Της Κατερίνας Δασκαλάκη, Εφημερίδα των Συντακτών
Θα μπορούσε κανείς ξεκινώντας από τη μικρή τούτη φράση να διηγηθεί μια ιστορία για παιδιά ή να σιγοτραγουδήσει έναν παλιό σκοπό. Ν’ αφεθεί σ’ ένα παιχνίδι. Ο Κώστας Αξελός, που τόσο πολύ σκέφθηκε το παιχνίδι και που αγαπούσε τα παιχνίδια –μήπως δεν απάντησε, στην τελευταία του συνέντευξη στον Γιώργο Δουατζή, ότι μόνον «η απουσία του παιχνιδιού» θα μπορούσε «να σκοτώσει» τη σκέψη του;– θα διασκέδαζε, ίσως, στην απόπειρα να χαραχτεί ο περίπλους του στη ζωή και τη σκέψη με αφετηρία αυτόν τον αληθινό πλου που τον οδήγησε από τον Πειραιά στον Τάραντα κι από τον Τάραντα στο Παρίσι, τον Δεκέμβριο του 1945, τότε που μαζί με πολλούς άλλους υποτρόφους του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών εγκατέλειπε μιαν Ελλάδα τσακισμένη από τον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο. Το καράβι, είναι πασίγνωστο, ήταν το περίφημο «Ματαρόα». Ο Κώστας Αξελός, που είχε γεννηθεί στις 26 Ιουνίου 1924 στην Αθήνα, ήταν τότε μόλις 21 χρόνων αλλά είχε ήδη έντονη αντιστασιακή δράση στο ενεργητικό του. Οπως και να ’ναι, η εμπειρία ήταν σημαντική κι ο ίδιος πάντα αναπολούσε εκείνη την εποχή της νιότης του. «Μας είχαν ειδοποιήσει ότι θα έρχονταν κάποια παιδιά από την Αθήνα στην πανεπιστημιούπολη», διηγούνταν καμιά πενηνταριά χρόνια αργότερα ο Κώστας Γεωργούλης, ο επί δεκαετίες μετέπειτα διευθυντής τού εκεί Ελληνικού Ιδρύματος:
«Αλλά, μα την πίστη μου, τι παιδιά ήσαν αυτά; Αυτοί παραλίγο να έρθουν εδώ ζωσμένοι με φισεκλίκια!» Αστειευόταν βέβαια. Αλλά είναι αλήθεια ότι πολλά από τα «παιδιά» εκείνα κουβαλούσαν μαζί τους μια βαριά ματωμένη αποσκευή και είχαν ήδη έρθει συχνά πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο. (Ο Κώστας Αξελός είχε υποστεί και μια εικονική εκτέλεση μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη, όπως αναφέρθηκε αργότερα).
Εντούτοις, ήσαν όλοι τους ακόμη έφηβοι, λίγο όψιμοι έφηβοι ίσως, που μέχρι τότε δεν είχαν μπορέσει να ζήσουν μια «κανονική» εφηβεία στον τόπο τους. Και ξαφνικά βρέθηκαν στο Παρίσι, πόλη μυθική τον καιρό εκείνο, πόλη ξένοιαστη και χαρούμενη στα μάτια τους, όπου αναπτύσσονταν θεωρητικά, καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά ρεύματα, όπου με δυο λόγια χτυπούσε η πολιτιστική καρδιά της Ευρώπης. Οπου «όλα» συνέβαιναν. Μια πόλη στην οποία επίσης βασίλευε η ελευθερία με κάθε έννοια. «Μεθούσαμε από ελευθερία», έλεγε η Ζιλιέτ Γκρεκό μιλώντας για την αμέσως μεταπολεμική εποχή, «καθόμασταν στην άκρη των πεζοδρομίων με την αίσθηση ότι ξαναζούσαμε».
Η Γερμανία –κατ’ εξοχήν τόπος της φιλοσοφικής παράδοσης– ήταν ακόμα σωριασμένη σε ερείπια κι η Σορβόνη παρείχε τη μοναδική σοβαρή προοπτική φιλοσοφικών σπουδών για τον νεαρό Ελληνα, που από τα δεκαπέντε-δεκάξι του χρόνια είχε αποφασίσει τον στοχαστικό του δρόμο. Στο σχολείο στην Αθήνα (πρώτα στη Σχολή Μακρή και μετά στο Βαρβάκειο από όπου αποφοίτησε), αλλά και στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του, είχε ανακαλύψει τους δραματικούς ποιητές της αρχαιότητας, τους κλασικούς, τον Ντοστογέφσκι που δεν έπαψε να τον διαβάζει μέχρι το τέλος της ζωής του, τους μεγάλους Σκανδιναβούς, τον Σέξπιρ, τον Γκέτε. Κατόπιν τον Νίτσε και τον Μαρξ. Στο πρώτο του βιβλίο «Φιλοσοφικές δοκιμές» (Παπαζήσης, 1952), εξαντλημένο σήμερα, ο αναγνώστης μπορεί ήδη να βρει κάποιους από τους βασικούς άξονες που μετέπειτα θα σημάδευαν τη σκέψη του. Είναι οι προσωκρατικοί, και ιδιαίτερα ο Ηράκλειτος, ο Εγελος, ο Μαρξ, ο Φρόιντ, ο ευρωπαϊκός μηδενισμός, καθώς και δύο ποιητές στους οποίους δεν έπαψε να ανατρέχει: Χέλντερλιν και Ρεμπό.
Στο Παρίσι, ο Κώστας Αξελός τελείωσε τις σπουδές στη Σορβόνη σε χρόνο-ρεκόρ και άρχισε να εργάζεται στο CNRS δουλεύοντας κυρίως για τις δύο διδακτορικές του διατριβές («Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής» και «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία») τις οποίες υποστήριξε σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο της Σορβόνης το 1959. Από το 1956 ήδη αποτελούσε μέρος της ομάδας (Εντγκάρ Μορέν, Ρολάν Μπαρτ, Φρανσουά Φεϊτό, Ζαν Ντιβινιό κ.ά.) που εξέδιδε το περιοδικό Arguments. «Ο στόχος μας ήταν μεταμαρξιστικός και μεταφιλοσοφικός», διευκρίνισε πολλά χρόνια αργότερα: «Ημασταν μακριά από τις ορθοδοξίες, τις λέξεις σε -ισμό». Από την κομματική ορθοδοξία, άλλωστε, ο Κώστας Αξελός είχε πάρει τις αποστάσεις του νωρίς, συγκεκριμένα λίγο μετά την άφιξή του στο Παρίσι, και το Κόμμα τον είχε διαγράψει από τις τάξεις του. Μακριά από τις ορθοδοξίες και τους -ισμούς είναι και η σειρά των πολύ σημαντικών βιβλίων της συλλογής «Επιχειρήματα», την οποία ο ίδιος ίδρυσε και διηύθυνε στις Editions de Minuit, όπου εκδόθηκαν και τα περισσότερα από τα δικά του βιβλία.
Στη Σορβόνη δίδαξε Φιλοσοφία από το 1962 μέχρι το 1973. Eγραψε και δημοσίευσε βιβλία στα ελληνικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά (τρεις γλώσσες τις οποίες χειριζόταν άπταιστα), τα οποία έχουν μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες, και ταξίδεψε στον κόσμο δίνοντας διαλέξεις. Αγαπούσε τους νέους και αντλούσε από την επαφή μαζί τους, του άρεσε να παίζει με τα παιδιά και να ακούει τα λόγια τους. Ηταν απλός και αφάνταστα λιτός, παρά τις μεγαλοαστικές του καταβολές. Ο πατέρας του, Μιλτιάδης Αξελός, ήταν γιατρός, διευθυντής στον «Ευαγγελισμό», και η μητέρα του γόνος παλιάς οικογένειας γαιοκτημόνων στην Αττική. Ο ίδιος, όμως, πέρασε ολόκληρη τη ζωή του σε διαμερίσματα λίγων τετραγωνικών, απολύτως αδιάφορος απέναντι στα υλικά αγαθά, τα οποία άλλωστε συστηματικά απεμπόλησε, περιφρονητικός προς κάθε ιδέα «ιδιοποίησης» και «ιδιοκτησίας». Ο χώρος δεν επιτρέπει να σταθούμε με λεπτομέρειες στη ζωή ενός διανοητή που κατόρθωσε το –περίπου– ακατόρθωτο: να κάνει τη ζωή του σκέψη και τη σκέψη του ζωή, αλλά επιβάλλεται στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η στάση την οποία τήρησε ο Κώστας Αξελός, χωρίς ποτέ μα ποτέ να παρεκκλίνει ούτε κατά το ελάχιστο, σ’ όλη τη διάρκεια της επίμονης και βασανιστικής πορείας του στα μονοπάτια της σκέψης, ήταν πάντοτε μια στάση απόλυτης συνέπειας και σπάνιας και υποδειγματικής εντιμότητας. Στάθηκε αντίθετος σε κάθε βολική ισοπέδωση, μακριά από κάθε «κουλτουριάκη» μόδα, ασυμβίβαστος. Παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την επικαιρότητα και την καθημερινότητα (διάβαζε αδιάλειπτα την εφημερίδα του), εφιστούσε εξίσου την προσοχή στο «οντικό» όσο και στο «οντολογικό», αλλά περιφρονούσε κάθε «φλύαρη ασημαντολογία». Κοίταξε στα μάτια την εποχή και την ονόμασε, ανέλυσε βαθιά τα προβλήματα και την προβληματική της και προσδιόρισε τον χαρακτήρα της. Σκέφθηκε και είπε την κυρίαρχη τεχνική και απευθύνθηκε στον άνθρωπο της τεχνικής εποχής προσπαθώντας να (τού) χαράξει ένα δρόμο και καλώντας τον ν’ ανοιχτεί φιλικά στο αποσπασματικό Ολον. Τι δεν έκανε; Δεν θέλησε να υποκύψει στην ισοπέδωση αυτής της εποχής, να την κολακέψει, να καταφύγει σε ευκολίες, να ακολουθήσει «μόδες» για να γίνει της μόδας. Πολύ περισσότερο από πολλούς «μοντέρνους» λεγόμενους διανοούμενους, ο Κώστας Αξελός έζησε τη σκέψη του και σκέφθηκε τη ζωή του. Μοναχικός κατά κάποιο τρόπο, αλλά και περιτριγυρισμένος από πιστούς φίλους: το πλήθος που τον συνόδευσε στις 11 Φεβρουαρίου 2010 στο Νεκροταφείο του Μονπαρνάς, παρά τη χιονοθύελλα εκείνης της ημέρας και την εξοντωτική παγωνιά, σήμαινε πολλά.
Αγάπησε τις γυναίκες κι αγαπήθηκε από τις γυναίκες. Ηξερε, όμως, πώς να γίνει κι ένας σύντροφος ζωής αφοσιωμένος και ανεκτίμητος, κι αυτό για πάρα πολλά χρόνια. Του άρεσε το καλό κρασί και η παραδοσιακή ελληνική κουζίνα. Στη χώρα των τυριών ζητούσε από τους φίλους ταξιδιώτες να του φέρνουν «σκληρό κεφαλοτύρι» και στα ελληνικά του καλοκαίρια αφηνόταν σ’ εκείνες τις γεύσεις που θυμόταν από παιδί και που τις αγαπούσε πάντα. Εμεινε δυναμικός και αθλητικός μέχρι το τέλος σχεδόν. Είχε επιδοθεί σε διάφορα σπορ στη διάρκεια της ζωής του και διατηρούσε ιδιαίτερη, έντονη, σχέση με τη φύση. Αναζητούσε τη συντροφιά έξυπνων ανθρώπων, που ήξερε να τους ξετρυπώνει παντού, αλλά μπορούσε επίσης να φανεί απόμακρος και υπεροπτικός απέναντι σε μια ορισμένη «κουλτουριάρικη» και συμπαγή βλακεία. Από την άλλη μεριά, όμως, κανείς δεν ήξερε καλύτερα από εκείνον να σκύβει με μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη προκειμένου να αφουγκραστεί τη φωνή του Κόσμου, μέσα από το στόμα των ελαχιστότερων πλασμάτων του. Κι έμεινε ο ίδιος, βαθύς, στοχαστικός, κατατρυχόμενος από τη σκέψη αλλά και απίστευτα νεανικός μαζί, μέχρι τον θάνατό του, τον οποίο αντιμετώπισε με φιλικότητα και με απέραντη γαλήνη.
Η φράση είναι δική του: Για να ξεχωρίσει κανείς αυτό που μένει από εκείνο που το σαρώνει ο άνεμος απαιτείται μια έντονη ζωή και ματιά, που να στηρίζεται στον θάνατο, χωρίς αυτός να επιβάλλεται σαν τέτοιος.
Η φράση είναι χαραγμένη στο απέριττο μνημείο του.
* Το κείμενο αυτό αποτελεί σύντμηση- διασκευή του γαλλικού πρωτοτύπου που δημοσιεύθηκε στον τόμο «Prétentaine» – Quel penser? (Παρίσι, 2011).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου