Ο όρος «ιδεολογική καθαρότητα» εύλογα προκαλεί επιφυλάξεις.
Παραπέμπει σε μια απόλυτη αλήθεια που όποιος την επικαλείται θέλει να
μας πείσει ότι την ενσαρκώνει ή τουλάχιστον έχει πρόσβαση σ’ αυτήν, και
συνήθως ενδημεί σε σέχτες θρησκόληπτων ή αριστεριστών. Από την άλλη
μεριά, όμως, χρειαζόμαστε την έννοια της ταυτότητας. Χωρίς ταυτότητα
γινόμαστε τα πάντα, άρα τίποτα. Προτείνω λοιπόν στη θέση της ιδεολογικής
καθαρότητας να βάλουμε την ταπεινή αρετή της σαφήνειας. Με αυτό κατά
νου, ποιες είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θα τεθούν στο συνέδριο
της ΔΗΜΑΡ, αρχίζοντας από το πώς βγήκε από την κυβέρνηση, περνώντας στο
γιατί αρνήθηκε να συμμετάσχει στην «κίνηση των 58», και καταλήγοντας στο
«τώρα τι κάνουμε»; Οποιες και όσες κι αν είναι οι απαντήσεις, χωρίζονται σε δύο
κατηγορίες. Η πρώτη έχει να κάνει με την κομματική πολιτική. Δηλαδή,
ποιος καπελώνει, εξαγνίζει, υπονομεύει ή προωθεί ποιον; Κοντολογίς,
ποιος ωφελείται και ποιος ζημιώνεται; Κρίνοντας από τα σχόλια, η
συζήτηση περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτό το επίπεδο. Το οποίο
δεν προτίθεμαι να αμφισβητήσω ως παρακατιανό· έτσι ασκείται η πολιτική,
άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας ότι τέτοιου
είδους αντιπαραθέσεις μπορεί μεν να γεννούν πάθη, αλλά σπανίως
διεισδύουν στην καρδιά των θεμελιακών επιλογών.
Αντίθετα, θα έλεγα ότι
συχνά μοιάζουν με ασκήσεις ρητορικής όπου οι μαθητευόμενοι υποστηρίζουν
μια θέση και αμέσως μετά την αντίθετη για να αποκτήσουν την τεχνογνωσία
του επαγγέλματος: τονίζεις ορισμένα σημεία, ενώ αποσιωπάς άλλα,
αυξομειώνεις τη βαρύτητα μιας πτυχής του προβλήματος και μετατοπίζεις το
νόημα κάποιων όρων για να καταλήξεις στο προειλημμένο συμπέρασμα. Ετσι,
η όποια στάση της ΔΗΜΑΡ, όπως π.χ. το αν πρέπει ή όχι να συνεργαστεί
μετεκλογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, εύκολα εγκρίνεται ή απορρίπτεται.
Κάτω απ’ όλα αυτά όμως κρύβεται μια ουσιαστική αντιπαράθεση για την
οποία πρέπει να είμαστε σαφέστατοι. Εννοώ ότι η ΔΗΜΑΡ οφείλει να
διαλέξει ανάμεσα στις διάφορες προτάσεις που η γκάμα τους αρχίζει από τη
ριζοσπαστική Αριστερά και φτάνει μέχρι τον νεοφιλελευθερισμό και να
παραθέσει τους λόγους που καθόρισαν την επιλογή της. (Ο φιλελευθερισμός
εμπεριέχει μια πολιτική και μια οικονομική εκδοχή, οι οποίες κακώς και
συχνά ιδιοτελώς ταυτίζονται. Εδώ αναφέρομαι στη δεύτερη, τον
νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή την απορρύθμιση της αγοράς.) Οι προτάσεις
αυτές αφορούν σε τελική ανάλυση τον ρόλο του κράτους ή του Δημοσίου, και
για να κατανοήσουμε τι ακριβώς παίζεται, θα μας βοηθήσει ίσως να τις
διαβάσουμε με όρους διάγνωσης και θεραπείας μιας ασθένειας. Και για να
το πω επιγραμματικά, το πρόβλημα στη ΔΗΜΑΡ -και γενικότερα- οφείλεται
στην τάση να εξαλείφουμε τη διάκριση μεταξύ διάγνωσης και θεραπείας,
θεωρώντας –λανθασμένα– ότι η μετάβαση από τη μία στην άλλη είναι
αυτονόητη, ενώ, κατά τη γνώμη μου, ακόμα κι αν συμφωνούμε στη γενική
διάγνωση, η θεραπεία παραμένει πολιτικά επίμαχη.
Πιο συγκεκριμένα, η κόντρα με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σχετικά απλή επειδή
επικεντρώνεται μόνο στη διάγνωση: η ριζοσπαστική Αριστερά ισχυρίζεται
ότι το ελληνικό Δημόσιο μπορεί να έχει κάποια ψιλοπροβλήματα, αλλά
παραμένει βασικά υγιές. Οι συντεχνίες δεν υπάρχουν, τα αιτήματα του κάθε
κλάδου πρέπει πάντα να ικανοποιούνται, και ίσως να ισχύει ακόμα η
αρχική εκτίμηση του Αλ. Τσίπρα ότι το πρόβλημα θα λυθεί αν γίνουν
100.000 νέες προσλήψεις στο Δημόσιο. Συνεπώς δεν τίθεται καν θέμα
θεραπείας. Στον χώρο της Κεντροαριστεράς, ωστόσο, τα πράγματα
αποδεικνύονται πολύ περίπλοκα: το μήνυμα που εξέπεμψε αρχικά η ΔΗΜΑΡ
ήταν η παραδοχή ότι το Δημόσιο νοσεί (διάγνωση). Κι αυτό ήταν αρκετό για
να γοητεύσει πολλούς προσκείμενους στη νεοφιλελεύθερη Δράση, μερικοί
από τους οποίους μάλιστα μετακόμισαν στην Αγίου Κωνσταντίνου. Φέρνοντας
όμως μαζί τους την πεποίθηση που τους κάνει νεοφιλελεύθερους, ότι δηλαδή
η λύση είναι η απορρυθμισμένη ελεύθερη αγορά (θεραπεία). Με άλλα λόγια,
οι παθογένειες του καθ’ ημάς Δημοσίου δεν προκύπτουν από τον τρόπο
συγκρότησης και λειτουργίας του ελληνικού κράτους και συνεπώς δεν είναι
ιάσιμες, αλλά αποτελούν ουσιαστικά χαρακτηριστικά οποιασδήποτε κίνησης
να αμφισβητηθούν οι αξίες του καπιταλισμού της απορρυθμισμένης αγοράς
και μέσω του κράτους να αμβλυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες και αδικίες.
Για τους νεοφιλελεύθερους, όλα αυτά οδηγούν νομοτελειακά στο πελατειακό
κράτος και τον «κρατισμό». Αυτή δεν ήταν η λογική που εξέθρεψε την
εκτρωματική σοσιαλδημοκρατία τύπου Μπλερ, αυτή δεν εξουσιοδότησε την
απληστία και εκτόξευσε τις ανισότητες και την εκμετάλλευση, αυτή δεν
επέβαλε την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και οδήγησε ολόκληρο
τον κόσμο στο χείλος της αβύσσου;
Ισως οι αντίρροπες πιέσεις στο εσωτερικό της ΔΗΜΑΡ προς τη δημαγωγική
υπεράσπιση του δημόσιου τομέα αφενός και αφετέρου προς την ιδεολογική
απόρριψή του για λόγους αρχής να μην έγιναν αμέσως αντιληπτές.
Αποδείχθηκε όμως ότι η λύση που συνειδητά ή ανεπίγνωστα εφάρμοσε, δηλαδή
η συμβίωσή τους μέσα στο ίδιο κόμμα, απέτυχε. Ισως επίσης ο χώρος του
δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν θα προκύψει από τη συγκόλληση διαμετρικά
αντίθετων απόψεων, ούτε από τη μετακίνηση προς τη μία ή την άλλη, αλλά
θα πρέπει να δημιουργηθεί, γιατί σήμερα υπάρχει μόνο ως υπόσχεση. Ισως
–κι αυτό είναι ελπίδα, όχι πρόβλεψη– η αρχή μπορεί να γίνει στο συνέδριο
της ΔΗΜΑΡ.
Και κάτι τελευταίο, επιστρέφοντας στη μεταφορά της διάγνωσης και της
θεραπείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι νεοφιλελεύθεροι μπορεί να διαφέρουν όπως η
μέρα από τη νύχτα, αλλά συγκλίνουν, ανομολόγητα, σε ένα καίριο σημείο:
αμφότεροι πιστεύουν ότι όποιος δεχθεί τη διάγνωση ότι το Δημόσιο νοσεί
είναι σε τελική ανάλυση νεοφιλελεύθερος· κι όποιος απορρίψει τη θεραπεία
μέσα από την απορρύθμιση της αγοράς είναι σε τελική ανάλυση ΣΥΡΙΖΑ. Ο
απώτερος στόχος όχι μόνο του πολιτικού αλλά και του ιδεολογικού
διπολισμού είναι να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρχει τρίτη λύση.
Δηλαδή να αρθεί ο λόγος ύπαρξης της ΔΗΜΑΡ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου