Η πρόσφατη επίθεση της
«Αυγής» και του ΣΥΡΙΖΑ στον σκιτσογράφο Δημ. Χαντζόπουλο έδειξε πως η
πολιτική αντιπαράθεση μπορεί γρήγορα να καταλήξει σε απειλητικές
κατηγορίες για «σεξισμό», εγκαλώντας, έτσι, για πολιτική ορθότητα τον
κατεξοχήν χώρο που δεν μπορεί να υπαχθεί σε αυτήν: τη γελοιογραφία. Η
γελοιογραφία, «παίζοντας» εξορισμού με τον στερεοτυπικό, παρωδιακό και
ειρωνικό χαρακτήρα των θεμάτων της, μιλάει πάντοτε με τη φωνή και το
ύφος μιας «εξωτερικότητας». Το θέμα του σκίτσου είναι υποχρεωτικά «εκτός
τόπου», επειδή αυτή η απόσταση επιτρέπει στον σκιτσογράφο να καθιστά
ανοίκειο το οικείο. Το θεμέλιο της γελοιογραφίας είναι ακριβώς αυτή η
ασεβής χρήση του λόγου και της εικόνας∙ η σκηνή της γελοιογραφικής
αναπαράστασης της πραγματικότητας συνιστά μια βεβήλωση. Στη δυτική
νεωτερική δημοκρατία, μάλιστα, η βεβήλωση αυτή συνδέθηκε οργανικά με την
εκκοσμίκευση, και για αυτό θεωρήθηκε πως η γελοιογραφία είναι το
οξυγόνο της δημόσιας σφαίρας και της δημοσιογραφικής κριτικής.
Αμφισβητώντας την κοσμική και θρησκευτική εξουσία των διάφορων ηγετών
και των ηγετίσκων, η γελοιογραφία παρέδωσε όχι τα κρινόμενα πρόσωπα
αλλά τις «φιγούρες» τους στην κωμική αντιστροφή των δεδομένων ιεραρχιών
και ρόλων. Το ίδιο το είδος άλλωστε αποτελούσε την κοινωνική έκφραση και
τον γραμματειακό κώδικα μιας διαρκούς υπονόμευσης, που επέτρεπε το
καρναβαλικό «αναποδογύρισμα του κόσμου». Τα «γελοία πράγματα» που
εισήγαγε στην πολιτική η γελοιογραφία, συνοδεύτηκαν με τις τιμωρητικές
ποινές που επέβαλαν τα αυταρχικά καθεστώτα: λογοκρισίες, διώξεις,
φίμωση, ενίοτε και εκδρομές στα γκουλάγκ για αυτοκριτική και μεταμέλεια.
Η ιστορία της γελοιογραφίας είναι ταυτόχρονα μια ιστορία των
λογής-λογής εξουσιών που επιτέθηκαν στη δυνατότητα της κωμικής τους
μεταγραφής. Πίσω από τις απόπειρες ελέγχου της γελοιογραφίας, ο επαρκής
αναγνώστης μπορεί να «διαβάσει» επιπλέον και την ίδια την απωθημένη
«επιθυμία για δύναμη». Ας μην το ξεχνάμε: η καταστολή της γελοιογραφίας
συνιστά ήδη και πάντα μια λιμπιντική επένδυση με στόχο την αναπαραγωγή της εξουσίας. (Μίλησε κανείς για «σεξισμό;»)
Είμαι ο τελευταίος που θα υποστήριζε πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνολικά –η
έμφαση στο «συνολικά» και όχι στο «τελευταίος»– υποκύψει στον πειρασμό
του «νέο-σταλινισμού», αν και η ανυπόφορη «πραγματική του
πραγματικότητα» δείχνει πως διάφοροι εκπρόσωποί του αδυνατούν πλέον να
αναγνωρίσουν όχι μόνο τα συγκεκριμένα δημοσιογραφικά είδη αλλά και την
ίδια την «παράβαση», που διεκδικεί προγραμματικά η γελοιογραφική
κριτική. Ένα κόκκινο σάιτ μάλιστα έσπευσε να υπονοήσει πως ο
Χαντζόπουλος είναι περίπου αργυρώνητος από το μνημονιακό μπλοκ,
κατασκευάζοντας μια εικόνα με ένα «χωνί» μπουκωμένο με νομίσματα. Το
πρόβλημα, επομένως, είναι αλλού : πού οφείλεται αυτή η προβεβλημένη και
χυδαία ημιμάθεια;
Μια πρώτη εξήγηση μας δίνει το ρεπορτάζ για τις συστάσεις του Νίκου
Βούτση προς τον Πέτρο Τατσόπουλο, που τόλμησε να αμφισβητήσει την
κομματική γραμμή. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Αυγής», ο Ν. Β. επέκρινε,
μέσω της συχνότητας του «Κόκκινου», τον Π. Τ. για τις δηλώσεις του, με
την εξής ενδιαφέρουσα αναφορά : «Παραβλέπει [ο Π. Τ.] ότι βρισκόμαστε σε
πόλεμο [με το μνημονιακό στρατόπεδο] και άρα, η γελοιογραφία
Χαντζόπουλου δεν είναι μια έκφραση δημιουργικής σκέψης, αλλά μια
στρατευμένη, κατόπιν υποδείξεως, άποψη».[1]
Η απλουστευτική σκέψη της ημιμάθειας κατασκευάζει και τα αντίστοιχα
επιχειρήματα του λαϊκισμού: αφού «έχουμε πόλεμο», δικαιολογείται και η
επίθεση στον Χαντζόπουλο και το σιωπητήριο στον Τατσόπουλο∙ μ’ ένα
σμπάρο, δυο τρυγόνια.
Εδώ και καιρό, ο ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκοντας την εξουσία-για-την-εξουσία,
έχει υιοθετήσει αυτό το σενάριο «πολέμου», ποντάροντας στη στρατηγική
της έντασης και του πολωτικού διπολισμού. Στο πολιτικό επίπεδο, αυτή η
στάση εκφράζεται με τη διαρκή επίκληση του «αντιμνημονιακού μετώπου»,
της «ρήξης» και της «λαϊκής ανατροπής». Στο πολιτισμικό επίπεδο, η
εμπόλεμη προδιάθεση εκφράζεται με την αναβίωση μιας γραφικής
καλλιτεχνικής συζήτησης για την «τέχνη της αντίστασης και της
διαμαρτυρίας», με έμφαση σε διάφορα υποπροϊόντα που προβάλλονται, κατά
περίσταση, ως «αντιστασιακή τέχνη» και «αμφισβητησιακό αντι-σύστημα».
Κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα, χάνεται η εκλεπτυσμένη χειρονομία
της ίδιας της τέχνης, που χωρίς να μιλάει αυτιστικά για τον εαυτό της,
εξακολουθεί να στήνει γέφυρες με τον κοινωνικό κόσμο και να διεκδικεί
τον πολιτικό της ρόλο, πέρα από την εργαλειακή στράτευση.
Η πρόσφατη γελοιογραφία του Δημ. Χαντζόπουλου ανήκει ακριβώς σε αυτή
την «τέχνη του εφήμερου», που σχολιάζει με τη δύναμη του κωμικού
«υστερόγραφου» τις πρωταγωνίστριες στα γεγονότα της ΕΡΤ. Το θέμα ωστόσο
δεν εξαντλείται στο νυκτερινό μονόπρακτο της κ. Κωνσταντοπούλου και της
κ. Μακρή. Το πολιτικό θέατρο είναι κομμάτι της μιντιακής πρακτικής, και
βέβαια η έκθεση των πρωταγωνιστών/τριών είναι δεδομένη. Το ίδιο
αναπόφευκτη είναι και η κριτική∙ όχι βέβαια στο όνομα των έμφυλων ρόλων
αλλά στο όνομα των συγκεκριμένων επιλογών. (Για αυτό άλλωστε και ο
προσεκτικός αναγνώστης της γελοιογραφίας του Χαντζόπουλου θα πρόσεξε
ίσως το εμφανές σημειολογικό κλειδί: το pole dancing των δύο
«χορευτριών» δεν γίνεται πάνω σε μπαρόβιο στύλο αλλά πάνω στις κεραίες
της ΕΡΤ).
Φοβάμαι επομένως πως αυτό που δεν κατάλαβαν αυτή την εβδομάδα «οι
σύντροφοι της άλλης όχθης» είναι πως το πρόβλημα δεν ήταν τελικά η
«προπαγάνδα των ”Νέων”» αλλά το πώς η «Αυγή» έγινε αίφνης μια μικρή
«Πράβντα», που έστησε δίκες προθέσεων, θυσιάζοντας έτσι τη μακρά
«κουλτούρα ανεκτικότητας», που χαρακτηρίζει την ανανεωτική αριστερά.
Κάπως έτσι καταλάβαμε όλοι πως εκτός από τη γελοιογραφία υπάρχει και η
γελοιότητα. Αν υποψιαστούμε ωστόσο πως πίσω από τη γελοιότητα τριγυρίζει
και το φάντασμα του Ζντάνοφ, δεν μας μένει παρά να φωνάξουμε σαν την κ.
Ζωή Κωνσταντοπούλου : «Βοήθειαααα, βοήθειαααα»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου