Του Claus Offe, Εφημερίδα των Συντακτών
Το δοκίμιο αυτό βασίζεται σε συνέντευξη του συντάκτη στην πολωνική εφημερίδα Krytyka Politycna. Κατά την επιμέλεια διατηρήθηκαν ορισμένα στοιχεία προφορικού λόγου. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Blätter für deutsche und internationale Politik», Βερολίνο, τον Ιανουάριο 2013.
Η Ευρώπη διανύει αναμφίβολα τη μεγαλύτερη κρίση από το 1945. Ολοένα περισσότεροι σύγχρονοι γνώστες της ιστορίας διακρίνουν μάλιστα ομοιότητες με την κατάσταση πριν το 1914 ή το 1933. Αν δεν ξεπεραστεί η κρίση, τότε το πολιτικό πρόταγμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά και η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία θα υποστούν σοβαρό πλήγμα, πέρα από την έκταση των κοινωνικών καταστροφών που ήδη έχει επιφέρει η κρίση σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η κρίση είναι τόσο σοβαρή γιατί παρουσιάζει μια δυσεπίλυτη, όπως φαίνεται, αντίφαση. Με απλά λόγια: αυτό που θα έπρεπε να γίνει επειγόντως είναι εξαιρετικά αντιλαϊκό και συνεπώς αδύνατο να επιβληθεί με δημοκρατικό τρόπο. Αλλά και σε μετα-δημοκρατικό, τεχνοκρατικό επίπεδο είναι δύσκολο να βρεθεί διέξοδος. Οι επαΐοντες συμφωνούν «κατ’ αρχήν» μεταξύ τους ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια μακροπρόθεσμη κοινοτικοποίηση του χρέους ή άλλοι τρόποι διακρατικής ανακατανομής των βαρών σε μεγάλη κλίμακα – όμως κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει αποδεκτό από το κοινό των ψηφοφόρων των πλούσιων χωρών. Αντίστοιχα, στις χώρες της περιφέρειας θα έπρεπε να υπάρξει ταχεία και διατηρήσιμη αύξηση της ανταγωνιστικότητας και μείωση του μισθολογικού κόστους για να μπορέσουν κάποτε να φθάσουν πιο κοντά σε ισοσκελισμένα εμπορικά ισοζύγια και σε κάπως διαχειρίσιμα δημοσιονομικά ελλείμματα. Όμως κι αυτό ακόμα, που θεωρείται «αναγκαίο» από τις ελίτ των ειδημόνων, δεν είναι εφικτό χωρίς να πληγεί σοβαρά η δημοκρατική κυριαρχία των κρατών αυτών, αφού ο λαός τους «απαιτεί» ακριβώς το αντίθετο.
Η ασυμφωνία μεταξύ οικονομικά αναγκαίου και πολιτικά εφικτού εμφανίζεται επομένως σε αμφότερες τις πλευρές της γραμμής Βορρά-Νότου που τέμνει την Ευρώπη. Όταν καταρρεύσει η ευρωζώνη εξαιτίας της αποτυχίας μας να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, τότε θα διαλυθεί και η ΕΕ. Με αυτή την προειδοποίηση έχει απόλυτο δίκιο γερμανίδα Καγκελάριος.
Βορειοευρωπαίοι και νοτιοευρωπαίοι λαϊκιστές
Η νέα διχοτόμηση της Ευρώπης αποκόπτει τον φτωχό Νότο από τον πλούσιο Βορρά. Οι λαϊκιστές στον Βορρά απορρίπτουν τις μεταβιβάσεις χρημάτων των φορολογουμένων και τις απομειώσεις χρέους (πόσω μάλλον αφού στην επικράτεια του βασικού χρηματοδότη επίκεινται εθνικές εκλογές), ενώ οι λαϊκιστές στον Νότο αντιστέκονται σθεναρά στις πολιτικές λιτότητας που πλήττουν μισθούς, συντάξεις και δημόσιο τομέα. Και τα δυο είδη λαϊκιστών ωφελούνται από την κρίση που τους χαρίζει πολιτική πελατεία και αναγκάζει τα λαϊκά κεντρώα κόμματα με τα συρρικνούμενα ποσοστά τους να τους μιμούνται. Στην Ελλάδα η νεοναζιστική «Χρυσή Αυγή» έχει αναδειχθεί πλέον σε τρίτο κόμμα σε όλη τη χώρα. Αφ’ ης στιγμής κατόρθωνε να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνασπισμού με άλλους αρνητές της Ευρώπης, το ευρώ θα γινόταν παρελθόν – εξαιτίας των αναμενόμενων αντιδράσεων από πλευράς ΕΚΤ, ΔΝΤ και των αγορών, αλλά και λόγω της αλυσιδωτής αντίδρασης που θα προκαλούσε.
Η διάλυση της ευρωζώνης και η αναπόφευκτη συνακόλουθη κατάρρευση της ΕΕ θα προκαλούσε ένα τσουνάμι πολιτικής και οικονομικής ύφεσης. Αυτό δεν αντικρούει το γεγονός ότι το ευρώ ήταν εξαρχής ένα ελαττωματικό οικοδόμημα. Βάζοντας κανείς την Ελλάδα και τη Γερμανία, για να φέρουμε δυο ακραία παραδείγματα , μαζί σε μια νομισματική ένωση, υποβάλλει τον πιο φτωχό και λιγότερο παραγωγικό εταίρο – αυτόν που έχει υψηλότερο μισθολογικό κόστος και είναι επομένως λιγότερο ανταγωνιστικός στο εξωτερικό του εμπόριο – σε τεράστιες οικονομικές πιέσεις. Του αφαιρείται αυτόματα η δυνατότητα της εξωτερικής προσαρμογής με δικά του μέσα, δηλ. μέσω μιας εθνικής νομισματικής πολιτικής (βλέπε υποτίμηση).
Ωστόσο η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη αποδεικνύεται εκ των υστέρων ως ένα από τα μοιραία λάθη τα οποία αφ’ ης στιγμής γίνουν αποκλείουν τη δυνατότητα διόρθωσης μέσω της επιστροφής στο προηγούμενο καθεστώς. Ακόμα κι αν όλοι οι εμπλεκόμενοι συμφωνούσαν σήμερα ότι η υιοθέτηση του ευρώ εντός μιας εντελώς λανθασμένα οικοδομημένης ευρωζώνης υπήρξε τεράστιο σφάλμα (λόγω της εξ αρχής υφιστάμενης και διαρκώς εντεινόμενης ανομοιογένειας της ζώνης, της έλλειψης ευελιξίας για μείωση των τιμών και μισθών, της παρεμπόδισης της κινητικότητας των εργαζομένων λόγω γλωσσικών φραγμών και της έλλειψης ενιαίας οικονομικής, φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ) – οποιαδήποτε προσπάθεια αντιστροφής θα είχε και μόνο από την εξαγγελία της καταστροφικές συνέπειες. Είναι πολύ απλά εξωπραγματικό να προσπαθεί κανείς να ξαναβάλει το τζίνι στο μπουκάλι.
Η παγίδα του ευρώ
Με την ένταξή τους στην ΕΕ τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν τη νομική δέσμευση να μεταρρυθμίσουν την οικονομία τους έτσι ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξης στην ευρωζώνη σύμφωνα με τα πέντε κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Αν επιχειρούσε κανείς να αναστείλει τον όρο αυτόν ή να οδηγήσει κράτη μέλη σε έξοδο από την ευρωζώνη, οι αρνητικές συνέπειες για τα κράτη αυτά θα έπαιρναν διαστάσεις χιονοστιβάδας. Η επανεθνικοποίηση της νομισματικής πολιτικής θα επέτρεπε μεν στις χώρες της περιφέρειας να προχωρήσουν σε υποτίμηση του νομίσματός τους χωρίς περιορισμούς, όμως μετά θα αντιμετώπιζαν ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του ευρω-χρέους τους. Παράλληλα, οι οικονομικοί επενδυτές θα αύξαναν τα επιτόκια για τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμα εγκαταλείψει το ευρώ, προκαλώντας έτσι ένα ντόμινο με ανυπολόγιστες διαστάσεις που θα παράσερνε εντέλει και τις οικονομίες των καθαρών εξαγωγέων. Επιπλέον, οι χώρες που θα εγκατέλειπαν το ευρώ θα αναγκάζονταν ταυτόχρονα να απομακρυνθούν και από την τήρηση του ρυθμιστικού ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου, αφού δεν θα είχαν πια τη δυνατότητα να ακολουθούν τους κανόνες του.
Από τη στιγμή που κάποια κράτη πέφτουν στην παγίδα του ευρώ, αρχίζουν – τόσο αυτά όσο και οι πολίτες τους – να βιώνουν τις διαβολικές συνέπειές της. Εφόσον δεν έχουν πλέον την ελευθερία να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, αναγκάζονται να προσφύγουν σε προσπάθειες αντιμετώπισης των ελλειμμάτων τους με «εσωτερική» προσαρμογή – που δεν είναι παρά ένας ευφημισμός για τις βαθιές περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες και υποδομές όπως μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές. Αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο με την αυξημένη δημοσιονομική στόχευση στα υψηλά εισοδήματα και τις μεγάλες περιουσίες, όμως καθώς δεν υπάρχει στην Ευρώπη ούτε φορολογική εναρμόνιση ούτε έλεγχος της κυκλοφορίας κεφαλαίων, προσφέρονται ευρείες οδοί διαφυγής για τα οικονομικά κεφάλαια. Γι’ αυτόν τον λόγο οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανόμενων όλων των σοσιαλδημοκρατών, θεωρούν ότι αυτή η εναλλακτική έχει ελάχιστες προοπτικές επιτυχίας. Έτσι μένουν στην επιλογή, αντί της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, να προκρίνουν την υποτίμηση των εργαζομένων και του δημόσιου τομέα της χώρας τους.
Αυτό το βιώνουμε σήμερα στον ευρωπαϊκό Νότο και κυρίως στην Ελλάδα. Οτιδήποτε χρηματοδοτείται, οργανώνεται και ρυθμίζεται από το κράτος πρέπει τώρα να «απελευθερωθεί». Αυτό επιτυγχάνεται μέσω «μεταρρυθμίσεων» – ένας όρος που έχει υποστεί παντού μια σιωπηρή σημασιολογική αλλοίωση. Είχαμε συνηθίσει να φανταζόμαστε κάτι το «προοδευτικό» με τον όρο «μεταρρύθμιση», βήματα προς την κατεύθυνση της διανεμητικής δικαιοσύνης και καλύτερες ευκαιρίες ζωής. Έτσι ήταν κάποτε. Σήμερα οι κρατούσες ελίτ της ΕΕ και των κρατών μελών της εννοούν τις μεταρρυθμίσεις αυτής της νέας, φιλελευθερίζουσας κοπής ως ένα πικρό αλλά αναπόφευκτο φάρμακο. Δεν είναι απορίας άξιο το ότι προκαλούν τόσο μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, η ορμή των οποίων αφήνει περιθώρια καμιά φορά ακόμα και στους δικαιούχους εντελώς παράλογων προνομίων να τα υπερασπίζονται. Τα συνδικάτα αγωνίζονται, αλλά με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Σχεδόν κάθε Κυριακή εκδηλώνονται μαζικές κινητοποιήσεις αριστερών λαϊκών δυνάμεων σε ελληνικές, πορτογαλικές και ισπανικές πόλεις, ενώ τον Νοέμβριο είχαμε την πρώτη διακρατική μαζική απεργία στη νότια Ευρώπη.
Το μέγεθος της ευρωπαϊκής ανισορροπίας γίνεται εύκολα αντιληπτό με ένα παράδειγμα: για να επιτύχει ένα ισορροπημένο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο η Ελλάδα θα έπρεπε να γίνει κατά 40 % φτηνότερη σε τιμές ευρώ. Αντίστροφα, οι εξαγωγές της Γερμανίας θα έπρεπε να γίνουν κατά 20% ακριβότερες ώστε να μειωθεί το εξαγωγικό πλεόνασμα της χώρας στο μηδέν. Και τα δυο όμως είναι μάλλον δύσκολο να συμβούν, αφού ούτε οι Έλληνες εργαζόμενοι και συνταξιούχοι ούτε οι Γερμανοί εργοδότες ή υπουργοί οικονομικών μοιάζουν να θέλουν να κάνουν ή να επιτρέψουν να γίνουν βήματα προς την κατεύθυνση αυτή
Ακόμα χειρότερο όμως είναι το γεγονός ότι κι αν ακόμη κάποιος αυταρχικός τεχνοκράτης προχωρούσε σε περικοπές των ελληνικών δημοσίων δαπανών, μισθών και συντάξεων τέτοιου μεγέθους υπό τις προσταγές της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, δεν θα βελτιωνόταν έτσι η καθοριστική σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και ΑΕΠ, αλλά αντίθετα θα επιδεινωνόταν σοβαρά. Οι οικονομικοί επενδυτές γνωρίζουν ότι η θετικές προοπτικές ανάπτυξης (ένα “credible business plan”) μιας χώρας είναι αυτές που καθορίζουν αν θα υπάρχουν μελλοντικά αρκετά φορολογικά έσοδα που θα επιτρέπουν την εξυπηρέτηση των δανείων. Γι’ αυτό, όταν δεν υπάρχουν προοπτικές ανάπτυξης, αντιδρούν ανάλογα: είτε με άρνηση της χορήγησης πιστώσεων είτε με περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού πέρα από κάθε όριο βιωσιμότητας. Ακριβώς αυτή η πολιτική περικοπών και λιτότητας που έχει επιβληθεί στα κράτη-οφειλέτες ως τίμημα για την εγγύηση δανείων είναι συνυπεύθυνη για την έλλειψη προοπτικών ανάπτυξης (κάτι που προφανώς κανείς δεν αρνείται πλέον μετά τη δημοσίευση των νέων στοιχείων του ΔΝΤ τον Νοέμβριο του 2012).
Μετατόπιση των διεξόδων
Το ερώτημα είναι λοιπόν: Πώς μπορούν να ξεπεραστούν – χωρίς τη δυνατότητα νομισματικής υποτίμησης – οι τεράστιες ανισορροπίες των εμπορικών ισοζυγίων εντός του συστήματος του ευρώ; Υπάρχουν διάφορες προτάσεις για αυτό: μια ένωση εκκαθάρισης (clearing union), μια δημοσιονομική ένωση ή κοινοτικοποίηση των χρεών, διαγραφή χρεών, στάση πληρωμών. Για πολλούς η πλέον πραγματοποιήσιμη λύση ήταν τα λεγόμενα ευρω-ομόλογα που θα αντιστοιχούσαν σε μια «δωρεά πιστοληπτικής ικανότητας» η οποία όμως θα προϋπέθετε μια τροποποίηση των συνθηκών προκειμένου να «σταθεί νομικά». Το ίδιο ισχύει προφανώς και για την απεριόριστη αγορά τίτλων δημόσιου χρέους από την ΕΚΤ με σκοπό την καθησύχαση των αγορών, διατρανώνοντας έτσι την πεποίθησή της ότι δίνει αξία στα συσσωρευμένα χαρτιά και αυξάνει την αξία τους. Οι βεβιασμένες και ουσιαστικά απεγνωσμένες συζητήσεις των ελίτ σήμερα περιστρέφονται γύρω από την αναζήτηση ενός κάποιου μείγματος από όλα αυτά τα μέτρα. Η κοινή γνώμη αντιδρά ιδιαίτερα στις χώρες του Βορρά με αυξανόμενη καχυποψία, θεωρώντας πια ότι ξεπερνιέται η μια «κόκκινη γραμμή» μετά την άλλη.
Σε κεντρικές χώρες όπως η Γερμανία, η κοινή γνώμη – ωθούμενη από την καταστροφική αποτυχία των πολιτικών κομμάτων να επιτελέσουν το καθήκον της διαφώτισής της – αρνείται να συνειδητοποιήσει κάτι που κεκλεισμένων των θυρών είναι αδιαμφισβήτητο: ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα επείγουσας βοήθειας δεν είναι «μεταβιβάσεις» ή εκδηλώσεις «αλτρουισμού», αλλά πράξεις αλληλεγγύης με όλη τη σημασία της λέξης. Η αλληλεγγύη αφορά αυτό που είναι «καλό για όλους» και δεν ρωτά μόνο «τι είναι καλό για σένα, τον αποδέκτη». Στην παρούσα φάση ωστόσο επικρατεί μια παρανόηση που συγχέει την πράξη αλληλεγγύης (με την έννοια που αναφέρθηκε) με φιλανθρωπία, με ανιδιοτελές «δώρο» (που ο αποδέκτης δύσκολα αξίζει). Αυτή η παρανόηση είναι που γεννά το ερώτημα «Γιατί τέλος πάντων να πληρώσουμε ‘εμείς’ για ‘αυτούς’, γιατί να τους τα χαρίσουμε»; «Γιατί να μην τιμωρηθεί η Ελλάδα προς ‘παραδειγματισμό των άλλων’, αντί να ρίχνουμε συνέχεια λεφτά σε αυτό το ‘βαρέλι δίχως πάτο’»; Αυτή την οπτική εκμεταλλεύονται τα λαϊκιστικά κόμματα της δεξιάς (αλλά και ισχυρές κεντρώες πολιτικές δυνάμεις που ανταγωνίζονται τα κόμματα αυτά) για προεκλογικές σκοπιμότητες, εμποδίζοντας έτσι τις εθνικές και ευρωπαϊκές ελίτ να ακολουθήσουν μια δημοκρατικά θεμελιωμένη στρατηγική του «εύλογου ίδιου συμφέροντος», δηλαδή μια στρατηγική αλληλεγγύης.
Αυτό που ονειρευόταν επί χρόνια μια (σήμερα συρρικνούμενη) μειονότητα ενθουσιωδών υποστηρικτών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – η εμβάθυνση της ολοκλήρωσης που θα οδηγούσε προς ένα ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος ως τελική κατάσταση (“finalité”) – έγινε τώρα ξαφνικά υπό την πίεση της κρίσης ένα επείγον μέτρο έκτακτης ανάγκης που κατατείνει στη θέσπιση ισχυρών αρμοδιοτήτων δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ. Καθώς όμως μια τέτοια διάσωση ανάγκης στερείται υποστήριξης από τα πολιτικά κόμματα και επομένως από τους ψηφοφόρους (τόσο στις ευημερούσες όσο και στις πληγείσες από την κρίση χώρες της ΕΕ), προφανώς θα αποτύχει. Ο ευρωπαϊκός οικονομικός καπιταλισμός δεν φαίνεται να μπορεί να χαλιναγωγηθεί με δημοκρατικά μέσα.
Ακόμα και αν η διάσωση έχει διατηρήσιμο αποτέλεσμα (και δεν κατορθώσει απλώς να αγοράσει λίγο παραπάνω χρόνο), στιγματίζεται από δημοκρατικής σκοπιάς από τη μομφή ότι ακόμα και σε περίπτωση επιτυχίας πρόκειται για μια τεχνοκρατικά επιβαλλόμενη, ανεπαρκώς επεξεργασμένη, νομικά αμφισβητήσιμη, στυγνή από πλευράς διανεμητικής πολιτικής και επιπλέον καθυστερημένη λύση ανάγκης. Σε τελική ανάλυση θέλουν απλώς να κερδίσουν χρόνο – με την αμφίβολη ελπίδα ότι έτσι θα καθησυχάσουν τις αγορές και θα τις θέσουν υπό διαρκή έλεγχο. Από την αριστερά όσο και από την κεντροδεξιά ακούγονται σήμερα φωνές που εισηγούνται την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης των «εκ Βρυξελλών» επιχειρήσεων διάσωσης μέσω δημοψηφισμάτων. Στη σκέψη αυτή η αριστερά προσβλέπει, μάλλον διστακτικά, σε θετικά αποτελέσματα, ενώ αντιθέτως η δεξιά προβλέπει αρνητική έκβαση, αφού στους κόλπους της επικρατούν η προάσπιση των «εθνικών» συμφερόντων και τα αισθήματα δυσαρέσκειας καθώς και η επιθυμία «τιμωρίας για παραδειγματισμό» των χαμένων του ευρω-παιχνιδιού.
Η διάπλαση της ευρωπαϊκής πολιτικής βούλησης
Προτού όμως γίνει μέτρηση των προτιμήσεων των ψηφοφόρων, χρειάζεται να προηγηθεί η διάπλασή τους και μάλιστα υπό το πρίσμα των κανονιστικών αρχών κοινωνικής δικαιοσύνης όπως και της κατανόησης της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, των δυνατών διεξόδων και των συνεπειών τους μέσω της ενημέρωσης και διαφώτισής τους.. Δεδομένου όμως ότι υπάρχει μόνο στοιχειωδώς κάποιο πανευρωπαϊκό κομματικό σύστημα που θα μπορούσε να αναλάβει αυτή τη διαφώτιση και λόγω του ρόλου που αναμφίβολα παίζουν οι εθνικές παρωπίδες στη διάπλαση των εκλογικών προτιμήσεων, δεν είναι εύκολο να εμπιστευθούμε μια «νομιμοποίηση επείγουσας ανάγκης» στο πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας – να πιστέψουμε δηλαδή ότι τα δημοψηφίσματα στα κράτη μέλη είναι σε θέση να παράσχουν δημοκρατικό έρεισμα στις απαιτούμενες μαζικές επεμβάσεις αλληλεγγύης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αν επιχειρούσε κανείς να σώσει την Ελλάδα – για να μην μιλήσουμε για την Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ιταλία – από την πτώχευση μέσω της κοινοτικοποίησης του χρέους και ευρω-ομολόγων, θα μπορούσε αυτό να αποδειχθεί μια εξαιρετικά ακριβή υπόθεση μεταβίβασης πόρων που θα πλήρωνε ο Βορράς με πληθωρισμό ή αύξηση του δημόσιου χρέους. Τα προερχόμενα από χρήματα των φορολογουμένων «δώρα» προς πληγέντα μέλη της ευρωζώνης δεν είναι δημοφιλή. Ένα και μόνο επιχείρημα θα μπορούσε να πείσει τους εκλογείς στις χώρες του Βορρά ότι τα «δώρα» αυτά αποτελούν μια λογική ενέργεια: το επιχείρημα ότι η μη διάσωση και η αποφυγή των απαιτούμενων θυσιών θα «μας» κόστιζε περισσότερα. Επειδή όμως είναι αβέβαιες οι αντιδράσεις ορισμένων στρατηγικών παικτών του παιχνιδιού αυτού, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με τρόπο ώστε να πείσει και τους υποστηρικτές αντίθετων συμφερόντων και απόψεων.
Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος τι θα συμβεί αν δεν συμβεί τίποτε, δηλαδή αν δεν υπάρξει κοινοτικοποίηση του δημόσιου χρέους ή κάποια άλλη εναλλακτική για την επιχορηγούμενη σταθεροποίηση της περιφέρειας μέσω του «Βορρά». Οι τελευταίες προβλέψεις του ιδρύματος Bertelsmann διαβλέπουν μια καταστροφή στην περίπτωση αυτή: ένα ντόμινο που θα παρασύρει ολόκληρο τον ευρωπαϊκό μεσογειακό χώρο συμπεριλαμβανόμενης της Γαλλίας αλλά ίσως και του Βελγίου και θα έχει ιδιαίτερα καταστροφικές οικονομικές συνέπειες σε όλο τον κόσμο, αλλά κυρίως στην Ευρώπη. Ακόμα και η Γερμανία όπως και η Φινλανδία και η Ολλανδία που μέχρι τώρα προσπαθούν να αποφύγουν τον ρόλο τους ως καθαροί πληρωτές για ψηφοθηρικούς λόγους, θα πλήττονταν ανεπανόρθωτα και θα έβλεπαν όλο το όμορφο εξαγωγικό τους πλεόνασμα να λιώνει σαν το χιόνι στον ανοιξιάτικο ήλιο.
Γνωρίζουμε από δημοσκοπήσεις ότι σε καμία από τις χώρες με ιδιαίτερα υψηλό δημόσιο χρέος δεν υπάρχουν πλειοψηφίες που να τάσσονται υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη – το αντίθετο μάλιστα. Αυτό είναι από οικονομικής άποψης απόλυτα λογικό για τρεις λόγους: Πρώτον, με την έξοδο από την ευρωζώνη, θα έχαναν την “nuisance value”, την ικανότητα δηλαδή να σπάνε τα νεύρα των άλλων παικτών και να τους τρομοκρατούν με σενάρια μετάδοσης της ασθένειας σε τέτοιο βαθμό ώστε να ενεργοποιείται η ΕΕ και να αναγκάζεται να σώσει τις τράπεζές τους, τον κρατικό προϋπολογισμό τους και την οικονομία τους όσο της επιτρέπουν οι δυνάμεις της. Δεύτερον, θα πρέπει ακόμα και στην περίπτωση εξόδου να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους σε ευρώ, πλέον όμως επί τη βάσει ενός νέου, βαθιά υποτιμημένου εθνικού νομίσματος. Τρίτον, κανένας υπεύθυνα σκεπτόμενος πολιτικός στην υπόλοιπη Ευρώπη που δεν αναλώνεται μόνο σε λαϊκιστική ψηφοθηρία δεν θα ήθελε να εξωθήσει τις ελλειμματικές χώρες σε έξοδο, αφού κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε απρόβλεπτες αλυσιδωτές αντιδράσεις, όπως αναφέρθηκε. Η ευρωζώνη χωρίς την Ελλάδα δεν θα είχε ένα πρόβλημα λιγότερο, αλλά πιθανότατα ένα πρόβλημα παραπάνω. Και μόνο για προνοητικούς λόγους συνιστάται η υποβοήθηση της Ελλάδας να βγει από τη μέγγενη που θα καθησυχάσει για λίγο και τα αρπακτικά του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τελευταίοι δεν θα χαιρετίσουν ενθουσιωδώς την πράξη υπερεθνικής «αλληλεγγύης» αφού θα τους απαλλάξει τουλάχιστον από ένα μέρος του ρίσκου των οικονομικών τους επενδύσεων.
Για να αποκατασταθεί μόνιμα η εμπιστοσύνη στην ικανότητα των υπερχρεωμένων κρατών να εξυπηρετήσουν και εντέλει να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, χρειάζονται ωστόσο περισσότερα από τις πρόσκαιρες μεταβιβάσεις. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι μόνο η (ούτως ή άλλως χρονικά αλλά και οικονομικά περιορισμένη) διάθεση άλλων χωρών να επέμβουν ως αναπληρωματικοί οφειλέτες και να εξοφλήσουν τα χρέη της Ελλάδας, αλλά η αποκατάσταση μιας φορολογικής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Μόνον έτσι θα μπορούσε η χώρα να φθάσει κάποτε στο σημείο να εκπληρώνει μόνη της τις οικονομικές υποχρεώσεις της από αυτά που η ίδια δημιουργεί (με στήριξη από μόνιμες μεταβιβάσεις κοινοτικών πόρων όπως ισχύει και για κάθε λιγότερο ανεπτυγμένο ομόσπονδο κρατίδιο σε ένα κανονικό ομοσπονδιακό κράτος, στο πλαίσιο της «περιφερειακής ανακατανομής των δημόσιων πόρων»).
Η ΕΕ πρέπει πρώτα να αλλάξει ριζικά τον τρόπο δράσης της αν θέλει να εμποδίσει αποτελεσματικά τις τράπεζες από το να προσδοκούν τη χρεοκοπία της Ελλάδας και άλλων μεσογειακών χωρών (και να την προκαλούν σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία). Σε αυτό το πλαίσιο οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας παίζουν τον διπλό ρόλο πυρανιχνευτή και επιταχυντή φωτιάς μαζί. Αντί να επικεντρώνεται σε αντιπαραγωγικά προγράμματα λιτότητας και «μεταρρυθμίσεις» που οδηγούν σε καταστροφικές και ατελέσφορες κοινωνικές συγκρούσεις, η ΕΕ θα έπρεπε να δραστηριοποιείται ενεργά για την οικοδόμηση και αναμόρφωση των ασθενικών και σε μεγάλο βαθμό μη ανταγωνιστικών οικονομιών της νότιας ευρωζώνης. Η ωμή πραγματικότητα είναι διαφορετική: στην παρούσα κατάσταση η ΕΕ δεν διαθέτει ούτε τη θεσμική ούτε την οικονομική ή πολιτική βούληση ή ικανότητα να αναλάβει αποτελεσματικά οποιοδήποτε τέτοιο καθήκον. Κι όσο τα πράγματα παραμένουν έτσι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν τον τελευταίο λόγο για το τι θα απογίνουν οι λαοί και οι οικονομίες των χωρών του νότου.
Από το κράτος φορολογικών εσόδων στο κράτος-οφειλέτη
Η εξήγηση γι’ αυτό εντοπίζεται στην πορεία και προϊστορία της σημερινής κρίσης. Έναν βασικό παράγοντα αποτελεί η (από τη σημερινή οπτική ακατανόητη) αποτυχία των ιθυνόντων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο να ρυθμίσουν τον χρηματοπιστωτικό κλάδο με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτραπούν οι απανωτές πτωχεύσεις τραπεζών που απαιτούν τη συνακόλουθη παρέμβαση του κράτους για τη διάσωσή τους. Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στους συσχετισμούς που αποτελούν τα θεμέλια αυτής της περίπλοκης ιστορίας. Ένα μέρος της εξήγησης συνίσταται στο γεγονός ότι τα κράτη είναι τόσο υπερχρεωμένα και εκτεθειμένα στις ορέξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών επειδή αναγκάστηκαν να συμβάλουν στη διάσωση των τραπεζών τους, τουλάχιστον εκείνων που ήταν πολύ μεγάλες για να αφεθούν να καταρρεύσουν (“too big to fall”). Οι δημόσιες δαπάνες για τη διάσωση ιδιωτικών τραπεζών εις βάρος των φορολογουμένων πυροδότησαν λοιπόν τη δημοσιονομική κρίση, από την οποία ωφελούνται και πάλι οι τράπεζες – μια κακοήθεια άνευ προηγουμένου.
Από τη σκοπιά του οικονομικού επενδυτή, δυο είναι τα πράγματα προς αντιστάθμιση (“trade-off”) – όσο περισσότερο υπερισχύει το ένα τόσο λιγότερο είναι το άλλο. Αφ’ ενός θέλει την ασφάλεια της επένδυσής του (δηλαδή την εγγύηση της αποπληρωμής της πίστωσης), αφ’ ετέρου προσβλέπει σε υψηλές αποδόσεις υπό τη μορφή τόκων (που κι αυτή είναι μια μορφή αποζημίωσης για το ρίσκο που αναλαμβάνει έναντι πιθανής χρεοκοπίας του δανειολήπτη). Παλαιότερα τα κράτη ήταν πολύ δημοφιλή ως δανειολήπτες καθώς παρουσιάζουν δυο πλεονεκτήματα έναντι των ιδιωτών οφειλετών: Πρώτον, διαθέτουν την πολιτική εξουσία της αναγκαστικής είσπραξης και εν ανάγκη αύξησης της φορολογίας προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Κατά δεύτερον, μπορούν να τυπώσουν χρήμα και έτσι να «υποτιμήσουν» το χρέος τους δια του πληθωρισμού. Ένα κράτος της ευρωζώνης στερείται βέβαια αυτή την τελευταία δυνατότητα, καθώς δεν μπορεί να τυπώσει πια δικό του χρήμα. Όμως και το πρώτο προνόμιο που αναφέρθηκε, η εξουσία της επιβολής φόρων δεν διασφαλίζεται πλέον από την οπτική των οικονομικών επενδυτών, αφού γνωρίζουν ότι σήμερα υπάρχει φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών. Κι αυτός τα εμποδίζει να αυξάνουν το φορολογικό βάρος με σκοπό να ικανοποιήσουν τους δανειστές τους, εφόσον οδηγεί σε φυγή κεφαλαίων λόγω των ανοικτών χρηματοοικονομικών συνόρων και επομένως καταστρέφει τη μελλοντική φορολογική βάση. Η ανοικτή οικονομία εξαναγκάζει τα κράτη σε συγκράτηση της φορολογίας στις επιχειρήσεις και τα υψηλά εισοδήματα. Όταν ένα κράτος δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει το χρέος του μέσω της δημοσιονομικής επιβάρυνσης των εργαζομένων και των καταναλωτών και/ή μέσω της περικοπής των δημόσιων δαπανών, δεν του μένει τίποτε άλλο παρά να καλύπτει τις οικονομικές ανάγκες που απορρέουν από την υπερχρέωσή του μέσω της δημιουργίας νέων υποχρεώσεων. Αυτό βέβαια δεν το αφήνει εντελώς έρμαιο των αρπακτικών του χρηματοπιστωτικού κλάδου, αφού αντίθετα από τους ιδιώτες οφειλέτες (που αργά ή γρήγορα θα εντοπιστούν από τον δικαστικό επιμελητή) το κράτος μπορεί να αναστείλει την καταβολή των τοκοχρεολυσίων. Ενάντια σε αυτή την εναλλακτική των κρατών, οι τράπεζες ως πιστωτές διαθέτουν ωστόσο μια «δυνατότητα δεύτερου πλήγματος»: μπορούν να αρνηθούν τη χορήγηση πίστωσης σε ένα κράτος-οφειλέτη ή να του τη χορηγήσουν με εντελώς αβάστακτους όρους.
Όπως έχει αποδείξει ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ (Wolfgang Streeck) σε πολυάριθμες πρόσφατες δημοσιεύσεις, τα κράτη του κόσμου του ΟΟΣΑ βρίσκονται, όσον αφορά τον τρόπο χρηματοδότησής τους, σε μια μετάβαση από το κλασικό κράτος φορολογικών εσόδων (Steuerstaat) στο χρηματοδοτούμενο από δάνεια κράτος-οφειλέτη (Schuldnerstaat) – ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης οδεύουν μακροπρόθεσμα προς το μηδέν στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές δημοκρατίες! Το κράτος στην καπιταλιστική οικονομία κατευθύνεται προς μια κατάσταση κατά την οποία θα μπορεί να επιτελεί τις ουσιώδεις λειτουργίες του για την οικονομία αυτή μόνο με «μηχανική υποστήριξη», την οποία αναλαμβάνει πάλι ο χρηματοπιστωτικός κλάδος. Η συσσώρευση κρατικών χρεών αυξάνεται διαρκώς καθ’ όλη την περίοδο της απελευθέρωσης των αγορών, δηλαδή από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. (Ειρήσθω εν παρόδω: Η μετατροπή από κράτος φορολογικών εσόδων σε κράτος-οφειλέτη έχει ενδιαφέρουσες επιπτώσεις στη διανεμητική πολιτική. Το κράτος φορολογικών εσόδων μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα των ευκατάστατων στρωμάτων μέσω της προοδευτικής φορολόγησής τους, ενώ το κράτος-οφειλέτης αυξάνει το εισόδημά τους, καταβάλλοντας τόκους για όσα του δανείζουν οι ανήκοντες στα υψηλά εισοδηματικά στρώματα). Κατά την προαναφερθείσα περίοδο το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα συνολικά καθώς και το μερίδιο των εσόδων που αποκόμισε από τη χρηματοδότηση δημόσιου χρέους αυξάνονταν διαρκώς. Ταυτόχρονα μειώθηκε το μερίδιο εσόδων σε σχέση με τη συνολική επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκομίζουν οι οικονομικοί επενδυτές από δάνεια προς την «πραγματική» οικονομία της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών.
Ο κοινωνιολόγος Κρίστοφ Ντόιτσμαν (Christoph Deutschmann) έχει αναπτύξει την ενδιαφέρουσα θέση ότι η λοξοδρόμηση του χρηματοπιστωτικού κλάδου από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας στη χρηματοδότηση κρατών ενδέχεται να συνδέεται με το γεγονός ότι οι κλασικοί επιχειρηματίες «σπανίζουν» πλέον, μεταξύ άλλων εξαιτίας της δημογραφικής γήρανσής τους. Οι «κλασικοί» επιχειρηματίες είναι αυτοί που προτίθενται και επιδιώκουν να πάρουν τραπεζικά δάνεια για να επενδύσουν σε παραγωγικές δραστηριότητες που θα τους αποδώσουν έσοδα για να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Με διαρκώς μειούμενους ρυθμούς ανάπτυξης σε ολόκληρο τον κόσμο του ΟΟΣΑ ο κλάδος του χρήματος δεν μπορεί πλέον να στηρίξει σε αυτόν τον τομέα τη βασική οικονομική δραστηριότητα του κι έτσι στρέφεται προς άλλους τομείς μεταξύ των οποίων η χρηματοδότηση της ιδιωτικής κατανάλωσης μέσω καταναλωτικών δανείων τα οποία διένυσαν μια παρόμοια περίοδο διόγκωσης.
Ένα κεντρικό πρόβλημα της διάσωσης στη ζώνη του ευρώ εκπορεύεται από το γεγονός ότι ήταν πρώτη η τραπεζική κρίση που εξελίχθηκε σε κρίση χρηματοδότησης κρατών και στη συνέχεια οδήγησε στη σημερινή κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η τελευταία πάλι χαρακτηρίζεται από την επανεθνικοποίηση των ορίων αλληλεγγύης, με τις πλούσιες χώρες να συνταγογραφούν στις φτωχότερες θεραπείες λιτότητας προκειμένου να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών. Όλα αυτά συμβαίνουν ενάντια σε όλες τις εμπειρίες που δείχνουν ότι η λιτότητα είναι εξαιρετικά τοξικό φάρμακο που μπορεί να σκοτώσει τον ασθενή σε περίπτωση λήψης υπερβολικής δόσης και προκρίνουν αντ’ αυτού τη δημιουργία κινήτρων ανάπτυξης και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Έτσι τα ασθενέστερα (και τελικά και όλα τα υπόλοιπα) κράτη μέλη της ευρωζώνης δημιουργούν ακόμα βαθύτερες εξαρτήσεις από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο ο οποίος από την πλευρά του αντιδρά ενάντια στην αναπτυξιακή ύφεση με ακόμα υψηλότερους και αβάστακτους τόκους – ένας φαύλος κύκλος.
Οι οικονομικές ανισορροπίες – εκ γενετής ελάττωμα της ευρωζώνης
Παλαιότερα, για να ελέγξει κανείς οικονομικά ένα κράτος έπρεπε να το θέσει υπό στρατιωτική κατοχή. Σήμερα αυτό δεν χρειάζεται πια. Μπορεί να διατηρεί κανείς απόλυτα ειρηνικές σχέσεις με μια χώρα και παρά ταύτα να την κατέχει – με τον σφετερισμό της οικονομίας της μέσω διαρκών εξαγωγικών πλεονασμάτων και την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας της μέσω της επιρροής στον προϋπολογισμό και σε άλλα στοιχεία κυριαρχίας της χώρας. Δεν εκπλήσσει ότι αυτός ο οικονομικός και πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων γίνεται αντιληπτός από τα πληττόμενα κράτη ως μια νέα μορφή ιμπεριαλισμού και εξάρτησης. Έτσι δημιουργείται ένα κλίμα που ενέχει στοιχεία δυνητικής αντιστράτευσης και εμφανίζει ζοφερό το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Όπως προαναφέρθηκε, η κατασκευή της ευρωζώνης ήταν εξ αρχής ένα σοβαρό λάθος γιατί δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την (αυξανόμενη ακόμα) ετερογένεια των οικονομιών που συμπεριέλαβε. Σε αυτό προστίθεται η έλλειψη μηχανισμών επιβολής κυρώσεων στο πλαίσιο της συνθήκης του Μάαστριχτ καθώς και η έλλειψη υπερεθνικής αρμοδιότητας για μια ευρωπαϊκή οικονομική, δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική στη συνθήκη της Λισαβόνας. Το αποκορύφωμα υπήρξε η λανθασμένη απόφαση (της κυβέρνησης σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων!) στη Γερμανία να επιδοθεί σε έναν ανταγωνισμό για τη μεγαλύτερη απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
«Όλοι μας» λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε πως κάναμε σοβαρά λάθη με εκτεταμένες συνέπειες. Ωστόσο η συνειδητοποίηση αυτή και μόνη – που πάντως είναι μυστικά υπαρκτή σε μεγάλο βαθμό στους κόλπους των σημερινών πολιτικών ελίτ – δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια κοινή στρατηγική λήψης διορθωτικών μέτρων. Αντιθέτως: όσο περισσότερο οξύνεται η κρίση, τόσο πιο επίμαχο γίνεται το ερώτημα ποιος θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη (πληρωμής) για τα διορθωτικά μέτρα. Θα μπορούσε να επιχειρήσει κανείς να απαντήσει στο ερώτημα αυτό με βάση μια απλή ηθική αρχή: όσο λιγότερο οι εμπλεκόμενοι επλήγησαν από τα κοινά λάθη ή όσο περισσότερο επωφελήθηκαν εμπορικά από τα λάθη, τόσο μεγαλύτερο μερίδιο του βάρους θα πρέπει να αναλάβουν για την ελάφρυνση του χρέους των περισσότερο πληγέντων που είναι αναπόφευκτη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Το «ζήτημα της ενοχής», ποιος έφταιξε δηλαδή για τις λανθασμένες αποφάσεις, τίθεται εδώ σε δεύτερη μοίρα. (Το πώς έγιναν αυτά τα λάθη και κατά πόσον είχαν σχέση με ένα γαλλο-γερμανικό ντιλ – κατάργηση μάρκου και Μπούντεσμπανκ σε αντάλλαγμα για τη συναίνεση της Γαλλίας στη γερμανική επανένωση – το αφήνω ευχαρίστως στους ιστορικούς του μέλλοντος να το κρίνουν.)
Αυτός ο απλός ηθικός λογισμός επιδέχεται δεοντολογική αλλά και τελεολογική ερμηνεία, βάσει των αρχών που τον διέπουν και των συνεπειών που επιφέρει. Στην τελευταία περίπτωση το επιχείρημα είναι: όποιος έμεινε συγκριτικά αλώβητος από όλα αυτά θα πρέπει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την παγίωση μιας συμφωνίας που θα του απέφερε με συγκριτικά μικρό κόστος μεγάλα εμπορικά οφέλη. Σύμφωνα με την πρώτη οπτική, όποιος μπορεί περισσότερο να σηκώσει το κόστος της βοήθειας, υποχρεούται κατά προτεραιότητα να μην την αρνηθεί. Από όποια πλευρά κι αν στρέψει κανείς το ερώτημα σε ποιον πέφτει το βάρος του ηθικού λογισμού στην Ευρώπη σήμερα, η απάντηση είναι απλή και αδιάψευστη. Είναι η Γερμανία. Οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι από το ευρώ είναι οι Γερμανοί , των οποίων τα εξαγωγικά πλεονάσματα – που αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο με το κοινό νόμισμα – αποτελούν μέρος του προβλήματος. Η Γερμανία επωφελείται μάλιστα και από την κρίση, αφού σήμερα η πρόσβαση του κράτους σε πιστώσεις είναι εδώ φθηνότερη από ποτέ. Οι πολιτικές ελίτ της Γερμανίας όπως και η κοινή γνώμη της χώρας δεν προτίθενται ιδιαίτερα να αναγνωρίσουν το γεγονός αυτό ως αδιάψευστο και να ενεργήσουν ανάλογα – το αντίθετο μάλιστα. Κάθε διάθεση κυβερνήσεων, κομμάτων και πολιτών υποκινούμενη από καλώς εννοούμενα ίδια συμφέροντα και/ή από την αναγνώριση της υποχρέωσης παροχής βοήθειας να αναλάβουν το δημοσιονομικό κόστος που προκύπτει, φαίνεται να υποσκάπτεται από την πολυπλοκότητα των συσχετισμών. Οι συσχετισμοί αυτοί σκιαγραφούνται συνοπτικά ως εξής: αυτό που χρειάζεται είναι η διάθεση για μερική παραίτηση από τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα και σημαντικές οικονομικές θυσίες με σκοπό την οικοδόμηση δημοσιονομικής διακυβέρνησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο τη συμβολή στην ελάφρυνση του χρέους και την οικονομική ανάκαμψη των ασθενέστερων κρατών μελών καθώς και την άμβλυνση της κοινωνικής τους εξαθλίωσης τον καθησυχασμό του χρηματοπιστωτικού κλάδου και τη χαλιναγώγηση των διεκδικήσεών του για πληρωμή τόκων προκειμένου να υπάρξει σταθεροποίηση της ευρωζώνης και συνακόλουθα ολόκληρης της ΕΕ, πράγμα το οποίο από ηθικοπολιτικής σκοπιάς αλλά και υπό το πρίσμα της οικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας αξιολογείται ως σημαντικό αγαθό.
Η έκκληση για μια τέτοια διάθεση δεν θα είχε βέβαια καμία προοπτική στο εθνικό πλαίσιο ενός κράτους μέλους – κι αυτό όχι μόνο λόγω της πολυπλοκότητας του ζητήματος. Όποιος κι αν πρότεινε αυτό το πολυεπίπεδο πρόγραμμα δράσης θα ερχόταν αντιμέτωπος με φοβίες, δυσαρέσκειες και μαζικές εθνικιστικές υποτροπές από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Εδώ φαίνεται και πάλι πόσο βαθύ είναι ήδη το χάσμα μεταξύ politics και policy, μεταξύ του αγώνα για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και για την εξουσία από τη μια και για στρατηγικές παρεμβάσεις από την άλλη: θεωρητικά όλα τα πολιτικά κόμματα – και περισσότερο μάλιστα εκείνα που απευθύνονται σε ένα πανευρωπαϊκό εκλογικό σώμα – έχουν την αποστολή να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα. Θα το κατόρθωναν αν ήταν σε θέση να διαμορφώσουν τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων και της κοινής γνώμης με πειστικά επιχειρήματα και να προκρίνουν την κριτική τους ικανότητα. Αντ’ αυτού παρατηρούμε ότι τα κόμματα προσκολλώνται πεισματικά σε εθνικά κλισέ και βραχυπρόθεσμους υπολογισμούς κόστους φοβούμενα μήπως θέσουν υπερβολικές απαιτήσεις στους ψηφοφόρους τους και χάσουν τις ψήφους τους προς όφελος άλλων κομμάτων που εξυπηρετούν ανενδοίαστα τα λαϊκά αισθήματα δυσαρέσκειας. Ως πολιτικοί οργανισμοί απόκτησης εξουσίας τα κόμματα βρίσκονται υπό τη διαφθείρουσα πίεση ενός θετικιστικού οπορτουνισμού, στρεφόμενα προς τις «δεδομένες» προτιμήσεις των ψηφοφόρων και παραιτούμενα από το καθήκον να (συν)διαμορφώνουν κατ’ αρχάς τις προτιμήσεις αυτές μέσω της μετάδοσης κριτικών αντιλήψεων και επιχειρημάτων. Όμως σκοπός (και λόγος ύπαρξης) των κομμάτων είναι εν τέλει να κερδίζουν εκλογικές αναμετρήσεις – με οποιονδήποτε τρόπο. Αν μπορούν να ελπίζουν ότι θα δελεάσουν κάποιες ομάδες ψηφοφόρων ευνοώντας τις με στοχευμένες εξυπηρετήσεις («πελατειακό σύστημα») ή στενεύοντας χωρικά και χρονικά τα όρια του πολιτικού πεδίου ορατότητας, καλλιεργώντας τον φόβο, διαψεύδοντας σημαντικούς πολιτικούς συσχετισμούς ή παρουσιάζοντας μια στρεβλή εικόνα τους, αντί να διαφωτίζουν και να πείθουν το κοινό τους – τότε θα το κάνουν.
«Κίνδυνος κατάχρησης»
Για να (συν) διαμορφώνουν πραγματικά τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων μέσω της αντιπαράθεσης επιχειρημάτων και της πειθούς, τα κόμματα θα έπρεπε να θέλουν και να μπορούν να υπερβούν κάθε ανησυχία, δυσπιστία , κοντόφθαλμη οπτική και καχυποψία. Ένα από τα ακλόνητα στεγανά που τα κόμματα θεωρούν «δεδομένα» αντί να προσπαθούν να τα διαλύσουν οδηγεί στη σκέψη ότι αν «εμείς» κάνουμε θυσίες για να βοηθήσουμε «αυτούς εκεί», π.χ. «τους Έλληνες», τότε «αυτοί» θα εκμεταλλευτούν τη γενναιοδωρία μας για να «μας» χρησιμοποιήσουν και να αποφύγουν να κάνουν δικές τους αναγκαίες προσπάθειες. Τα «δώρα» μας θα υποκινήσουν ακριβώς εκείνη την ανάρμοστη-ιδιοτελή συμπεριφορά που οι οικονομολόγοι αποκαλούν “moral hazard”. Ένα κυρίαρχο πρόβλημα έγκειται στην ευρέως διαδεδομένη υποδήλωση ενός τέτοιου κινδύνου κατάχρησης που εμποδίζει την αποδοχή πολιτικών αποφάσεων κοινωνικής ενσωμάτωσης και μακρόπνοης οπτικής. Η υποδήλωση αυτή δεν πηγάζει μόνο από το συμφέρον των πιθανών χρηματοδοτών να βρουν κάποια προσχήματα για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους να βοηθήσουν. Συχνά βασίζεται και σε αντιλήψεις παγιωμένες από τα μέσα ενημέρωσης για την πραγματική συμπεριφορά των αποδεκτών ή για τις συμπεριφορές στις οποίες τους ωθούν οι θεσμοί και οι παραδόσεις τους. Έτσι δημιουργούνται βάσιμες υποψίες για μερικές νοτιοευρωπαϊκές χώρες της ευρωζώνης ότι οι φορολογικές τους αρχές είναι διεφθαρμένες, ότι η αποφυγή της πληρωμής φόρων αποτελεί ένδειξη για την επιτηδειότητά τους, ότι τα ειδικά συμφέροντα κατέχουν θεσμικά προνόμια και ότι στη δημόσια διοίκηση και στη δικαιοσύνη υπάρχουν συμπεριφορές που απέχουν παρασάγγας από αυτό που σε άλλες περιοχές της Ευρώπης αποτελεί επαγγελματική δεοντολογία στον δημόσιο τομέα. Όπου υπάρχουν πραγματικά τέτοια προβλήματα συμπεριφοράς (τα οποία αναμφίβολα δεν ξεπερνώνται με πίεση και έξωθεν παρέμβαση), η παρακολούθησή τους ενισχύει το αίσθημα δυσαρέσκειας στα βόρεια της Ευρώπης, ενώ διευκολύνει την αθέτηση των υποχρεώσεων επίδειξης αλληλεγγύης και προσφέρει το υπόβαθρο για την ετυμηγορία «δικό τους το φταίξιμο». Ακόμα και αν ούτε το ελληνικό κράτος ούτε η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν μπορούν να εμποδίσουν το φαινόμενο ότι πλούσιοι Έλληνες, όπως λέγεται, βγάζουν από τη χώρα χρόνο με τον χρόνο περί τα 40 εκατομμύρια ευρώ και τα μεταφέρουν σε ελβετικούς λογαριασμούς κλπ., το γεγονός αυτό με την απήχηση που έχει στα μέσα ενημέρωσης είναι δύσκολο να ενισχύσει τα αισθήματα αλληλεγγύης των άλλων Ευρωπαίων.
Η άμβλυνση τέτοιων στεγανών και κριτικών αντανακλαστικών θα προϋπέθετε δυο πράγματα: Πρώτον, το σκέφτεσθαι σε κατηγορίες κράτος-εναντίον-κράτους, ο «μεθοδικός εθνικισμός» πολλών συζητήσεων για την Ευρώπη θα έπρεπε τουλάχιστον να συμπληρωθούν με μια κωδικοποίηση, σύμφωνα με την οποία οι Ευρωπαίοι δεν θα καθορίζονται κατά κύριο λόγο από την υπηκοότητά τους αλλά ως άτομα και μέλη κοινωνικών τάξεων. Δεύτερον, το ευρωπαϊκό δίκαιο θα έπρεπε να προσφέρει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιβάλλουν εσωτερικά μέτρα αναδιανομής μεταξύ των κοινωνικών τάξεων χωρίς να τιμωρούνται γι’ αυτό με μειονεκτικότερη θέση στον δημοσιονομικό και κοινωνικό «ανταγωνισμό καθεστώτων» μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η εναρμόνιση της φορολογίας εισοδήματος και επιχειρήσεων σε όλη την Ευρώπη θα ήταν ίσως ένα πολλά υποσχόμενο βήμα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπως επίσης ο αναγκαστικός δανεισμός από άτομα υψηλού πλούτου, ένα σύστημα προοδευτικής έμμεσης φορολογίας, ένας κατώτατος συντελεστής άμεσης φορολογίας, ένα κατώτατο ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού για κοινωνικές δαπάνες και ένα προβλεπόμενο από τον νόμο ανώτατο όριο του επιτρεπόμενου συντελεστή Gini με τον οποίο μετρώνται οι εισοδηματικές ανισότητες. Επίσης, οι τράπεζες των κρατών μελών θα πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμούς στην αποδοχή καταθέσεων που βάσει προέλευσης και όγκου ταυτοποιούνται εύκολα ως διαφυγόντα κεφάλαια. Μόνο μέσω της ευρωπαϊκής νομοθεσίας μπορούν, από ό,τι φαίνεται, να δοθούν στα κράτη μέλη τα μέσα για την «επιτόπου» επίλυση τουλάχιστον ενός μέρους των προβλημάτων χρηματοδότησής τους, αντί να αναγκάζονται να βασιστούν μόνο στην αλληλεγγύη άλλων κρατών μελών.
Δημοκρατία αντί της λογικής “ΤΙΝΑ”
Καμία από τις παραπάνω ιδέες μεταρρύθμισης (με την παλαιά έννοια της λέξης) που τίθενται υπόψη των ευρωπαίων νομοθετών δεν θα μπορούσε όμως να πραγματοποιηθεί μέσω του οικείου πλέον τρόπου τεχνοκρατικής παραγωγής αποφάσεων. Η υλοποίησή τους θα ενίσχυε αναμφίβολα τη δημοκρατική νομιμοποίηση της ΕΕ, όμως εξαρτάται ακριβώς από την ύπαρξη τέτοιας νομιμοποίησης και εντέλει από τη συναίνεση ενός σώματος ευρωπαίων πολιτών οι οποίοι εκφράζουν τη βούλησή τους μέσα από εκλογές και δημοψηφίσματα. Ειδικά αυτή η ευρωπαϊκής εμβέλειας συναίνεση για την εγγενή αξία της υπερεθνικής πολιτικής κοινότητας και τη δημοκρατική τάξη της έχει ωστόσο δεχθεί βαρύ πλήγμα από τη σημερινή κρίση – αλλά και από την παράλειψη ή ανικανότητα των ελίτ να περιορίσουν τις καταστροφικές της συνέπειες. Για να εξασφαλιστεί σταθερότητα, διάρκεια και υπολογισιμότητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χρειάζεται δημοκρατική νομιμοποίηση. Το επιχείρημα είναι πρακτικό: όποιος θέλει μια αποτελεσματική διακυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίσει πρώτα τη δημοκρατική νομιμοποίηση της διακυβέρνησης αυτής και μόνον τότε οι πολιτικές στρατηγικές και οι θεσμοί θα αποκτήσουν την ισχύ και το κύρος που δεν μπορεί να υποκαταστήσει η (υπονοούμενη αν και στιγματισμένη) αυθεντία των τεχνοκρατών.
Οι νομιμοποιητικές δημοκρατικές διαδικασίες αποτελούν το μόνο διορθωτικό μέτρο ενάντια στη θατσερική (και μερκελική) ριζική φιλελεύθερη – τεχνοκρατική λογική ΤΙΝΑ (“there is no alternative”), της μη ύπαρξης άλλης εναλλακτικής. Η επίκληση αυτής της λογικής αποτελεί καθομολογία ότι η μέχρι πρότινος ακολουθούμενη πολιτική απέτυχε στο καθήκον της να διατηρεί ελεύθερα κανάλια επιλογών. Με την αποτυχία της αυτή μας έχει παρασύρει σε μια παγίδα, αυτή του «αδιεξόδου», όπου τη μόνη διαφαινόμενη διέξοδο αποτελούν τα τεχνοκρατικά μέτρα έκτακτης ανάγκης.
Οι πολιτικοί ισχυρίζονται, συχνά αδίκως, ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση γιατί καθοδηγούνται από τη δική τους βαθιά ριζωμένη οπτική των πολιτικών και οικονομικών πραγματικοτήτων. Ας πάρει κανείς το οικείο παράδειγμα μιας τρύπας που χάσκει στον προϋπολογισμό. Η τεχνοκρατική αντίδραση συνεπάγεται την προτροπή για περικοπές. Αντί των περικοπών όμως, θα μπορούσε κανείς να βουλώσει την τρύπα και με αύξηση των εσόδων. Αυτό όμως θα τρόμαζε τους επενδυτές και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η τάση φυγής τους, π.χ. μέσω της εναρμόνισης της άμεσης φορολογίας σε επίπεδο ΕΕ. Αν όμως επιχειρούσε κανείς κάτι τέτοιο, θα ερχόταν αντιμέτωπος με αντιδράσεις από τα κράτη μέλη (Ιρλανδία, Βουλγαρία κ.α.) που επιδιώκουν να βελτιώσουν τη θέση τους στον επενδυτικό ανταγωνισμό με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις. Και ούτω καθεξής… Η επίκληση του «αδιεξόδου» συχνά αποτελεί μόνο έναν μανδύα για την απόκρυψη της παραίτησης ενόψει των διαφαινόμενων συσχετισμών δυνάμεων, των δυνάμεων του status quo.
Η Ευρώπη απαρτίζεται από εθνικά κράτη, πολίτες και κοινωνικές τάξεις. Υπάρχει πληθώρα εναλλακτικών δυνατοτήτων έκφρασης των διαφόρων δυνάμεων και συντελεστών στο πλαίσιο της δημοκρατικής διαδικασίας. Είναι απαραίτητη η «εισροή» νομιμοποίησης (“input”) μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, ειδικά ενόψει της ολοένα μεγαλύτερης εξασθένισης της «εκροής» νομιμοποίησης (“output”) που εξακολουθούν να επιτυγχάνουν κύκλοι των ευρωπαϊκών ελίτ. Η αφελής πεποίθηση ότι αυτοί θα κάνουν το σωστό λόγω της βαθειάς γνώσης των καταστάσεων έχει εξανεμιστεί. Αυξανόμενα τμήματα του εκλογικού σώματος αγανακτούν με τις «Βρυξέλλες» ή το «Βερολίνο» ή την «Ευρώπη» συλλήβδην – ένα χρυσορυχείο για τους λαϊκιστές πολιτικούς επιχειρηματίες. Θα πρέπει να αναδιαμορφωθεί η Ευρώπη έτσι ώστε η γέφυρα μεταξύ της βούλησης των πολιτών και των αποφάσεων των ελίτ να μην καταρρεύσει ξανά. Ο κεντρικός τόπος όπου είναι φυσικό να γίνει αυτό είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ ευρωπαϊκών κομμάτων, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να μετασχηματιστεί σε ένα είδος κυβέρνησης με ευθύνη έναντι του κοινοβουλίου.
Το χάσμα μεταξύ politics και policy
Μια τελευταία αντίφαση αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτά είναι τα θεσμικά όργανα που έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση στην καθημερινότητα των ανθρώπων και υπόκεινται στον μικρότερο δημοκρατικό έλεγχο. Είναι εντελώς αποπολιτικοποιημένα, βρίσκονται υπεράνω του κομματικού ανταγωνισμού και αποφασίζουν με ηγεμονική ανεξαρτησία – χωρίς να έχει σημασία αν συμφωνούν οι πολίτες, τα κόμματα και τα κοινοβούλια ή όχι. Αυτό είναι το χάσμα μεταξύ politics και policy, του πολιτικού αγώνα για εξουσία και διαμόρφωση της κοινής γνώμης αφ’ ενός και των στρατηγικών προσπαθειών επίλυσης προβλημάτων αφ’ ετέρου. Αφ’ ης στιγμής καταρρεύσει η γέφυρα της εισροής νομιμοποίησης (input), ευδοκιμεί στη μια όχθη ο λαϊκισμός (με την έννοια του αγώνα εξουσίας χωρίς επίλυση προβλημάτων) και στην άλλη η τεχνοκρατία (με την έννοια της –επιχειρούμενης – επίλυσης προβλημάτων χωρίς δημοκρατικό αγώνα για απόκτηση ερείσματος). Έτσι οι δυο σφαίρες της πολιτικής αποκολλώνται η μια από την άλλη.
Αν η ευρωζώνη διαλυόταν πραγματικά – είτε «συντεταγμένα» είτε χαοτικά – θα μπαίναμε σε ένα γιγάντιο παιχνίδι αρνητικών αθροισμάτων όπου όλες οι πλευρές χάνουν. Αυτό θα πρέπει να το έχουν αντιληφθεί ακόμα και όσοι άλλα λένε δημοσίως. Η τραπεζική κρίση εξελίχθηκε σε μια κρίση των δημόσιων οικονομικών η οποία με τη σειρά της οδήγησε σε ευρωπαϊκή κρίση θεσμών. Είναι ολοένα και πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς πού θα βρουν να πιαστούν οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης σε αυτή την κατηφόρα προτού εκδηλωθεί η συνολική χρεοκοπία της καπιταλιστικής δημοκρατίας. Θα εξαρτηθεί, υποθέτω, από την αντίδραση και αντίσταση εκείνων που πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Ίσως η αντίσταση αυτή να αναγκάσει τις ελίτ να στραφούν προς μια πορεία με περισσότερες προοπτικές, αντί να αγοράζουν βερεσέ ολοένα και πιο εσπευσμένα όλο και λιγότερο χρόνο. Όμως έτσι όπως έχουν τα πράγματα επί του παρόντος, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως γνωρίζει με ασφάλεια ποια θα είναι αυτή η πορεία, ποιος θα την υιοθετήσει ή θα τη διατηρήσει.
…………………………………………………………………………….
Μόνον για την ηλεκτρονική έκδοση της «Εφημερίδας των Συντακτών»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου