Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό

  Του Γιώργου Παγουλάτου, Athens Review of Books, τχ. 17
Μάρκος Δραγούμης, Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό, δεύτερη έκδοση βελτιωμένη, Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών και Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010, σελ. 637
 Η πρώτη έκδοση του εντυπωσιακού πονήματος του Μάρκου Δραγούμη Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό είχε εμφανιστεί το 1992, σε μια περίοδο κατά την οποία ένα δυναμικά ανερχόμενο ιδεολογικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία, και ιδίως στη νεότερη γενιά, αναζητούσε έκφραση και πνευματική τροφή. Το μνημειώδες αυτό έργο απέκτησε γρήγορα status «κλασικού» συγγράμματος, με ό,τι αυτό σήμαινε (από το ότι θεωρήθηκε αναγκαίο απόκτημα οποιασδήποτε φιλελεύθερης βιβλιοθήκης μέχρι το ότι πολλοί το γνώριζαν αλλά λίγοι το είχαν πραγματικά διαβάσει). Είκοσι χρόνια αργότερα, η Πορεία επανεκδόθηκε από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών και τις εκδόσεις Παπαζήση, εμπλουτισμένη με νέο επικαιροποιημένο επίμετρο από τον συγγραφέα. Η περιρρέουσα ιδεολογική ατμόσφαιρα στην Ελλάδα και στον κόσμο είναι πολύ διαφορετική, αλλά το βιβλίο διατηρεί στο ακέραιο την αρχική του προκλητικότητα και φρεσκάδα.
Η Πορεία αποτυπώνει την προσωπική πνευματική διαδρομή του Μ.Δ. στον κόσμο της φιλελεύθερης σκέψης και των αντιπάλων της. Ο Δραγούμης συζητά και στοχάζεται, με πάθος και ακατάβλητη διανοητική περιέργεια, για τα πάντα, από τα δικαιώματα ως τον ολοκληρωτισμό, από την ορθοδοξία ως τον καπιταλισμό, από τον Χιούμ, τον Λοκ, τον Μπερκ και τον Μαρξ ως τον Τσουκαλά, τον Γιανναρά και τον Ζουράρι, και καθετί ανάμεσά τους. Ακόμα περισσότερο, ο συγγραφέας επεκτείνει τις αναφορές του στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, χωρίς περιττές προφάσεις αμεροληψίας. Το λεπτομερές ευρετήριο ονομάτων και όρων που περιέχεται στη δεύτερη έκδοση διευκολύνει την επιμέρους αναδίφηση. Από αρχής μέχρι τέλους το βιβλίο ακτινοβολεί αναλυτική ενάργεια και εκφραστική λεπτότητα, πληθωρική ευρυμάθεια, παιγνιώδη οξυδέρκεια, ευρηματικότητα και χιούμορ, που διαχέονται γενναιόδωρα στις 600 και πλέον σελίδες αυτού του χειμαρρώδους και απολαυστικού πονήματος.
Η Πορεία δεν είναι ακαδημαϊκό reader φιλελεύθερης φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης, ούτε αναπτύσσεται οχυρωμένη πίσω από κάποια ασφαλή θεωρητική απόσταση τηρώντας την etiquette της ακαδημαϊκής σχολαστικότητας. Ένας αυστηρός ακαδημαϊκός φιλόσοφος θα είχε πολλές βάσεις για να εκτοξεύσει την κριτική του. Είναι όμως ένα πρωτότυπο έργο στιβαρής επιχειρηματολογίας και μαχητικής συνηγορίας του φιλελευθερισμού. Και συνιστά μια συναρπαστική, υψηλού επιπέδου εκλαΐκευση των φιλελεύθερων ιδεών, από ένα λαμπερό συγγραφέα, πραγματικό polymath, είδος που σπανίζει στις μέρες μας.
Παρά το εντυπωσιακό θεματικό εύρος, το ιστορικό διάνυσμα και τη στοχαστική ελευθεριότητα του βιβλίου, το έργο αναπτύσσεται με τρόπο συστηματικό, δομούμενο σε πέντε κεφάλαια, που το καθένα εξακτινώνεται σε πολλά επιμέρους εστιασμένα υποκεφάλαια. Τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια αναφέρονται στη φιλοσοφική παράδοση και τη διεθνή εμπειρία πολιτικής εφαρμογής του φιλελευθερισμού («Το εγώ κάτοχος δικαιωμάτων και φορέας αξιών», «Νομοκρατία και άτομο», «Πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός», «Τελοκρατία: βασίλειο των δοτών σκοπών»). Το τελευταίο, πέμπτο, κεφάλαιο αναφέρεται στον «Ελληνικό φιλελευθερισμό», ξεκινά από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και φτάνει ως τις μέρες μας. Εκεί η συμβολή του Δραγούμη στην υπάρχουσα κριτική βιβλιογραφία είναι η σπουδαιότερη.
Ο Μ.Δ. εντάσσεται στο κύριο ρεύμα σκέψης του κλασικού φιλελευθερισμού (Λοκ, Σμιθ, Χάγιεκ, Φρίντμαν...), σε αντιδιαστολή, για παράδειγμα, προς τον εξισωτικό φιλελευθερισμό της ρωλσιανής παράδοσης. Η Πορεία αποτυπώνει την υποκειμενική ανάγνωση του συγγραφέα, τον χειμαρρώδη ενθουσιασμό του για τις φιλελεύθερες ιδέες, την αστείρευτη πνευματική του αισιοδοξία για τις δυνάμεις του ατόμου. Οι κρίσεις και αναλύσεις του Δραγούμη για ιδέες, πρόσωπα και πράγματα δεν είναι ακίνδυνες, αποστειρωμένες και ασφαλείς, είναι μαχητικές, αιχμηρές και αμφιλεγόμενες. Είναι αδύνατο αυτό το βιβλίο να αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη, να μην τον ενοχλήσει ή να μην τον ενθουσιάσει. Είναι ένα έργο που σε καλεί να πάρεις θέση, συμφωνώντας ή διαφωνώντας μαζί του. Ομολογώ ότι συχνά βρέθηκα στη δεύτερη θέση. Για παράδειγμα, διαφωνώ με την κριτική του Μ.Δ. στην ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης, οι υμνητικές αναφορές του στον Ρέιγκαν και τη Θάτσερ δεν με συνεπαίρνουν, βρίσκω την ανάλυση του καπιταλισμού εξιδανικευμένη και την κριτική του σοσιαλισμού κατά τόπους υπερβολική, και άλλα. Αλλά η ανάγνωση της Πορείας μεταδίδει μια γνήσια αίσθηση απόλαυσης και ευγνωμοσύνης – για την τύχη του μετέχειν στον γοητευτικό διάλογο του Μ.Δ. με τις ιδέες.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα. Ο Μάρκος Δραγούμης, υπήρξε διακεκριμένη προσωπικότητα της Αριστεράς, εκτοπίστηκε στον Αη-Στράτη και μάλιστα εξελέγη βουλευτής της ΕΔΑ το 1958. Είχε αργότερα ηγετική συμμετοχή σε αντιδικτατορικές οργανώσεις της Αριστεράς. Μέχρι τα γεγονότα της Πράγας το 1968 και της Πολωνίας του 1970, που τον κατέπεισαν ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός είναι «ανεπίδεκτος βελτιώσεως, παραγωγός αθλιότητας και ανελευθερίας». Από τότε αρχίζει η πνευματική περιπέτεια του Δραγούμη με τις φιλελεύθερες ιδέες. Θα έλεγα όμως και πολύ νωρίτερα, διότι το είδος της Αριστεράς που υπηρέτησε ο Δραγούμης ήταν κατά κανόνα πολιτικά φιλελεύθερο.

Τραβώντας το επιχείρημα ακόμα πιο πέρα θα αποτολμούσα την υπόθεση ότι ο Δραγούμης είναι βαθιά και βιωματικά φιλελεύθερος ακριβώς διότι προέρχεται από τη μαχόμενη Αριστερά. Για δύο λόγους. Πρώτον, ως μαχόμενος αριστερός γνώρισε από κοντά την κομματική κτηνωδία του σταλινισμού και το αδιέξοδο του σοβιετικού τύπου ολοκληρωτισμού. Δεύτερον, διότι ως μαχόμενος αριστερός ήρθε στον φιλελευθερισμό από την οδό των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και όχι από εκείνη της αγοράς. Η ελευθερία και τα δικαιώματα είναι η πεμπτουσία του φιλελευθερισμού, η αγορά είναι απλώς το σύστημα οργάνωσης. Η ελευθερία είναι αυταξία. Αντίθετα, η αγορά έχει εργαλειακή χρησιμότητα. Υπάρχει για να καθιστά δυνατή την ελεύθερη συνύπαρξη και ατομική αυτοπραγμάτωση. Ο αυτοσκοπός είναι η ελευθερία και αυτονομία του ατόμου. Το πρωτείο του ατόμου αναπτύσσει θαυμάσια ο Δραγούμης στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Γράφει:

Η μεγάλη παρεξήγηση εις ό,τι αφορά τις φιλελεύθερες ιδέες πρέπει να διαλυθεί εξ υπαρχής: Ο φιλελευθερισμός δεν υποστηρίζει τον ατομικισμό αλλά το άτομο, δεν υποστηρίζει τον εγωισμό αλλά την αυτονομία των πληθυντικών εγώ, δεν υποστηρίζει το κεφάλαιο αλλά τον ανταγωνισμό, δεν υποστηρίζει τον πλούτο αλλά τις ευκαιρίες πλουτισμού, δεν προάγει δικούς του σκοπούς αλλά ευκαιρίες στοχοθεσίας για όλους, δεν προωθεί δικές του αξίες αλλά τις ευκαιρίες εκπονήσεως, προβολής και υλοποιήσεως των αξιολογικών επιλογών των ατόμων. Δεν έχει δοτό ανθρώπινο πρότυπο ο φιλελευθερισμός, στο στυλ του «σοβιετικού ανθρώπου», αλλά επιδιώκει να εξασφαλίσει για κάθε άτομο τη λάμψη της προσωπικότητας, τη χαρά του διαφέρειν και την ευθύνη του βούλεσθαι. (...) Έτσι οι αξίες διαμορφώνονται στη συνείδηση των ελευθέρων ατόμων ως μείγματα απαγορεύσεων και επιταγών τις οποίες επιλέγουν τα αυτόνομα εγώ στην πορεία της ζωής τους με δική τους ευθύνη.

Και συνεχίζει:

Ο φιλελευθερισμός υστερεί εδώ καταφανώς έναντι των τελοκρατικών θεωριών που προσφέρουν έτοιμη κάθε φορά «γραμμή» στους οπαδούς τους και τους απαλλάσσουν έτσι από το «ασήκωτο βάρος της ελευθερίας τους» που μνημονεύει ο Σαρτρ. Οι θεωρίες αυτές έχοντας προσδιορίσει άπαξ διά παντός τον Σατανά, τον εχθρό ή και απλώς τον αντίπαλο, σκοτώνουν από κει και πέρα απροβλημάτιστα προς χάριν της υπερέχουσας αλήθειας, του Κοινού Σκοπού. Τα ολοκαυτώματα δεν είναι έργο σχετικιστών που πιστεύουν ότι καμία αξία δεν είναι απόλυτη ούτε μηδενιστών που δεν πιστεύουν σε καμιά, αλλά λάτρεων του Απολύτου στον τομέα των αξιών που επιμένουν να το επιβάλουν με τη βία και ρίχνονται σ’ αυτόν τον αγώνα με όλον τον ενθουσιασμό και την αγαλλίαση που γεννά σε ορισμένους ανθρώπους ο φανατισμός. Η έμφαση στο πρωτείο τού εγώ μοιάζει, αντίθετα, να στερεί το εγώ παντός ζωογόνου μύθου, ή ελπιδοφόρου παραμυθίας. Η συνηθέστερη μομφή που του απευθύνεται είναι υπό τύπον ερωτήματος: Θα πέθαινε κανείς για τον φιλελευθερισμό όπως για την πατρίδα, τη φυλή ή τη θρησκεία του;

Ο Μ.Δ. συνδέει την ανάλυσή του με τις σύγχρονες ιδεολογικές αναζητήσεις της ελληνικής κεντροδεξιάς. Επιχειρώντας μια πολιτική επαναπλαισίωση θα έλεγα ότι ο φιλελευθερισμός, παρά τον υποτιθέμενο διεθνή θρίαμβό του, έχει σήμερα αδύναμη θέση στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Ενοχλεί πολλαπλά τη λαϊκή Δεξιά – βασική συνιστώσα της κεντροδεξιάς παράταξης: την ενοχλεί με τον ευρωπαϊσμό και κοσμοπολιτισμό του, με την εμμονή στα θεσμικά κεκτημένα του αστικού κράτους δικαίου, στον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους και στα ατομικά δικαιώματα. Και ενοχλεί τόσο τη λαϊκή Δεξιά όσο και την Αριστερά με την υποτιθέμενη κοινωνική αναλγησία που απορρέει από τη φιλελεύθερη υπεράσπιση ενός «οικονομικού συντάγματος», της αγοράς και της επιχειρηματικότητας.

Νομίζω ότι θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι η παράδοση των ιδεών και αξιών του πολιτικού φιλελευθερισμού δεν αποτέλεσε πραγματικά κτήμα της ελληνικής κεντροδεξιάς, παρά τη συμβολή της τελευταίας στην εμπέδωση φιλελεύθερων πολιτικών προγραμμάτων, όπως η παγίωση της δυτικού τύπου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά το 1974, η ενίσχυση της κοινωνίας πολιτών, η υπεράσπιση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η αντιμετώπιση του παραδοσιακού εθνικισμού. Μεγάλο μέρος της κεντροδεξιάς, ακόμα και το αυτοαποκαλούμενο φιλελεύθερο κομμάτι της, παρέμενε ως επί το πλείστον μονομερώς προσηλωμένο σε έναν φιλελεύθερο οικονομισμό (και όχι απλώς οικονομικό φιλελευθερισμό), δείχνοντας περιορισμένο ενδιαφέρον για τις πολιτικές αξίες του φιλελευθερισμού (πρωτείο του ατόμου, δικαιώματα της μειοψηφίας, κ.λπ.).
Από την άλλη πλευρά, αξιόλογο μέρος της «ρεφορμιστικής» Αριστεράς των μεταπολιτευτικών δεκαετιών, όπως του πάλαι ποτε σοσιαλδημοκρατικού ΚΟΔΗΣΟ και του ΚΚΕ εσωτερικού, υπήρξε φιλελεύθερο με την πολιτική έννοια. Μάλλον όχι όμως και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, όπου η τριτοκοσμική (tiers-mondiste) ιδεολογία, η αντιπάθεια προς την αγορά, και ένας αυτόματος αντιδυτικισμός και ευρωσκεπτικισμός είχαν εκτοπίσει τα φιλελεύθερα στοιχεία. Επομένως, η κεντροδεξιά δεν ήταν επαρκώς φιλελεύθερη με την πολιτική και κοινωνική έννοια (των φιλελεύθερων αξιών, των civic values) και η Αριστερά δεν ήταν επαρκώς φιλελεύθερη με την οικονομική έννοια. Σταδιακά η κεντροαριστερά επέδειξε σημαντική ανοιχτότητα και δυναμισμό, οικοδομώντας μια ρεαλιστική, μη ιδεοληπτική στάση απέναντι στην αγορά· βάδισε μακρύτερο δρόμο προς την αποδοχή της αγοράς από ό,τι η σημερινή κεντροδεξιά στο να γίνει πραγματικά πολιτικά φιλελεύθερη. Συγκρίνετε το ΠΑΣΟΚ των τελευταίων ετών (το οποίο συμπεριέλαβε διαχρονικά στελέχη της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς, κεντροαριστεράς ακόμα και κεντροδεξιάς) με τη σημερινή ΝΔ, η οποία έχει προ πολλού εκτοπίσει τα λίγα φιλελεύθερα στελέχη της (από τον Β. Κοντογιαννόπουλο, τον Α. Ανδριανόπουλο και τον Σ. Μάνο μέχρι την Ντόρα Μπακογιάννη).
Στην καθ’ ημάς χρήση, ο φιλελευθερισμός έχει υποστεί δύο ουσιώδεις παραποιήσεις. Ταυτίζεται σχεδόν αποκλειστικά με τον οικονομικό σε βάρος του πολιτικού φιλελευθερισμού. Και ταυτίζεται επίσης με τον φονταμενταλισμό της αγοράς, που αποτελεί ένα μόνο από τα επιμέρους φιλελεύθερα ρεύματα, καθώς άλλα αρδεύονται από μια πλούσια παράδοση έλλογης παρέμβασης και ρύθμισης των αγορών.
Έτσι στην Ελλάδα καταλήξαμε να μιλάμε για φιλελεύθερους και να εννοούμε τους Αμερικανούς ρεπουμπλικανούς και τους Βρετανούς συντηρητικούς. Μέγα λάθος. Στο αμερικανικό και βρετανικό πλαίσιο, ο φιλελεύθερος (liberal) είναι ιστορικός αντίπαλος των συντηρητικών. Είναι συνώνυμο του προοδευτικού, που αντιτίθεται στο αχαλίνωτο laissez-faire των συντηρητικών, υπερασπίζεται την προοδευτική φορολογία, τα κοινωνικά προγράμματα, και βέβαια τα απαράγραπτα ατομικά δικαιώματα. Οι προοδευτικοί φιλελεύθεροι σε ΗΠΑ και Βρετανία ήταν αντίπαλοι του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, ιστορικοί ήρωές τους ο Ρούσβελτ και ο Κέινς! Ο φιλελευθερισμός εξέφραζε και εκφράζει την πραγματιστική δύναμη της ορθολογικής ανθρώπινης παρέμβασης στον συλλογικό βίο. Που ρυθμίζει τις αγορές εκεί που αποτυγχάνουν (γιατί και οι αγορές αποτυγχάνουν!), αναδιανέμει τον πλούτο για να μην καταρρεύσουν οι κοινωνίες, στηρίζεται στο διεθνές κράτος δικαίου και όχι στο δίκαιο του ισχυρού, δαμάζει την παγκοσμιοποίηση προκειμένου να προστατεύσει οικουμενικά δημόσια αγαθά όπως το περιβάλλον και η σταθερότητα των οικονομικών συναλλαγών.
Γιατί ο φιλελευθερισμός έχει συρρικνωθεί κατά τέτοιο τρόπο; Η απάντηση παραπέμπει σε ένα παράδοξο: ο φιλελευθερισμός είναι πολιτικό θύμα της ευρύτατης ιδεολογικής του απήχησης. Σε έναν μεταψυχροπολεμικό κόσμο, ο φιλελευθερισμός από τη δεκαετία του ’90 βρέθηκε αντιμέτωπος με την «κατάρα του νικητή». Οι ιδέες του είναι τόσο διαδεδομένες που θεωρούνται αυτονόητες – όμως δεν είναι. Τις σημαντικότερες συμβολές του (φιλελεύθερες πολιτικές αξίες, έλλογη λειτουργία της αγοράς) έχουν οικειοποιηθεί τόσο η κεντροδεξιά όσο και η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία. Έτσι ο φιλελευθερισμός κατέληξε να ταυτίζεται συσταλτικά με το μοναδικό εκείνο ρεύμα που κανείς δεν θέλησε να διεκδικήσει από αυτόν – δηλαδή την ακραία laissez-faire οικονομικο-φιλελεύθερη εκδοχή του.
Θα κινδύνευε να συμπεράνει κανείς ότι στη σύγχρονη εποχή της ευρέως κεκτημένης φιλελεύθερης δημοκρατίας ο φιλελευθερισμός καταντά μια ακίνδυνη κοινοτοπία ή μια fair weather ιδεολογία, όμως δεν είναι. Στα σκληρά ζητήματα (δικαιώματα των μειονοτήτων ή μια κριτική ορθολογική στάση απέναντι σε ιερές αγελάδες του δημόσιου διαλόγου όπως η εθνική ιστορία ή η εξωτερική πολιτική), σε όλα αυτά παραμένει δύσκολο και έχει κόστος να είσαι φιλελεύθερος. Στις δύσκολες μάχες με τον σκοταδισμό των φονταμενταλιστών, με τη δυσανεξία, τη μισαλλοδοξία, τους σύγχρονους Ιακωβίνους, τους ακραίους εθνικιστές, τους εξτρεμιστές, έχει νόημα να είσαι φιλελεύθερος. Σε μια εποχή επανέγερσης των άκρων, όπου φανατικοί βιαιοπραγούν και τρομοκρατούν στο όνομα της ιδεολογίας ή της θρησκείας τους, προπηλακίζουν πολιτικούς αντιπάλους, αναλαμβάνουν ρόλο αυτόκλητων αυτοδικούντων τιμωρών, επιδιώκουν να καταστείλουν την ελευθερία έκφρασης των ιδεολογικά αντιφρονούντων, ο φιλελευθερισμός είναι επίκαιρος όσο ποτέ. Παραλλάσσοντας μια γνωστή φράση θα έλεγα ότι «ο φιλελευθερισμός ή θα είναι ανεκτικός ή δεν θα υπάρξει». Παιδί του Διαφωτισμού, αυτός ο πολιτικός φιλελευθερισμός διατρέχει ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, από τη φιλελεύθερη κεντροδεξιά μέχρι τη φιλελεύθερη κεντροαριστερά και Αριστερά.
Θέματα προσδιορισμού της ισορροπίας ανάμεσα στο εθνικό και το υπερεθνικό/ευρωπαϊκό, ή συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας στο πλαίσιο μιας ευρύτερης και εμπεριέχουσας ευρωπαϊκής και κοσμοπολιτικής ταυτότητας, βρίσκονται στο επίκεντρο της σύγχρονης φιλελεύθερης προβληματικής. Ο φιλελευθερισμός παραμένει πάντοτε επίκαιρος απέναντι σε σκοτεινές ιδεολογίες κολεκτιβισμού και εναγκαλισμού της βίας και του αναλώσιμου της ανθρώπινης ζωής, ή άδικων εγκληματικών πολέμων όπως η εισβολή Μπους στο Ιράκ, στην οποία διακεκριμένοι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι φιλελεύθεροι αντιτάχθηκαν σθεναρά. Ο φιλελευθερισμός στις ΗΠΑ είναι ανάχωμα απέναντι στην ανάδυση του συντηρητικού φονταμενταλισμού, των θρησκόληπτων φανατικών του κινήματος tea party. Στην Ευρώπη, κορυφαίοι φιλελεύθεροι όπως ο Βέλγος πρώην πρωθυπουργός Γκι Φερχόφσταντ, παραμένουν, μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες, οι πιο μαχητικοί ευρωπαϊστές και υπερασπιστές της οικονομικής ενοποίησης στην ΕΕ.

Για να ανοίξω τα χαρτιά μου, θέλω να ομολογήσω ότι ανήκω στους συνειδητούς μεν, σκεπτικιστές δε φιλελεύθερους. Πιστεύω σε μια σύνθεση φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας ως το πλαίσιο εκείνο αξιών και ιδεών που μπορεί καλύτερα να ανταποκριθεί στη συνθετότητα του σύγχρονου κοινωνικού βίου, να εξασφαλίσει την επιδίωξη της συλλογικής ευημερίας αναπόσπαστα μαζί με την ατομική ελευθερία και αυτοπραγμάτωση.
Πιστεύω ότι η κοινωνία δεν είναι νεκρό γράμμα, ότι υπάρχει κάτι που ονομάζεται συλλογικό ή δημόσιο συμφέρον, και ότι το δημόσιο συμφέρον και η ποιότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπονομεύονται από την ύπαρξη μεγάλων κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων. Δεν πιστεύω ότι η επιδίωξη από καθέναν του ατομικού συμφέροντος προάγει πάντοτε, αυτομάτως και αναπότρεπτα, διά της αοράτου χειρός, το συμφέρον της κοινωνίας. Για αυτούς τους λόγους πιστεύω σε έναν σοβαρό ρυθμιστικό και αναδιανεμητικό ρόλο ενός περιορισμένου αλλά ισχυρού και ακέραιου κράτους. Όμως είμαι πρωταρχικά φιλελεύθερος.
Τόσο η κλασική παράδοση του φιλελεύθερου ωφελιμισμού του Μπένθαμ, που εμπλουτίστηκε με τον πλουραλισμό του Τζον Στιούαρτ Μιλ, όσο και η σύγχρονη παράδοση του ρωλσιανού φιλελευθερισμού, συνιστούν κτήμα της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Πιστεύω ότι η συμπόρευση και σύνθεση του φιλελευθερισμού με τη σοσιαλδημοκρατία αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία και επικαιρότητα, για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες, οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες οξύνονται τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών. Δεύτερον, μετά τον διεθνή φιλελεύθερο οικονομικό κύκλο αποκρατικοποίησης, απορρύθμισης και απελευθέρωσης των αγορών στις δεκαετίες 1980-2000, έχουμε έξαρση αποτυχιών της αγοράς, με αποκορύφωμα την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008-9. Τρίτον, στην εποχή της ώριμης παγκοσμιοποίησης και βαθιάς διεθνούς αλληλεξάρτησης, είναι αναγκαία η ενίσχυση των θεσμών και πολιτικών υπερεθνικής διακυβέρνησης (ΕΕ και G20) για τη ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης, από το περιβάλλον ως τη φορολόγηση των βραχυπρόθεσμων χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και τη διεθνή συνεργασία για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων απειλών ασφάλειας του πλανήτη.
Ο Δραγούμης μας θυμίζει πόσο αναγκαίο είναι ο φιλελευθερισμός να μπολιάζει και να χαλιναγωγεί οποιαδήποτε πολιτική ή ιδεολογία ομνύει στο συμφέρον της κοινωνίας, και μας θυμίζει πόσο υπαρκτός είναι πάντα ο κίνδυνος, όπως έχουν δείξει ο Μιλ και ο Τοκβίλ, η δημοκρατία χωρίς τον φιλελευθερισμό να καταντά μια τυραννία της πλειοψηφίας (ή εν ονόματι της πλειοψηφίας) επί των μειονοτήτων και των ατόμων. Γράφει ο Μ.Δ.:

Ο φιλελευθερισμός δεν υποδεικνύει τα δέοντα. Εξαντλείται στο να κατοχυρώνει την ελευθερία σκέψεως, ομιλίας, θρησκευτικής λατρείας, γραφής, επικοινωνίας και ψήφου του καθ’ ενός και όλων. Ο άνθρωπος έχει στη φιλελεύθερη τάξη δικαίωμα ζωής, αξιοπρέπειας, αυτεξουσιότητος, ίσης μεταχειρίσεως εκ μέρους των αρχών, ισονομίας, ισηγορίας, ισοπολιτείας και βεβαίως ατομικής ιδιοκτησίας. Οι αρχές αυτές δεν συγκροτούν ηθική, αλλά μπορούν ως ένα σημείο να φωτίσουν το πράττειν. Η ελευθερία είναι η λυδία λίθος του οικοδομήματος.

Ο αντιπερφεξιονισμός τροφοδοτεί αντί να κάμπτει την πνευματική αισιοδοξία του Μ.Δ.:

«Η ουσία του [φιλελεύθερου πολιτισμού] είναι αντιτελειοθηρική. Οι κοσμοαντιλήψεις της τελειότητος γεννούν κατ’ ανάγκην μισαλλοδοξία διότι αφ’ ης στιγμής υιοθετήσει κανείς κάτι ως τέλειο, κάθε επίθεση εναντίον του μοιάζει χαμερπής και εξοβελιστέα, έργο του διαβόλου ή της «μαύρης αντίδρασης». Οι φιλελεύθεροι σπάνια ζητωκραυγάζουν και ποτέ δεν μεγαλοφρονούν διότι δεν συγκροτούν στρατό οπαδών αλλά άθροισμα πληθυντικών εγώ με τη δική του το καθένα αίσθηση προτεραιοτήτων.

Και παρακάτω:

Οι Ευρωπαίοι της Ανατολικής Ευρώπης, έχοντας απαλλαγεί από τα καταπιεστικά, πνευματικώς στείρα και εξαθλιωτικά κομμουνιστικά τους καθεστώτα διεμόρφωσαν τους πρώτους μήνες της νεοαποκτημένης ελευθερίας τους στην αρχή της δεκαετίας του ’90 υπερβολικές προσδοκίες για έναν «φιλελεύθερο παράδεισο» που θα τους πρόσφερε αυτά που τους είχε υποσχεθεί ο κομμουνισμός. Η αφύπνιση υπήρξε και εδώ σκληρή. Δεν υπάρχει φιλελεύθερος παράδεισος στο πρότυπο του σταλινικού ούτε φιλελεύθερη πολιτισμική επανάσταση στο πρότυπο της μαοϊκής. Δεν υπάρχει καν έτοιμο φιλελεύθερο σύστημα προς εξαγωγήν, σαν τα προκατασκευασμένα εργοστάσια «με το κλειδί στο χέρι» που στήνονται σε λίγες εβδομάδες όπου νάναι. Το μόνο που προσφέρεται ως προϋπόθεση ανασυγκρότησης, όταν αποξηλωθεί ο κομμουνισμός και ο κρατικοπαρεμβατισμός, είναι τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Δεν είναι πουθενά γραμμένο ότι το πρωτείο του ατόμου θα οδηγήσει αυτομάτως και αμέσως σε τεχνική πρόοδο και ευημερία. Πρόκειται για προϋπόθεση, όχι για συνταγή επιτυχίας.

Θα μπορούσε κανείς να προβάλει τουλάχιστον τρεις σοβαρές κριτικές στον οικονομικό φιλελευθερισμό (δηλαδή το κλασικό ρεύμα Σμιθ-Χάγιεκ-Φρίντμαν) που τις θεωρώ ιδιαίτερα επίκαιρες.
Η πρώτη κριτική είναι ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός δείχνει υπέρμετρη εμπιστοσύνη στην αυτορυθμιστική δυνατότητα των αγορών. Όμως δίπλα στις αποτυχίες του κράτους υπάρχουν και οι αποτυχίες των αγορών: εξωτερικότητες, ασυμμετρίες πληροφόρησης, φυσικά μονοπώλια, κ.λπ. Ο μηχανισμός των τιμών λειτουργεί αποτελεσματικά υπό πολλές συνθήκες, αλλάόχι πάντοτε. Και τότε χρειάζεται ρύθμιση των αγορών, και η αυτορρύθμιση δεν είναι επαρκής, όπως κατέδειξε η φοβερή παγκόσμια κρίση του 2008-9. Μια πανγκλοσιανή[1] εμπιστοσύνη στην ικανότητα αυτορρύθμισης των αγορών (η θεωρία των efficient markets) δεν αντέχει στη βάσανο της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης.[2] Αρκετοί κλασικοί φιλελεύθεροι ανέγνωσαν την κρίση του 2008-9 υπό τους παραμορφωτικούς φακούς της ιδεολογίας, ως τάχα κρίση του κρατικού παρεμβατισμού, αντί της προφανούς αποτυχίας των ανεξέλεγκτων χρηματοπιστωτικών αγορών για την οποία επρόκειτο. (Εξαίρεση αποτελεί η κρίση δημόσιου χρέους της Ελλάδας ως αποτυχία του εγχώριου κρατισμού και όχι των αγορών). Άλλες πάλι φιλελεύθερες οικονομικές αναλύσεις, ευφορικές για τον ρόλο της αγοράς, πάσχουν από το πρόβλημα που είχε επισημάνει ο Στίγκλιτς όταν, αντιδρώντας στη σοφιστεία των θεωρητικών επιχειρημάτων του Μπόμολ, αναφώνησε: «thetheoryisnotwellfounded, butitiswellfunded»! Σήμερα ειδικά, ένας φιλελεύθερος πραγματισμός μάς είναι χρήσιμος όσο ποτέ.
Η δεύτερη κριτική στον κλασικό οικονομικό φιλελευθερισμό είναι ότι στηρίζεται σε μια μονομερή ανθρωπολογική θεωρία περί της φύσεως του ανθρώπου. Το πάθος της ελευθερίας, η δημιουργικότητα, η καινοτομία, η ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου χαρακτηρίζουν τον ήρωα της φιλελεύθερης γραμματείας. Είναι θεμελιώδη συστατικά της προόδου του υλικού μας πολιτισμού. Όμως ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος μόνο από αυτά. Μαζί με τη ροπή προς την ελευθερία υπάρχει η ανάγκη της ασφάλειας. Λίγοι είναι πρόθυμοι να ρισκάρουν χωρίς ένα μίνιμουμ εξασφάλισης. Το ρίσκο εκείνου που δεν έχει τίποτα να χάσει καταντά επικίνδυνος τυχοδιωκτισμός. Επομένως οι κοινωνίες μας χρειάζονται ένα μίνιμουμ κοινωνικής ασφάλειας και συνοχής. Ποιος άλλος μπορεί να το παρέχει αξιόπιστα πλην του κοινωνικού κράτους; Δεν γνωρίζω άλλον.
Ο άνθρωπος είναι πολύτροπος και πολυδιάστατος, έχει πολύ πιο περίπλοκες ανάγκες και πρωτογενείς επιθυμίες από εκείνες που υποθέτουν αξιωματικά οι κλασικοί φιλελεύθεροι. Διψά για ελευθερία, δημιουργία, αυτοπραγμάτωση, διάκριση, αλλά ταυτόχρονα και για ασφάλεια, βεβαιότητα, παραμυθία. Στους Αδερφούς Καραμαζώφ, ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα του Μεγάλου Ιεροεξεταστή μια βαριά φράση: «Οι άνθρωποι, λέει, ενστικτωδώς αποζητούν, λαχταράνε, το θαύμα, το μυστήριο και την αυθεντία». Ο αγώνας του φιλελεύθερου διανοούμενου είναι μια διαρκής πάλη ιδεών με τα ανθρώπινα ένστικτα, με τις δυνάμεις του ανορθολογισμού και της θεσμικά ανεξέλεγκτης εξουσίας. Όμως θα ήταν λάθος να οικοδομεί την κατανόηση του κόσμου στην αξιωματική υπόθεση ότι η ανθρώπινη φύση είναι ξένη προς τις δυνάμεις αυτές.
Η τρίτη κριτική στον οικονομικό φιλελευθερισμό αφορά τη ροπή του στον ιδεολογικό δογματισμό. Γράφει ο Μ.Δ., φοβάμαι με υπερβάλλουσα αισιοδοξία: «αποκλείεται να υπάρξει ποτέ φιλελεύθερος δογματισμός διότι απλούστατα δεν υπάρχει για τον φιλελεύθερο η εξουσία εκείνη που θα καταναγκάσει οιονδήποτε να πιστέψει, οτιδήποτε, ακόμα και τον φιλελευθερισμό». Όμως ο δογματισμός δεν είναι απαραιτήτως ετερονομία, είναι συνήθως εθελοδουλεία στις αναπαυτικές βεβαιότητες της ιδεολογίας, και ο φιλελευθερισμός δεν είναι απαλλαγμένος από τέτοιες αμαρτίες. Όταν οι ακραίοι εκφραστές του υποκαθιστούν την ψύχραιμη ορθολογική ανάλυση με ιδεοληψία, την κατανόηση και ερμηνεία της σύνθετης πραγματικότητας με ευσεβείς πόθους, τότε ακυρώνουν τη διανοητική ανοιχτότητα, ευρωστία και ευρύτητα του φιλελευθερισμού.
Ανήκω σε όσους πιστεύουν ότι η φιλελεύθερη σκέψη έχει πολλά να προσφέρει υπό την προϋπόθεση ότι είναι μεταϊδεολογική. Όσο δηλαδή παραμένει ένα ανοιχτό πλαίσιο αξιών και ιδεών, και δεν επιδιώκει να συγκροτήσει ένα κλειστό ιδεολογικό σύστημα το οποίο θα υπαγορεύει αμετακίνητες στον χρόνο πολιτικές, και θα εξηγεί και θα αξιώνει ακόμα και να προβλέψει την πραγματικότητα μέσα από τις δικές του αδιαπραγμάτευτες θεωρητικές υποθέσεις, και όπου η θεωρία αποτυγχάνει να εξηγήσει την πραγματικότητα τόσο το χειρότερο για την τελευταία. Ο φιλελευθερισμός ως κλειστή, αυτοαναφορική ιδεολογία διατρέχει τον κίνδυνο να καταντήσει εξ αποκαλύψεως θρησκευτικό δόγμα ή ψευδοεπιστημονική ιδεολογία, στην αποκάλυψη της μονομέρειας των οποίων συνέβαλε ιστορικά η φιλελεύθερη κριτική.

Στην περίφημη παραβολή τού, φιλελεύθερου υπό την ευρεία έννοια, Αϊζάια Μπερλίν, για τον σκαντζόχοιρο και την αλεπού, όπου ο σκαντζόχοιρος γνωρίζει μια μεγάλη αλήθεια ενώ η αλεπού γνωρίζει πολλές μικρές αλήθειες, ο δογματικός φιλελεύθερος είναι ο σκαντζόχοιρος και όχι η αλεπού. Ο σκαντζόχοιρος ξέρει μια μεγάλη αλήθεια («Κράτος: κακό», «Αγορά: καλή»...). Η αλεπού όμως ξέρει πολλές μικρές αλήθειες: αντλεί συμπεράσματα, ενίοτε αντικρουόμενα, από ένα φάσμα αντιφατικών πολλές φορές εμπειριών. Γνωρίζει ότι ο κόσμος είναι υπέρμετρα πολύπλοκος για να μπορεί να εξηγηθεί στη βάση μιας «μεγάλης» θεωρίας. Οι σκαντζόχοιροι των αγορών νομίζουν ότι ξέρουν εκ των προτέρων την απάντηση: οι αγορές δεν μπορεί να κάνουν λάθος, η κρατική παρέμβαση πάντοτε βλάπτει... Ενίοτε όμως έρχεται η πραγματικότητα να τους εκπλήξει (αν δεν έχουν αναντίστρεπτα χάσει την ικανότητα να εκπλήσσονται) και να τους διαψεύσει.
Η μεγαλύτερη συμβολή του φιλελευθερισμού σήμερα είναι όχι ως δόγμα και κλειστή ιδεολογία, δογματικής νεοκλασικής οικονομικής ανάλυσης, ή ως ένα είδος «επιστημονικού φιλελευθερισμού» σαν αυτό που επιχείρησαν να θεμελιώσουν ο Χάγιεκ και ο Φρίντμαν, σαν αντίπαλο δέος στον «επιστημονικό μαρξισμό». Η μεγαλύτερη ίσως προσφορά του φιλελευθερισμού είναι να διαποτίζει διαρκώς τη σύνθετη αξιακή πραγματικότητα με το πρόταγμα της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, και να νοηματοδοτεί «τα ατομικά μονοπάτια αυτοπραγμάτωσης», κατά την ωραία διατύπωση του Μάρκου Δραγούμη.



[1] Πανγκλός, υπεραισιόδοξος ήρωας από τον Candide(1759) του Βολταίρου. Όταν ο Καντίντ και ο Πανγκλός έφτασαν στη Λισαβόνα η γη άρχισε να τρέμει από τον τρομερό σεισμό του 1755 που την κατέστρεψε. Στο πρόσωπο του Πανγκλός ο Βολταίρος αμφισβητεί τον Λάιμπνιτς, ότι ζούμε στον καλύτερο από τους δυνατούς κόσμους – μάλιστα τον Πανγκλός τον κρέμασαν…
[2] Βλ. για παράδειγμα τη σαρωτική κριτική των G.A. Akerlof & R.J. Shiller, AnimalSpirits, Princeton University Press, Πρίνστον 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες