Του Δημήτρη Ψυχογιού, Athens Voice
Η πολιτική βία διαιωνίζεται στην ελληνική ελληνική κοινωνία επειδή αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων. Δεν είναι τυχαίο που η μητέρα Παυλίνα Νάσιουτζικ, (φιλόλογος, διδάκτωρ της φιλοσοφίας, πετυχημένη συγγραφέας) σε αυτή τη δύσκολη στιγμή ξέχασε όσα είχε αποκτήσει σε χρόνια και χρόνια σπουδών και καλλιέργειας και στην τρομακτικά δύσκολη στιγμή της κατέφυγε αυθόρμητα στο κλισέ που μαθαίνουμε στο δημοτικό σχολείο: «θα τον υπερασπιστώ μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός μου», είπε για τον γιο της. Όπως κάνουν χιλιετίες τώρα οι Έλληνες απέναντι για την πατρίδα τους απέναντι στον εχθρό, μαθαίνουμε στο σχολείο. Όπως κάνουν και απέναντι στους ντόπιους συνεργάτες των εχθρών (Άγγλων, Αμερικανών, Ρώσων, Βουλγάρων, Γερμανών) από το 1940 ως σήμερα.
Στις 28 Ιανουαρίου 2013 πέθανε στα χέρια του ελληνικού κράτους ο Νικόλαος Δερτιλής. Την 1η Φεβρουαρίου 2013 κακοποιήθηκε στα χέρια του ο ένοπλος αναρχικός, Νίκος Ρωμανός, η φωτογραφία του χτυπημένου προσώπου του γίνεται πρωτοσέλιδο, κάνει τον γύρο του κόσμου.
Σαράντα ακριβώς χρόνια πριν, Φεβρουάριο του 1973, κακοποιείται από το ελληνικό κράτος ο φοιτητής Μάκης Μπαλαούρας, η φωτογραφία του γίνεται πρωτοσέλιδο, κάνει και αυτή τον γύρο του κοσμου. Τι έχουμε να πούμε για όλα αυτά, τα καινούργια και τα παλιά;
Τι λόγους είχε το ελληνικό κράτος να κρατά στη φυλακή 38 χρόνια αμετανόητο χουντικό ηλικίας 94 ετών, ώσπου να πεθάνει; Το νομικό πρόσχημα ήταν ότι δεν έκανε ο ίδιος αίτηση για την αποφυλάκισή του, απαιτούσε μάλιστα να του ζητήσει το κράτος «συγγνώμη» για τη συμπεριφορά του, μόνο έτσι δεχόταν να φύγει από τη φυλακή. Ίσως ήταν διαταραγμένος ψυχικά, είχε «ιδρυματοποιηθεί» μας λένε οι ψυχολόγοι, δεν μπορούσε να βγει στον έξω κόσμο – ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, να τον αποφυλακίσουν. Και αν η δικονομία δεν το επέτρεπε, ήταν απλό να περάσει από τη Βουλή διάταξη που να λέει, πχ, ότι κανείς δεν μένει φυλακή μετά τα 85 του, ή κάτι αντίστοιχο. Και αν δεν είχε χρήματα να ζήσει, ας του έδινε επίδομα: λιγότερο θα κόστιζε από τη συντήρησή ειδικής πτέρυγας του Κορυδαλλού για λογαριασμό του.
Όμως αυτό δεν έγινε – και κανείς δεν νοιαζόταν, πέρα από τους συγγενείς του και κάποιους χουντικούς όπως είδαμε και στην κηδεία του, ενώ είχε γίνει μεγάλος θόρυβος και είχε υψωθεί κατακραυγή στη χώρα μας όταν είχε πεθάνει στη φυλακή ο Μιλόσεβιτς, κατά τη διάρκεια της δίκης του στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Η ελληνική κοινωνία δεν είχε κανένα πρόβλημα, το ευχαριστιόταν κιόλας μπορώ να πω, που ο υπέργηρος χουντικός σάπιζε στη φυλακή. Όπως το ευχαριστιόταν όταν η 17Ν δολοφονούσε χουντικούς βασανιστές ή αμερικανούς.
Το ίδιο είχε συμβεί και με τον Δημήτρη Ιωαννίδη που πέθανε έγκλειστος και αυτός πριν 3 χρόνια. Ακόμα και αν ήσαν «αμετανόητοι χουντικοί» αυτοί οι δύο, το κράτος δεν είναι εκκλησία να απαιτεί μετάνοια για να συγχωρήσει: τα κράτη ή είναι αυταρχικά και βάρβαρα ή είναι δημοκρατικά και φιλελεύθερα και σέβονται τα δικαιώματα των κρατουμένων (ακόμα και των ενόπλων), όπως σέβονται καί τις δύσκολες καταστάσεις που ονομάζουμε «παιδική ηλικία», «ασθένεια», «μετανάστης», «μειονότητα», «ειδικές ανάγκες», «γήρας».
Η φυλάκιση ήταν νόμιμη, απόφαση δικαστηρίου, θα αντιτάξει κανείς, ο βασανισμός είναι παράνομος. Αλλά αν νομοθετηθούν τα βασανιστήρια ή η θανατική ποινή, δεν θα υπάρχει πια πρόβλημα; Μου φαίνεται πως όσοι είναι κατά των βασανισμών επειδή υπερασπίζονται πολιτικές και ανθρωπισια να ελευθερωθούν. «Συγγνώμη» ους πρέπει να είναι κατά της θανατικής ποινής και των ισοβίων δεσμών. Και πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει – αλλά ο Ιωαννίδης και ο Δερτιλής αποτελούσαν ειδικές περιπτώσεις όπου κράτος και κοινωνία φάνηκαν ανακόλουθα, τουλάχιστον εκείνο το τμήμα της που είναι κατά των βασανιστηρίων.
Το γιατί οι δύο χουντικοί δεν ζητούσαν χάρη και γιατί η Πολιτεία και η κοινωνία τους αντιμετώπισαν με τόση αγριότητα μας το είπε ο Νίκος Ρωμανός: «είμαι αιχμάλωτος πολέμου», δήλωσε. Το ίδιο αισθάνονταν και αυτοί: δεν ένιωθαν «ιδρυματοποιημένοι», «αιχμάλωτους πολέμου» θεωρούσαν τους εαυτούς τους και περίμεναν να νικήσει η παράταξή τους για να ελευθερωθούν. «Συγγνώμη» θα ζητούσαν από τον Δερτιλή μόνο οι συμπολεμιστές ομοϊδεάτες του – «συγγνώμη» για το πώς του φέρθηκε το ελληνικό κράτος όταν το είχαν καταλάβει οι αντίπαλοί τους.
Μόνο που ο Δερτιλής ήξερε πολύ καλά σε ποιον πόλεμο μετείχε: στον εμφύλιο πόλεμο. Είχε λάβει μέρος σε αυτόν κατά τη δεκαετία του 1940, ήταν νικητής. Και όταν διαπίστωσε κατά τη δεκαετία του 1960 ότι η νίκη στο πεδίο της μάχης γινόταν ήττα στο πεδίο της πολιτικής γιατί η κοινωνία άλλαζε και δεν εκτιμούσε πια τους νικητές και τις αξίες τους, πήρε ξανά τα όπλα για να κάνει πραξικόπημα, να διαιωνίσει τη νίκη του – και τον εμφύλιο πόλεμο. Κατέλαβε δημόσια κτήρια την 21η Απριλίου, ήταν επικεφαλής των τανκς στο Πολυτεχνείο, σκότωσε ανθρώπους.
Ο Νίκος Ρωμανός όμως δεν ξέρει ότι συνεχίζει τον εμφύλιο πόλεμο, είναι πολύ παλιά ιστορία για να την γνωρίζει, είναι κάτι που αφορούσε τους παππούδες του. Δεν έχει καταλάβει ότι είναι θύμα της πολιτικής βίας που σπάραζε τη χώρα του όλον σχεδόν τον 20ο αιώνα. Είπε ότι θα κάνει δήλωση, γιατί δεν τον εκπροσωπεί κανείς, πιθανότατα όμως πιστεύει αυτά που είπε η μητέρα του για λογαριασμό του: «αγωνίζεται ενάντια σε μία παράνομη και σάπια κοινωνία και άνομη». Αλλά μόνο στην Ελλάδα από όλη την Ευρώπη ο αγώνας ενάντια στη σάπια και άνομη κοινωνία γίνεται με απειλές για κάψιμο του Κοινοβουλίου, με κρεμάλες και τοξοβολίες στο Σύνταγμα, με νεκρούς σε διαδηλώσεις, με χρήση όπλων από τρομοκρατικές ομάδες, με αναφορές σε «κατοχικές κυβερνήσεις», «ταγματασφαλίτες» και «μελιγαλάδες».
Στους πολέμους, δεν υπάρχουν κανόνες – μόνος κανόνας είναι η νίκη επί του αντιπάλου. Το Δίκαιο του Πολέμου και άλλα ανθρωπιστικά είναι όπλα και αυτά, τα επικαλούνται οι εμπόλεμοι μόνο για να φέρουν ακόμαe="font-family: Georgia, Times New Roman, serif;">Για τούτο κραβ΄ην ελληνική κοινωνία οι αρχές, οι δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αρχές γίνονται λάστιχο και τις επικαλούμαστε μόνο για να καταφέρουμε πλήγμα στον αντίπαλο: η βία κυριαρχεί, δεκαετίες τώρα. Η πολιτική αντιπαράθεση, όταν δεν εκτραχύνεταμαρτύρων, δεν είναι γκιόστρα ιπποτών μπροστά σε θεατές, είναι η αγριότερη κατάσταση στην οποία μπορούν να βρεθούν άνθρωποι που δεν έχουν άλλο στόχο παρά να σκοτώσουν για να μη σκοτωθούν. Αν για τους εμφύλιους πολέμους ισχύει ότι είναι «συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», τα «άλλα μέσα» είναι το ακριβώς αντίθετο των μέσων που χρησιμοποιεί η πολιτική στα δημοκρατικά καθεστώτα. Η βία έχει τον πρώτο λόγο.
Για τούτο και στην ελληνική κοινωνία οι αρχές, οι δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αρχές γίνονται λάστιχο και τις επικαλούμαστε μόνο για να καταφέρουμε πλήγμα στον αντίπαλο: η βία κυριαρχεί, δεκαετίες τώρα. Η πολιτική αντιπαράθεση, όταν δεν εκτραχύνεται σε άμεσες συγκρούσεις, εξευτελίζει τα πάντα – αρχές, ανθρωπισμό, δικαιοσύνη. Είναι απάνθρωπο να πεθαίνει ο Μιλόσεβιτς στη φυλακή αλλά δεν νοιαζόμαστε αν το ίδιο συμβαίνει και με τον Δερτιλή. Και ακόμη χειρότερα: αν κάποια κυβέρνηση είχε αποφυλακίσει Ιωαννίδη-Δερτιλή, μερίδα των κομμάτων και της κοινωνίας που καταδικάζουν τους βασανισμούς, θα την καταδίκαζε με την ίδια σφοδρότητα. Οι ίδιοι πάλι, θα δημιουργούσαν κίνημα για την απελευθέρωση δύο υπέργηρων ποινικών κρατουμένων – οι χουντικοί όμως πρέπει να σαπίσουν στη φυλακή.
Θέλω να πω, τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας τις θυμόμαστε μόνο όταν συμφέρει πολιτικά, όπως οι εμπόλεμοι θυμούνται το Δίκαιο του Πολέμου όταν τους συμφέρει. Κράτος που διαπράττει τη βαρβαρότητα να κρατά φυλακισμένους 90χρονους, θα διαπράξει και την άλλη, να βασανίζει 20χρονο παιδί είτε «για να μιλήσει» είτε επειδή απλώς και μόνο κάποιοι αστυνομικοί «έχουν κέφια», μίσος δηλαδή, όπως συμβαίνει συχνά με μετανάστες. Όπως ακριβώς βασάνιζε και την εποχή της χούντας – ενώ νωρίτερα έκανε και πολύ χειρότερα, κλείνουν 50 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη φέτος.
Για τις αιτίες της πολιτικής βίας στη χώρα μας έχω γράψει πολλές φορές, δεν θα επανέλθω εδώ. Παραπέμπω οποιον ενδιαφέρεται για τα επιχειρηματα στο κομμάτι που έγραψα πριν δύο χρόνια (
Διαιωνίζοντας την κουλτούρα της βίας) για τον σπουδαίο άνθρωπο, διανοούμενο και πολιτικό καθηγητή Σάκη Καράγιωργα που τοποθετούσε βόμβες επί δικτατορίας, όπως έκανα άλλωστε και εγώ. Ήμουν φοιτητής, στην ηλικία του Νίκου Ρωμανού. Είχα την τύχη να μη συλληφθώ και να μη βασανιστώ, δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον τραυματισμένο Σάκη Καράγιωργα (του είχε σκάσει η βόμβα στα χέρια) – ούτε και με τους τότε συντρόφους και συν΄ικά δύσκολη στιγμή της κατέφυγε αυθόρμητα στο κλισέ που μαθαίνουμε στο δημοτικό σχολείο: «θα τον υπερασπιστώ μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός μου», είπε για τον γιο της. Όπως κάνουν χιλιετίες τώρα οι Έλληνες απέναντι για την πατρίδα τους απέναντι στον εχθρό, μαθαίνουμε στο σχολείο. Όπως κάνουν και απέναντι στους ντόπιους συνεργάτες font-family: Georgia, Times New Roman, serif;">Θα συνοψίσω απλώς το επιχείρημά μου: η πολιτική βία διαιωνίζεται στην ελληνική ελληνική κοινωνία επειδή αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων. Δεν είναι τυχαίο που η μητέρα Παυλίνα Νάσιουτζικ, (φιλόλογος, διδάκτωρ της φιλοσοφίας, πετυχημένη συγγραφέας) σε αυτή τη δύσκολη στιγμή ξέχασε όσα είχε αποκτήσει σε χρόνια και χρόνια σπουδών και καλλιέργειας και στην τρομακτικά δύσκολη στιγμή της κα. Ήταν λίγους μήνες πριν το Πολυτεχνείο, είχε προκαλέσει στο κοινό και ιδιαίτερα στο φοιτητόκοσμο συναισθήματα ανάλογα με τα σημερινά.
Εμπρός για ένα νέο Πολυτεχνείο, λοιπόν; Όσοι φωνάζουν «η χ΄ων εχθρών (Άγγλων, Αμερικανών, Ρώσων, Βουλγάρων, Γερμανών) από το 1940 ως σήμερα.
Πριν από σαράντα χρόνια ακριβώς, Φεβρουάριος 1973, το πρόσωπο του Μάκη Μπαλαούρα, μέλους του Ρήγα και φοιτητή της ΑΣΟΕΕ τότε, όπως το είχαν καταντήσει οι ασφαλίτες και είχε γίνει πρωτοσέλιδο, ήταν εξίσου παρν 20ο αιώνα. Είπε ότι θα κάνει δήλωση, γιατί δεν τον εκπροσωπεί κανείς, πιθανότατα όμως πιστεύει αυτά που είπε η μητέρα του για λογαριασμό του: «αγωνίζεται ενάντια σε μία παράνομη και σάπια κοινωνία και άνομη». Αλλά μόνο στην Ελλάδα από όλη την Ευρώπη ο αγώνας ενάντια στη σάπια και άνομη κοινωνία γίνεται με απειλές για κάψιμο του Κοινοβουλίου, με κρεμάλες και τοξοβολίεύντα δεν τελείωσε το 73», αυτό θέλουν. Όσοι βασανίζουν κρατούμενους, αυτό αυτόν τον δρόμο ανοίγουν. Όσοι δεν τους τιμωρούν, το ίδιο κάνουν. Όταν 41 αντιστασιακοί αρνούνται το 2011 να συμμετάσχουν στην προεδρική δεξίωση της 24ης Ιουλίου για την αποκατάσταση της δημοκρατίας για να μην προσφέρουν «νομιμοποίηση στην οικονομική δικτατορία που εξυφαίνεται σε βάρος του λαού» κάνουν το ίδιο – και κερδίζουν κιόλας συμβολικούς πόντους: η γιορτή καταργήθηκε το 2012. Όσοι χειροκροτούσαν και πυροβολούσαν στην κηδεία του Νικόλαου Δερτιλή, τη ρεβάνς για τη μεταπολίτευση ονειρεύονται – η Χρυσή Αυγή δήλωσε ρητά πως «βρισκόμαστε σε εμφύλιο πόλεμο» – και θα κάνει ότι μπορεί για να τον κερδίσει, φυσικά. Αλλά και όσοι παρομοιάζουν την σημερινή κατάσταση με τη γερμανική κατοχή, ξανά τον εμφύλιο ανασταίνουν από την πλευρά των ηττημένων, για να νικήσουν αυτή τη φορά.
Δεν υποστηρίζω προφανώς ότι κάποια από τα κόμματα προετοιμάζουν εμφύλιο πόλεμο με την έννοια ότι μαζεύουν όπλα και ιδρύουν παράνομες ομάδες – καλλιεργούν όμως το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα για να τα κάνουν παιδιά που άλλα θέλουν να ξεκαθαρίσει ο τόπος από τους μετανάστες, άλλα να ανατρέψουν αυτή την άδικη και σάπια κοινωνία που πότε δολοφονεί συνομηλίκους τους, πότε τους υποβάλλει σε βασανιστήρια. Η εμφυλιοπολεμική ρητορική, και πρακτική ορισμένες φορές, οδηγεί νέους ανθρώπους σε αποφάσεις καταστροφικής απελπισίας – σαν αυτές που παίρναμε την εποχή της δικτατορίας. Το ζήτημα δεν είναι να καταγγείλουμε εκ των υστέρων τη βία «από όπου και αν προέρχεται» και να απαιτούμε ταυτόχρονα τον «σεβασμό των δικαιωμάτω» τους. Το ζήτημα είναι να μην καταστρέφονται ζωές και να μην οδηγηθούμε σε αδιέξοδα που κανείς δεν θέλει και δεν προβλέπει, ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου