Τα δύο μεγάλα μόνιμα ελλείμματα στην οικονομία, που σε συνδυασμό
έφεραν την κρίση, ήταν το δημοσιονομικό και το έλλειμμα παραγωγής.
Υποτίθεται ότι τα Μνημόνια σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίσουν και τα
δύο, αλλά έχουμε φτάσει στο σημείο όπου πρέπει να διαλέξουμε ποιο έχει
προτεραιότητα, και η κυβέρνηση έχει επιλέξει το δημοσιονομικό. Κάνει
λάθος, και το πληρώνουμε ακριβά. Το πρόβλημα πηγάζει από την αγωνιώδη
προσπάθειά της να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, είτε με νέους φόρους είτε
με νέους τρόπους αποτροπής της φοροδιαφυγής. Αυτές οι ενέργειες
λειτουργούν ανασταλτικά στις όποιες προσπάθειες να αυξηθούν η παραγωγή
και η απασχόληση, που θα προέλθουν από τον ιδιωτικό τομέα. Στον διάλογο για τις προτεραιότητες διαβάζουμε μακρο-αριθμούς («Οι φόροι
στην Ελλάδα είναι κατά 4% του ΑΕΠ λιγότεροι από τον μέσο όρο της
Ευρωζώνης») και αφηρημένα ουσιαστικά («επιχειρηματικότητα», «φοροδοτική
ικανότητα»). Θα ήταν πιο χρήσιμο να σκεφτούμε από την πλευρά των
ανθρώπων που υφίστανται τις πολιτικές του κράτους και που οι δικές τους
πράξεις θα φέρουν τα αποτελέσματα και στα δύο μέτωπα, της παραγωγής και
των δημόσιων οικονομικών. Δεν υπάρχει «επιχειρηματικότητα» χωρίς
επιχειρηματίες και στελέχη, και δεν υπάρχουν φόροι χωρίς φορολογούμενους
που τους πληρώνουν.
Το πολιτικό δίλημμα προκύπτει επειδή οι
φορολογούμενοι που καλούνται με τα πρόσφατα μέτρα να πληρώσουν
περισσότερο ή να είναι πιο συνεπείς, σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονται με τους
ανθρώπους που καλούνται να αυξήσουν την παραγωγή και να δημιουργήσουν
νέες δουλειές.
Ο φόρος κατοχής ακινήτων, που έχει συζητηθεί πολύ, δεν είναι καθ’ εαυτό
κακός ή παράλογος. Πολλοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι διεθνώς τον
προτιμούν από άλλους φόρους, π.χ. του εισοδήματος. Σε εμάς τα προβλήματα
είναι, πρώτον, ότι είναι ένας επιπλέον φόρος, σε μια χώρα όπου τα
εισοδήματα έπεσαν απότομα και τα έσοδα του κράτους έχουν ήδη αυξηθεί
πολύ ως ποσοστό του ΑΕΠ (κατά 6 μονάδες από το 2009 ώς το 2013). Θα ήταν
πολύ καλύτερα αν ίσχυε σε αντικατάσταση κάποιας άλλης επιβάρυνσης.
Δεύτερον, εφαρμόζεται με τρόπο άγαρμπο και ίσως παράνομο, πράγμα που
ενισχύει την αίσθηση του κράτους που αρπάζει όπως μπορεί. Και τρίτον,
μειώνει τις αποταμιεύσεις αυτών που είναι υποψήφιοι επενδυτές σε μικρές
επιχειρήσεις.
Χωρίς επενδύσεις σε μικρές οικογενειακές μονάδες, νέες ή που ήδη
υπάρχουν, δεν υπάρχει περίπτωση να αυξηθούν σημαντικά το ΑΕΠ και η
απασχόληση, αφού, για διάφορους λόγους, ούτε το Δημόσιο ούτε οι μεγάλες
εταιρείες μπορούν να δημιουργήσουν πολλές νέες δουλειές στην παραγωγή. Ο
γιατρός που θα δώσει στην κόρη του 100 χιλ. για να σχεδιάσει κοσμήματα,
και ο φαρμακοποιός που θα επενδύσει 300 χιλ. για να δοκιμάσει να
εξαγάγει βότανα είναι ο τύπος του «επενδυτή» που ρεαλιστικά θα
μπορούσαμε να κινητοποιήσουμε σε αυτήν τη φάση. Αυτούς τους δυσχεραίνουν
η φορολογική αφαίμαξη των περιουσιών, αλλά ακόμη περισσότερο ο φόβος
των ποινών πάνω στο επιχειρείν.
Γιατί αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες με τα πρόστιμα και τις
ποινές για φορολογικές παραβάσεις και χρέη στο Δημόσιο είναι εξωφρενικό.
Το εργαστήρι που δεν οφείλει ούτε ένα ευρώ ΦΠΑ και έχει έναν εξωτερικό
λογιστή με 200 ευρώ τον μήνα θα έχει πρόστιμο 1.000 ευρώ αν αργήσει για
μία μέρα να υποβάλει τη μηνιαία (πιστωτική) δήλωση. Ο επαγγελματίας που
δεν μπορεί να πληρώσει ΟΑΕΕ δεν χάνει απλώς το ασφαλιστικό του δικαίωμα,
γίνεται υπόδικος. Ο μικροεργοδότης πρέπει να εφαρμόσει τις υψηλότερες
κρατήσεις στην Ευρώπη πάνω στον χαμηλό μισθό του υπαλλήλου του, αλλιώς
θα εξοντωθεί από τα πρόστιμα. Το στέλεχος της εταιρείας που χρεοκοπεί
μέσα στην κρίση μπορεί να χάσει το σπίτι του για να πληρωθεί το ΙΚΑ του
τελευταίου μήνα. Και όλοι αυτοί χάνουν το δικαίωμα να ξαναεπιχειρήσουν
για πολλά χρόνια. Επιπλέον, τώρα υπάρχει και «πόθεν έσχες» για τις
επενδύσεις σε επιχειρήσεις, που σημαίνει ότι οι αποταμιεύσεις της
μεσαίας τάξης, που σε μεγάλο βαθμό προέρχονται από παλιότερα αδήλωτα
εισοδήματα, δεν μπορούν να επενδυθούν παραγωγικά, και θα μείνουν
κλεισμένες στα σπίτια, είτε στο εξωτερικό.
Το πλέγμα των κυρώσεων που έχει νομοθετηθεί πρόσφατα θα ήταν πολύ καλό
σε άλλες συνθήκες, αν το βασικότερο πρόβλημα της χώρας ήταν η
φοροδιαφυγή και η ασυνέπεια. Σήμερα, είναι η παραγωγή και η απασχόληση,
και αν αυτές δεν αυξηθούν, ούτε οι φόροι είναι διατηρήσιμοι. Η κυβέρνηση
θα πρέπει να διαλέξει. Τι μπορεί να κάνει;
Να αποφασίσει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διατηρηθεί μόνο κόβοντας
δαπάνες, π.χ. τα άχρηστα γραφεία και τις συντάξεις πριν από τα 62. Να
μειώσει τις επιβαρύνσεις στην παραγωγή, αρχίζοντας από τον βαρύτατο φόρο
εργασίας που ονομάζεται «ασφαλιστικές εισφορές». Να καταργήσει κάθε
ποινή πάνω στην επιχειρηματική αποτυχία και στην αδυναμία πληρωμών
έπειτα από χρεοκοπία. Να άρει τα έμμεσα αντικίνητρα για επένδυση σε
μικρές επιχειρήσεις. Να μειώσει τα υπέρογκα πρόστιμα για μικρές
παραβάσεις. Να βρει ικανά στελέχη και να τους δώσει εξουσία να
εφαρμόσουν πολιτική υπέρ της παραγωγής, με την ίδια επιμονή που προωθεί
τη φορολογική συμμόρφωση η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Για να
έχει από πού να εισπράξει ο κ. Θεοχάρης.
* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το αόρατο ρήγμα: θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου