Του Άγγελου Ελεφάντη, Αυγή, ΕΝΘΕΜΑΤΑ, 28.10.12
Στις 18 Ιουνίου 1940, μετά την κατοχή της Γαλλίας από τον γερμανικό στρατό, τη συνθηκολόγησή της και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση Βισύ του στρατάρχη Πεταίν, ο στρατηγός Ντε Γκωλ, από τον ραδιοφωνικό σταθμό του BBC του Λονδίνου όπου είχε καταφύγει, απηύθυνε στους Γάλλους ένα σύντομο αλλά και πολυσήμαντο διάγγελμα: οι ελεύθεροι Γάλλοι, εκείνοι των αποικιών κι όσοι κατέφυγαν στην Αγγλία, δεν αναγνώριζαν τη συνθηκολόγηση και συνέχιζαν τον πόλεμο κατά των Γερμανών στο όνομα της Γαλλίας. Εν κατακλείδι ο στρατηγός Ντε Γκωλ καλούσε τους Γάλλους σε αντίσταση (resistance) στον κατακτητή και το εγχώριο όργανό του, την πεταινική κυβέρνηση Βισύ. Το ιστορικό αυτό διάγγελμα, εκτός από τις σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες που είχε για τη Γαλλία, αφού αποτέλεσε την ιδρυτική πράξη της αντίστασης κατά των Γερμανών που οργανώθηκε προοδευτικά μέσα στη χώρα, δημιούργησε έναν νέο πολιτικό και ιδεολογικό όρο του οποίου η εμβέλεια διαπέρασε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, επιβίωσε πολύ μετά το τέλος του πολέμου και των αναγκών που τον γέννησαν: τον όρο αντίσταση.
Κατά το διάγγελμα Ντε Γκωλ, αντίσταση ήταν αφενός η μη αναγνώριση της νομιμότητας της κυβέρνησης και των πράξεων των συνθηκολόγων και ως εκ τούτου παρείχε το δικαίωμα ή και την υποχρέωση στους πολίτες να παλέψουν με όλα τα μέσα, άρα και με την ένοπλη πάλη, κατά των κατακτητών και των επιχώριων ανδρεικέλων τους, συνεισφέροντας έτσι στον συνολικό αγώνα. Οι Γάλλοι συνθηκολόγοι –και μάλιστα ο ένδοξος στρατάρχης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Πεταίν– εξομοιώνονταν πολιτικά, ιδεολογικά, ηθικά και εθνικά με τον κατακτητή.
Ο όρος αντίσταση συμπύκνωνε την πρακτική βούληση να συνεχισθεί ο αγώνας κατά του ναζισμού μέσα στις συνθήκες πλέον της Κατοχής. Αυτή η διακηρυγμένη βούληση αντάμωνε ιδεολογικά με τις νωπές, σχετικά, παραδόσεις του αντιφασισμού του Μεσοπολέμου αλλά και με το παλαιότερο, από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, επαναστατικό εθνικολαϊκό πνεύμα: «Οι πολίτες έχουν υποχρέωση να εξεγείρονται εναντίον της τυραννίας», θέσπιζε ένα άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. Ποια άλλη τυραννία θα μπορούσε να είναι πιο απόλυτη κι απάνθρωπη από τη ναζιστική;
Από την άλλη μεριά ο όρος αντίσταση στο πρακτικό επίπεδο κάλυψε μια ανέκδοτη μορφή πάλης κατά του ναζισμού στο εσωτερικό όλων των κατεχόμενων χωρών. Βέβαια οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν αντιστάθηκαν, όσο ο καθένας αντιστάθηκε, επειδή τους παρακίνησε το διάγγελμα του Ντε Γκωλ. Ο κάθε λαός είχε τους δικούς του λόγους να αντισταθεί, ενώ η αντίσταση σε κάθε χώρα ακολούθησε τις δικές της διαδρομές κι ανέδειξε τις προσίδιες οργανωτικές, πολιτικές και επιχειρησιακές μορφές. Αλλά και από χώρα σε χώρα, στη διάρκεια του πολέμου, το φαινόμενο που μετά τον πόλεμο ονομάστηκε αντίσταση είχε τα δικά του ονόματα.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ο όρος αντίσταση στη διάρκεια της αντίστασης (1941-1944) είναι άγνωστος. Κανείς δεν τον είχε χρησιμοποιήσει τότε. Η πάλη, ένοπλη ή πολιτική, ονομάζεται αγώνας, εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, αντάρτικο, οι μαχητές ονομάζονται αντάρτες (της Δεξιάς και της Αριστεράς), Εαμίτες, Ελασίτες, Εδεσίτες κ.λπ., ένοπλοι και μη ένοπλοι, της υπαίθρου και των πόλεων, είναι αγωνιστές κι όλοι μαζί συναγωνιστές. Στην Ελλάδα ο όρος αντίσταση αρχίζει να χρησιμοποιείται μετά τα Δεκεμβριανά, οπότε οι πρώην αντάρτες και αγωνιστές γίνονται αντιστασιακοί, όπως σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Γρήγορα μάλιστα αποκτά και τον επιθετικό προσδιορισμό «εθνική», σε μια προσπάθεια της Αριστεράς να δείξει και να πείσει ότι εκείνα τα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ-ΚΚΕ του αγώνα επί Κατοχής δεν ήταν ξενόδουλα και εαμοβουλγαρικά αλλά κατ' εξοχήν εθνικο-πατριωτικά που αγκάλιαζαν ολόκληρο το λαό. Πάντως μετά τη στρατιωτική δικτατορία, όταν θα ξεθυμάνει η λαίλαπα των διώξεων κατά της Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ, το 1981, θα αναγνωρίσει την αντίσταση ως εθνική. Μετά ταύτα πολλές πλατείες και δρόμοι θα μετονομαστούν σε «Εθνικής Αντιστάσεως», θα αναγερθούν μνημεία, παλαιοί αγωνιστές θα συνταξιοδοτηθούν ως αντιστασιακοί, οι οργανώσεις τους θα πάρουν κι αυτές αντιστασιακό όνομα, άπειρα βιβλία και ποικίλα δημοσιεύματα θα γραφτούν για την εθνική αντίσταση. Η εθνική αντίσταση, επιτέλους, νομιμοποιείται.
Το ίδιο συνέβη μεταπολεμικά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, αν και εκεί, στη Δύση και την Ανατολή, δεν χρειάστηκε να περάσουν τριάντα πέτρινα χρόνια. Εκεί η τιμή στην αντίσταση και τους αντιστασιακούς ήρθε μαζί με τη συντριβή του άξονα και την απελευθέρωση. Στην Ανατολική Ευρώπη μάλιστα η αντίσταση και οι αντιστασιακοί, έστω ελέω Κόκκινου Στρατού, γίνονται εξουσία. Η αντίσταση, η resistance, καθιερώνεται παντού ως όρος γενολογικός, παραπέμπει στο ίδιο φαινόμενο που αποτέλεσε μια σημαντική παράμετρο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ευρώπη βέβαια.
Αλλά σε τι ακριβώς παραπέμπει η αντίσταση, ποιο είναι το ουσιώδες γνώρισμα που τη διακρίνει από τις γιγαντιαίες πολεμικές και άλλες αναμετρήσεις των εκατέρωθεν κυβερνητικών στρατών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και που κυρίως αυτές έκριναν την έκβασή του;
Η αντίσταση ήταν ένα ολοπαγές γεγονός που ξεπήδησε σε όλες τις ευρωπαϊκές κατεχόμενες χώρες: στην Πολωνία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία (μετά τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο τον Σεπτέμβριο του 1943), τη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία, την Ολλανδία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Αλβανία, στα κατεχόμενα της Σοβιετικής Ένωσης· ακόμη και στην ίδια την Γερμανία έχουμε κάποιες αντιστασιακές εκδηλώσεις. Αλλού οργανώνονται ολόκληροι αντιστασιακοί στρατοί –Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Ιταλία, ΕΣΣΔ–, αλλού η αντίσταση επιστρατεύει δυναμικές μειοψηφίας σε κατασκοπευτικά δίκτυα, σε δίκτυα σαμποτέρ και συλλογής πληροφοριών στα μετόπισθεν του εχθρού, αλλού επιστρατεύει δυνάμεις και τις κρατά σε αναμονή να δράσουν την κατάλληλη ώρα (ημέρα J) μαζί με τους επίσημους συμμαχικούς στρατούς. Σε κάθε περίπτωση διεξάγει έναν σκληρό και αποτελεσματικό εν πολλοίς ιδεολογικό αγώνα κατά του ναζισμού ώστε οι ευρωπαϊκοί λαοί να μην αποδεχθούν τη ναζιστική κυριαρχία, να μην προσχωρήσουν στην προοπτική της ναζιστικής Νέας Τάξης. Και δεν ήταν κάτι το αυτονόητο αυτό. Οι επιβλητικές επιτυχίες του γερμανικού στρατού στην πρώτη φάση του πολέμου ήταν τέτοιας έκτασης που μπορούσαν να κάμψουν τις αντιστάσεις και να δημιουργήσουν ισχυρά λαϊκά ρεύματα προσχώρησης.
Άλλωστε, χάρις και στις κυβερνήσεις των Κουίσλιγκς και σε ισχυρές γερμανόφιλες και φιλοφασιστικές τάσεις που προϋπήρχαν του πολέμου δεν ήταν λίγες εκείνες οι δυνάμεις που συστρατεύτηκαν με τον ναζισμό και ευχήθηκαν τη νίκη του. Και δεν αναφέρομαι, βέβαια, σε όσους η βία τους έκανε αρωγούς της Γερμανίας, όπως για παράδειγμα οι εκατοντάδες χιλιάδες Ευρωπαίοι που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία για να δουλέψουν στα εργοστάσιά της και μάλιστα στην πολεμική βιομηχανία. Πάντως η αντίσταση, είτε υπόγεια και συνωμοτική είτε έκδηλη και στρατιωτική, είτε οργανωμένη σε δίκτυα και ομάδες είτε σε ολόκληρους στρατούς που καταφέρνουν να δημιουργήσουν ελεύθερες υπό τον έλεγχό τους περιοχές και να αποσπάσουν από τα κύρια μέτωπα των πολεμικών συγκρούσεων σημαντικές γερμανικές δυνάμεις, σε κάθε περίπτωση και σε όλες τις μορφές που προσλαμβάνει πρόκειται για μια, ολιγάριθμη αρχικά, μαζική στη συνέχεια (μετά το καλοκαίρι του ’43) επιστράτευση μαζών, εθελοντική και ανεξάρτητη από τις κυβερνήσεις και τους κρατικούς μηχανισμούς.
Σε κάθε περίπτωση οργανώνεται κόντρα και ενάντια στις κυβερνήσεις των Κουίσλιγκς. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά, σε τέτοια έκταση και με τέτοια καθολικότητα, στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, για παράδειγμα, δεν γνωρίζει αυτή την ορμητική και αυτόνομη, έξω από το κράτος, είσοδο των μαζών στο προσκήνιο. Ενώ οι κυβερνήσεις, οι κρατικοί μηχανισμοί και οι κρατικοί στρατοί –εκτός από την Αγγλία και τη Σοβιετική Ένωση– ο ένας μετά τον άλλον συντρίβονται από τη στρατιωτική ισχύ της Γερμανίας, σε όλη την Ευρώπη αναπτύσσεται ένα ιδιόμορφο αντιστασιακό κίνημα, που κατά κάποιο τρόπο παίρνει τη θέση του κράτους. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος από το 1940 και μετά εξελίσσεται σε ένα «λιώσιμο» των κρατών (ακόμη και η Αγγλία και η ΕΣΣΔ υφίστανται σκληρά πλήγματα, αν και τα άντεξαν) και τελειώνει μέσα από την ανάδειξη νέων πολιτικών πρωταγωνιστών που δημιούργησε η αντίσταση. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ οι λαοί έσωσαν τα κράτη και τα έθνη. (Το είχε πει άλλωστε ο Σαρτρ). Κι αυτή, νομίζω, είναι η μεγάλη ιδιομορφία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι καταστάσεις που οδήγησαν σ' αυτή τη λαϊκή αφύπνιση μέσα στους φανερούς ή υπόγειους αντιστασιακούς μηχανισμούς έχουν συχνά επισημανθεί, αν και γενικά τόσο οι Άγγλοι όσο και οι Σοβιετικοί είχαν αποδώσει στην αντίσταση ένα ρόλο αντιπερισπασμού, ένα ρόλο επικουρικό σε σχέση με την κύρια σύγκρουση στα μεγάλα θέατρα του πολέμου.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από την εμβέλεια και τη σπουδαιότητα του στρατιωτικού σκέλους της αντίστασης, είναι αναμφισβήτητο ότι η αντίσταση στέρησε στον Άξονα την κοινωνική επέκταση της ενδοχώρας του και τον υποχρέωσε να πολεμά μόνος --και μετά το ’43 μόνη της η Γερμανία-- εναντίον ολόκληρης της Ευρώπης και όλων των ευρωπαϊκών λαών. Το αντιστασιακό πνεύμα δεν ήταν μυστηριακό, μια λαβωμένη εθνική ψυχή που αφυπνίστηκε αιφνιδίως. Το έφεραν στο προσκήνιο μια σειρά παραγόντων που δημιούργησε ο ίδιος πόλεμος, το είδος του πολέμου που διεξαγόταν, το είδος του αντιπάλου και οι μέθοδοί του. Απλώς θα τους κατονομάσω εδώ:
Η συντριβή των τακτικών στρατών και η πλήρης χρεοκοπία των κυβερνητικών μηχανισμών εμπρός στην επέλαση της Βέρμαχτ δημιούργησαν παντού ένα πολιτικό και διοικητικό κενό που δεν κατάφεραν να αναπληρώσουν οι εγκάθετες, και ως εκ τούτου αφερέγγυες, κυβερνήσεις. Το κενό αυτό εκμεταλλεύτηκαν και μέσα σ' αυτό πολλαπλασιάστηκαν οι αντιστασιακές δυνάμεις, που ανέλαβαν να εκπροσωπούν και να υπερασπίζονται το έθνος. Ούτε οι εξόριστες κυβερνήσεις, χωρίς λαό αυτές και μισθοτροφοδοτούμενες από τους Εγγλέζους, ήταν σε θέση να καλύψουν το κενό που δημιούργησε, ακριβώς, η υπερορία τους.
Ο δεύτερος αποφασιστικός παράγοντας ήταν το είδος του πολέμου που εγκαινίασαν οι Γερμανοί. Ο πόλεμος ήταν ολοκληρωτικός, ένας πόλεμος που καταργούσε τις διαχωριστικές γραμμές πολεμιστών και άμαχου πληθυσμού. Το γεγονός αυτό, μαζί με τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης των πληθυσμών που επέβαλαν η Κατοχή και οι παντοειδείς διώξεις, εξέθρεψαν αισθήματα μίσους, οργής αλλά και στοιχειώδεις πρακτικές αυτοσυντήρησης που αναπτύσσονταν στο κενό που άφηναν τα διαλυμένα και εξαρθρωμένα κρατικά δίκτυα και τα παραδοσιακά εμπορικά δίκτυα συναλλαγών και επικοινωνιών. Εδώ η πρακτική αυτή εισάγει στη συνωμοτικότητα, στην «παρανομία», για ν’ αποφύγει, ακριβώς, τον έλεγχο των δυνάμεων Κατοχής. Αυτές ακριβώς οι πρακτικές συνιστούν μια μύηση στην παράνομη αντιστασιακή πρακτική, μια πρώτη εκκίνηση προς τη μαζική, πολιτική οργάνωση που θα ’ρθει με τον καιρό.
Από κει και πέρα, επειδή ο πόλεμος μαίνεται, επειδή παντού η πολιτική διεξάγεται με πόλεμο ζωής και θανάτου, γρήγορα η αντιστασιακή πρακτική, αυτή η αρχική απείθεια έστω, προσλαμβάνει ένοπλες μορφές. Ο ένοπλος αγώνας είναι η κορύφωση του αντιστασιακού πνεύματος, είναι αυτός που απαιτεί και δημιουργεί ταυτόχρονα τη μεγάλη αλληλεγγύη, τη συστράτευση των πολεμιστών και των αμάχων. Και πάντα μέσα στην ίδια χοάνη του αντιφασιστικού αγώνα.
Οι οργανωτικές μορφές που προσέλαβε η αντίσταση από χώρα σε χώρα είναι ποικίλες. Να επισημάνουμε την επιτυχή, σε μερικές περιπτώσεις, διαμόρφωση μετωπικών οχημάτων, όπως π.χ. το ΕΑΜ στην Ελλάδα, που, κατά τις επεξεργασίες του 7ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, προσπάθησαν να συνασπίσουν όλες τις αντιφασιστικές δυνάμεις.
Ο αντιφασισμός είναι η ιδεολογία της Αντίστασης, είναι ο κοινός ιδεολογικός συνεκτικός της ιστός. Ο φασισμός ωστόσο, τόσο στην ιταλική όσο και στη γερμανική του εκδοχή, δεν είναι μόνο μια ξένη δύναμη κατοχής. Είναι μια ιδεολογία, ένα κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, μια Νέα Τάξη πραγμάτων που επιδιώκει να επιβάλει τις αρχές του παντού: την κατάργηση των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών σωμάτων, τη διάλυση των κομμάτων-συνδικάτων, την καθιέρωση της «αρχής του αρχηγού», τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας και του κράτους, τη ρατσιστική εκκαθάριση των κοινωνιών από τα μη άρια στοιχεία, ακραίες εκμεταλλευτικές σχέσεις, τον επιθετικό εθνικισμό, την κρατολατρεία, την ιδεολογική χειραγώγηση των μαζών, τον ακραίο αντικομμουνισμό αλλά και τον αντιδημοκρατισμό με βάση, συχνά, αντιπλουτοκρατικά συνθήματα.
Η πάλη, επομένως, της αντίστασης κατά του φασισμού κι όχι μόνο ως εθνικοαπελευθερωτική πάλη σημαδεύει ευθύς εξ αρχής τα αντιστασιακά κινήματα με μια αριστερή προοπτική. Το «Θάνατος στο φασισμό, λευτεριά στο λαό» ή «Χτυπάτε τους φασίστες, ξένους και ντόπιους φασίστες» γίνονται τα κεντρικά συνθήματα της αντίστασης που προσημαίνουν την αριστερή-σοσιαλιστική, ακόμη και κομμουνιστική προοπτική. Στο σημείο αυτό η δράση των κομμουνιστών, ιδίως μετά την εισβολή των Γερμανών στην ΕΣΣΔ που αχρηστεύει το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο Ρίμπερντροπ-Μολότωφ, εξωθεί τα αντιστασιακά κινήματα προς τα αριστερά. Έτσι άλλωστε τα μικρά ή και διαλυμένα κομμουνιστικά κόμματα στις αρχές του πολέμου –π.χ. το παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας το 1939 δεν έχει παραπάνω από 850 μέλη– μέσα στην αντιστασιακή πάλη αποκτούν τεράστια κοινωνική ακρόαση, και μάλιστα κερδίζουν σημαντικότατα ερείσματα μέσα στις εργατικές και αγροτικές μάζες. Η αντίσταση τροφοδοτεί τα κομμουνιστικά κόμματα και τα κομμουνιστικά κόμματα τροφοδοτούν την αντίσταση. Η αντίσταση προς το τέλος του πολέμου αποκτά ταξικο-λαϊκά χαρακτηριστικά.
Ως εκ τούτου, σε όλες τις χώρες δύο γενικά ρεύματα διαγωνίζονται και συχνά συγκρούονται στο πλαίσιο των αντιστασιακών κινημάτων: το ένα κομμουνιστικής και φιλοσοβιετικής προοπτικής, το άλλο αστικοδημοκρατικής φιλοβρετανικής. Το ένα θα μετατρέψει κατά και μετά τον πόλεμο τα κομμουνιστικά κόμματα σε γιγαντιαία μαζικά κόμματα (Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα, Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία), το άλλο, στη Δυτική Ευρώπη θα ενισχύσει και θα ενδυναμώσει τις αστικοφιλελεύθερες, τις σοσιαλδημοκρατικές και τις χριστιανοδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις.
Αυτή η διάσταση των αντιστασιακών δυνάμεων, ενώ ενυπάρχει κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολώνεται σε πλήρη αντιπαλότητα ιδίως με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και θα «χρωματίσει» τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής. Και θα χρειαστεί η φθορά των κομμουνιστικών κομμάτων και της ιδεολογίας του αντιφασισμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 70 και 80 για να αποδυναμωθούν τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κινήματα, μια φθορά που θα φθάσει στην πλήρη κατάρρευσή τους μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ο αντιφασισμός είναι χαμένος πολύ μακριά μέσα στο χρόνο ώστε να τα ανατροφοδοτήσει. Ο αντιφασισμός και το πνεύμα της αντιφασιστικής Αντίστασης έχουν εξαντλήσει την προωθητική τους δύναμη.
Σε τούτη τη σύντομη και αναγκαστικά σχηματική σκιαγράφηση του αντιστασιακού φαινομένου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –που αφήνει απ’ έξω γεγονότα, ηρωισμούς, θυσίες, συγκρούσεις ενίοτε μέχρις εμφύλιου σπαραγμού, δημιουργίες, πολιτιστικές ανθοφορίες αλλά και αναχρονισμούς– θα ήθελα να επισημάνω ένα ακόμη στοιχείο που η αντιστασιακή δράση των ευρωπαϊκών λαών ανέδειξε: τον αντιφασιστικό ευρωπαϊκό λαό, τη βάση για μια άλλου τύπου Ευρωπαϊκή Ένωση: οι camarades, οι tavarits, οι compagnioni, οι comerades, οι drouzi, οι σύντροφοι και συναγωνιστές πάλεψαν και ανταμώθηκαν πάνω από τις πολιτιστικές, θρησκευτικές, εθνικές διαφορές. Ήταν μια κοινότητα. Ήταν. Αλλά χάθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου