Του Μάνου Ματσαγγάνη
Εισαγωγή στο βιβλίο μου «Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς: οικονομική κρίση, δημοσιονομική λιτότητα και κοινωνική προστασία» το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο 2011 από τις εκδόσεις Κριτική.
Η κεντρική ιδέα του βιβλίου συνοψίζεται εύκολα σε μερικές φράσεις. Παρά τη ρητορεία του συρμού, το κοινωνικό κράτος δεν είναι ένα απλό θύμα της οικονομικής κρίσης: η σχέση μεταξύ των δύο είναι πολύ πιο αμφίσημη. Κατ' αρχήν, η κατακόρυφη άνοδος της δαπάνης για κοινωνική προστασία μέχρι το 2009 συνέβαλε και αυτή στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας. Ακόμη χειρότερα, η διόγκωση της κοινωνικής δαπάνης (που πλέον προσεγγίζει ή και υπερβαίνει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) δεν συνοδεύτηκε από τον «εξευρωπαϊσμό» των κοινωνικών πολιτικών (που συνέχισαν να χαρακτηρίζονται από ένα «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων» και τις υπόλοιπες παθογένειες ενός «κράτους πελατειακών παροχών»).
Στη συνέχεια, από το 2010, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός έδωσε τη θέση του στη λιτότητα για τη μείωση των ελλειμμάτων. Αυτό ήταν αναπόφευκτο – όπως ήταν επίσης αναπόφευκτο να οδηγήσει σε περικοπές δαπανών και σε μεταρρυθμίσεις προγραμμάτων. Δεν ήταν όμως καθόλου αναπόφευκτο οι περικοπές και οι μεταρρυθμίσεις να πάρουν τη μορφή που τελικά πήραν. Μεταξύ των περικοπών που διορθώνουν υπερβολές, εκλογικεύοντας την παραγωγή κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, και των «περικοπών» που παραλύουν την παραγωγή αυτή, στερώντας ζωτικούς πόρους από τα άτομα και τις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, υπάρχει τεράστια απόσταση - όπως άλλωστε υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που ανεβάζουν τον δείκτη κοινωνικής προστασίας, εξοικονομώντας ταυτόχρονα πόρους που σήμερα σπαταλώνται, και των «μεταρρυθμίσεων» που σχεδιάζονται με κύριο στόχο να περισώσουν στις νέες συνθήκες όσο δυνατόν περισσότερα από τα παλαιά προνόμια.
Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε σε ένα μεγάλο παράδοξο. Από τη μια, η οξύτατη οικονομική κρίση κλείνει επιχειρήσεις, καταστρέφει θέσεις εργασίας, μειώνει μισθούς και εισοδήματα. Η απότομη άνοδος της ανεργίας και η υποχώρηση των οικογενειακών εισοδημάτων απειλεί εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά με το φάσμα της φτώχειας. Με άλλα λόγια, ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας δεν είχαμε τόση ανάγκη για κοινωνική προστασία. Από την άλλη, ευνοώντας αποσπασματικές λύσεις, θέτοντας το μερικό συμφέρον (της ομάδας) πάνω από το γενικό (της κοινωνίας), εμποδίζοντας τις ώριμες μεταρρυθμίσεις, φροντίσαμε να έχουμε σήμερα ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ισχυρών ομάδων, αλλά εντελώς ακατάλληλο και ανέτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης (που είναι και το βασικό αντικείμενο του κοινωνικού κράτους). Η ζήτηση και η προσφορά κοινωνικής προστασίας είναι επικίνδυνα «εκτός συγχρονισμού».
Το παράδοξο αυτό δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί από την κυβέρνηση, ούτε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ούτε από τα συνδικάτα, ούτε από τον Τύπο και επομένως ούτε από την κοινή γνώμη – εκτός βέβαια από εκείνους τους συμπολίτες μας που πέφτουν οι ίδιοι θύματά του. Είναι επείγουσα ανάγκη το παράδοξο αυτό να τεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης – όχι τόσο για να επιμεριστούν ευθύνες, όσο κυρίως για να βρεθούν λύσεις.
Με την έννοια αυτή, η agenda εξισωτικής μεταρρύθμισης που ενδεικτικά σκιαγραφείται στο τέλος αυτού του βιβλίου δεν προτείνεται ως το κλειδί για όλες τις πόρτες και δεν πρόκειται να λύσει τα δεκάδες προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα της κρίσης: είναι όμως μια συμβολή στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής πολιτικής – που με τη σειρά της είναι ένα από τα συστατικά της (όχι και τόσο μυστικής) συνταγής που μπορεί να επιτρέψει σε μια χώρα να βγει από την οικονομική κρίση με την κοινωνία όρθια.
Οι επόμενες σελίδες αναπτύσσουν τα παραπάνω σημεία με εκτενέστερο τρόπο.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, με δύο κεφάλαια στο καθένα. Το πρώτο μέρος (Η κρίση και το κοινωνικό κράτος) ξεκινά με ένα σύντομο κεφάλαιο (Το κοινωνικό κράτος ως υποκείμενο της κρίσης) που εξηγεί γιατί το κοινωνικό κράτος ευθύνεται και αυτό για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό. Το Κεφάλαιο 2 (Το κοινωνικό κράτος ως αντικείμενο της κρίσης) δείχνει πώς το «ασφαλιστικό», ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα, πέρασε μέσα σε λίγες εβδομάδες, από την άνοιξη έως το καλοκαίρι του 2010, από την εποχή της ακινησίας στην εποχή της καταιγιστικής μεταρρύθμισης.
Το δεύτερο μέρος (Η ζήτηση για κοινωνική προστασία) παρουσιάζει τις συνέπειες της κρίσης αφενός στην απασχόληση και στους μισθούς, και αφετέρου στην ανισότητα και στη φτώχεια. Το Κεφάλαιο 3 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην αγορά εργασίας) ενσωματώνει στην ανάλυση τα πιο πρόσφατα δεδομένα των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού. Για λόγους που είναι γνωστοί στους ειδικούς, αντίστοιχα δεδομένα για τις εξελίξεις στην κατανομή του εισοδήματος είναι διαθέσιμα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Στη θέση τους, το Κεφάλαιο 4 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην κατανομή του εισοδήματος) παρουσιάζει τις εκτιμήσεις πρόσφατης έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με βάση τη λεγόμενη μέθοδο «μικροπροσομοίωσης», εφαρμόζοντας το υπόδειγμα φορολογίας και κοινωνικών παροχών EUROMOD. Όταν δημοσιευτούν τα στοιχεία της Ελ.Στατ. και της Eurostat, οι εκτιμήσεις μας μπορεί ενδεχομένως να αποδειχθούν ανακριβείς. Όμως, τέτοιες αποκλίσεις υπήρξαν μέχρι τώρα στατιστικά μη σημαντικές. Εν τω μεταξύ, η εφαρμογή της «μικροπροσομοίωσης» επιτρέπει αφενός την έγκαιρη αποτίμηση των διανεμητικών επιδράσεων της ύφεσης και των μέτρων λιτότητας, αφετέρου τον διαχωρισμό των επιδράσεων που ανάγονται ευθέως στην πολιτική της κυβέρνησης από εκείνες που απορρέουν κυρίως από ευρύτερες εξελίξεις στην οικονομία ή στην αγορά εργασίας.
Το τρίτο μέρος (Η προσφορά κοινωνικής προστασίας) εξετάζει πώς το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα ανταποκρίνεται στον ιστορικό ρόλο του – για να χρησιμοποιήσουμε μια μάλλον βαρύγδουπη αλλά ακριβή φράση. Το Κεφάλαιο 5 (Το κοινωνικό κράτος αντιμέτωπο με την κρίση) θέτει το ερώτημα εάν τις παραμονές της τρέχουσας κρίσης το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειές της – και απαντά με τη διαπίστωση ότι το δίχτυ ασφαλείας που είχαμε το 2009 ήταν ακατάλληλο για κάτι τέτοιο. Το Κεφάλαιο 6 (Το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σε δύσκολους καιρούς), με το οποίο κλείνει το βιβλίο αυτό, επιχειρεί να απαντήσει σε μερικά ακόμη κρίσιμα ερωτήματα: Εάν το 2009 το δίχτυ ασφαλείας ήταν διάτρητο και αναποτελεσματικό, πώς αυτό επηρέασε την κοινωνική πολιτική που εφαρμόστηκε τα δύο τελευταία χρόνια; Εάν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «λίγο» ή «καθόλου», τι πρέπει (και, κυρίως, τι μπορεί) να γίνει τώρα; Και εάν η ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι αναγκαία, πόσο εφικτή είναι σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας;
Όπως θα διαπιστώσει οποιοσδήποτε κάνει τον κόπο να ξεφυλλίσει έστω βιαστικά τις σελίδες που ακολουθούν, το βιβλίο δεν απευθύνεται σε ειδικούς. Φυσικά αυτό δεν συνεπάγεται ότι η ανάπτυξη των διαφόρων θεμάτων γίνεται με «εκπτώσεις» επιστημονικότητας. Πάντως, για να μην διακόπτεται η ροή του κειμένου, οι βιβλιογραφικές αναφορές, πηγές και οδηγίες προς όσους θα ήθελαν να εμβαθύνουν στη μελέτη των σχετικών θεμάτων βρίσκονται στις σημειώσεις (οι οποίες είναι αρκετά εκτεταμένες, ιδίως σε μερικά κεφάλαια). Οι πίνακες και τα διαγράμματα υπηρετούν το κείμενο, ενώ αντιστρόφως διαβάζονται χωρίς η αναδρομή σε αυτό να είναι απαραίτητη για την κατανόηση του νόηματός τους. Σε δύο περιπτώσεις, πρόσθετα στοιχεία παρατίθενται σε ένα παράρτημα στο τέλος των αντίστοιχων κεφαλαίων.
Κατά τα άλλα, το βιβλίο γράφτηκε από έναν οικονομολόγο, αλλά για να διαβάζεται – ελπίζω όχι μόνο από υποχρέωση – από φοιτητές όλων των κοινωνικών (και άλλων) επιστημών, από συναδέλφους ερευνητές στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής με επιστημονικό υπόβαθρο κοινωνιολόγου ή πολιτικού επιστήμονα, από εργαζόμενους που ασχολούνται με τη χάραξη και την εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών στα αρμόδια υπουργεία ή στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας, από δημοσιογράφους, καθώς και από όσους πολίτες ενδιαφέρονται για τα προβλήματα της δημόσιας πολιτικής και θέλουν να είναι ενημερωμένοι για αυτά. Εύχομαι σε όλους καλό διάβασμα!
Η κεντρική ιδέα του βιβλίου συνοψίζεται εύκολα σε μερικές φράσεις. Παρά τη ρητορεία του συρμού, το κοινωνικό κράτος δεν είναι ένα απλό θύμα της οικονομικής κρίσης: η σχέση μεταξύ των δύο είναι πολύ πιο αμφίσημη. Κατ' αρχήν, η κατακόρυφη άνοδος της δαπάνης για κοινωνική προστασία μέχρι το 2009 συνέβαλε και αυτή στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας. Ακόμη χειρότερα, η διόγκωση της κοινωνικής δαπάνης (που πλέον προσεγγίζει ή και υπερβαίνει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) δεν συνοδεύτηκε από τον «εξευρωπαϊσμό» των κοινωνικών πολιτικών (που συνέχισαν να χαρακτηρίζονται από ένα «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων» και τις υπόλοιπες παθογένειες ενός «κράτους πελατειακών παροχών»).
Στη συνέχεια, από το 2010, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός έδωσε τη θέση του στη λιτότητα για τη μείωση των ελλειμμάτων. Αυτό ήταν αναπόφευκτο – όπως ήταν επίσης αναπόφευκτο να οδηγήσει σε περικοπές δαπανών και σε μεταρρυθμίσεις προγραμμάτων. Δεν ήταν όμως καθόλου αναπόφευκτο οι περικοπές και οι μεταρρυθμίσεις να πάρουν τη μορφή που τελικά πήραν. Μεταξύ των περικοπών που διορθώνουν υπερβολές, εκλογικεύοντας την παραγωγή κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, και των «περικοπών» που παραλύουν την παραγωγή αυτή, στερώντας ζωτικούς πόρους από τα άτομα και τις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, υπάρχει τεράστια απόσταση - όπως άλλωστε υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που ανεβάζουν τον δείκτη κοινωνικής προστασίας, εξοικονομώντας ταυτόχρονα πόρους που σήμερα σπαταλώνται, και των «μεταρρυθμίσεων» που σχεδιάζονται με κύριο στόχο να περισώσουν στις νέες συνθήκες όσο δυνατόν περισσότερα από τα παλαιά προνόμια.
Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε σε ένα μεγάλο παράδοξο. Από τη μια, η οξύτατη οικονομική κρίση κλείνει επιχειρήσεις, καταστρέφει θέσεις εργασίας, μειώνει μισθούς και εισοδήματα. Η απότομη άνοδος της ανεργίας και η υποχώρηση των οικογενειακών εισοδημάτων απειλεί εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά με το φάσμα της φτώχειας. Με άλλα λόγια, ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας δεν είχαμε τόση ανάγκη για κοινωνική προστασία. Από την άλλη, ευνοώντας αποσπασματικές λύσεις, θέτοντας το μερικό συμφέρον (της ομάδας) πάνω από το γενικό (της κοινωνίας), εμποδίζοντας τις ώριμες μεταρρυθμίσεις, φροντίσαμε να έχουμε σήμερα ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ισχυρών ομάδων, αλλά εντελώς ακατάλληλο και ανέτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης (που είναι και το βασικό αντικείμενο του κοινωνικού κράτους). Η ζήτηση και η προσφορά κοινωνικής προστασίας είναι επικίνδυνα «εκτός συγχρονισμού».
Το παράδοξο αυτό δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί από την κυβέρνηση, ούτε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ούτε από τα συνδικάτα, ούτε από τον Τύπο και επομένως ούτε από την κοινή γνώμη – εκτός βέβαια από εκείνους τους συμπολίτες μας που πέφτουν οι ίδιοι θύματά του. Είναι επείγουσα ανάγκη το παράδοξο αυτό να τεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης – όχι τόσο για να επιμεριστούν ευθύνες, όσο κυρίως για να βρεθούν λύσεις.
Με την έννοια αυτή, η agenda εξισωτικής μεταρρύθμισης που ενδεικτικά σκιαγραφείται στο τέλος αυτού του βιβλίου δεν προτείνεται ως το κλειδί για όλες τις πόρτες και δεν πρόκειται να λύσει τα δεκάδες προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα της κρίσης: είναι όμως μια συμβολή στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής πολιτικής – που με τη σειρά της είναι ένα από τα συστατικά της (όχι και τόσο μυστικής) συνταγής που μπορεί να επιτρέψει σε μια χώρα να βγει από την οικονομική κρίση με την κοινωνία όρθια.
Οι επόμενες σελίδες αναπτύσσουν τα παραπάνω σημεία με εκτενέστερο τρόπο.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, με δύο κεφάλαια στο καθένα. Το πρώτο μέρος (Η κρίση και το κοινωνικό κράτος) ξεκινά με ένα σύντομο κεφάλαιο (Το κοινωνικό κράτος ως υποκείμενο της κρίσης) που εξηγεί γιατί το κοινωνικό κράτος ευθύνεται και αυτό για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό. Το Κεφάλαιο 2 (Το κοινωνικό κράτος ως αντικείμενο της κρίσης) δείχνει πώς το «ασφαλιστικό», ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα, πέρασε μέσα σε λίγες εβδομάδες, από την άνοιξη έως το καλοκαίρι του 2010, από την εποχή της ακινησίας στην εποχή της καταιγιστικής μεταρρύθμισης.
Το δεύτερο μέρος (Η ζήτηση για κοινωνική προστασία) παρουσιάζει τις συνέπειες της κρίσης αφενός στην απασχόληση και στους μισθούς, και αφετέρου στην ανισότητα και στη φτώχεια. Το Κεφάλαιο 3 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην αγορά εργασίας) ενσωματώνει στην ανάλυση τα πιο πρόσφατα δεδομένα των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού. Για λόγους που είναι γνωστοί στους ειδικούς, αντίστοιχα δεδομένα για τις εξελίξεις στην κατανομή του εισοδήματος είναι διαθέσιμα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Στη θέση τους, το Κεφάλαιο 4 (Οι επιπτώσεις της κρίσης στην κατανομή του εισοδήματος) παρουσιάζει τις εκτιμήσεις πρόσφατης έρευνας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με βάση τη λεγόμενη μέθοδο «μικροπροσομοίωσης», εφαρμόζοντας το υπόδειγμα φορολογίας και κοινωνικών παροχών EUROMOD. Όταν δημοσιευτούν τα στοιχεία της Ελ.Στατ. και της Eurostat, οι εκτιμήσεις μας μπορεί ενδεχομένως να αποδειχθούν ανακριβείς. Όμως, τέτοιες αποκλίσεις υπήρξαν μέχρι τώρα στατιστικά μη σημαντικές. Εν τω μεταξύ, η εφαρμογή της «μικροπροσομοίωσης» επιτρέπει αφενός την έγκαιρη αποτίμηση των διανεμητικών επιδράσεων της ύφεσης και των μέτρων λιτότητας, αφετέρου τον διαχωρισμό των επιδράσεων που ανάγονται ευθέως στην πολιτική της κυβέρνησης από εκείνες που απορρέουν κυρίως από ευρύτερες εξελίξεις στην οικονομία ή στην αγορά εργασίας.
Το τρίτο μέρος (Η προσφορά κοινωνικής προστασίας) εξετάζει πώς το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα ανταποκρίνεται στον ιστορικό ρόλο του – για να χρησιμοποιήσουμε μια μάλλον βαρύγδουπη αλλά ακριβή φράση. Το Κεφάλαιο 5 (Το κοινωνικό κράτος αντιμέτωπο με την κρίση) θέτει το ερώτημα εάν τις παραμονές της τρέχουσας κρίσης το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειές της – και απαντά με τη διαπίστωση ότι το δίχτυ ασφαλείας που είχαμε το 2009 ήταν ακατάλληλο για κάτι τέτοιο. Το Κεφάλαιο 6 (Το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σε δύσκολους καιρούς), με το οποίο κλείνει το βιβλίο αυτό, επιχειρεί να απαντήσει σε μερικά ακόμη κρίσιμα ερωτήματα: Εάν το 2009 το δίχτυ ασφαλείας ήταν διάτρητο και αναποτελεσματικό, πώς αυτό επηρέασε την κοινωνική πολιτική που εφαρμόστηκε τα δύο τελευταία χρόνια; Εάν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «λίγο» ή «καθόλου», τι πρέπει (και, κυρίως, τι μπορεί) να γίνει τώρα; Και εάν η ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι αναγκαία, πόσο εφικτή είναι σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας;
Όπως θα διαπιστώσει οποιοσδήποτε κάνει τον κόπο να ξεφυλλίσει έστω βιαστικά τις σελίδες που ακολουθούν, το βιβλίο δεν απευθύνεται σε ειδικούς. Φυσικά αυτό δεν συνεπάγεται ότι η ανάπτυξη των διαφόρων θεμάτων γίνεται με «εκπτώσεις» επιστημονικότητας. Πάντως, για να μην διακόπτεται η ροή του κειμένου, οι βιβλιογραφικές αναφορές, πηγές και οδηγίες προς όσους θα ήθελαν να εμβαθύνουν στη μελέτη των σχετικών θεμάτων βρίσκονται στις σημειώσεις (οι οποίες είναι αρκετά εκτεταμένες, ιδίως σε μερικά κεφάλαια). Οι πίνακες και τα διαγράμματα υπηρετούν το κείμενο, ενώ αντιστρόφως διαβάζονται χωρίς η αναδρομή σε αυτό να είναι απαραίτητη για την κατανόηση του νόηματός τους. Σε δύο περιπτώσεις, πρόσθετα στοιχεία παρατίθενται σε ένα παράρτημα στο τέλος των αντίστοιχων κεφαλαίων.
Κατά τα άλλα, το βιβλίο γράφτηκε από έναν οικονομολόγο, αλλά για να διαβάζεται – ελπίζω όχι μόνο από υποχρέωση – από φοιτητές όλων των κοινωνικών (και άλλων) επιστημών, από συναδέλφους ερευνητές στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής με επιστημονικό υπόβαθρο κοινωνιολόγου ή πολιτικού επιστήμονα, από εργαζόμενους που ασχολούνται με τη χάραξη και την εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών στα αρμόδια υπουργεία ή στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας, από δημοσιογράφους, καθώς και από όσους πολίτες ενδιαφέρονται για τα προβλήματα της δημόσιας πολιτικής και θέλουν να είναι ενημερωμένοι για αυτά. Εύχομαι σε όλους καλό διάβασμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου