Του Παναγιώτη Νούτσου, Αυγή, Αναγνώσεις, 18.9.11
Με την ευκαιρία αναδημοσίευσης[1], αυτή τη φορά αυτοτελώς (παρέμεινε ο υπότιτλος, χωρίς ωστόσο ο νέος τίτλος να αποδίδει την ερμηνευτική πρόθεση του κειμένου), μιας εισαγωγής (1991) τριανταπέντε περίπου σελίδων του Παναγιώτη Κονδύλη οι «δημοσιολογούντες» ένας-ένας ξιφούλκησαν εναντίον των «εχθρών» του, σε ένα μόλις δεκαπενθήμερο. Ως μεταθανάτιοι «φίλοι» του, κατά τη «συνομάδωση των υπάρξεων» που είχε υποστηρίξει ο ίδιος ο Κονδύλης, διατείνονται ότι ο προς υπεράσπιση «διανοούμενος-στοχαστής» υπήρξε «μονίμως αποκλεισμένος από την ελληνική πανεπιστημιακή πραγματικότητα» ή «περιθωριοποιημένος από το ελληνικό ακαδημαϊκό σύστημα». Ακόμη σκληρότερα: «Έχει αποδειχθεί ότι οι λίγοι (ελάχιστοι) ελεύθεροι και ειλικρινείς στοχαστές δεν ευδοκιμούν στο ελληνικό θερμοκήπιο», σε αντίθεση με τους «μίμους και γελωτοποιούς» που «εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαίτερα υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης».
Κι αν ένα μέρος αυτών των «διαπιστώσεων» αναπαράγεται σύντομα σε άλλο έντυπο, γιατί όχι να μην εμφανισθεί και σε ένα τρίτο η συναφής ετυμηγορία: «Ήταν ένας από τους κορυφαίους διανοούμενους τον οποίο η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα δεν εδέησε να κάνει μέλος της»;
Τι ακριβώς είχε συμβεί; Ο Κονδύλης μία και μόνη υπήρξε υποψήφιος για καθηγεσία, στην (ενιαία) Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1979/1980. Όταν δηλαδή έλαβε πέντε θετικές ψήφους και έξι αρνητικές (τι σήμαινε αυτή η κατανομή το υποψιάζεται κανείς αβίαστα, ακόμη και μετά από τρεις δεκαετίες, με επιζώντες μάλιστα τους πρωταγωνιστές αυτής της απόρριψης). Στα δεκαοχτώ χρόνια που μεσολάβησαν ώς το θάνατό του ουδέποτε έθεσε μιαν ανάλογη υποψηφιότητα. Γιατί τάχα; Ο Τομέας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων πραγματοποίησε (Νοέμβριος 1999) επιστημονικό συνέδριο για το έργο του. Στο «Εισαγωγικό σημείωμα» των Πρακτικών (Παναγιώτης Κονδύλης: Για την «κοινωνική οντολογία», Αθήνα, «Ελληνικά Γράμματα» 2001, σσ. 13-15) δίδεται επαρκής απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Με καθοδηγητικό νήμα το τρίπτυχο: «Κοινωνική ιστορία, Ιστορία των ιδεών και Φιλοσοφία», το οποίο κορυφώνεται στα θεωρήματα της «Κοινωνικής οντολογίας» με αντικείμενο το «μόνιμο ανθρώπινο και κοινωνικό υπόστρωμα», προσπάθησα να ανασυγκροτήσουμε τη σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη και να αποτυπώσουμε τον τρόπο με τον oποίο προέβη στις θεωρητικές του γενικεύσεις. Όπως είναι γνωστό, εντελώς απρόσμενα ο Κονδύλης στις 11 Ιουλίου 1998, σε ηλικία πενηνταπέντε ετών, έχασε τη βραχύβια μάχη με το θάνατο, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το συγγραφικό του σχέδιο να τεκμηριώσει αναλυτικά το σύνολο των επιμέρους πτυχώσεων της «κοινωνικής οντολογίας».
Η ημερίδα αυτή δεν είχε ως κίνητρο ένα πλέγμα επαρχιώτικου επιγονισμού απέναντι σ’ ένα έργο υψηλών προδιαγραφών και συναφώς διεθνούς εμβέλειας ως προς τις συζητήσεις που προκάλεσε και προκαλεί. Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε ένας «δικός» μας άνθρωπος, όσο μπορεί να ειπωθεί με ακρίβεια κάτι τέτοιο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στράφηκε προς τα μέλη του Τομέα Φιλοσοφίας, με ορισμένους μάλιστα συναδέλφους αναπτύσσοντας ένα περίγραμμα φιλικών σχέσεων, για να αντλήσει συνεργάτες στη σειρά της «Φιλοσοφικής και Πολιτικής Βιβλιοθήκης» των εκδόσεων «Γνώση». Περίπου το ένα τέταρτο αυτού του εγχειρήματος προήλθε απ’ αυτή τη συνεργασία, με μεταφράσεις που συνόδευαν εκτενείς εισαγωγές και «καταγραφές της νεοελληνικής θεωρητικής παραγωγής» που προϋπέθεταν επίσης διεξοδικές εισαγωγές και ανάλογο υπομνηματισμό. Επρόκειτο, όπως έγραφε ο ίδιος, για την υπογράμμιση της «ενότητας φιλοσοφικού και κοινωνικοπολιτικού στοχασμού, σε μια εποχή όπου οι παραδοσιακοί συστηματικοί διαχωρισμοί κατάντησαν προβληματικοί και άγονοι, όπου η ιστορικότητα των φιλοσοφικών προβλημάτων έγινε τόσο πλατιά συνειδητή όσο και η φιλοσοφική σημασία της εμβάθυνσης στην ιστορική δραστηριότητα των ανθρώπων» (Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Αθήνα 1998, 77).
Βέβαια, όσο εδραιωνόταν η ανάγκη να παραμείνει ο Κονδύλης απλώς ένας «επαΐων του περιθωρίου», τόσο αποκτούσε ο ίδιος τη δύναμη να αποποιείται την καθηγεσία που ανυστερόβουλα του προσφέρθηκα. Δύο φορές αρνήθηκε, χωρίς ο γνώριμος αυτοσαρκασμός να μετριάσει τις ευχαριστίες, μια τέτοια πρόταση, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο Ευτυχής Μπιτσάκης (1993) και όταν, στη συνέχεια, μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ο συνάδελφος Βασίλης Κύρκος (1996). Αυτή τη φορά τα περιθώρια των αρνήσεων έχουν εξαντληθεί, μια και ο θάνατος κρατά για τον εαυτό του την τελική αξίωση ισχύος. Αυτό σημαίνει πως το έργο του Κονδύλη παραμένει μια αστείρευτη πηγή ερεθισμάτων και προβληματισμών, με την αυτονόητη επισήμανση ότι υπήρξε πράγματι συμπύκνωση της «παιδείας, της εναισθητικής ικανότητας και του πλούτου συνειρμών» του δημιουργού του. Επιπλέον -και η διευκρίνιση αυτή θα μπορούσε να έχει ως αποδέκτες τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και τις φοιτήτριες- αποτελούσε το έργο μιας «εσωτερικής ασκητικής» και της σύστοιχης ηθικής στάσης που προέκυπτε κατά την κοπιώδη προσπάθεια κατανόησης των «ανθρωπίνων πραγμάτων», όπως δηλαδή το έπραττε ο Κονδύλης ως επιδέξιος και αφοσιωμένος «αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις» (Το αόρατο, ό.π., 94, 9/10)
Αυτός λοιπόν ο φίλος «επαΐων του περιθωρίου», που συχνά έθετε το «χιούμορ» στην υπηρεσία της «μελαγχολικής» ικανότητας να «σχετικεύεις τον εαυτό σου», υπήρξε στο «πλαίσιο της επιστημονικής δραστηριότητας» του, δηλαδή ως «αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις», «πανεπιστημιακός» «δυτικού» τύπου. Ένας χαρακτηρισμός σύμφωνα με ό,τι οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί αντιλαμβάνονται -ακόμη και σε μια περίοδο ριζικής «αμερικανοποίησης» των πανεπιστημίων, όπου αντικαθίσταται πολυσχιδώς η «ηθική της αντικειμενικότητας» από την ηθική της «αποτελεσματικότητας»– ως «λειτούργημα» τους: συσκέπτονται και αποφασίζουν με «αξιολογική ουδετερότητα» μέσα σ’ έναν πύργο που ορθώνεται μοναχικά στον περιβάλλοντα κόσμο, ο οποίος εγγενώς αντιστρατεύεται αυτή τη συμπεριφορά. Αυτή η «ετερογονία των σκοπών» καθίσταται, ιδίως όταν διακηρύσσεται ότι η επιστημονική γνώση «δεν μπορεί να είναι πρακτικά δεσμευτική για κανέναν», εξαιρετικά οδυνηρή.
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
[1] Παναγιώτης Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας: Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 69
Κι αν ένα μέρος αυτών των «διαπιστώσεων» αναπαράγεται σύντομα σε άλλο έντυπο, γιατί όχι να μην εμφανισθεί και σε ένα τρίτο η συναφής ετυμηγορία: «Ήταν ένας από τους κορυφαίους διανοούμενους τον οποίο η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα δεν εδέησε να κάνει μέλος της»;
Τι ακριβώς είχε συμβεί; Ο Κονδύλης μία και μόνη υπήρξε υποψήφιος για καθηγεσία, στην (ενιαία) Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1979/1980. Όταν δηλαδή έλαβε πέντε θετικές ψήφους και έξι αρνητικές (τι σήμαινε αυτή η κατανομή το υποψιάζεται κανείς αβίαστα, ακόμη και μετά από τρεις δεκαετίες, με επιζώντες μάλιστα τους πρωταγωνιστές αυτής της απόρριψης). Στα δεκαοχτώ χρόνια που μεσολάβησαν ώς το θάνατό του ουδέποτε έθεσε μιαν ανάλογη υποψηφιότητα. Γιατί τάχα; Ο Τομέας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων πραγματοποίησε (Νοέμβριος 1999) επιστημονικό συνέδριο για το έργο του. Στο «Εισαγωγικό σημείωμα» των Πρακτικών (Παναγιώτης Κονδύλης: Για την «κοινωνική οντολογία», Αθήνα, «Ελληνικά Γράμματα» 2001, σσ. 13-15) δίδεται επαρκής απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Με καθοδηγητικό νήμα το τρίπτυχο: «Κοινωνική ιστορία, Ιστορία των ιδεών και Φιλοσοφία», το οποίο κορυφώνεται στα θεωρήματα της «Κοινωνικής οντολογίας» με αντικείμενο το «μόνιμο ανθρώπινο και κοινωνικό υπόστρωμα», προσπάθησα να ανασυγκροτήσουμε τη σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη και να αποτυπώσουμε τον τρόπο με τον oποίο προέβη στις θεωρητικές του γενικεύσεις. Όπως είναι γνωστό, εντελώς απρόσμενα ο Κονδύλης στις 11 Ιουλίου 1998, σε ηλικία πενηνταπέντε ετών, έχασε τη βραχύβια μάχη με το θάνατο, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το συγγραφικό του σχέδιο να τεκμηριώσει αναλυτικά το σύνολο των επιμέρους πτυχώσεων της «κοινωνικής οντολογίας».
Η ημερίδα αυτή δεν είχε ως κίνητρο ένα πλέγμα επαρχιώτικου επιγονισμού απέναντι σ’ ένα έργο υψηλών προδιαγραφών και συναφώς διεθνούς εμβέλειας ως προς τις συζητήσεις που προκάλεσε και προκαλεί. Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε ένας «δικός» μας άνθρωπος, όσο μπορεί να ειπωθεί με ακρίβεια κάτι τέτοιο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στράφηκε προς τα μέλη του Τομέα Φιλοσοφίας, με ορισμένους μάλιστα συναδέλφους αναπτύσσοντας ένα περίγραμμα φιλικών σχέσεων, για να αντλήσει συνεργάτες στη σειρά της «Φιλοσοφικής και Πολιτικής Βιβλιοθήκης» των εκδόσεων «Γνώση». Περίπου το ένα τέταρτο αυτού του εγχειρήματος προήλθε απ’ αυτή τη συνεργασία, με μεταφράσεις που συνόδευαν εκτενείς εισαγωγές και «καταγραφές της νεοελληνικής θεωρητικής παραγωγής» που προϋπέθεταν επίσης διεξοδικές εισαγωγές και ανάλογο υπομνηματισμό. Επρόκειτο, όπως έγραφε ο ίδιος, για την υπογράμμιση της «ενότητας φιλοσοφικού και κοινωνικοπολιτικού στοχασμού, σε μια εποχή όπου οι παραδοσιακοί συστηματικοί διαχωρισμοί κατάντησαν προβληματικοί και άγονοι, όπου η ιστορικότητα των φιλοσοφικών προβλημάτων έγινε τόσο πλατιά συνειδητή όσο και η φιλοσοφική σημασία της εμβάθυνσης στην ιστορική δραστηριότητα των ανθρώπων» (Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Αθήνα 1998, 77).
Βέβαια, όσο εδραιωνόταν η ανάγκη να παραμείνει ο Κονδύλης απλώς ένας «επαΐων του περιθωρίου», τόσο αποκτούσε ο ίδιος τη δύναμη να αποποιείται την καθηγεσία που ανυστερόβουλα του προσφέρθηκα. Δύο φορές αρνήθηκε, χωρίς ο γνώριμος αυτοσαρκασμός να μετριάσει τις ευχαριστίες, μια τέτοια πρόταση, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο Ευτυχής Μπιτσάκης (1993) και όταν, στη συνέχεια, μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ο συνάδελφος Βασίλης Κύρκος (1996). Αυτή τη φορά τα περιθώρια των αρνήσεων έχουν εξαντληθεί, μια και ο θάνατος κρατά για τον εαυτό του την τελική αξίωση ισχύος. Αυτό σημαίνει πως το έργο του Κονδύλη παραμένει μια αστείρευτη πηγή ερεθισμάτων και προβληματισμών, με την αυτονόητη επισήμανση ότι υπήρξε πράγματι συμπύκνωση της «παιδείας, της εναισθητικής ικανότητας και του πλούτου συνειρμών» του δημιουργού του. Επιπλέον -και η διευκρίνιση αυτή θα μπορούσε να έχει ως αποδέκτες τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και τις φοιτήτριες- αποτελούσε το έργο μιας «εσωτερικής ασκητικής» και της σύστοιχης ηθικής στάσης που προέκυπτε κατά την κοπιώδη προσπάθεια κατανόησης των «ανθρωπίνων πραγμάτων», όπως δηλαδή το έπραττε ο Κονδύλης ως επιδέξιος και αφοσιωμένος «αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις» (Το αόρατο, ό.π., 94, 9/10)
Αυτός λοιπόν ο φίλος «επαΐων του περιθωρίου», που συχνά έθετε το «χιούμορ» στην υπηρεσία της «μελαγχολικής» ικανότητας να «σχετικεύεις τον εαυτό σου», υπήρξε στο «πλαίσιο της επιστημονικής δραστηριότητας» του, δηλαδή ως «αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις», «πανεπιστημιακός» «δυτικού» τύπου. Ένας χαρακτηρισμός σύμφωνα με ό,τι οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί αντιλαμβάνονται -ακόμη και σε μια περίοδο ριζικής «αμερικανοποίησης» των πανεπιστημίων, όπου αντικαθίσταται πολυσχιδώς η «ηθική της αντικειμενικότητας» από την ηθική της «αποτελεσματικότητας»– ως «λειτούργημα» τους: συσκέπτονται και αποφασίζουν με «αξιολογική ουδετερότητα» μέσα σ’ έναν πύργο που ορθώνεται μοναχικά στον περιβάλλοντα κόσμο, ο οποίος εγγενώς αντιστρατεύεται αυτή τη συμπεριφορά. Αυτή η «ετερογονία των σκοπών» καθίσταται, ιδίως όταν διακηρύσσεται ότι η επιστημονική γνώση «δεν μπορεί να είναι πρακτικά δεσμευτική για κανέναν», εξαιρετικά οδυνηρή.
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
[1] Παναγιώτης Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας: Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 69
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου