Του Πάσχου Μανδράβέλη, Καθημερινή, 10.11.13
Ολα όσα ξέρουμε για το ελληνικό κράτος είναι λάθος, ισχυρίζεται στο βιβλίο του «Κράτος και ομάδες συμφερόντων, Μια κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας» (εκδ. Πόλις), ο καθηγητής του Παντείου κ. Χρυσάφης Ιορδάνογλου. Και σε ό,τι αφορά το μέγεθός του και για τη σχέση του με την κοινωνία και ειδικά εκείνο το κομμάτι της που βαφτίστηκε «των πολιτών». Στο εξαιρετικά πυκνό πόνημα ο κ. Ιορδάνογλου ζητεί να ξαναδιατυπωθεί το –κατά Γ. Βούλγαρη– «μεταπολιτευτικό κοινωνιολογικό παράδειγμα» με πιο ουσιαστικό και ορθό τρόπο στις τρεις συνιστώσες του: α) τις πελατειακές σχέσεις πολιτικών - πολιτών, β) το υπερτροφικό κράτος, γ) την ασθενή κοινωνία των πολιτών. Αυτές συναρμόζονται σε μια κυρίαρχη θεωρία που συνοψίζεται σε δύο προτάσεις: «1. Οι πελατειακές σχέσεις είναι “ο τρόπος συμμετοχής των μαζών στην πολιτική”. Είναι δηλαδή το κλειδί για την ερμηνεία της πολιτικής ζωής. 2. Η κοινωνία των πολιτών είναι ασθενής. Το κράτος και τα κόμματα είναι ισχυρά και η υπερτροφία τους στραγγίζει τη δυνατότητα της κοινωνίας για αυτόνομη έκφραση». Το πρόβλημα βρίσκεται στους ορισμούς που επικράτησαν και συσκοτίζουν αντί να εξηγούν την ιστορική εξέλιξη.
Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, τις πελατειακές σχέσεις, καλλιεργείται η σύγχυση μεταξύ της «προσωπικής εκδούλευσης που παρέχεται με αντάλλαγμα την πολιτική νομιμοφροσύνη του πελάτη» και της εύνοιας προς ολόκληρες ομάδες πολιτών από την οποία βγαίνουν κερδισμένοι και οι ψηφοφόροι και οι αντίπαλοι των πολιτικών που θεσμοθετούν τα μέτρα εύνοιας.
«Πρόκειται για δύο ανόμοια πράγματα που διαφέρουν ως προς ένα στοιχείο τόσο θεμελιώδες που δεν μπορεί να αγνοηθεί: συνεπάγονται διαφορετικές σχέσεις ισχύος», γράφει ο κ. Ιορδάνογλου. Στο ρουσφέτι δηλαδή, ο ισχυρός πόλος είναι ο πολιτικός. Στην προνομιακή μεταχείριση ομάδων, ειδικά αν υπάρχει πληθώρα τέτοιων ομάδων «που είναι σε θέση να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους πάνω στην υπόλοιπη κοινωνία, τότε η εικόνα μιας κοινωνίας ανίσχυρων ατόμων έρμαιου στα χέρια μιας πολιτικής ελίτ υπονομεύεται. Οι πολιτικοί μπορούν θαυμάσια να είναι δέσμιοι ενός θηρίου που είτε οι ίδιοι είτε οι προκάτοχοί τους (από σχέδιο ή ανικανότητα) εξέθρεψαν».
Εξ αυτού προκύπτει μια δεύτερη προβληματική πρόταση του μεταπολιτευτικού κοινωνιολογικού παραδείγματος. «Οι εμπνευστές της θεωρίας περί ασθενούς κοινωνίας των πολιτών είχαν στο μυαλό τους μια κοινωνία που θα ήθελαν να είχαν και όχι αυτή που πράγματι είχαν μπροστά τους». Το πρόβλημα βρίσκεται στον ορισμό. Αν ορίσουμε ως κοινωνία των πολιτών τις φυσιολατρικές οργανώσεις και τα φιλανθρωπικά σωματεία, γενικώς τις «ενώσεις όλων των καλοπροαίρετων πολιτών που διατείνονται ότι θέλουν το κοινό καλό... [τότε] η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα είναι ασθενέστατη».
«Αν την ορίσουμε όμως με πιο ρεαλιστικό τρόπο π.χ. “κοινωνία των πολιτών είναι όλες οι τυπικές ή άτυπες συσσωματώσεις πολιτών με κοινά συμφέροντα και βλέψεις που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν έχουν ως σκοπό τους την άσκηση πολιτικής εξουσίας και δεν διοικούνται από το κράτος” τότε η εικόνα αλλάζει». Σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνονται συνδικάτα, ενώσεις επιχειρηματιών, επιμελητήρια, εκκλησιαστικές οργανώσεις κ.λπ. και συνεπώς «η κοινωνία των πολιτών δεν είναι ασθενής, είναι μια χαρά στην υγεία της. Απλώς δεν είναι αυτή που ενδεχομένως θα θέλαμε να είναι. Επιπλέον δεν είναι γενικώς και αορίστως ανίσχυρη. Μερικοί θύλακές της μάλιστα είναι τόσο ισχυροί, που δύσκολα κανείς θα τολμούσε να τα βάλει εναντίον τους... Στην περίοδο της μεταπολίτευσης, οι δαπανηρότερες κρατικές πρωτοβουλίες συσχετίζονται ως επί το πλείστον με ευνοϊκές ρυθμίσεις για ολόκληρες κοινωνικές ομάδες και λιγότερο με αυτές που μπορούν να συσχετισθούν με προσωπικές εκδουλεύσεις».
Ομάδες πίεσης και συμφερόντων, όμως, υπάρχουν παντού στον κόσμο. Το ερώτημα, για τον συγγραφέα, είναι αν «συγκροτούνται σε στενή συντεχνιακή βάση ή με τρόπο ευρύ και περιεκτικό». Αν το μέγεθος των ομάδων συμφερόντων είναι μικρό «σημαίνει ότι και το μερίδιό τους από μια (μέσω κάποιας μεταρρύθμισης) αύξηση του εθνικού εισοδήματος θα είναι αντίστοιχα μικρό. Συνεπώς είναι προτιμότερη η απόσπαση και διατήρηση πλεονεκτημάτων σε βάρος άλλων. Εάν οι ομάδες πίεσης συγκροτούνται με ευρύ τρόπο και περιλαμβάνουν μια πλειάδα επί μέρους συμφερόντων (π.χ. τα σουηδικά συνδικάτα), τότε η δομή των κινήτρων της δράσης αλλάζει... επομένως υπάρχουν καλύτερες πιθανότητες να συμβάλλουν στην προώθηση στόχων ευεργετικών για ευρύτερα κοινωνικά σύνολα».
Εκ των ανωτέρω μπορούμε να συμπεράνουμε κάποια πράγματα για την Ελλάδα, αν και δεν έχει χαρτογραφηθεί το μωσαϊκό των ομάδων πίεσης. Τα στενά συντεχνιακά συμφέροντα, που είναι αντίθετα πολλάκις με το κοινό καλό, δεν θα μπορούσαν να επικρατήσουν χωρίς κάποιο ιδεολογικό μασκάρεμα περί «συλλογικού καλού». Εδώ υπήρχε έτοιμο ιδεολογικό πλαίσιο που αυτές οι ομάδες συμφερόντων ιδιοποιήθηκαν.
Στη νεοαριστερή ιδεοληψία ακόμη και πέντε άτομα αποτελούν συλλογικότητα, τα αιτήματα της οποίας πρέπει να υποστηριχτούν. Οπως έγραφε ο κ. Γιάννης Βούλγαρης «η “Αριστερά” έχει μετατραπεί σε εξάρτημα του λόγου της, σε εκφωνητή των κλισέ που ιστορικά αυτή παρήγαγε, αλλά που σήμερα τον διαχειρίζονται άλλοι με μεγαλύτερη μάλλον αποτελεσματικότητα... η κοινωνία “κρύβεται” πίσω από τα παραδοσιακά αριστερά κλισέ για να εξορθολογίσει και να νομιμοποιήσει επιλογές στασιμότητας...» («Η Μοιραία Πενταετία», εκδ. Πόλις). Στην ουσία δεν είναι η κοινωνία στο σύνολό της που κρύβεται πίσω από τα «παραδοσιακά αριστερά κλισέ αλλά οι ομάδες» συμφερόντων που διαχειρίζονται όλο το ιδεολογικό φορτίο της μεταπολίτευσης με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ώστε να αποσπούν προσόδους από την υπόλοιπη κοινωνία. Εκεί βρίσκεται η μεγάλη αλλαγή που επέφερε η μεταπολίτευση. Το προδικτατορικό κράτος (και πολύ περισσότερο η δικτατορία) «διέθετε εκτεταμένες θεσμικές δυνατότητες παρέμβασης στην αυτόνομη συλλογική δραστηριότητα που προερχόταν από τα “κάτω”... Η μεταπολίτευση έφερε μεγάλες αλλαγές. Το “παρασύνταγμα” και η μετεμφυλιακή νομοθεσία καταργήθηκαν και ένα ανεκτικό θεσμικό πλαίσιο σύντομα πήρε τη θέση του». Αυτό, όμως, «άλλαξε τον συσχετισμό ισχύος ανάμεσα στις κυβερνήσεις και την πίεση “από τα κάτω” αιτημάτων και μετέτρεψε τον πολιτικό ανταγωνισμό σε πλειοδοτικό διαγωνισμό. Οι μηχανισμοί παρέμβασης στην οικονομία που είχαν κληρονομηθεί από το παρελθόν δεν μπορούσαν πλέον να λειτουργούν ως όργανα ελέγχου. Αρχισαν να λειτουργούν ως όργανα κατευνασμού απαιτήσεων ασύμβατων με τη διατήρηση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας».
Το ελληνικό κράτος στην μετεμφυλιακή περίοδο και μέχρι την δεκαετία του '80 ήταν μικρό σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Το πρώτο μεγάλο άλμα γίνεται την προεκλογική χρονιά 1981 και συνεχίζει να μεγεθύνεται μέχρι τις αρχές της δεκαετία του '90. Τότε οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, φτάνουν το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Για δέκα περίπου χρόνια και παρά τις διακυμάνσεις το ελληνικό κράτος συμβαδίζει σε μέγεθος (σύμφωνα πάντα με τις δαπάνες) με τον μέσο όρο της «Ε.Ε. των 15». Το πρόβλημα στην «μοιραία πενταετία» 2004-2009 είναι ότι το ελληνικό κράτος συνεχίζει να μεγεθύνεται, ενώ τα ευρωπαϊκά να μειώνονται: το 2003 οι δαπάνες του ελληνικού κράτους είναι 45,1% του ΑΕΠ με μέσο ευρωπαϊκό όρο 47,4%, ενώ το 2009 οι ελληνικές δαπάνες φτάνουν το 54% του ΑΕΠ με μ.ο. ΕΕ 51,6%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου