Σε ποιον βαθμό η συνέπεια
λόγων και πράξεων είναι μια σημαντική, αν όχι κεντρική, αξία στον χώρο
της πολιτικής; Εάν, όπως πιστεύω (πρέπει να), είναι, τότε δεν μπορεί
παρά μερικά φαινόμενα στη χώρα μας να μας προβληματίσουν. Ειδικότερα
στην παράδοση των αριστερών, σοσιαλιστικών κομμάτων για τα οποία η
συνέπεια ανάμεσα στο «τι λέει» κάποιος και στο «τι πράττει» οφείλει να
συνιστά μια ιδιαίτερα υψηλής σημασίας ηθική αξία. Η διάσταση ανάμεσα στα
«λόγια» και στις «πράξεις» απαξιώνει την πολιτική και ιδιαίτερα την
Αριστερά. Το ερώτημα, όπως έχει διατυπωθεί στον αγγλοσαξονικό χώρο της
Αριστεράς, παραπέμπει στο «Do as I say or do as I do» - «Πράξε όπως λέγω
ή πράξε όπως πράττω». Και το ερώτημα εγείρεται όταν προφανώς υπάρχει
διάσταση ανάμεσα σε αυτό που λέγω και σε αυτό που πράττω. Και ίσως σε
ορισμένες περιπτώσεις να μην υπάρχει απλά και μόνο διάσταση αλλά «το
πράττω» να αντιστρατεύεται ευθέως «το λέγω». Με άλλα λόγια και σε απλά
νεοελληνικά, «άλλα να λες και άλλα να κάνεις». Σε αυτή την περίπτωση όλη
η έννοια του «leading by example», «να ηγείσαι με το παράδειγμά σου»,
που συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο μιας πετυχημένης και ουσιαστικά
νομιμοποιημένης, αποδεκτής ηγεσίας, σε οποιονδήποτε χώρο, πολιτικό,
κοινωνικό, οικονομικό, πάει περίπατο.
Στην Ελλάδα και σε πολλές περιπτώσεις και σε όλους τους πολιτικούς χώρους, αν και το πρόβλημα προσλαμβάνει μεγαλύτερη ηθική βαρύτητα στον χώρο της Αριστεράς, φαίνεται να κυριαρχεί η αντίληψη ότι μπορώ «να λέω», να υποστηρίζω απόψεις, αρχές (υποτίθεται), στόχους και αξίες και να παροτρύνω πολίτες, οπαδούς και κοινωνία συνολικά να τις ακολουθούν, να πράττουν, να συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο, αλλά στην προσωπική μου συμπεριφορά είμαι ελεύθερος «να πράττω» όπως νομίζω, να ακολουθώ τη δική μου ιδιαίτερη λογική έστω κι αν αυτή συγκρούεται βάναυσα με τα «όσα λέγω».
Κατά κάποιον τρόπο η κρατούσα αντίληψη οδηγεί σε μια κατάσταση σύμφωνα με την οποία τα όσα λέγω δημόσια «δεν με δεσμεύουν» ατομικά. Δεσμεύουν μόνο τις συλλογικότητες. Ετσι μπορώ, π.χ., να υπεραμύνομαι σθεναρά των δημόσιων αγαθών, όπως λ.χ. της δημόσιας παιδείας, αλλά να χρησιμοποιώ με πλήρη άνεση τα ιδιωτικά αγαθά και υπηρεσίες. Είναι εμφανές ότι στην περίπτωση αυτή η «ηγεσία μέσω του παραδείγματος» καταρρακώνεται πλήρως. Πριν από μερικά χρόνια υπουργός Παιδείας σε κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας οδηγήθηκε σε παραίτηση όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε στείλει τα παιδιά της σε ιδιωτικό σχολείο με δίδακτρα ενώ εμφανιζόταν ως φανατικός υποστηρικτής της δημόσιας εκπαίδευσης και των αρετών της. Οι κατηγορίες εναντίον της εστιάσθηκαν στην κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα στο «what I say» δημόσια και στο «what I do» ιδιωτικά.
Στην Ελλάδα όλα αυτά εμφανίζονται ολίγον «ως ψιλά γράμματα» ακόμη και σε τμήματα του χώρου της Αριστεράς. Δεν ζητά βεβαίως κάποιος την υποδειγματική συνέπεια λόγων και πράξεων, το ήθος ηγετών όπως, ας πούμε, του Λ. Κύρκου ή ακόμη του Χαρ. Φλωράκη (για να αναφερθούμε σε ονόματα που έφυγαν), αλλά τη στοιχειώδη συνέπεια, την αποφυγή της προκλητικής ασυνέπειας. Ούτε ζητά κάποιος μια ασκητική συμπεριφορά με μια ηθικολογούσα αφήγηση. Η «ανθρώπινη κατάσταση» υπαγορεύει πολλές φορές αποκλίνουσες συμπεριφορές.
Αλλά οφείλει κάποιος να διερωτηθεί, π.χ., εάν και κατά πόσον οι ατομικές συμπεριφορές, οι εμφανίσεις, οι πράξεις, οι δραστηριότητες (που εκδηλώνονται στον δημόσιο χώρο) ενός σημαντικού αριθμού διαπρύσιων αντιμνημονιακών (και όχι μόνο) πολιτικών συμβιβάζονται και σε ποιον βαθμό με τη θρηνολογούσα καταδίκη από πλευράς τους της φτώχειας, της ανέχειας, της εξαθλίωσης, της μιζέριας του απλού κόσμου. Ή εάν, από την άλλη μεριά, η κατηγορηματική και υψηλοφρόνως αναγγελλόμενη προσήλωση σε μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμό και άλλα «ηχηρά παρόμοια» ακολουθείται από ανάλογες ατομικές συμπεριφορές. Εμφανώς όχι. Η διάσταση ανάμεσα σε «ό,τι λέγω» και σε «ό,τι πράττω» λειτουργεί τελικά ως η πλέον διαβρωτική παράμετρος για την υπονόμευση της αξιοπιστίας της πολιτικής, ως ζημιογόνος κατάσταση για το συλλογικό, δημόσιο καλό. Αλλά βεβαίως σε μια χώρα που έχει αναδείξει ως υπέρτατο πολιτικό αξίωμα το λεχθέν ότι «στον χώρο της πολιτικής πολλά λέγονται αλλά δεν γίνονται και πολλά γίνονται αλλά δεν λέγονται» επιτρέπονται τελικά τα πάντα. Ετσι τα σεβαστά μέλη του Κοινοβουλίου που ψηφίζουν όλες τις περικοπές μισθών και συντάξεων θεωρούν ότι τα ίδια δεν θα πρέπει να έχουν την παραμικρή μείωση στις αποδοχές τους. Leading by example...
Στην Ελλάδα και σε πολλές περιπτώσεις και σε όλους τους πολιτικούς χώρους, αν και το πρόβλημα προσλαμβάνει μεγαλύτερη ηθική βαρύτητα στον χώρο της Αριστεράς, φαίνεται να κυριαρχεί η αντίληψη ότι μπορώ «να λέω», να υποστηρίζω απόψεις, αρχές (υποτίθεται), στόχους και αξίες και να παροτρύνω πολίτες, οπαδούς και κοινωνία συνολικά να τις ακολουθούν, να πράττουν, να συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο, αλλά στην προσωπική μου συμπεριφορά είμαι ελεύθερος «να πράττω» όπως νομίζω, να ακολουθώ τη δική μου ιδιαίτερη λογική έστω κι αν αυτή συγκρούεται βάναυσα με τα «όσα λέγω».
Κατά κάποιον τρόπο η κρατούσα αντίληψη οδηγεί σε μια κατάσταση σύμφωνα με την οποία τα όσα λέγω δημόσια «δεν με δεσμεύουν» ατομικά. Δεσμεύουν μόνο τις συλλογικότητες. Ετσι μπορώ, π.χ., να υπεραμύνομαι σθεναρά των δημόσιων αγαθών, όπως λ.χ. της δημόσιας παιδείας, αλλά να χρησιμοποιώ με πλήρη άνεση τα ιδιωτικά αγαθά και υπηρεσίες. Είναι εμφανές ότι στην περίπτωση αυτή η «ηγεσία μέσω του παραδείγματος» καταρρακώνεται πλήρως. Πριν από μερικά χρόνια υπουργός Παιδείας σε κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας οδηγήθηκε σε παραίτηση όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε στείλει τα παιδιά της σε ιδιωτικό σχολείο με δίδακτρα ενώ εμφανιζόταν ως φανατικός υποστηρικτής της δημόσιας εκπαίδευσης και των αρετών της. Οι κατηγορίες εναντίον της εστιάσθηκαν στην κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα στο «what I say» δημόσια και στο «what I do» ιδιωτικά.
Στην Ελλάδα όλα αυτά εμφανίζονται ολίγον «ως ψιλά γράμματα» ακόμη και σε τμήματα του χώρου της Αριστεράς. Δεν ζητά βεβαίως κάποιος την υποδειγματική συνέπεια λόγων και πράξεων, το ήθος ηγετών όπως, ας πούμε, του Λ. Κύρκου ή ακόμη του Χαρ. Φλωράκη (για να αναφερθούμε σε ονόματα που έφυγαν), αλλά τη στοιχειώδη συνέπεια, την αποφυγή της προκλητικής ασυνέπειας. Ούτε ζητά κάποιος μια ασκητική συμπεριφορά με μια ηθικολογούσα αφήγηση. Η «ανθρώπινη κατάσταση» υπαγορεύει πολλές φορές αποκλίνουσες συμπεριφορές.
Αλλά οφείλει κάποιος να διερωτηθεί, π.χ., εάν και κατά πόσον οι ατομικές συμπεριφορές, οι εμφανίσεις, οι πράξεις, οι δραστηριότητες (που εκδηλώνονται στον δημόσιο χώρο) ενός σημαντικού αριθμού διαπρύσιων αντιμνημονιακών (και όχι μόνο) πολιτικών συμβιβάζονται και σε ποιον βαθμό με τη θρηνολογούσα καταδίκη από πλευράς τους της φτώχειας, της ανέχειας, της εξαθλίωσης, της μιζέριας του απλού κόσμου. Ή εάν, από την άλλη μεριά, η κατηγορηματική και υψηλοφρόνως αναγγελλόμενη προσήλωση σε μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμό και άλλα «ηχηρά παρόμοια» ακολουθείται από ανάλογες ατομικές συμπεριφορές. Εμφανώς όχι. Η διάσταση ανάμεσα σε «ό,τι λέγω» και σε «ό,τι πράττω» λειτουργεί τελικά ως η πλέον διαβρωτική παράμετρος για την υπονόμευση της αξιοπιστίας της πολιτικής, ως ζημιογόνος κατάσταση για το συλλογικό, δημόσιο καλό. Αλλά βεβαίως σε μια χώρα που έχει αναδείξει ως υπέρτατο πολιτικό αξίωμα το λεχθέν ότι «στον χώρο της πολιτικής πολλά λέγονται αλλά δεν γίνονται και πολλά γίνονται αλλά δεν λέγονται» επιτρέπονται τελικά τα πάντα. Ετσι τα σεβαστά μέλη του Κοινοβουλίου που ψηφίζουν όλες τις περικοπές μισθών και συντάξεων θεωρούν ότι τα ίδια δεν θα πρέπει να έχουν την παραμικρή μείωση στις αποδοχές τους. Leading by example...
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου