Της Μαρίας Κατουσνάκη, Καθημερινή
Είπε ο πρωθυπουργός στη ραδιοφωνική συνέντευξή του «Στο Κόκκινο»,
προχθές, ότι «ο ελληνικός λαός ξεπέρασε και το κόμμα και την κυβέρνηση»,
στηρίζοντας την προσπάθεια της εξάμηνης διαπραγμάτευσης. Η σύνταξη της
φράσης στο σημείο αυτό δεν ήταν πολύ σαφής, αλλά, όπως και να ’χει, ο κ.
Τσίπρας ήθελε να απονείμει εύσημα στην ωριμότητα του ελληνικού λαού,
αντιδιαστέλλοντάς την με τη στάση ορισμένων μελών της κυβέρνησης. Ως προς αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Και όχι μόνο για τον λόγο στον
οποίο αναφέρεται ο πρωθυπουργός. Η ελληνική κοινωνία εμφανίζει πολύ πιο
οξυμμένα ανακλαστικά και επαφή με την πραγματικότητα, ελληνική και
ευρωπαϊκή, απ’ ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ. Εν ολίγοις, μεγάλο μέρος των πολιτών
διαβάζει τα μηνύματα των καιρών, συντονισμένο με την εποχή, τη
ρευστότητα αλλά και τη δυναμική της. Δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα με
τις υποχρεώσεις που πληθαίνουν και τα χρήματα που λιγοστεύουν, αλλά ζει
τη δίνη των ανατροπών με συνείδηση των δυσκολιών και βούληση να τις
αντιμετωπίσει. Μπορεί να αμφιβάλλει αλλά δεν μετακυλίει ούτε την ευθύνη
ούτε τις αποφάσεις σε κάποιον άλλον, τρίτο. Αναλαμβάνει, προσωπικά, το
όποιο κόστος. Δεν φταίνε, για παράδειγμα, πότε οι δανειστές με «τις παράλογες
απαιτήσεις τους» και πότε ο Λαφαζάνης με την Αριστερή Πλατφόρμα για τη
διαλυτική απραξία. Είναι οι πολίτες αυτοί ρυθμιστές του βίου τους,
αντλούν ψήφο εμπιστοσύνης με τις πράξεις τους, δεν παραπλανούν με
υποσχέσεις αλλά και δεν αυταπατώνται με φαντασιώσεις.
Υποψιάζομαι, όμως, ότι ο κ. Τσίπρας δεν απένειμε τα ραδιοφωνικά εύσημα σε αυτό το μέρος του πληθυσμού.Να κολακέψει ήθελε και να τονώσει το ηθικό εκείνων που «στήριξαν τη διαπραγμάτευση» ψηφίζοντας ΟΧΙ. Είναι οι ίδιοι που αισθάνονται «υπερήφανοι» για τη μάχη που δόθηκε και μοιράζονται μαζί του τον πρώτο απολογισμό, συγκατανεύοντας σε κάθε «κατάκτηση»: «Καταφέραμε», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, «να αποκαταστήσουμε τις μεγάλες αδικίες της μνημονιακής εποχής στις καθαρίστριες, στους σχολικούς φύλακες, στους ανθρώπους της ΕΡΤ. Ανοιξε η ΕΡΤ, σβήστηκε η ντροπή του μαύρου».
Οι αντιφάσεις δεν ελέγχονται. Οι μεγάλες αδικίες της μνημονιακής εποχής ήταν οι καθαρίστριες και οι σχολικοί φύλακες; Οσο για την ΕΡΤ είχε ανοίξει και λειτουργούσε ως ΝΕΡΙΤ. Δεν αποκαταστάθηκε το «μαύρο» αλλά ένα άλλο εργασιακό περιβάλλον με επαναπροσλήψεις.
Ομως ο μηχανισμός των εντυπώσεων δεν βάλλεται από τις αντιφάσεις. Οι απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα (πάνω από ένα εκατομμύριο) μέσα στην εξαετία της κρίσης δεν εμπίπτουν, προφανώς, στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης. Δεν εμπίπτουν, δηλαδή, σε πολιτικές τόνωσης της απασχόλησης, σε προσέλκυση επενδύσεων, σε στήριξη της επιχειρηματικότητας. Παρόμοιες πολιτικές δεν σφυρηλατούν λαϊκή αλληλεγγύη, δεν κερδίζουν πόντους σε εσωκομματικές αντιπαραθέσεις. Προϋποθέτουν ένα σύγχρονο κράτος, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις, που ευνοεί την ιδιωτική επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα.
Πράγματι, «ο ελληνικός λαός ξεπέρασε και το κόμμα και την κυβέρνηση». Δεν έχει σχέση με τον κανακεμένο «κυρίαρχο λαό» της προνομιακής μεταχείρισης. Είναι εξασθενημένος οικονομικά και ψυχικά, δεν διανοείται τη χώρα του έξω από την ευρωπαϊκή οικογένεια (αυτήν την προβληματική οικογένεια), μόνη, γεωπολιτικά εκτεθειμένη· αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα των σχέσεων στην «εποχή της παγκοσμιοποίησης», τις ανισότητες, τις δυσεπίλυτες εξαρτήσεις, την ανυποχώρητη ανάγκη για μεταρρυθμίσεις. Αυτός ο λαός σηκώνει τόσο το βάρος των μέτρων που επιβάλλονται όσο και το κόστος των συμφωνιών που δεν εφαρμόζονται. Χωρίς επαίνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου