Του Παναγιώτη Ιωακειμίδη, NEA, 5.7.13
Η έντονα φορτισμένη εγχώρια ατζέντα έχει εκ των πραγμάτων επισκιάσει αλλαγές, εξελίξεις, ανακατατάξεις που συντελούνται στο άμεσα γειτονικό μας περιβάλλον και μπορούν δυνητικά να επηρεάσουν τη χώρα. Οι αλλαγές/ ανακατατάξεις αφορούν την Τουρκία αλλά και τα Δυτικά Βαλκάνια και καλύπτουν πολλές διαστάσεις, ανάμεσά τους και τη σχέση των χωρών αυτών με την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Πρώτα απ’ όλα, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ακόμη μία βαλκανική χώρα, η Κροατία, αποτελεί από την 1η Ιουλίου πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι το 28ο μέλος και η δεύτερη χώρα που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (μετά τη Σλοβενία) που προσχωρεί στην Ενωση. Το γεγονός της ένταξης μιας ακόμη (βαλκανικής) χώρας είναι αυτό καθαυτό σημαντικό. Πιστοποιεί την ελκυστικότητα που απολαμβάνει η Ενωση στο εξωτερικό της περιβάλλον και αναδεικνύει ένα ιδιόμορφο πολιτικό παράδοξο: η Ενωση να αμφισβητείται έντονα στο εσωτερικό της, αλλά να «λατρεύεται» στο εξωτερικό της περιβάλλον, αφού όλα τα κράτη του ευρωπαϊκού περιγύρου, με οριακές εξαιρέσεις, στοχεύουν στην ένταξη.
Είναι ενδιαφέρον ότι ταυτόχρονα με την ένταξη της Κροατίας η Ενωση αποφάσισε να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Σερβία, ενώ στη διαπραγματευτική διαδικασία βρίσκεται το Μαυροβούνιο. Παράλληλα, οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Αλβανία, και εφόσον αποκρυσταλλωθούν σε ομαλό δημοκρατικό καθεστώς, μπορεί να οδηγήσουν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα στην επίσημη ανακήρυξη της χώρας σε «υποψήφια για ένταξη».
Η εξομάλυνση στις σχέσεις Σερβίας - Κοσόβου έχει ακόμη οδηγήσει στην απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων με την Πρίστινα για τη σύναψη «συμφωνίας σταθερότητας και σύνδεσης» ως το πρώτο βήμα σε μια διαδικασία που έχει ως κατάληξη την πλήρη ένταξη. Ολες αυτές οι εξελίξεις έχουν ιδιαίτερη και ευεργετική σημασία (και) για την Ελλάδα, η οποία άλλωστε άνοιξε τη διαδικασία για την ένταξη των βαλκανικών χωρών στην Ενωση πριν από δέκα ακριβώς χρόνια (στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης με την περίφημη Ατζέντα της Θεσσαλονίκης). Ωστόσο οι θετικές αυτές εξελίξεις και η ένταξη της Κροατίας δεν πρέπει να οδηγήσουν στην ψευδαίσθηση ότι σύντομα θα υπάρξει και νέα προσχώρηση βαλκανικής χώρας στην Ενωση. Δεν θα υπάρξει για πάρα πολλά χρόνια και τουλάχιστον μέχρις ότου η Ενωση επιλύσει τα εσωτερικά της προβλήματα, ξεπεράσει την οικονομική κρίση κ.λπ.
Ωστόσο το ιδιαίτερα ακανθώδες πρόβλημα για την Ευρωπαϊκή Ενωση, με άμεση επίπτωση για την Ελλάδα, παραμένει το θέμα «ένταξη Τουρκίας». Η Τουρκία ξεκίνησε, ως γνωστόν, ενταξιακές διαπραγματεύσεις ταυτόχρονα με την Κροατία, τον Οκτώβριο του 2005. Αλλά ενώ η Κροατία αποτελεί ήδη πλήρες, θεσμικό μέλος της Ενωσης, η Τουρκία βρίσκεται όσο ποτέ μακρύτερα από το στόχο της ένταξης. Από το 2005 και μέχρι σήμερα έχουν ανοίξει για συζήτηση μόνο δεκατρία διαπραγματευτικά κεφάλαια από ένα σύνολο τριάντα πέντε, δεν έχει κλείσει παρά μόνο ένα σχετικά ασήμαντο, και τα τελευταία τρία χρόνια δεν υπήρξε ουσιαστικά απολύτως καμία ενταξιακή διαπραγμάτευση.
Γαλλία, Γερμανία, Κύπρος και άλλες χώρες-μέλη είχαν (ή έχουν ακόμη) «μπλοκάρει» τη διαπραγμάτευση για σειρά από λόγους. Μόλις πρόσφατα η Γαλλία συμφώνησε στο άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου (για την περιφερειακή πολιτική) αλλά η Γερμανία δεν επέτρεψε την έναρξη της διαπραγμάτευσης (λόγω της έντονης αστυνομικής βίας που έχει ασκηθεί εις βάρος των διαδηλωτών στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις). Ετσι το Συμβούλιο αποφάσισε η επανεκκίνηση της ενταξιακής διαπραγμάτευσης να γίνει το φθινόπωρο και εφόσον έχουν εκπληρωθεί κάποιες προϋποθέσεις.
Αλλά και αν ακόμη υποθέσουμε ότι γίνεται η «επανεκκίνηση» αυτή, οι προοπτικές για την ένταξη της Τουρκίας (το 2023, στην 100ή επέτειο εγκαθίδρυσης του τουρκικού κράτους, όπως θα επιθυμούσε η Αγκυρα) εμφανίζονται μηδαμινές με βάση τα σημερινά δεδομένα και τάσεις. Και, το σπουδαιότερο, η Ευρώπη δεν φαίνεται να έχει κάποια αποκρυσταλλωμένη στρατηγική για την Τουρκία. Από τη μια μεριά αντιλαμβάνεται ότι η χώρα αυτή μπορεί να είναι πολύτιμος «στρατηγικός εταίρος» σε μια περιοχή έντονων ανακατατάξεων (αραβική αναταραχή, σύγκρουση στη Συρία, άνοδος Ιράν ως περιφερειακής δύναμης κ.λπ.). Από την άλλη όμως εκτιμά (οι περισσότερες χώρες-μέλη) ότι για διάφορους λόγους (πληθυσμιακό μέγεθος, θρησκεία, οικονομικό κόστος, κ.ά.) δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να την ενσωματώσει ως πλήρες μέλος. Ετσι κατά καιρούς έχει προτείνει διάφορα υποκατάστατα καθεστώτα σχέσεων («ειδική προνομιακή σχέση»), τα οποία όμως δεν συνιστούν και μια συνεκτική εναλλακτική στρατηγική. Και ως εκ τούτου επί του παρόντος παραμένει στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας». Αλλά για πόσο ακόμη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου