Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, 02.11.13
Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε πριν από ένα μήνα, εν θερμώ, αμέσως μετά τη σύλληψη της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής για εγκληματικές πράξεις, και δημοσιεύτηκε στοThe Books’ Journal. Κεντρική ιδέα του κειμένου είναι ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία κατάφερε, παρά τη συστηματική προσπάθεια απαξίωσής της, να αντιδράσει αποτελεσματικά στον ακροδεξιό εξτρεμισμό. Όμως αυτό ενώ ήταν αναγκαίο, δεν είναι και ικανό για να εκριζώσει τον ποικιλόχρωμο πολιτικό εξτρεμισμό, που έχει εμφωλευτεί σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Δυστυχώς, είναι ένα τραγικά επίκαιρο κείμενο, όπως αποδεικνύει η χθεσινή δολοφονία δύο χρυσαυγιτών από αγνώστους, μέχρι στιγμής, δράστες. Η διαπίστωση ότι η βία δεν είναι προνόμιο της ακροδεξιάς μόνον, και ότι ο εξτρεμισμός έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία δεν πρέπει να εμποδίσει τη συντεταγμένη πολιτεία να πράξει και τώρα το καθήκον της συλλαμβάνοντας και τιμωρώντας παραδειγματικά τους δράστες.
Λοιδορήσαμε με κάθε τρόπο την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Την αποκαλέσαμε χλευαστικά «αστική». Την εγκαλέσαμε ως νεοφιλελεύθερη. Αγνοήσαμε επιδεικτικά ότι ήταν το πλέον σταθερό πολίτευμα που είχαμε στα 180 χρόνια της κρατικής μας υπόστασης. Την υποβιβάσαμε περιφρονητικά σε «καπιταλισμό», ξεχνώντας ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν είναι απλώς οικονομία της αγοράς.
Είναι και νεωτερικότητα, είναι και κράτος δικαίου, είναι και προστασία των μειοψηφιών, είναι και πλουραλισμός. Η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός πέρασαν και δεν ακούμπησαν σε αυτή τη χώρα. Αγνοήσαμε ότι τα θεμελιώδη της κοινωνικής μας συνύπαρξης, το κοινωνικό συμβόλαιο που μας συγκροτεί σε σώμα, μεταβάλλοντας τους ιδιώτες σε πολίτες, προβλέπουν δικαιώματα, υποχρεώσεις και κυρώσεις. Εμείς σταθήκαμε μόνο στα δικαιώματα και κάναμε delete στις άλλες δύο λέξεις.
Αναθρέψαμε δύο γενιές με τη λογική της ανοχής στην ανομία, της ήσσονος προσπάθειας και του ακραίου ατομισμού. Ψηφίσαμε πολιτικούς που ήθελαν να είναι αρεστοί, όχι χρήσιμοι. Θεριέψαμε ένα πελατειακό τέρας που αντιδρούσε και αντιδρά σε κάθε προσπάθεια να γίνουμε μια κανονική χώρα. Θεωρήσαμε ότι όλοι μάς χρωστάνε και δεν χρωστάμε σε κανέναν. «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε» ήταν το σύνθημα που δονούσε τις πλατείες της αγανάκτησης το καλοκαίρι του 2011.
Αρνηθήκαμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και ρίξαμε όλα τα βάρη της κρίσης στους ξένους και την πολιτική τάξη. Ενθαρρύναμε και επικροτήσαμε την πολιτική βία, ξεχωρίζοντάς την μάλιστα σε καλή και σε κακή.
Ενδώσαμε στις σειρήνες του λαϊκισμού και δώσαμε εκλογική πελατεία σε ανεύθυνους λαοπλάνους. Ο εθνικολαϊκισμός που διαπέρασε οριζοντίως, σαν μαχαίρι, το πολιτικό φάσμα έγινε το νέο πνεύμα των καιρών.
Την απαξιώσαμε τόσο πολύ, που χούντα την ανεβάζαμε, χούντα την κατεβάζαμε. Μερικοί μάλιστα έφτασαν στο σημείο να πουν ότι ο καπιταλισμός είναι που χρησιμοποιεί σαν μακρύ χέρι του τον ναζισμό. Η τζάμπα μαγκιά περίσσεψε.
Έτσι δημιουργήθηκε το εύφορο έδαφος, το θερμοκήπιο, για την επώαση μιας εγκληματικής ομάδας που περιβλήθηκε τον μανδύα του πολιτικού κόμματος. Με την ψήφο μας τους στείλαμε στη Βουλή. Ανεχτήκαμε τις εγκληματικές τους πράξεις, ξεχνώντας ότι η Δημοκρατία ανέχεται ακόμα και αυτούς που τη μισούν και την εχθρεύονται, αλλά πρέπει να είναι αμείλικτη με εκείνους, από όπου και αν προέρχονται, που κάνουν εγκληματικές πράξεις.
Σχεδόν φτάσαμε στον πάτο του βαρελιού. Και ξαφνικά ήλθε μια σπίθα για να βάλει φωτιά στο λιβάδι. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από χρυσαυγίτη. Το ποτήρι ξεχείλισε. Αυτή η δημοκρατία, η ατελής, η προβληματική, η πελατειακή, η πολλαπλά λοιδορηθείσα, η φλεγομένη και μηδέποτε καιομένη, βγήκε από το ημίφως. Υπερασπίστηκε την τιμή και την υπόληψή της. Θυμήθηκε τον ρόλο της. Όρθωσε το ανάστημά της. Η αστυνομία όταν παίζει σωστά τον ρόλο της αποδεικνύει την αστοχία του «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».
Η δημοκρατία μάς έστειλε ένα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες. Μπορείτε να έχετε όποια γνώμη θέλετε για μένα, μας είπε, αλλά υπάρχουν οι κανόνες του παιγνιδιού, που πρέπει να τους σέβεστε, είτε με θέλετε πιο ριζοσπαστική, είτε πιο σοσιαλιστική, είτε πιο φιλελεύθερη, είτε πιο συντηρητική. Η δημοκρατία είναι το κοινό μας σπίτι.
Απέδειξε ότι παρά τα πολλαπλά πλήγματα, είναι ακόμα ζωντανή. Συνέλαβε την εγκληματική συμμορία και έστειλε μήνυμα ότι δεν θα ανεχτεί εγκληματικές πράξεις. Απέδειξε ότι ο Τσόρτσιλ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «η Δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όλα τα άλλα». Υποκλίνομαι στο μεγαλείο της, στη δυνατότητά της να διορθώνει τα λάθη της, να διδάσκεται από τις παραλήψεις της, να είναι συμπεριληπτική, να είναι προσαρμοστική, να ανέχεται, να αμύνεται και να αντεπιτίθεται, όποτε χρειάζεται.
Τα παραπάνω ισχύουν με τη ρητή, κατηγορηματική και αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση ότι οι κακουργηματικές κατηγορίες εναντίον του αρχηγού και στελεχών της Χρυσής Αυγής είναι τεκμηριωμένες και θεμελιωμένες σε πολλαπλά διασταυρωμένα στοιχεία. Αλλιώς, θα γυρίσουν μπούμερανγκ.
Ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα και ας συνεχίσουμε. Το πολύτιμο δώρο που προέκυψε από ένα τυχαίο γεγονός, τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δεν πρέπει να το αφήσουμε χωρίς συνέχεια. Δεν χρειάζονται μικροψυχίες και μισόλογα, αμήχανες τοποθετήσεις.
Η Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση δέχτηκε ένα συντριπτικό πλήγμα. Όμως, ως πολιτική ιδεολογία και πρακτική παραμένει. Χτυπήθηκε το σύμπτωμα, όχι η ρίζα του κακού. Οι ιδέες της, ο πολιτικός εξτρεμισμός της, δεν εξαρθρώνονται με αστυνομικές επιχειρήσεις. Αποδομούνται με συστηματική και μακροχρόνια προσπάθεια. Ο χρυσαυγιτισμός στις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων θα εξαφανιστεί μόνον όταν και εάν η ελληνική κοινωνία σταματήσει να αποδέχεται και να υιοθετεί την πολιτική βία. Ακόμα και εάν φυλλορροήσει η Χρυσή Αυγή, πρέπει να αποτρέψουμε την εμφάνιση ενός παρόμοιου μορφώματος. Πρέπει να εκριζώσουμε τις ιδέες της, την πολιτική βία και τον εξτρεμισμό από την ελληνική κοινωνία.
Θα πρέπει επιτέλους να υπερβούμε αυτή την πρωτόγονη, αφελή, συνωμοσιολογική ανάγνωση της Ιστορίας, σύμφωνα με την οποία η Χρυσή Αυγή ήταν το προκεχωρημένο φυλάκιο ενός απροσδιόριστου «συστήματος». Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν υποδηλώνουν τίποτα άλλο από διανοητική νωθρότητα, που αντικαθιστά τα γεγονότα με τις αθεμελίωτες εικασίες. Είναι ο βαθμός μηδέν της έλλογης προσέγγισης.
Πολύ περισσότερο, ο χρυσαυγιτισμός δεν αντιμετωπίζεται με τις πρακτικές κάποιων «αντιφασιστών» που κραυγάζοντας συνθήματα του τύπου «φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες» εκτοξεύουν μολότοφ και καταστρέφουν περιουσίες. Αυτές οι πρακτικές αναπαράγουν και πολλαπλασιάζουν την ποικιλόχρωμη πολιτική βία.
Εδώ και τώρα, αυτή είναι η μεγάλη στιγμή της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι δυνάμεις του συνταγματικού τόξου πρέπει να τολμήσουν ένα μίνιμουμ συνεννόησης στα θέματα που αναφέραμε. Παράλληλα, η κοινωνία πρέπει να ανασυγκροτηθεί και να απαιτήσει να δοθεί τέρμα στην πολιτική βία και στις εγκληματικές πράξεις. Είναι μια μοναδική ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε ότι η πολιτική αντιπαράθεση δεν είναι ανάμεσα σε εχθρούς και φίλους, στις δυνάμεις του φωτός και τις δυνάμεις του σκότους, «εμάς» και «αυτούς».
Το πολιτικό παίγνιο στις σύγχρονες κοινωνίες είναι ανάμεσα σε δυνάμεις που διαφωνούν, συγκρούονται, αλλά δεν λειτουργούν μανιχαϊστικά. Πολλές φορές μάλιστα είναι απαραίτητοι οι συμβιβασμοί και οι συνθέσεις, αντί για την επίκληση σε «αδιαπραγμάτευτες αρχές». Ας ρίξουμε και μια ματιά στο τι γίνεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Ένα τυχαίο γεγονός, όπως η δολοφονία, μπορεί, υπό όρους και προϋποθέσεις, να λειτουργήσει ως καταλύτης για να εξαϋλωθούν παγιωμένες νοοτροπίες και συμπεριφορές δεκαετιών, για να «απομαγευτεί» η ελληνική κοινωνία.
Εάν συμβούν όλα ή κάποια από όσα εκτέθηκαν, τότε υπάρχει ελπίδα να ανασυγκροτηθεί ο κοινωνικός ιστός μιας διαλυμένης χώρας με βάση τις αρχές που θεμελίωσαν την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα.
Ας το προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.
* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal, τεύχος 36, Οκτώβριος 2013.
Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος είναι συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου