Ο Γάλλος φιλόσοφος Βενσάν
Ντεκόμπ γνώρισε προσωπικά τον Κορνήλιο Καστοριάδη στους κόλπους της
ομάδας Socialisme ou Barbarie, της οποίας έγινε μέλος το 1964. Το
κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης του Ντεκόμπ, που
δημοσιεύτηκε στην ιταλική περιοδική επιθεώρηση «Alfabeta2».
• Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η πιο σημαντική πλευρά της κληρονομιάς του Καστοριάδη από φιλοσοφική τουλάχιστον άποψη;
– Θα έπρεπε να εξετάσουμε την κληρονομιά του σε διάφορα πεδία, αλλά
αν περιοριστούμε στα ζητήματα που ανακινώ στο βιβλίο μου Les embarrass
de l’ identité, αυτό που μας έρχεται από τον Καστοριάδη είναι πάνω απ’
όλα μια σοβαρή ιδέα της κοινωνικής ζωής, που τον διακρίνει από όλους
τους στοχαστές οι οποίοι συνδέονται με τον αστερισμό του μαρξισμού, της
Αριστεράς και της άκρας Αριστεράς. Πράγματι, σε αυτόν μπορούμε να βρούμε
μιαν αντίληψη του κοινωνικού, ενώ στους άλλους δεν υπάρχει. Θέλω να πω
ότι έχουμε μαρξιστές ατομικιστές, σύμφωνα με τους οποίους το κοινωνικό
είναι συνώνυμο των «πολλών προσώπων», του πλήθους. Το σημείο αφετηρίας
του Καστοριάδη είναι ότι κοινωνία δεν σημαίνει «πολλά πρόσωπα». Εχουμε
θεωρητικούς που αντιμετωπίζουν το ζήτημα της ταυτότητας με όρους που θα
ήθελαν να είναι κοινωνικοί, αλλά σταματούν στην ψυχολογία, σε μια
συλλογική ψυχολογία, των μαζών. Νομίζουν ότι μπορούν να εξηγήσουν τα
σύγχρονα πολιτικά φαινόμενα με ψυχολογικές έννοιες – μίμηση, ταύτιση
κ.λπ.
Στον Καστοριάδη, θεμελιώδης είναι η έννοια της θέσμισης, που
χρησιμεύει ακριβώς για να σκιαγραφεί αυτό που δεν μπορεί να πάρει υπόψη
της καμιά ψυχολογία, ατομική ή συλλογική. Αυτή είναι η έννοια που πήρα
από διάφορους στοχαστές και που ανευρίσκεται και σε αυτόν. Αλλά η δική
του ιδιαίτερη συνεισφορά, που απουσιάζει αντίθετα σε άλλους στοχαστές,
όπως ο Ντιρκέμ, ή στην παράδοση του Μοντεσκιέ, αφορά το ζήτημα του
φαντασιακού. Ενα πλήθος δεν θα σημαίνει ποτέ κάτι άλλο από έναν μεγάλο
αριθμό προσώπων, ενώ μια κοινωνία ορίζεται από την ικανότητά της να
δημιουργεί μορφές αναπαράστασης του ίδιου του εαυτού της, και εκτός από
τις μορφές αναπαράστασης ορίζεται και από τη θέλησή της να υπάρχει.
Επομένως, η έννοια της συλλογικής ταυτότητας που διατύπωσε ο Καστοριάδης
προϋποθέτει μια κοινωνία που είναι σε θέση να σχεδιάζει το μέλλον της
και που είναι σε θέση να διευθύνεται σύμφωνα με τη δική της βούληση.
– Μιλάμε εδώ για την έννοια της «αυτονομίας» που κατέχει κεντρική
θέση στη σκέψη του. Νομίζω ωστόσο ότι η διατύπωσή της συνεπάγεται κάτι
το παράδοξο. Από τη μια μεριά έχουμε την ιστορία της ελευθερίας και της
αυτονομίας, που υποτίθεται ότι ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στη Δύση. Ο
Καστοριάδης ισχυρίζεται ότι οι αγώνες για τη χειραφέτηση κατασταλάζουν
βαθμιαία στους θεσμούς και στους ανθρωπολογικούς τύπους με αφετηρία
τουλάχιστον την αρχαία Ελλάδα. Ο δυτικός πολιτισμός απολαμβάνει επομένως
ένα προνόμιο σε σχέση με όλους τους άλλους ιστορικούς πολιτισμούς, που
υποτάσσονται στους θεσμούς της ετερονομίας. Αυτό το προνόμιο όμως
ανατρέπεται αν πάρουμε υπόψη μας τη δυτική εξαίρεση από την άποψη του
«προμηθεϊκού» σχεδίου, δηλαδή του σχεδίου απεριόριστης επέκτασης του
ορθολογικού ελέγχου του κόσμου, που καταλήγει –όπως ο ίδιος ο
Καστοριάδης υπογραμμίζει– σε μια «ολική εξαφάνιση της φρόνησης». Αυτός ο
περιορισμός όμως, αυτή η θέσμιση ενός ορίου που επιβάλλεται στον
άνθρωπο, είναι ακριβώς αυτό που λειτουργεί στους πολιτισμούς της
ετερονομίας.
– Χρειάζεται πάνω απ’ όλα να πάρουμε υπόψη μας ότι κατά τον
Καστοριάδη μια κοινωνία μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομη με δύο έννοιες. Με
μια πρώτη έννοια, όλες οι κοινωνίες διαθέτουν μια μορφή αυτονομίας από
τη στιγμή που οι μορφές ζωής, οι κουλτούρες, οι συλλογικές ταυτότητες,
τα φαντασιακά που θεσμίζονται δεν προκύπτουν από τις φυσικές συνθήκες.
Εδώ είναι που εγκαταλείπουμε τον μαρξισμό και αυτό είναι το σημείο
αφετηρίας της φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας: οι υλικές δομές δεν
μπορούν να εξηγήσουν τα νοήματα που οι θεσμοί αποδίδουν στα γεγονότα και
που όλα μαζί συγκροτούν ένα συνεκτικό φαντασιακό. Αυτή η συνοχή εξάλλου
δεν είναι το προϊόν μιας συνεργασίας μεταξύ ατόμων, αλλά είναι μια
συλλογική δημιουργία. Μιλάμε για συνοχή όχι από λογική άποψη, αλλά για
να υποδείξουμε ότι αυτά τα νοήματα συγκροτούν ένα σύστημα.
Με αυτή την έννοια, κάθε κοινωνία είναι αυτόνομη σε σχέση με το
βασίλειο της φύσης, αντίθετα με όσα έχουν υποστηριχθεί από τις διάφορες
μορφές του ιστορικού υλισμού. Στις ιστορικές κοινωνίες εμφανίζεται
έπειτα η δυτική εξαίρεση, την οποία ο Καστοριάδης ανάγει στην αρχαία
Ελλάδα. Εδώ ο όρος αυτονομία συνδέεται με την ταυτόχρονη γέννηση της
δημοκρατίας και της φιλοσοφίας και με τον προορισμό που αυτές
κληρονόμησαν στη μεταγενέστερη δυτική ιστορία. Μέσα σε αυτά τα
συμφραζόμενα ο Καστοριάδης χαρακτηρίζει τις άλλες κοινωνίες ετερόνομες.
Υπάρχει εδώ κάτι παράδοξο; Ναι, αναμφίβολα. Αυτός προσπάθησε να
απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, ίσως με τρόπο όχι εντελώς ικανοποιητικό
και χωρίς να εξαντλεί το ζήτημα, εισάγοντας την έννοια του
αυτοπεριορισμού. Το παράδοξο είναι ότι κάθε κοινωνία παράγεται από μόνη
της, με την έννοια ότι καμιά κοινωνία δεν είναι το προϊόν των φυσικών
συνθηκών, και συνεπώς παρατηρούμε εδώ ένα είδος γενικού ανθρωπολογικού
δεδομένου. Με την εμφάνιση όμως της δημοκρατίας, αναδύεται κάτι
καινούργιο και διαφορετικό σε ό,τι αφορά την αναπαράσταση του κόσμου και
τα ερωτήματα που οι άνθρωποι μπορούν να απευθύνουν στην κοσμολογία
τους. Εχουμε τη διερώτηση μιας δεδομένης τάξης πραγμάτων στο όνομα της
ικανότητας των ανθρώπων να καταργούν τους κληρονομημένους νόμους για να
θεσπίσουν άλλους. Η αυτονομία γίνεται τώρα αυτονομοθεσία. […]. Επομένως,
το πρόβλημα που θέτει ο Καστοριάδης δεν είναι τόσο εκείνο της
δημιουργίας του πολιτικού σώματος, αλλά του τρόπου με τον οποίο εμείς
θέλουμε να συνεχίσουμε εκείνο το πολιτικό σώμα που είναι το δικό μας,
αλλάζοντας αυτό που πρέπει να αλλάξει σύμφωνα με τη δική μας κατανόηση
του κόσμου.
Αν η κοινωνία δεν αρχίζει σήμερα, αυτό σημαίνει ότι έχει ένα
παρελθόν. Η κοινωνική ζωή που εμείς ζούμε είναι εφικτή επειδή έχουμε
προετοιμαστεί γι’ αυτήν – εδώ είναι που παρεμβαίνει η έννοια του
«ανθρωπολογικού τύπου». Εμείς παραλαμβάνουμε τις μελλοντικές μας
δυνατότητες από το παρελθόν μας και αν θα πρέπει να υπάρξει ένα πεδίο
για τη δική μας παρέμβαση, για τη δική μας νομοθεσία, για τη δική μας
απόρριψη των μορφών του παρελθόντος και για την επινόηση νέων μορφών, σε
αυτή τη στιγμή της αποδοχής και της παραλαβής πρέπει να ενταχθεί.
Σε ό,τι αφορά τη Δύση, έχουμε μια δυαδικότητα που ο Καστοριάδης έχει
αναγνωρίσει και για την οποία έχει μιλήσει πάρα πολλές φορές: τη
δυαδικότητα της νεωτερικότητας μεταξύ του σχεδίου της αυτονομίας από τη
μια μεριά και του σχεδίου του απόλυτου ελέγχου από την άλλη. Η ιδέα του
περί αυτοπεριορισμού μάς επιβάλλει να σκεφτούμε ότι το σχέδιο της
αυτονομίας πρέπει να συνεπάγεται την απόρριψη της πλάνης ενός απόλυτου
ελέγχου (απεριόριστη ανάπτυξη από οικονομική άποψη, απεριόριστες
δυνατότητες από την άποψη των κοινωνικών μορφών), επειδή αυτή η πλάνη
οδηγεί στην απώλεια της ελευθερίας που έχουμε να δημιουργούμε εμείς οι
ίδιοι τους θεσμούς μας. […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου