Του Γιάννη Δραγασάκη, ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ, 2.10.10
Η πολιτική που οι φορείς της εξουσίας θέλουν να επιβάλουν δεν εμπνέεται από κάποιο σχέδιο βασισμένο σε ηθικές και αξιακές αρχές. Τι ακριβώς υπερασπίζεται στ αλή θεια η κυρίαρχη πολιτική σήμερα στη χώρα μας και στην Ευρώπη;
Ποιες «Θερμοπύλες» φυλάει και από ποιους εχθρούς; Σε ποιες προσδοκίες του κόσμου μπορεί να ανταποκριθεί; Ποιες δεσμεύσεις, απέναντι, ιδιαίτε ρα, στις νέες γενιές, είναι σε θέση να αναλάβει; Ποιες εγγυήσεις και με ποια αξιοπιστία μπορεί να δώσει στον κό σμο της εργασίας και στους απόμα χους της δουλειάς; Ποιες αξίες, ποιον πολιτικό πολιτισμό και ποια πρότυπα καλλιεργεί;
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες της κοινής γνώμης πέντε στους δέκα Ελλη νες δηλώνουν ότι δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική. Και οκτώ στους δέκα δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τη λει τουργία της Δημοκρατίας. Το πιο ανη συχητικό όμως και επικίνδυνο στις δι απιστώσεις αυτές δεν είναι οι αριθμοί, που η ακρίβειά τους μπορεί να είναι σχετική, αλλά ο φαύλος κύκλος που αποκαλύπτουν: ο μαρασμός της Δημο κρατίας φαίνεται να τροφοδοτεί την απαξίωση της πολιτικής και η απο στροφή
του κόσμου από την πολιτική επιτείνει την υποβάθμιση της δημο κρατίας.
Αν θεωρήσουμε ότι αυτή η στάση των πολιτών συνιστά μιαν απάντηση στα ως άνω ερωτήματα, τότε εύλογα μπο ρούμε να υποθέσουμε ότι η απάντηση αυτή συμπυκνώνει τις εμπειρίες τους από την παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος και αντανακλά την κρίση εμπιστοσύνης που το ίδιο το σύστημα του συναινετικού δικομματισμού πα ράγει με την πολιτική του.
Αν όμως αυτή είναι η απάντηση με βά ση τις ως τώρα εμπειρίες, ποια απάντη ση μπορούμε να πάρουμε με βάση τις τάσεις που σηματοδοτούν το μέλλον; Πώς διαγράφονται, με άλλα λόγια, οι ορίζουσες της πολιτικής σε αυτή τη νέα ιστορική φάση που άνοιξε η πολυ διάστατη καπιταλιστική κρίση;
ΟΙ ΝΕΕΣ «ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΕΣ»
Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως ό,τι σ εμάς εμφανίζεται ως αναχρονισμός ή ελληνική ιδιαιτερότητα, τα ίδια ή ανά λογα προβάλλονται πλέον ανοιχτά ως οι «νέες κανονικότητες» στις οποίες θα πρέπει οι πάντες να προσαρμοστούν.
Η αποπολιτικοποίηση, που σ εμάς προέκυψε, όπως πολλοί υποστηρί ζουν, μέσα από μια ρηχή υπερπολιτι κοποίηση της μεταπολίτευσης, συνα ντιέται με τη γενικότερη τάση αποπο λιτικοποίησης της οικονομίας, τεχνι κοποίησης της πολιτικής και ανάδειξης των αγορών σε χωροφύλακα των κοι νωνιών, σε άμεσα δρώντα παράγοντα για την πειθάρχησή τους.
Ετσι ο κ. Τρισέ σε μια πρόσφατη ομι λία του στο Jackson Ηole (στις 27/8) δήλωσε την αποστροφή του ακόμη και στον όρο «πολιτική οικονομία», αφού έστω και ως όρος παραπέμπει σε κοινωνικές ανάγκες, αναφορές και πιέσεις.
Απαιτεί, με τον τρόπο αυτόν, κρίσιμες οικονομικές επιλογές να γίνονται με όρους «απολιτικής οικονομίας», όπως υποστήριξε, σ ένα περιβάλλον δηλα δή αποστειρωμένο από την πολιτική, τις ανάγκες και τις πιέσεις της κοινωνί ας, σε θεσμούς που, όπως η Κεντρική Τράπεζα, λειτουργούν χωρίς κοινωνι κό έλεγχο.
Η προτεραιότητα έτσι της Κεντρικής Τράπεζας για τη σταθερότητα των τι μών, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις
της ανεργίας, εμφανίζεται ως μια φυσική και κοινωνικά ουδέτερη επιλογή, ενώ βέβαια συμβαίνει ακριβώς το αντί θετο.
Μια δεύτερη, συμπληρωματική προς την προηγούμενη, «κανονικότητα» που προωθείται συστηματικά, αφορά την τεχνικοποίηση της πολιτικής, με την έννοια ότι κρίσιμες επιλογές, όσες δεν μπορούν να παραπεμφθούν σε πο λιτικά αποστειρωμένους θεσμούς, παίρνουν τη μορφή αυτόματων ρυθμι στών ή ανελαστικών ορίων. Απαιτείται συγκεκριμένα η δαπάνη για τις συντά ξεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να ορίζεται από τώρα ως το 2060 σε όρια σταθερά και ανελαστικά, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνταξιούχων και τις ανά γκες τους, το ίδιο και για το ύψος των δαπανών για την Υγεία, το έλλειμμα, το δημόσιο χρέος κτλ. Ετσι, αν η ελληνική Βουλή ποτέ δεν συζητούσε τον προϋ πολογισμό επί της ουσίας, λόγω ανα χρονισμού, η συζήτηση του προϋπο λογισμού παύει να έχει νόημα υπό το νέο καθεστώς, αφού οι βασικές επιλο γές είναι κλειδωμένες και από πριν αποφασισμένες από άλλα κέντρα εξουσίας.
Ο λα αυτά γίνονται βέβαια για να μπορέσει να επιβληθεί η νέα σκληρή λιτότητα διαρ κείας, που κατά τους εμπειρογνώμο νες του ΔΝΤ θα πρέπει να είναι διαρ κής, με ορίζοντα το 2030 τουλάχι στον, μια λιτότητα όχι σχετική, όπως τη γνωρίσαμε ως τώρα, αλλά απόλυ τη, με στόχο την απόλυτη μείωση των μισθών και των συντάξεων και όχι απλώς τη συγκράτησή τους κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας, αφού αυτό κρίνεται αναγκαίο για να αφομοιωθεί το κόστος της κρίσης και να ανακάμψουν τα ποσοστά της κερ δοφορίας.
Γι αυτό και μία ακόμη «κανονικότητα» του υπό διαμόρφωση νέου «υποδείγ ματος» λειτουργίας της πολιτικής απαι τεί όχι πλέον τη διαμεσολαβημένη αλ λά την αυτοπρόσωπη παρουσία των αγορών, ώστε με τη βία τους να υπο καθιστούν το έλλειμμα νομιμοποίησης της ασκούμενης πολιτικής. Ακριβώς γι αυτό οι αγορές, που παρεμπιπτό ντως δεν είναι υποκείμενα, αλλά χώρος δράσης και σχέσεις υποκειμένων, πα ρουσιάζονται μυστικοποιημένες, ως νέες θεότητες, ως δυνάμεις φυσικές. Ο,τι επομένως εμείς βιώνουμε ως απαι τήσεις προσαρμογής, υπό την απειλή της χρεοκοπίας, αποτελεί μία ακόμη «κανονικότητα», στην εξουσία της οποίας θέλουν να υπόκεινται όχι μόνο οι κοινωνίες της περιφέρειας, αλλά και οι μητροπόλεις του καπιταλισμού.
Επανερχόμενοι λοιπόν στα αρχικά ερω τήματα, διαπιστώνουμε ότι στις νέες κανονικότητες του καπιταλισμού κανέ να κοινωνικό συμβόλαιο δεν μπορεί να υπάρξει ή να συγκροτηθεί, καμία εγγύ ηση δεν μπορεί να δοθεί στην κοινωνία και στις τάξεις των οικονομικά ασθενών, κανένα επίπεδο συντάξεων ή κοι νωνικών παροχών δεν μπορεί να δια σφαλισθεί, αφού το μόνο συμβόλαιο που εγγυώνται οι «κανονικότητες» αυ τές είναι οι εγγυήσεις προς το χρηματι στικό κεφάλαιο και τους πιστωτές.
Το πλαίσιο αυτό, της περιορισμένης δημοκρατίας ή της «συναινετικής με ταδημοκρατίας», όπως ορισμένοι την αποκαλούν, δεν ορίζει μόνο τις συντε ταγμένες άσκησης της πολιτικής αλλά προσδιορίζει και τα γενικά χαρακτηρι στικά του πολιτικού πολιτισμού και του τύπου του πολιτικού που είναι αναγκαί ος για τη, μεταλλαγμένη σε τελετουρ γία, λειτουργία της πολιτικής. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει «ζήτηση» για προσωπικότητες με κοινωνικά οράματα, φιλοδοξίες αναμορφωτικές
και υψηλές απαιτήσεις δημιουργίας, αφού εκείνο που προκύπτει ως ανάγκη για το σύστημα είναι πολιτικές σχέσεις υπαλληλικές και πολιτικοί σε ρόλο «τροχονόμου», με καθήκον την τήρη ση και όχι αμφισβήτηση των κανόνων και των αυτοματισμών..
Από την άλλη πλευρά, το περιβάλλον αυτό γίνεται ακόμη και πιο απαιτητικό και σκληρό για συλλογικότητες ή άτο μα που θέλουν να αγωνισθούν για άλλα πρότυπα και προοδευτικά περιεχόμε να πολιτικής.
Ακριβώς γι αυτό η «αποστροφή» από την πολιτική ή η καταγγελία και μόνο αυτής της ασφυκτικής κατάστασης δεν είναι λύση.
Ο ι δυνάμεις της Αριστεράς, ει δικότερα, δεν θα πρέπει να έχουν την αυταπάτη ότι μπο ρούν να υπερασπισθούν τον κόσμο της εργασίας και τις αξίες της δημο κρατίας, αθροίζοντας απλά δυσαρέ σκειες, χωρίς κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και προγραμματικές συνθέ σεις που να τις υπηρετούν, χωρίς ενω τικά κοινωνικά κινήματα που να τις εκ φράζουν και ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο, βασισμένο σε ηθικές και αξια κές βάσεις, καθώς και σε μια πολιτική οικονομία των αναγκών, σε ευθεία αντιπαράθεση προς την «απολιτική οι κονομία» και την αποστειρωμένη πολιτική που οι φορείς της οικονομικής εξουσίας θέλουν να επιβάλουν. Πριν όμως κι από αυτό, η ανανέωση με όρους κοινωνίας της πολιτικής και η αναζωογόνηση της Δημοκρατίας δεν είναι μόνο οξυγόνο για μια κοινωνία που ασφυκτιά ανάμεσα στον εκφυλι σμό του συναινετικού δικομματισμού και τις νέες «κανονικότητες», αλλά εί ναι προϋπόθεση για την ανανέωση και την αναζωογόνηση και της ίδιας της Αριστεράς και των αυθεντικών κοινω νικών κινημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου