Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Η φινλανδοποίηση απέναντι στην πολιτική βία


Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, Μεταρρύθμιση, 6.2.13
Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται, στα κεντρικά σημεία του, στην παρέμβασή μου στην εκδήλωση «Συγγραφείς κατά της βίας», στο βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone, στις 28 Ιανουαρίου 2013.
 Έχω υποστηρίξει ότι το σημαντικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα της κρίσης, είναι η κοινωνική αποδοχή και νομιμοποίηση της κουλτούρας της βίας [1]. Ως ποσοτική επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού, αναφέρω ότι σύμφωνα με πολλές δημοσκοπήσεις [2], ένας στους δύο κατοίκους αυτής της χώρας εγκρίνει τους προπηλακισμούς εναντίον πολιτικών προσώπων, δηλαδή υποστηρίζει την πολιτική βία. Το γιατί συμβαίνει αυτό το, πρωτοφανές για ευρωπαϊκή χώρα, γεγονός, έχω επίσης αποπειραθεί να εξηγήσω σε παλαιότερο κείμενό μου [3]Η πολιτική βία συνιστά θεμελιώδη άρνηση του κοινωνικού συμβολαίου των νεωτερικών κοινωνιών. Αρνείται, εν τοις πράγμασι, το κοινωνικά συμφωνημένο μονοπώλιο της βίας που ανήκει στο κράτος και προκρίνει τη βίαιη επιβολή των απόψεων μειοψηφικών ομάδων επί της κοινωνίας. Οι υποστηρικτές της, είτε το κατανοούν είτε όχι, υιοθετώντας την πολιτική βία, αρνούνται την ίδια τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Με την έννοια αυτή, ο όρος «πολιτική βία» είναι επιστημονικά λανθασμένος, δεδομένου ότι η βία είναι η άρνηση της ίδιας της ουσίας της πολιτικής. Θα συνεχίσω να τον χρησιμοποιώ για συμβατικούς λόγους.

Αυτονόητα, δεν υπάρχει καλή και κακή πολιτική βία. Η βία είναι μία, ενιαία, ομοούσια και αδιαίρετη. Είναι καταδικαστέα χωρίς αλλά και αστερίσκους. Δυστυχώς, δεν είναι μονόχρωμη. Είναι φαιοκόκκινη, δεδομένου ότι προέρχεται και από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος που έχουν, στον σκληρό ιδεολογικό τους πυρήνα, ως στόχο την ανατροπή της δημοκρατίας δια της βίας.

Ακτινογραφώντας την πολιτική βία

Εάν επιχειρήσει κανείς να ακτινογραφήσει το φαινόμενο της πολιτικής βίας στην Ελλάδα της κρίσης, μπορεί να εντοπίσει τέσσερα επάλληλα επίπεδα στα οποία συγκροτείται και αναπαράγεται.
Το πρώτο επίπεδο είναι εκείνο των ακτιβιστών της βίας. Αποτελείται από μερικές δεκάδες χιλιάδες ακροδεξιών και ακροαριστερών οπαδών του ολοκληρωτισμού. Τα ιδεολογικά πρόσημα δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι ο κοινός παρονομαστής είναι η άρνηση της δημοκρατίας ως πολιτεύματος per se . Στο όνομα μιας φαντασιακής επαναστατικής πρωτοπορίας, ή ως ζηλωτές ολιγαρχικών ακροδεξιών αντιλήψεων, οι ακτιβιστές της βίας ταλαντώνονται ανάμεσα στη χρήση βίαιων μεθόδων αυτοδικίας και στον ένοπλο αγώνα [4]. Πολύ φοβάμαι ότι εάν αυτό το φαινόμενο δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, πολύ σύντομα θα έχουμε νεκρό ή νεκρούς.
Το δεύτερο επίπεδο είναι εκείνο της πολιτικής υιοθέτησης της βίας. Η βία υιοθετήθηκε και ενθαρρύνθηκε από λαϊκιστικές πολιτικές δυνάμεις, είτε για λόγους πολιτικής συγγένειας, είτε επειδή ήταν και είναι κοινωνικά αποδεκτή.
Είναι απολύτως χαρακτηριστική αυτής της επιλογής η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, όταν ερωτάται για τη βία: «Καταδικάζουμε τη βία, αλλά αντιλαμβανόμαστε την αγανάκτηση όλων εκείνων που αντιδρούν βίαια απέναντι στη βία του Μνημονίου»[5]. Είναι πραγματικά εξαιρετική η περιγραφή του Μάνου Ματσαγγάνη για τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στο φαινόμενο της πολιτικής βίας:
«Την ίδια στιγμή, αξιοποιώντας την περίσσια αγανάκτηση (και την παντελή έλλειψη αυτογνωσίας) των εξαπατημένων πελατών του πελατειακού συστήματος, συνέχισε να κλείνει το μάτι στους άλλους: σε εκείνους που αποφάσισαν ότι είναι εντάξει να διαλύεις τα πανεπιστήμια, να καταστρέφεις δημόσια κτίρια, να καις την πόλη, να πετάς μολότοφ, να πυροβολείς με καλάσνικοφ, να ρίχνεις ρουκέτες. Σε αυτούς που όταν κάποιοι έχαναν τη ζωή τους, όπως οι άτυχοι εργαζόμενοι της Marfin, σήκωναν αδιάφορα τους ώμους (“έχουμε πόλεμο”, “παράπλευρη απώλεια”). Εάν, ό μη γένοιτο, κάποτε έχουμε και άλλους νεκρούς και οι νεκροί αυτοί είναι αστυνομικοί, ή πολιτικοί, θα πανηγυρίζουν» [6].
Το τρίτο επίπεδο είναι η κοινωνική αποδοχή της βίας. Έχω ήδη αναφερθεί σε αυτό. Όταν η μισή κοινωνία αποδέχεται την πολιτική βία, αυτό δημιουργεί έναν προνομιακό βιότοπο για την εδραίωση του φαινομένου. Οι προνεωτερικές συμπεριφορές σε ανθρωπολογικό επίπεδο και η ατελής δημοκρατία, με αποσάθρωση του κοινωνικού συμβολαίου και με αναγόρευση των πολιτικών αντιπάλων σε εχθρούς, σε πολιτικό επίπεδο δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ μολότοφ σε επίπεδο αντιλήψεων και νοοτροπιών.
Το τέταρτο επίπεδο είναι εκείνο της φινλανδοποίησης απέναντι στη βία. Θα επιμείνω περισσότερο σε αυτό, γιατί δεν μας έχει απασχολήσει όσο θα έπρεπε. Δανείζομαι τον όρο «φινλανδοποίηση» (finlandization) από το γνωστικό πεδίο των Διεθνών Σχέσεων. Ο όροτι στν αρχική του σημασία, περιγράφει τη στάση που αναγκάστηκε να τηρήσει η Φινλανδία απέναντι στην τσαρική Ρωσία και τη Σοβιετική Ένωση, μέχρι και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν μια στάση ουδετερότητας, που, ιδίως μετά το 1948 [7], έλαβε απίστευτες διαστάσεις στο εσωτερικό της χώρας. Βιβλία ενοχλητικών συγγραφέων αποσύρθηκαν από τις δημόσιες βιβλιοθήκες και από τα βιβλιοπωλεία, για να μην ενοχληθεί το σταλινικό καθεστώς της ΕΣΣΔ. Συγγραφείς (όπως ο Σολζενίτσιν) και κινηματογραφικές ταινίες, είτε απαγορεύτηκαν, είτε λογοκρίθηκαν. Τα μέσα ενημέρωσης αυτολογοκρίνονταν ή και λογοκρίνονταν. Ήταν ένα ιδιότυπο καθεστώς «ευμενούς ουδετερότητ της “χαμένης εξεταστικής”. Στ σοβιετικό imperium.
Δυστυχώς, αυτή η στάση έχει υιοθετηθεί από σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των ελίτ, απέναντι στο φαινόμενο της πολιτικής βίας. Κορυφαίο παράδειγμα, η στάση πανεπιστημιακών αρχών και πανεπιστημιακών δασκάλων απέναντι στη βία και την ανομία που μαστίζει, για δεκαετίες, την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Νίκου Μαραντζίδη:
«Το περιστατικό εκτυλίχθηκε σε μια άτυπη συνεδρίαση Προέδρων τμημάτων του Πανεπιστημίου, έπειτα από μια φοιτητική κατάληψη που κράτησε κάποιες εβδομάδες. Το θέμα της συζήτησης ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος της “χαμένης εξεταστικής”. Στην πρόταση ενός καθηγητή να εφαρμοστούν οι προβλέψεις του νόμου, κάποιος άλλος σχολίασε: “Ας μην είμαστε ακραίοι”. Με τη λέξη ακραίοι, εννοούσε βέβαια τη διάθεση εφαρμογής του νόμου! Για τον συγκεκριμένο καθηγητή, ήταν πιο βολικό να μην εφαρμοστεί η νομοθεσία, προκειμένου να κατευνάσει τους ωρυόμενους συνδικαλιστές» [8].
Ακριβώς αυτή τη στάση, σε πολιτικό επίπεδο, προτείνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μετά την πρόσφατη (αναμφισβήτητα θετική) στροφή του στο θέμα της βίας [9]. Εξαναγφερόντων» [10].
Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να ανεχθούμε τη βία και την ανομία, γιατί ο χώρος των ακτιβιστών της βίας μπορεί να αναφλεγεί ανεξέλεγκτα, με τη στρατιωτικοποίηση των αναρχικών ομάδων.
Πρόκειται για μια πολιτικά επικίνδυνη αντίληψη.λυση, μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτη ανάφλεξη του υπονομευμένου από την κρίση κοινωνικού υπεδάφους. Η ακραία κρατική καταστολή συντηρεί το σίριαλ “κλέφτες και αστυνόμοι” και ενισχύει τον κίνδυνο “στρατιωτικοποίησης” αναρχικών ομάδων, σε βάρος της δημοκρατικής πορείας και των λαϊκών συμφερόντων» [10].
Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να ανεχθούμε τη βία και την ανομία, γιατί ο χώρος των ακτιβιστών της βίας μπορεί να αναφλεγεί ανεξέλεγκτα, με τη στρατιωτικοποίηση των αναρχικών ομάδων.
Πρόκειται για μια πολιτικά επικίνδυνη αντίληψη. Υποχρέωση των πνευματικών ανθρώπων, των δημόσιων διανοουμένων, των δημοκρατικών πολιτικών κομμάτων αλλά και του καθενός μας ατομικά, είναι η πλήρης εναντίωση στο φαινόμενο της πολιτικής βίας.
Η φινλανδοποίηση νοοτροπιών και συμπεριφορών απέναντι στην πολιτική βία, οδηγεί στη διαιώνιση ενός φαινομένου που είναι ντροπή για τη χώρα και που δυναμιτίζει κάθε προσπάθεια εξόδου από την κρίση.
Υστερόγραφο:
Το κείμενο αυτό έχει γραφεί πριν από τα πρόσφατα γεγονότα και τη σύλληψη 4 ατόμων του αντιεξουσιαστικού χώρου που κατηγορούνται για ένοπλη ληστεία. Νομίζω ότι η έννοια της φινλανδοποίησης είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να κατανοήσουμε αντιδράσεις και δηλώσεις σε πολιτικό, κοινωνικό, οικογενειακό και ανθρωπολογικό επίπεδο.



[1] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Η βία ως μαμή της Ιστορίας» ,The booksjournalτεύχος 26, Δεκέμβριος 2012. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης, εκδόσεις Επίκεντρο, 2012. Αναδημοσίευση στηΜεταρρύθμιση,
[2] Ενδεικτικά, ένας στους δύο πολίτες τάσσονται υπέρ των προπηλακισμών βουλευτών, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Kαπα Research που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, στις 10 Ιουλίου 2011. Πιο συγκεκριμένα, ένα ποσοστό 49,6% αναφέρει ότι εγκρίνει τα επεισόδια σε βάρος βουλευτών, ενώ ποσοστό 40,5% τα αποδοκιμάζει.
[3] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, « Οι ρίζες της κουλτούρας της βίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα» ,Thebooks ’ journal, τεύχος 12, Οκτώβριος 2011. Περιλαμβάνεται επίσης στο Μύθοι και Στερεότυπα …, ό.π. Αναδημοσίευση στηΜεταρρύθμιση
[4] Εξαιρετικά εύστοχο το κείμενο του Σακελλάρη Σκουμπουρδή, [5] Δήλωση Αλέξη Τσίπρα στις 8 Ιουλίου 2011.
[6] Μάνος Ματσαγγάνης, «Πολύ λίγα, αλλά (ας ελπίσ στο όχι πολύ αργά»,Μεταρρύθμή, 4 Νοεμβρίου 2012.
[7] Η φινλανδική κυβέρνηση του Juho Κusti Ρaasikivi υπέγραψε τον Απρίλιο του 1948 Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας με τη Σοβιετική Ένωση. Με αυτή δεσμεύθηκε να αμυνθεί σε τυχόν επίθεση της Γερμανίας και των συμμάχων της εναντίον της ή κατά της Σοβιετικής Ένωσης και να ζητήσει τη βοήθεια της Μόσχας σε περίπτωση ανάγκης.
[8] Νίκος Μαραντζίδης, « Ποια αυγή ξημερώνει στο πανεπιστήμιο» ,Καθημερινή, 4 Νοεμβρίου 2012.
[9] Ενδεικτικό των εσωτερικών αντιδράσεων που προκάλεσε η στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα της βίας είναι το κοινό άρθρο ( Αυγή, 16 Ιανουαρίου 2013) των Χρήστου Λάσκου και Χριστόφορου Παπαδόπουλου στο οποίο αναφέρουν: «Αν καταδικάζουμε την “ανομία” (sic) εν γένει, πώς μπορούμε να υπερασπιστούμε τα κινήματα “Δεν Πληρώνω” ή τις επανασυνδέσεις ρεύματος στα σπίτια αυτών των φτωχοδιαβόλων που παλεύουν για την επιβίωση;» .
[10]Κύριο άρθρο στην Αυγή, 13 Ιανουαρίου 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες