Του Δημήτρη Ψυχογιού, ΒΗΜΑ, 10.2.13
Η πολιτική βία διαιωνίζεται στην ελληνική κοινωνία επειδή αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων μας. Πρόκειται για την ανάγνωση της Ιστορίας που η Δεξιά ορολογία αναδεικνύει ως «πολεμική αρετή των Ελλήνων» και η Αριστερά ως «αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού». Και τις αιτίες αυτής της πολιτιστικής εμμονής θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στις διαδικασίες σχηματισμού και ολοκλήρωσης του ελληνικού κράτους, στην εθνογένεση...η αγωνιστική ερμηνεία της Ιστορίας, που καλλιεργείται από τον δημόσιο λόγο και την Παιδεία, μεταφέρεται και στις εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις: ο αντίπαλος γίνεται «εσωτερικός εχθρός», όργανο πιθανότατα του εξωτερικού, προδότης (δωσίλογος, πρόσφατα) που πρέπει να αντιμετωπιστεί αδιαπραγμάτευτα, ανυποχώρητα, ηρωικά, με κάθε θυσία - λέξεις που τις ακούμε καθημερινά είτε για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας πρόκειται, για την ΑΟΖ ή την «Ονομασία», είτε για το μνημόνιο, τον ΦΠΑ των αγροτών, τις αποδοχές των δικαστικών. Η ρητορική του μίσους που εκφέρεται με τόση ευκολία από τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς πρωταγωνιστές διαιωνίζει την κουλτούρα της βίας.
Η τρομοκρατία έχει περίπου την ηλικία της Μεταπολίτευσης, γεννήθηκε το 1975 με τη δολοφονία από τη 17Ν του επικεφαλής της CIA στην Ελλάδα Γουέλτς - πρόκειται επομένως για φαινόμενο μακράς διαρκείας που χαρακτηρίζει ολόκληρη εποχή και δεν μπορεί να εξηγηθεί με περιπτωσιολογικές αναφορές στο τάδε ή δείνα γεγονός ή με ψυχολογικές αναλύσεις. Ας σκεφθούν όσοι επιδίδονται σε αυτές ότι πουθενά στην Ευρώπη δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Ακόμη και ο IRA και η ΕΤΑ, ένοπλα κινήματα μειονοτήτων με εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα και ιστορία δεκαετιών, κατέθεσαν τα όπλα, ενώ οι αντίστοιχες με τις ελληνικές ένοπλες ομάδες αντάρτικου πόλης που εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1970 στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία δεν έζησαν περισσότερα από τέσσερα με πέντε χρόνια. Το ίδιο και στην Τουρκία, όπου τα αριστερά αντάρτικα κινήματα εξαφανίστηκαν και δρουν μόνο κουρδικές αποσχιστικές οργανώσεις. Ακόμη, μόνο στη χώρα μας παρατηρήθηκε για δεκαετίες ανοχή (αν όχι αποδοχή) τρομοκρατικών πράξεων επειδή είχαν για στόχο χουντικούς ή Αμερικανούς, ακόμη και αν ήσαν μαύροι λοχίες.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί δηλαδή είναι «γιατί στην Ελλάδα εμφανίζονται συνεχώς νέες ένοπλες επαναστατικές ομάδες;». Επαναστάτες υπάρχουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, ένοπλοι πουθενά αλλού, γιατί άραγε; Οικογένειες που έχουν ζήσει δράματα ομοίως υπάρχουν παντού - τα παιδιά δεν αναζήτησαν την κάθαρση στα όπλα. Οσο για φτώχεια, άλλο τίποτα: οι χώρες που τους επιβλήθηκε ο υπαρκτός Σοσιαλισμός είναι σε πολύ χειρότερη οικονομική κατάσταση από την Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Η ανεργία; Στην Ισπανία είναι τώρα αντίστοιχη με την ελληνική, αλλά την τελευταία δεκαετία ήταν στο 15%-20% συνεχώς, ενώ στη χώρα μας ήταν 5%-10%, όσο και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, προτού εκτοξευτεί μετά το 2010. Φταίει μήπως η «σάπια κοινωνία και η ανομία», όπως αιτιολόγησε τη δράση του γιου της η Παυλίνα Νάσιουτζικ; Κατ' αρχήν η ίδια η τρομοκρατία αποτελεί στοιχείο της ανομίας και, πράγματι, η Ελλάδα είναι από τις πιο διεφθαρμένες χώρες, όλη η υφήλιος το γνωρίζει αυτό, αλλά όχι τόσο περισσότερο από τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία ή την Αλβανία.
Ανικανότητα της Αστυνομίας; Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο ότι δεν εξαρθρώνονται γρήγορα οι ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις, αλλά και πως εμφανίζονται συνεχώς καινούργιες. Φταίει η κρίση; Είναι όμως η χώρα σε κρίση 40 ολόκληρα χρόνια; Υπάρχουν φυσικά αυτοί που πιστεύουν ότι οι καπιταλιστικές κοινωνίες, ή γενικότερα όλες οι κοινωνίες, είναι σε διαρκή κρίση, αλλά ξανά προκύπτει το ερώτημα: γιατί όχι σε όλες, αλλά στην Ελλάδα; Μόνο σε χώρες της Νότιας Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής υπάρχουν αντάρτικα κινήματα που επιβιώνουν δεκαετίες. Αλλά η Ελλάδα δεν μπορεί να συγκριθεί με την Κεϋλάνη, το Κονγκό ή την Κολομβία.
Για εμένα τουλάχιστον από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η ελληνική τρομοκρατική ιδιαιτερότητα δεν αποτελεί φαινόμενο που μπορεί να ερμηνευθεί με βάση τους «υλικούς όρους» της ελληνικής κοινωνίας: είναι αυτόνομο πολιτικό φαινόμενο που εντάσσεται στη γενικότερη βιαιότητα των πολιτικών αντιπαραθέσεων στη χώρα μας. Ας ξεχάσουμε τις κορυφαίες (και μοναδικές στη μεταπολεμική Ευρώπη) εποχές πολιτικής βίας που ήσαν ο Εμφύλιος, η μετεμφυλιακή περίοδος και η δικτατορία: αν υπήρχε δείκτης που να μετρά την ένταση του πολιτικού ανταγωνισμού ξεκινώντας από τις ηπιότερες προς τις βιαιότερες μορφές (ας πούμε ενδεικτικά: ρητορική των κομμάτων, διαδηλώσεις, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, επιθέσεις σε μετανάστες, συγκρούσεις με την Αστυνομία, ρίψεις μολότοφ, ρίψεις δακρυγόνων, εμπρησμοί, βόμβες, τραυματισμοί, νεκροί) και μετρούσε τη συχνότητά τους, υπάρχει αμφιβολία ότι θα τοποθετούσε την Ελλάδα πρώτη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες διαχρονικά; Μόνη πιθανή εξαίρεση το 2010, με την εκατόμβη νεκρών του μοναχικού ακροδεξιού παράφρονα στη Νορβηγία.
Οπως και η τρομοκρατία, η βιαιότητα των πολιτικών αντιπαραθέσεων δεν εξηγείται από την «υλική βάση», από τις κοινωνικές συνθήκες στη χώρα μας. Την αιτία θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην κουλτούρα της - και έχω υποστηρίξει πολλές φορές, και στις σελίδες του «Βήματος» και αλλού, ότι: η πολιτική βία διαιωνίζεται στην ελληνική κοινωνία επειδή αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων μας. Πρόκειται για την ανάγνωση της Ιστορίας που η Δεξιά ορολογία αναδεικνύει ως «πολεμική αρετή των Ελλήνων» και η Αριστερά ως «αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού». Και τις αιτίες αυτής της πολιτιστικής εμμονής θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στις διαδικασίες σχηματισμού και ολοκλήρωσης του ελληνικού κράτους, στην εθνογένεση.
Ο χώρος δεν επιτρέπει εκτενή επιχειρηματολογία, στη διαδικτυακή έκδοση του κειμένου αυτού θα υπάρξουν παραπομπές που προσπαθούν να τεκμηριώσουν τη θέση που διατυπώνεται παραπάνω. Να επισημάνω απλώς ότι αυτή η αγωνιστική ερμηνεία της Ιστορίας, που καλλιεργείται από τον δημόσιο λόγο και την Παιδεία, μεταφέρεται και στις εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις: ο αντίπαλος γίνεται «εσωτερικός εχθρός», όργανο πιθανότατα του εξωτερικού, προδότης (δωσίλογος, πρόσφατα) που πρέπει να αντιμετωπιστεί αδιαπραγμάτευτα, ανυποχώρητα, ηρωικά, με κάθε θυσία - λέξεις που τις ακούμε καθημερινά είτε για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας πρόκειται, για την ΑΟΖ ή την «Ονομασία», είτε για το μνημόνιο, τον ΦΠΑ των αγροτών, τις αποδοχές των δικαστικών. Η ρητορική του μίσους που εκφέρεται με τόση ευκολία από τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς πρωταγωνιστές διαιωνίζει την κουλτούρα της βίας.
Σε κοινωνία όπου η πολιτική βία έχει γίνει αποδεκτή ως καθημερινότητα, είναι μοιραίο να επιβιώνει και η τρομοκρατία στις παρυφές της. Στο ποιοι θα πάρουν τα όπλα, εκεί υπεισέρχεται η ψυχολογία, η οικογένεια, η συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση, το τυχαίο. Αλλά το δέντρο δεν πρέπει να κρύβει το δάσος.
Psychoyos@tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου