Κώστας Ντιός |
Του Γιώργου Παγουλάτου, Καθημερινή, 26.01.14
Το μικρό δεν είναι πάντα
ωραίο, είναι όμως συχνά ακατανίκητο. Η οικονομία μας είναι δομημένη στις
μικρές, πολύ μικρές, αντιπαραγωγικές μονάδες. Ομως η γοητεία του μικρού
συχνά επεκτείνεται και στο πολιτικό σύστημα. Δεν υπάρχει άλλη
χώρα στην Ευρώπη με τόσο πολλά μικροαφεντικά και αυτοαπασχολούμενους,
όπως τεκμηριώνει ο Αρίστος Δοξιάδης στο «Αόρατο ρήγμα». Οι ιδιοκτήτες
των μικρών μονάδων προτιμούν να τις κρατούν μικρές και οικογενειακές για
να διατηρούν τον έλεγχο. Ελάχιστες είναι ανταγωνιστικές, έχοντας πιάσει
επιτυχώς μια συγκεκριμένη μικρή γωνιά της αγοράς. Συνήθως όμως είναι
αναποτελεσματικές. Και στην πολιτική, πολλοί ονειρεύονται να
φτιάξουν ή να διατηρήσουν το δικό τους μικρό μαγαζί. Δεν έχει σημασία
ότι είναι μικρό και φθίνον, αλλά ότι είναι δικό τους. Κόμματα με
σημαντική ιδεολογική συνάφεια επιλέγουν παρά ταύτα να μη συνεργαστούν.
Στις εκλογές του Μαΐου 2012, τρία συγγενή φιλελεύθερα-κεντρο-κεντροδεξιά
κόμματα έλαβαν το καθένα γύρω στο 2%, με αποτέλεσμα να μην εκλεγεί
κανένα. Προφανώς έκριναν ότι οι μεταξύ τους διαφορές ήταν σημαντικότερες
από τα διακυβεύματα των εκλογών. Τρία νέα κόμματα εμφανίστηκαν τις
τελευταίες δέκα μέρες, δύο κεντρο-φιλελεύθερα και ένα σοσιαλιστικό.
(Εξαιρώ τη Δημοκρατική Προοδευτική Παράταξη, που δεν είναι ίδρυση
κόμματος αλλά ανοιχτή πρόσκληση για συμπόρευση.) Κάποια είναι αμιγώς
αρχηγικά, άλλα συνιστούν αξιόλογες προσπάθειες που εμπλουτίζουν τον
πλουραλισμό.
Το πρόβλημα είναι ότι και στην πολιτική το μικρό είναι αναποτελεσματικό. Δεν έχει οικονομίες κλίμακος, οργανωτική υποδομή ή τις μεγάλες δεξαμενές που του επιτρέπουν να αναδεικνύει μια κρίσιμη μάζα σοβαρών στελεχών. Πόσα καταρτισμένα στελέχη μπορεί να έχει ένα μικρό κόμμα για να καλύψει επαρκώς τον ευρύ κύκλο τομέων που περιλαμβάνει η κυβερνητική πολιτική;
Ποιες είναι οι αιτίες αυτής της πολυδιάσπασης; Ισως να ανάγονται στην απουσία κουλτούρας συνύπαρξης και την απαξιωμένη έννοια του συμβιβασμού. Στην ελληνική γλώσσα ο συμβιβασμός είναι βρώμικη λέξη. Με τα ερείπια του Πολέμου να καπνίζουν και εκατομμύρια σταυρούς φρέσκους στα νεκροταφεία, οι ηγέτες Γαλλίας και Γερμανίας βρήκαν το θάρρος να οικοδομήσουν μαζί την Ενωμένη Ευρώπη. Εδώ όμως η Αριστερά έχει ηγέτες που δεν μιλιούνται, σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί αρνούνται να συνυπάρξουν υπό την ίδια στέγη, μισή ντουζίνα κεντρο-φιλελεύθερα κόμματα θεωρούν τις διαφορές τους ανυπέρβλητες. Ακόμα και οι θλιβεροί δολοφόνοι της 17Ν από τις φυλακές συνεχίζουν να σπαράσσονται μεταξύ τους!
Ισως να φταίει ότι ο Ελληνας έχει ανατραφεί μαθαίνοντας ότι αποτελεί το κέντρο του σύμπαντος, και με αντίστοιχες απαιτήσεις προς στο σύμπαν. Ισως να είναι το σύνδρομο του Μεσσία, που εμφωλεύει σε μέρος του πολιτικού μας προσωπικού. Ή το σύνδρομο του ανάδελφου, που οδηγεί σε υπερτίμηση των διαφορών.
Το μεγάλο μέγεθος είναι δύσκολο. Απαιτεί οργάνωση, συνεργασία ή ιεραρχία. Το μεγάλο χρειάζεται κουλτούρα έλλογων συμβιβασμών, αναζήτηση της «μεγάλης εικόνας» και της ευρύτερης ωφέλειας. Θέλει θάρρος για να περάσεις από τον ναρκισσισμό των ελασσόνων διαφορών στον ρεαλισμό του αναγκαίου συμβιβασμού για χάρη των υπέρτερων προτεραιοτήτων.
Η μετάβαση από το μικρό στο μεγάλο δεν είναι ανώδυνη. Κάτι χάνεις – έλεγχο, ομοιογένεια, τη θαλπωρή και ασφάλεια του οικείου. Ομως, το κρίσιμο μέγεθος αφήνει το αποτύπωμά του. Επιτρέπει να λειτουργήσεις επηρεάζοντας το σύστημα και τους κανόνες του παιχνιδιού.
Οπως στις επιχειρήσεις έτσι και στην πολιτική, υπάρχουν δυνάμεις που αρνούνται να κάνουν το άλμα που θα τους επιτρέψει να μεγαλώσουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η τελευταία περίπτωση επιτυχούς πολιτικής εξωστρέφειας. Επέλεξε να πάει αριστερότερα, ενσωματώνοντας μικρά και ακραία κινήματα και ομάδες. Καβάλησε το μεγάλο κύμα της κρίσης, και άνοιξε τις πύλες για να υποδεχτεί τα θύματα της ύφεσης και τους κομματικά άστεγους. Η ριζοσπαστικοποίησή του τον απομακρύνει από την κεντροαριστερά και δημιουργεί κενό παραταξιακής εκπροσώπησης για τον ευρύ χώρο μετριοπαθών προοδευτικών πολιτών.
Οπως στην οικονομία έτσι και στην πολιτική, το μέγεθος δεν είναι απλώς μέσο αντιμετώπισης του εξωτερικού ανταγωνισμού. Είναι επίσης προϋπόθεση αξιοπιστίας και επιρροής προς τα έξω. Δεν είναι μόνο η ελληνική σοσιαλδημοκρατία και κεντροαριστερά αδύναμη στην Ευρώπη. Είναι και η Ελλάδα σε δυσμενέστερη διαπραγματευτική θέση στην Ε.Ε., όταν εμφανίζεται σαν μια κοινωνία πολωμένη ανάμεσα σε δύο αντίπαλους πόλους Δεξιάς-Αριστεράς, με καταβυθισμένες τις ενδιάμεσες κεντρώες και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις. Χωρίς αυτόν τον μεσαίο, ισχυρό πόλο, στέλνει το μήνυμα ότι είναι ανίκανη να οικοδομήσει το ελάχιστο εθνικής συνεννόησης που χρειάστηκαν άλλες χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) για να βγουν από κρίσεις λιγότερο δεινές από τη δική μας. Ανάμεσα στους δύο πόλους του μικρού δικομματισμού, υπάρχει ένας ευρύς ενδιάμεσος χώρος που είναι πολύ φιλελεύθερος πολιτικά για να εκφραστεί από τη Ν.Δ., και πολύ υπεύθυνος οικονομικά για να εμπιστευθεί τον προγραμματικό τυχοδιωκτισμό και τις αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ο χώρος της ευρύτερης κεντροαριστεράς, που συνιστά το πολιτικό κέντρο του πολωμένου πολιτικού μας συστήματος. Αντίθετα από την υπόλοιπη Ευρώπη, στη θέση του δεύτερου πόλου έχουμε ένα κόμμα ριζοσπαστικής αριστεράς, αδελφό με τα περιθωριακά κομμουνιστικά και μετακομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα, που τροφοδοτεί την προφανή αναζήτηση ενός μεγάλου παραταξιακού φορέα, πάνω από τα υπάρχοντα συρρικνούμενης απήχησης κόμματα, κινήσεις και προσωπικότητες του χώρου αυτού.
Το πρόβλημα είναι ότι και στην πολιτική το μικρό είναι αναποτελεσματικό. Δεν έχει οικονομίες κλίμακος, οργανωτική υποδομή ή τις μεγάλες δεξαμενές που του επιτρέπουν να αναδεικνύει μια κρίσιμη μάζα σοβαρών στελεχών. Πόσα καταρτισμένα στελέχη μπορεί να έχει ένα μικρό κόμμα για να καλύψει επαρκώς τον ευρύ κύκλο τομέων που περιλαμβάνει η κυβερνητική πολιτική;
Ποιες είναι οι αιτίες αυτής της πολυδιάσπασης; Ισως να ανάγονται στην απουσία κουλτούρας συνύπαρξης και την απαξιωμένη έννοια του συμβιβασμού. Στην ελληνική γλώσσα ο συμβιβασμός είναι βρώμικη λέξη. Με τα ερείπια του Πολέμου να καπνίζουν και εκατομμύρια σταυρούς φρέσκους στα νεκροταφεία, οι ηγέτες Γαλλίας και Γερμανίας βρήκαν το θάρρος να οικοδομήσουν μαζί την Ενωμένη Ευρώπη. Εδώ όμως η Αριστερά έχει ηγέτες που δεν μιλιούνται, σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί αρνούνται να συνυπάρξουν υπό την ίδια στέγη, μισή ντουζίνα κεντρο-φιλελεύθερα κόμματα θεωρούν τις διαφορές τους ανυπέρβλητες. Ακόμα και οι θλιβεροί δολοφόνοι της 17Ν από τις φυλακές συνεχίζουν να σπαράσσονται μεταξύ τους!
Ισως να φταίει ότι ο Ελληνας έχει ανατραφεί μαθαίνοντας ότι αποτελεί το κέντρο του σύμπαντος, και με αντίστοιχες απαιτήσεις προς στο σύμπαν. Ισως να είναι το σύνδρομο του Μεσσία, που εμφωλεύει σε μέρος του πολιτικού μας προσωπικού. Ή το σύνδρομο του ανάδελφου, που οδηγεί σε υπερτίμηση των διαφορών.
Το μεγάλο μέγεθος είναι δύσκολο. Απαιτεί οργάνωση, συνεργασία ή ιεραρχία. Το μεγάλο χρειάζεται κουλτούρα έλλογων συμβιβασμών, αναζήτηση της «μεγάλης εικόνας» και της ευρύτερης ωφέλειας. Θέλει θάρρος για να περάσεις από τον ναρκισσισμό των ελασσόνων διαφορών στον ρεαλισμό του αναγκαίου συμβιβασμού για χάρη των υπέρτερων προτεραιοτήτων.
Η μετάβαση από το μικρό στο μεγάλο δεν είναι ανώδυνη. Κάτι χάνεις – έλεγχο, ομοιογένεια, τη θαλπωρή και ασφάλεια του οικείου. Ομως, το κρίσιμο μέγεθος αφήνει το αποτύπωμά του. Επιτρέπει να λειτουργήσεις επηρεάζοντας το σύστημα και τους κανόνες του παιχνιδιού.
Οπως στις επιχειρήσεις έτσι και στην πολιτική, υπάρχουν δυνάμεις που αρνούνται να κάνουν το άλμα που θα τους επιτρέψει να μεγαλώσουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η τελευταία περίπτωση επιτυχούς πολιτικής εξωστρέφειας. Επέλεξε να πάει αριστερότερα, ενσωματώνοντας μικρά και ακραία κινήματα και ομάδες. Καβάλησε το μεγάλο κύμα της κρίσης, και άνοιξε τις πύλες για να υποδεχτεί τα θύματα της ύφεσης και τους κομματικά άστεγους. Η ριζοσπαστικοποίησή του τον απομακρύνει από την κεντροαριστερά και δημιουργεί κενό παραταξιακής εκπροσώπησης για τον ευρύ χώρο μετριοπαθών προοδευτικών πολιτών.
Οπως στην οικονομία έτσι και στην πολιτική, το μέγεθος δεν είναι απλώς μέσο αντιμετώπισης του εξωτερικού ανταγωνισμού. Είναι επίσης προϋπόθεση αξιοπιστίας και επιρροής προς τα έξω. Δεν είναι μόνο η ελληνική σοσιαλδημοκρατία και κεντροαριστερά αδύναμη στην Ευρώπη. Είναι και η Ελλάδα σε δυσμενέστερη διαπραγματευτική θέση στην Ε.Ε., όταν εμφανίζεται σαν μια κοινωνία πολωμένη ανάμεσα σε δύο αντίπαλους πόλους Δεξιάς-Αριστεράς, με καταβυθισμένες τις ενδιάμεσες κεντρώες και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις. Χωρίς αυτόν τον μεσαίο, ισχυρό πόλο, στέλνει το μήνυμα ότι είναι ανίκανη να οικοδομήσει το ελάχιστο εθνικής συνεννόησης που χρειάστηκαν άλλες χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) για να βγουν από κρίσεις λιγότερο δεινές από τη δική μας. Ανάμεσα στους δύο πόλους του μικρού δικομματισμού, υπάρχει ένας ευρύς ενδιάμεσος χώρος που είναι πολύ φιλελεύθερος πολιτικά για να εκφραστεί από τη Ν.Δ., και πολύ υπεύθυνος οικονομικά για να εμπιστευθεί τον προγραμματικό τυχοδιωκτισμό και τις αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ο χώρος της ευρύτερης κεντροαριστεράς, που συνιστά το πολιτικό κέντρο του πολωμένου πολιτικού μας συστήματος. Αντίθετα από την υπόλοιπη Ευρώπη, στη θέση του δεύτερου πόλου έχουμε ένα κόμμα ριζοσπαστικής αριστεράς, αδελφό με τα περιθωριακά κομμουνιστικά και μετακομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα, που τροφοδοτεί την προφανή αναζήτηση ενός μεγάλου παραταξιακού φορέα, πάνω από τα υπάρχοντα συρρικνούμενης απήχησης κόμματα, κινήσεις και προσωπικότητες του χώρου αυτού.
Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου