YORK TIMES, NEA, 2.1.12
«Η ανάπτυξη, όχι η ύφεση, είναι η σωστή στιγμή για λιτότητα». Αυτά έλεγε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς το 1937, καθώς ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ ήταν στη διαδικασία να τον δικαιώσει προσπαθώντας να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό πολύ γρήγορα και βυθίζοντας την αμερικανική οικονομία - που μέχρι εκείνη τη στιγμή ανέκαμπτε σταθερά - σε βαθιά ύφεση. Οι περικοπές των κρατικών δαπανών σε μια οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση την αποδυναμώνουν ακόμα περισσότερο. Τα μέτρα λιτότητας θα πρέπει να ληφθούν μόνο αφότου η ισχυρή ανάκαμψη έχει εδραιωθεί. Δυστυχώς, στα τέλη της δεκαετίας του 2010 και στις αρχές του 2011 οι πολιτικοί στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου πίστεψαν ότι ξέρουν καλύτερα και ότι θα πρέπει να επικεντρωθούν στα ελλείμματα - και όχι στις θέσεις εργασίας - παρότι οι περισσότερες οικονομίες μόλις είχαν αρχίσει να δίνουν ενδείξεις ανάκαμψης μετά την κρίση. Ετσι, αντιδρώντας βάσει των αντικεϊνσιανών απόψεών τους κατέληξαν να αποδείξουν και πάλι πόσο δίκιο είχε ο Κέινς.
Κάνοντας αυτή τη διαπίστωση, βρίσκομαι ξανά σε αντίθεση με τα κοινώς αποδεκτά. Ιδιαίτερα στην Ουάσιγκτον με την αποτυχία του πακέτου κινήτρων του Ομπάμα να δημιουργήσει πολλές θέσεις εργασίας, θεωρείται ότι αποδείχθηκε πως οι κυβερνητικές δαπάνες δεν βοηθούν στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Κάποιοι όμως από εμάς από την αρχή είχαμε καταλάβει ότι τα ποσά (το ένα τρίτο των οποίων πήρε την αναποτελεσματική μορφή των φοροαπαλλαγών) ήταν πολύ μικρά, δεδομένου του βάθους της ύφεσης. Και προβλέψαμε τις πολιτικές αντιδράσεις που θα υπάρξουν.
Ετσι το πραγματικό τεστ της κεϊνσιανής οικονομίας δεν προέρχεται από τις ημιτελείς προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης να ενισχύσει την οικονομία, οι οποίες ούτως ή άλλως εξουδετερώθηκαν από τις περικοπές σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο. Η πραγματική δοκιμασία προέρχεται από ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία που έπρεπε να επιβάλουν άγρια λιτότητα ως όρο για να λάβουν δάνεια - και αυτή τη στιγμή υποφέρουν από μεγάλη ύφεση, με το πραγματικό ΑΕΠ και στις δύο χώρες να έχει μειωθεί κατά διψήφιους αριθμούς.
Κάτι τέτοιο υποτίθεται ότι δεν θα συνέβαινε, βάσει της ιδεολογίας που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στους πολιτικούς κύκλους. Παρ' όλα αυτά, η επιμονή για άμεσες περικοπές δαπανών συνεχίζει να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό, με αρνητικές επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα και η Ιρλανδία δεν είχαν άλλη επιλογή από το να επιβάλουν αυτή τη σκληρή λιτότητα ή να κηρύξουν πτώχευση και να εγκαταλείψουν τη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, ένα άλλο μάθημα του 2011 ήταν ότι η Αμερική διέθετε και διαθέτει και άλλες επιλογές. Η Ουάσιγκτον μπορεί να έχει εμμονή με το έλλειμμα, οι αγορές όμως δείχνουν πως μπορεί να δανειστεί κι άλλο. Και πάλι, αυτό υποτίθεται ότι δεν θα συνέβαινε. Το 2011 ξεκίνησε εν μέσω αυστηρών προειδοποιήσεων ότι μια κρίση χρέους παρόμοια με αυτήν που μαστίζει την Ελλάδα είναι πιθανό να ξεσπάσει και στις ΗΠΑ, όταν η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα θα σταματούσε να αγοράζει ομόλογα ή όταν οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης θα στερούσαν από την Ουάσιγκτον τα τρία Α ή όταν η σούπερ επιτροπή του Κογκρέσου θα αποτύγχανε να φθάσει σε συμφωνία ή κάτι τέτοιο. Η Fed όμως σταμάτησε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων τον Ιούνιο, η Standard & Poor's υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της αμερικανικής οικονομίας τον Αύγουστο, η σούπερ επιτροπή έφθασε σε αδιέξοδο τον Νοέμβριο. Και παρ' όλα αυτά, το κόστος δανεισμού των ΗΠΑ συνέχισε να πέφτει.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το 2011 ήταν μια χρονιά κατά την οποία η πολιτική μας ελίτ με την εμμονή για τα βραχυπρόθεσμα ελλείμματα τα οποία δεν αποτελούν ουσιαστικά πρόβλημα έκαναν, στην πορεία, το πραγματικό πρόβλημα - την ύφεση της οικονομίας και τη μαζική ανεργία - χειρότερο.
Τα καλά νέα είναι ότι ο Πρόεδρος Ομπάμα έχει αποφασίσει να αντισταθεί σε οποιαδήποτε μέτρα πρόωρης λιτότητας - και φαίνεται να κερδίζει την πολιτική μάχη. Κάποιο από τα επόμενα χρόνια ίσως καταλήξουμε να ακούσουμε τη συμβουλή του Κέινς, που είναι τόσο έγκυρη και εμπεριστατωμένη σήμερα όσο ήταν και όταν την διατύπωσε, πριν από 75 χρόνια.
Ο βραβευμένος με Νομπέλ οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Princeton
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου