Του Γιάννη Παπαθεοδώρου, Ενθέματα
Για την αντιδογματική γραφή του Σοφιανού Χρυσοστομίδη
Η πένα του, διαμορφωμένη από νωρίς, διαθέτει εμφανή πλεονεκτήματα: ανοιχτοί ορίζοντες του κοσμοπολιτισμού, λόγια παιδεία, γνώση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, δυνατότητα ιεράρχησης της πληροφορίας, προσήλωση στη δημοκρατική αντιπαράθεση απόψεων, μακριά από τη λεκτική βία και τον ευτελισμό του αντιπάλου. Το κυριότερο, ωστόσο, είναι η ικανότητά του να κατανοεί τον κόσμο με όρους αλλαγής, με εκείνες τις απαραίτητες «στοχαστικές προσαρμογές», που προκρίνουν τις κατάλληλες –ή, έστω, πιθανές– συμμαχίες ως απαραίτητο μηχανισμό της διάνοιξης ενός (ακόμη πιο) δημοκρατικού μέλλοντος και μιας ήπιας ηγεμονίας για την αριστερά. Κι αν ο σοσιαλισμός «άργησε μια μέρα», ο Σ.Χ. διαβλέπει από νωρίς τις δυνατότητες που υπάρχουν γι’ αυτή τη μόνη Αριστερά που τον ενδιαφέρει, την ανανεωτική Αριστερά: τις δυνατότητες κριτικής παρέμβασης στον δημόσιο χώρο, με έναν αντιρητορικό τόνο που προσπερνάει τις ανέξοδες διακηρύξεις για να οδηγηθεί στην ουσία των πραγμάτων: τις δυνατότητες θετικών συμβολών και προτάσεων, πέρα από την καταγγελία.
Μαθαίνω πως σύντομα ο Σοφιανός έχει
γενέθλια – κλείνει, μου είπαν, τα ενενήντα. Μαζί με τις αυτονόητες
θερμές ευχές μας, ας σχολιάσουμε αυτή τη ζηλευτή μακροημέρευση, με όρους
συντροφικούς — ας μη φοβηθούμε τη λέξη: δηλώνει συλλογικότητες και
αλληλεγγυότητες με μακρά ιστορία στο χώρο της Αριστεράς. Πράγματι, ο
χρόνος στάθηκε ευνοϊκός μαζί του, αλλά αυτό δεν είναι αναγκαία και ικανή
συνθήκη για να τιμήσουμε ένα πρόσωπο εγνωσμένου άλλωστε κύρους. Κάτι
άλλο λοιπόν πρέπει να μας έφερε απόψε εδώ, κάτι που υπερβαίνει το
σεβασμό και μπορεί να μας απασχολήσει πολιτικά, γιατί αφορά την ίδια την
ταυτότητα της ανανεωτικής Αριστεράς, την παρουσία της στη δημόσια
σφαίρα. Εξηγούμαι: Αν ο αντιδογματισμός είναι πρώτα απ’ όλα ένα ήθος και
ύφος, τότε η περίπτωση του Σοφιανού αξίζει να συζητηθεί (και να
τιμηθεί) από εμάς, τους φανατικούς αναγνώστες του, γιατί αποτελεί
υποδειγματική άσκηση του δημόσιου λόγου της Αριστεράς, σε καιρούς
δύσκολους.
Πώς διαμορφώθηκε αυτός ο ήπιος λόγος που
προϋποθέτει μια μεγάλη ρήξη με τα κατάλοιπα μιας συγκεκριμένης τάξης του
λόγου και μιας συγκεκριμένης πολιτικής κουλτούρας; Εκ των υστέρων, τα
πράγματα φαίνονται εύκολα. Τώρα που έχει τελειώσει ο «αιώνας του
κομμουνισμού», τώρα που ο υπαρκτός σοσιαλισμός ηττήθηκε κοινωνικά και
ιδεολογικά, τώρα που ο σταλινισμός ενδιαφέρει μόνο ορισμένους νοσταλγούς
(παλιούς και νέους), το φάντασμα της δογματικής σκέψης μοιάζει σχεδόν
γραφικό, έτοιμο να επαναλάβει τον εαυτό του, πρώτα ως τραγωδία και μετά
πάλι ως τραγωδία.
Αν ωστόσο υιοθετήσουμε μια πιο ιστορική
ματιά, θα καταλάβουμε πως για τον Σ.Χ. και τους ανθρώπους του καιρού του
τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Ο ιδεότυπος του αριστερού είχε τα
χαρακτηριστικά μιας στράτευσης σχεδόν απόλυτης, ακόμη και στο πεδίο του
λόγου. Ο δογματισμός δεν είναι απλώς μια υπερβολή κάποιων μηχανισμών που
παράγουν σταθερές και αυτονόητες «αλήθειες», αλλά και μια ιδιοποίηση
του ατομικού λόγου από εξουσίες που προϋποθέτουν συνολική δέσμευση,
πειθαρχία, λογοκρισία και αυτολογοκρισία. Θα ήταν λοιπόν πολύ ενδιαφέρον
να σκεφτούμε πώς και πότε δημιουργούνται οι ρωγμές και οι ανατροπές που
θα οδηγήσουν αργότερα σε απόπειρες ανανέωσης του κομμουνιστικού
κινήματος.
Τι σημαίνει, αίφνης, η μνήμη του Απρίλη
του ’44 για τους αιγυπτιώτες έλληνες αριστερούς; Τι σημαίνει για τον
νεαρό αρχισυντάκτη μιας παροικιακής εφημερίδας να «κόβει» το 1953 ένα
ποίημα του Τσίρκα για τον Στάλιν που «δεν έκανε κανένα λάθος»; Να είσαι
«Τσέχος» μέσα σε συνεξόριστους «δωδεκατικούς» τον καιρό της χούντας; Να
έχεις το θάρρος να γηράσκεις «αεί αναθεωρών», γράφοντας το δικό σου
πολιτικό «ημερολόγιο καταστρώματος», σε εκείνη τη δεξιά στήλη της Αυγής, «Ελεύθερα και απροκατάληπτα» (όπως και επί σειρά ετών στο Αντί);
Για να προσεγγίσουμε αυτά τα ερωτήματα,
καλό είναι να θυμηθούμε μερικά χρονικά ορόσημα, έχοντας κατά νου πως «η
ιστορία είναι αυτή που ερμηνεύει και εμάς ακόμη που την ερμηνεύουμε».
Πάει, λοιπόν, σχεδόν ένας αιώνας –αυτός ο φοβερός «σύντομος εικοστός
αιώνας»– που η ζωή του Σ.Χ. συναντήθηκε με κρίσιμα γεγονότα: Β΄
Παγκόσμιος, Εμφύλιος, τέλος των αποικιακών καθεστώτων, δικτατορία,
διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος, μεταπολίτευση, πτώση του
«υπαρκτού», εποχή των νέων οικονομικών κρίσεων. Ο Σ.Χ. ζει και γράφει σε
στιγμές πύκνωσης των ιστορικών γεγονότων, τα οποία αλλάζουν ριζικά τη
φυσιογνωμία του σύγχρονου κόσμου, συμπαρασύροντας πολλές βεβαιότητες των
αριστερών πολιτών. Ο Σ.Χ. παρακολουθεί τα γεγονότα αυτά όχι ως
παρατηρητής αλλά ως σχολιαστής με πολιτική θέση, συχνά υποχρεωτική και
άμεση, με τους όρους που υπαγορεύει η δημοσιογραφική επικαιρότητα.
Αυτή η πολιτική θέση, νομίζω, του
επέτρεψε μια θετική μεροληψία στη γραφή. Ο λόγος του, λόγος «υπέρ
αδυνάτων», διασχίζει ολόκληρη τη θεματική του, υπενθυμίζοντας διαρκώς
πως υπάρχουν ακόμη «της Γης οι κολασμένοι». Χωρίς απαραίτητα αυτό να
σημαίνει πως θέλουν να πάνε –ή να τους οδηγήσουμε– σ’ εκείνο το
«σοσιαλιστικό παράδεισο» που εξελίχθηκε σε εφιάλτη.
Η πένα του, διαμορφωμένη από νωρίς,
διαθέτει εμφανή πλεονεκτήματα: ανοιχτοί ορίζοντες του κοσμοπολιτισμού,
λόγια παιδεία, γνώση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, δυνατότητα
ιεράρχησης της πληροφορίας, προσήλωση στη δημοκρατική αντιπαράθεση
απόψεων, μακριά από τη λεκτική βία και τον ευτελισμό του αντιπάλου. Το
κυριότερο, ωστόσο, είναι η ικανότητά του να κατανοεί τον κόσμο με όρους
αλλαγής, με εκείνες τις απαραίτητες «στοχαστικές προσαρμογές», που
προκρίνουν τις κατάλληλες –ή, έστω, πιθανές– συμμαχίες ως απαραίτητο
μηχανισμό της διάνοιξης ενός (ακόμη πιο) δημοκρατικού μέλλοντος και μιας
ήπιας ηγεμονίας για την αριστερά. Κι αν ο σοσιαλισμός «άργησε μια
μέρα», ο Σ.Χ. διαβλέπει από νωρίς τις δυνατότητες που υπάρχουν γι’ αυτή
τη μόνη Αριστερά που τον ενδιαφέρει, την ανανεωτική Αριστερά: τις
δυνατότητες κριτικής παρέμβασης στον δημόσιο χώρο, με έναν αντιρητορικό
τόνο που προσπερνάει τις ανέξοδες διακηρύξεις για να οδηγηθεί στην ουσία
των πραγμάτων: τις δυνατότητες θετικών συμβολών και προτάσεων, πέρα από
την καταγγελία.
Τα αντιδογματικά γραπτά του Σ.Χ. είχαν
ευρεία απήχηση. Σπάνια ένα πρόσωπο που «βγαίνει» μέσα από την αριστερά
διαθέτει τόσο πολλούς συνομιλητές, σχεδόν από όλο το ιδεολογικό φάσμα.
Κι αυτό συνδέεται, νομίζω, και με μια μετατόπιση στον λόγο του Σ.Χ. από
την προγραμματικά αριστερή στην «ηθικοπολιτική» θεώρηση της δημοκρατίας:
στη σύλληψη, ότι η Αριστερά συμμετέχει –πρέπει να συμμετέχει– στη
συνδιαμόρφωση της δημοκρατικής πολιτικής μέσα από ένα «διάλογο χωρίς
τέλος». Αυτός ακριβώς ο διάλογος επιτρέπει τον δυνητικό και συγκρουσιακό
ανταγωνισμό των απόψεων και προτάσεων, όχι μόνο ευρύνοντας την ισότητα
και την ελευθερία, αλλά και φέρνοντάς μας διαρκώς αντιμέτωπους με το
πρόβλημα της αναγνώρισης του Άλλου.
Αυτή η αίσθηση διαπερνά ακόμη και τη μορφή των κειμένων του. Μια φράση από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες
μπορεί να τον οδηγήσει στο σχολιασμό της «Αραβικής Άνοιξης», μια
ανάμνηση από τη δικτατορία να γεφυρωθεί με τα σύγχρονα απεχθή
«σταγονίδια», μια επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στο Ισραήλ να
ανακαλέσει εκείνο το ανεπανάληπτο «Αργήσατε, λίγο δεν νομίζετε;», που
είπε ο Μπρέζνιεφ στον Καραμανλή, κατά την πρώτη επίσκεψή του στη Μόσχα
το 1978. Κοινός παρονομαστής σε τούτο το ταξίδι στο χρόνο και το χώρο, η
προσπάθεια να βρεθούν αντιστοιχίες και παραλληλισμοί, που δεν θα
επιβάλλουν συμπεράσματα αλλά αφήνουν τον αναγνώστη να δημιουργήσει τα
ερωτήματα γύρω από τον πυρήνα των γεγονότων. Το σχόλιο, έτσι, γίνεται
αφορμή για την αναγνώριση της πραγματικότητας, της πολυπλοκότητας και
της συνθετότητάς της.
Όσοι ψάχνουν την αριστερή «γραμμή», ας μη
διαβάζουν τα κείμενα του Σ.Χ. Η γραφή του συνεισφέρει μόνο στην
απορητική προβληματική των υπομνήσεων, των γόνιμων ερωτημάτων, των
πολλών και πολλαπλών οπτικών γωνιών, της ανταγωνιστικής διάστασης που
εμπεριέχει ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό. Αντιλαμβάνομαι την
εύλογη ένσταση: Σε έναν καιρό που η ηπιότητα αντιμετωπίζεται ως
αδυναμία, ή έστω ως εξομάλυνση των ιδεολογικών διαφορών, ο λόγος του
Σ.Χ. θα μπορούσε να εκληφθεί ως παραδομένος στη «γοητεία της
συναίνεσης». Δεν είναι έτσι. Η «ηθικοπολιτική» θεώρηση της δημοκρατίας
και ο αντιδογματισμός του δεν είναι μια αφελής αναζήτηση πλουραλισμού,
αλλά έμαχητικός τρόπος αναζήτησης μιας άλλης αριστεράς, της
δημοκρατικής. Παραθέτω ένα απόσπασμα από άρθρο του στην Αυγή, στο οποίο οριοθετεί τις δικές του «κόκκινες γραμμές», με αφορμή μια επέτειο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας:
«Ξέρω, για κάποιους υπεραριστερούς, η σημερινή μας δημοκρατία δεν αξίζει “φράγκο”. [Και λένε «φράγκο «,
επειδή απεχθάνονται το “ευρώ”…]. Συνεπώς, αν οι εργαζόμενοι θέλουν να
δουν «θεού πρόσωπο», θα πρέπει να διαμορφώσουν μια “ενιαία αριστερά”, η
οποία θα διακηρύξει: Πρώτον, αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, δεύτερον, παύση πληρωμών, τρίτον, εθνικοποίηση των τραπεζών και όλων των μεγάλων επιχειρήσεων, τέταρτον (εν όψει δημοτικών εκλογών) όχι ψηφοδέλτια αυτοδιοίκησης, αλλά «ψηφοδέλτια ανατροπής «. Άρα…; Υπάρχει κάποια άλλη αριστερά; [….] Ασφαλώς, ναι. Πάντως, ορισμένες από τις αρχές της Δημοκρατικής Αριστεράς ανέπτυξε
ο Φώτης Κουβέλης, στην πρόσφατη εθιμοτυπική επίσκεψή του στον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια: Ναι, στην ανάγκη αλλαγής και
λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος… Ναι, στην ανάγκη ενός επίπονου
αριστερού ευρωπαϊσμού, “προκειμένου ν’ αναβαθμισθούν οι δυνάμεις της εργασίας και στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη”.
Και, φυσικά, ναι, στην αλλαγή περιεχομένου μιας πολιτικής, που οδήγησε
στο σημερινό πελατειακό κράτος και την αδιαφάνεια. Μόνο που η αλλαγή
αυτή πρέπει να γίνει “με όρους δημοκρατίας”».
Θα περιμένουμε πάντα, Σοφιανέ, να σε
διαβάζουμε τις επόμενες εβδομάδες και στα χρόνια που έρχονται. Και σε
ευχαριστούμε πολύ για το ήθος και το ύφος σου.
O Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
To κείμενο βασίζεται σε εκδήλωση που
οργάνωσε η Δημοκρατική Αριστερά, προς τιμήν του Σ. Χρυσοστομίδη
(5.12.2011), με ομιλητές τους Α. Καζαμία, Φ. Κουβέλη, Θ. Μαλικιώση, Γ.
Παπαθεοδώρου, Α. Παπαχελά, Ν. Φίλη και συντονιστή τον Σπ. Λυκούδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου