Από τον Θανάση Γιαλκέτση, Εφημερίδα των Συντακτών
Στη σημερινή κρίση η Ευρώπη προσπαθεί να απαντήσει με μια νεοσυντηρητική πολιτική λιτότητας, που υπαγορεύει περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και στα εισοδήματα των ασθενέστερων τάξεων. Η κρίση αξιοποιείται ως ευκαιρία για να υλοποιηθεί μια αντιμεταρρύθμιση, η οποία πλήττει τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και απορρυθμίζει ακόμη περισσότερο την αγορά εργασίας. Η μεγάλη κρίση του 1929 γέννησε το New Deal, την πιο μεγάλη κοινωνική μεταρρύθμιση της αμερικανικής ιστορίας, που αποτέλεσε ιστορικό σταθμό για τον πολιτισμό ολόκληρης της Δύσης. Στη σημερινή κρίση η Ευρώπη προσπαθεί να απαντήσει με μια νεοσυντηρητική πολιτική λιτότητας, που υπαγορεύει περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και στα εισοδήματα των ασθενέστερων τάξεων. Η κρίση αξιοποιείται ως ευκαιρία για να υλοποιηθεί μια αντιμεταρρύθμιση, η οποία πλήττει τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και απορρυθμίζει ακόμη περισσότερο την αγορά εργασίας. Η ιδεολογία της λιτότητας παρουσιάστηκε αρχικά ως το αντίδοτο στις υπερβολές του οικονομικού φιλελευθερισμού, ως μια μορφή κάθαρσης και εξαγνισμού. Μας το θυμίζει ο Φεντερίκο Ραμπίνι, σε ένα πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα «La Repubblica». Γράφει χαρακτηριστικά ο Ιταλός δημοσιογράφος:
«Αρχικά, οι Γερμανοί υπήρξαν από τους πρώτους που κατηγόρησαν τον νεοφιλελευθερισμό ως αιτία της κρίσης του 2008. Είδαν σε αυτήν τη συστημική καταστροφή του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, που προκλήθηκε από τη Wall Street, την καταδίκη της “οικονομίας του χρέους”. Και είχαν δίκιο.
Τα στεγαστικά δάνεια ήταν εκείνα που προκάλεσαν την έκρηξη. Αυτά τα ανεξόφλητα δάνεια δόθηκαν σε οικογένειες ήδη υπερχρεωμένες ή με εισοδήματα εντελώς ανεπαρκή για την πληρωμή των δόσεων. Παραχωρώντας εύκολα πιστώσεις σε όλους, η Wall Street είχε επινοήσει ένα χρηματοοικονομικό by-pass, προκειμένου να επιλύσει ένα πελώριο κοινωνικό πρόβλημα: την παθολογική διεύρυνση των ανισοτήτων, το φτώχεμα των εργαζομένων και του μεσαίου στρώματος, την κατάρρευση των δυνατοτήτων αποταμίευσης των οικογενειών, τη δυσκολία απόκτησης πρώτης κατοικίας. Το σύστημα μπορούσε να λειτουργεί όσο η κερδοσκοπική φούσκα προκαλούσε την άνοδο της αξίας των ακινήτων.
»Οι υπερχρεωμένες οικογένειες μπορούσαν πάντα να ελπίζουν ότι, στην ανάγκη, θα πουλήσουν το σπίτι τους για να εξοφλήσουν τα χρέη. Οι τραπεζίτες, από τη μεριά τους, ήταν φαινομενικά απρόσβλητοι από τον κίνδυνο, καθώς κατακερμάτιζαν και τιτλοποιούσαν τις πιστώσεις τους, διαχέοντας το ρίσκο στις αγορές και στους επενδυτές. Οταν ο χάρτινος πύργος κατέρρευσε, ήταν ορθό να κατηγορηθεί ως υπεύθυνη “η κουλτούρα του εύκολου δανεισμού”. Αυτή η κουλτούρα, made in USA, ενισχύθηκε από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, από την πεποίθηση δηλαδή ότι οι ίδιες οι αγορές είχαν την ικανότητα να αυτορρυθμίζονται. Ενας από τους μέγιστους γκουρού αυτής της μονοδιάστατης σκέψης ήταν και ο Αλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας κατά τη διάρκεια της “χρυσής εποχής” (Κλίντον-Μπους), ο οποίος υποτιμούσε πάντα περιφρονητικά τις προειδοποιήσεις για τις κερδοσκοπικές φούσκες και για τη διόγκωση του χρέους, επειδή ήταν πεισμένος ότι οι αγορές, με την τέλεια ισορροπία τους, ήταν ήδη σε θέση να υπολογίζουν το ρίσκο, να προστατεύονται και να ξαναβρίσκουν μια φυσική ισορροπία.
»Μετά το 2008, από τη Γερμανία προέρχονταν ορισμένα από τα πιο ανελέητα κατηγορητήρια ενάντια στην αμερικανοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην εξαγωγή της κουλτούρας του εύκολου δανεισμού σε χώρες τόσο διαφορετικές, όπως η Ιρλανδία ή η Ισπανία. Δικαιολογημένα η Γερμανία της Ανγκελα Μέρκελ υπογράμμιζε στις διαγνώσεις της τον ισχυρό δεσμό ανάμεσα στο φαινόμενο των στεγαστικών δανείων και στην άλλη διάσταση των χρεών: την τάση των Ηνωμένων Πολιτειών να σωρεύουν εμπορικά ελλείμματα και χρέη με τον υπόλοιπο κόσμο (κυρίως με την Κίνα, την Ιαπωνία και τη Γερμανία, τις χώρες με ισχυρό εξαγωγικό εμπόριο). Η Γερμανία επέκρινε δηλαδή τη συνήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να καταναλώνουν πολλά περισσότερα από όσα παράγουν. Από το ξέσπασμα της κρίσης και έπειτα, η Γερμανία πείστηκε όχι μόνο για την οικονομική αλλά και για την ηθική της υπεροχή.
»Το ηθικό της όραμα, για τις αρετές της φειδούς, έγινε το όχημα για να ξαναμπεί και να εδραιωθεί στον κοινό νου μια παλιά εκδοχή του οικονομικού φιλελευθερισμού. Τον αποκαλούν Ordoliberalismus (εύτακτος φιλελευθερισμός) και έχει βαθιές ρίζες στον γερμανικό κόσμο. Μοιάζει με την ιδεολογία που πρέσβευε ο Χέρμπερτ Χούβερ, ο Αμερικανός πρόεδρος του κραχ το 1929. Ο Χούβερ δεν ήταν ένα τέρας που παρέμενε αναίσθητο μπροστά στα βάσανα των ανέργων. Προσπάθησε να κινήσει ορισμένους μοχλούς του κράτους για να μετριάσει τα πλήγματα της μεγάλης ύφεσης. Ηταν ωστόσο σταθερά πεισμένος ότι η Αμερική έπρεπε να “εξιλεωθεί” για τις υπερβολές της προηγούμενης περιόδου (της “επίχρυσης” εποχής, της εποχής της τζαζ, εκείνης του Μεγάλου Γκάτσμπι), για τα χρέη, τις κερδοσκοπικές φούσκες, την υπερβολική κατανάλωση. Μια ηθικολογική θεώρηση της οικονομίας μαζί με την εμπιστοσύνη στις ικανότητες αυτορρύθμισης της αγοράς τον οδηγούσαν να νομίζει ότι “εφτά χρόνια ισχνών αγελάδων” θα έπρεπε βιβλικά να τιμωρήσουν την υπερβολική ευημερία της προηγούμενης εποχής. Σε αυτό ερχόταν να προστεθεί μια πίστη (ηθικολογικής απόχρωσης) στις αρετές του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.
»Η Ανγκελα Μέρκελ δεν είναι ένας κλώνος του Χέρμπερτ Χούβερ. Κυβερνάει μια χώρα με ένα αναπτυγμένο και γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας. Ωστόσο, οι πολιτικές που έχει επιβάλει στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι παρόμοιες με τα προκεϊνσιανά λάθη. Είναι τα λάθη που απέφυγε η Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα. Η ανάκαμψη των ΗΠΑ διαρκεί ήδη εδώ και τρία χρόνια. Γεννάει θέσεις εργασίας με μέσο ρυθμό διακόσιες χιλιάδες νέες προσλήψεις τον μήνα. Η Αμερική δεν έχει βέβαια θεραπεύσει όλα τα δεινά της. Παραμένει η κληρονομιά πελώριων ανισοτήτων, η “εκκρεμότητα” νέων και ανειδίκευτων ανέργων, η επιρροή του λόμπι της Wall Street που είναι μέχρι τώρα φοβερή. Αλλά η Αμερική καταδεικνύει ότι η αποδέσμευση από τη μονοδιάστατη νεοφιλελεύθερη σκέψη –ακόμα και από τις ηθικολογικές και πουριτανικές της παραλλαγές– είναι η υποχρεωτική μετάβαση προκειμένου να αρχίσουμε να επανορθώνουμε την πελώρια κοινωνική καταστροφή. Ο Ομπάμα εκσυγχρόνισε το μάθημα του Τζον Μέιναρντ Κέινς, τη μοναδική ισχυρή μη αυταρχική σκέψη που γέννησε η δεκαετία του 1930: πρώτα πρέπει να προωθήσουμε την ανάπτυξη με κάθε τίμημα (το “τίμημα” του Ομπάμα είναι ένα έλλειμμα πάνω από 10% του ΑΕΠ στη διάρκεια της πιο σκοτεινής περιόδου της ύφεσης, στα χρόνια 2009-2010).
»Οταν η οικονομία ξαναρχίσει να γεννάει απασχόληση, η δημοσιονομική εξυγίανση είναι πιο εύκολη. Το καταδεικνύει η μείωση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, που γίνεται για πρώτη φορά από το 2007 και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των φορολογικών εσόδων. Το κράτος είναι και στη θεωρία Ομπάμα ο καταλύτης μιας νέας φάσης ανανεώσεων: από την πράσινη οικονομία ώς την επανίδρυση των εκπαιδευτικών συστημάτων. Το μοντέλο της Καλιφόρνιας, της πιο μεγάλης από τις Πολιτείες των ΗΠΑ που κατόρθωσε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της αυξάνοντας τη φορολόγηση των πλούσιων, καταδεικνύει αυτό το αντίθετο θεώρημα, που λειτουργεί ως αντίδοτο στον νεοφιλελευθερισμό: η ανάπτυξη ξεκινάει ξανά μόνον αν ενισχύεται η αγοραστική δύναμη των πιο πολυάριθμων στρωμάτων, των εργαζόμενων τάξεων και του μεσαίου στρώματος, των οποίων τα βάσανα είναι η απόδειξη μιας ιστορικής αποτυχίας των δίδυμων πολιτικών, της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού. Λιτότητα και νεοφιλελευθερισμός καταποντίζονται σφιχταγκαλιασμένοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου