Του Γιώργου Σιακαντάρη, ΝΕΑ, 5.10.11
Εως πρότινος διαβάζαμε σχόλια στον διεθνή Τύπο που κατηγορούσαν την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό για υπερβολική σπατάλη. Τώρα, άλλα δημοσιεύματα λένε ότι η εφαρμοζόμενη «εξαντλητική λιτότητα οδηγεί στον θάνατο». Τα αποτελέσματα της λιτότητας που έχουν επιβληθεί στη χώρα κρίνονται καταστροφικά και ήδη διαμορφώνονται συνθήκες εμφυλίου σπαραγμού, χωρίς παράλληλα να φαίνονται αχτίδες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, εκτός από κάποιες αναλαμπές στις εξαγωγές.
Σε αυτή την εξαιρετικά αδιέξοδη διαδικασία, υπάρχει πιθανότητα να αγανακτήσουν αυτοί που δικαιούνται πραγματικά να είναι αγανακτισμένοι. Το αρχικό κίνημα των «Αγανακτισμένων» δεν το ακολούθησαν πολλοί, γιατί έστω ενστικτωδώς οι πολίτες διέγνωσαν σ' αυτό κινήσεις άρνησης του πολιτικού πολιτισμού, του συμβιβασμού (και διότι ένα τμήμα του καθοδηγείτο από ανεύθυνες πολιτικές δυνάμεις ενώ ένα άλλο αποτελείτο απ' όσους έχαναν προνόμια). Οι περισσότεροι πολίτες κατανοούσαν το πρόβλημα της χώρας, που ήταν η αδυναμία χρηματοδότησής της. Προσδοκούσαν δε να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις ώστε η χώρα να περάσει σύντομα σε πρωτογενή πλεονάσματα και να καταφέρει να εξέλθει στις αγορές. Οι πολίτες κατανοούσαν αυτό που δεν κατανοούσαν τα κόμματα της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης, αλλά και πολλοί βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος. Τώρα όμως, αν οι θυσίες αποδειχτούν άσκοπες, θα δημιουργηθεί ένα δίκαιο κίνημα δικαιολογημένων αγανακτισμένων.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο έγιναν και γίνονται στοχοποιήσεις κοινωνικών ομάδων, οι οποίες, αντί να διευκολύνουν το κλίμα συστράτευσης, έθεσαν τη μια κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης: άνεργοι κατά εργαζόμενων, ιδιωτικοί υπάλληλοι κατά δημοσίων, επιχειρηματίες κατά διοικητικών και εφορευτικών μηχανισμών, αλλά και πολίτες κατά πολιτικών. Θα ήμουν ο τελευταίος που θα υποστήριζα πως στην ελληνική κοινωνία δεν υπάρχουν μεγάλες ανισότητες και αδικίες μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, τις οποίες η κρίση οξύνει. Μόνο που οι προαναφερθέντες διαχωρισμοί είναι στοιχεία λειτουργίας των σύγχρονων κοινωνικών συστημάτων και αυτό που χρειάζεται είναι η πολιτική διακυβέρνηση να αμβλύνει και να εξισορροπεί τις μεταξύ αυτών των ομάδων κοινωνικές αντιθέσεις.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα ο μεγαλύτερος εγκάρσιος διαχωρισμός δεν προκύπτει από αυτές τις αντιθέσεις, αλλά από μια αντίθεση που παραβιάζει κάθε έννοια και αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης, μια αντίθεση που δεν προκύπτει από τις αρχές του τρόπου λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας αλλά από την παραβίαση των αρχών της.
Στην ελληνική κοινωνία παραμένει στο απυρόβλητο η αντίθεση μεταξύ φορολογούμενων πολιτών και πολιτών που συστηματικά και συνειδητά φοροδιαφεύγουν, ακόμα και σήμερα, σε συνθήκες κατάρρευσης.
Είμαστε μια χώρα στην οποία υπάρχουν περισσότεροι από 550.000 ελεύθεροι επαγγελματίες και εισοδηματίες, οι οποίοι δηλώνουν κατά μέσο όρο λιγότερο από 5.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα. Τα κέρδη για το Δημόσιο από την «εργασιακή εφεδρεία», που αναμένεται να στείλει στην ανεργία 150.000 ανθρώπους, να οξύνει την ύφεση, να διχάσει την κοινωνία, υπολογίζονται να φθάσουν το «φοβερό» ποσό των 200 εκατ. ευρώ, όταν υπολογίζεται με μετριοπαθείς υπολογισμούς πως η διαφεύγουσα φορολογητέα ύλη υπερβαίνει τα 2 δισ. Σε κάθε ομαλά λειτουργούσα χώρα είναι εύλογο το αφορολόγητο να είναι ίδιο για όλους τους πολίτες. Στην Ελλάδα όμως το αφορολόγητο δεν μπορεί να είναι ίδιο για τους μισθωτούς και τους άλλους ελεύθερους επαγγελματίες. Η αίσθηση της ανισότητας οξύνει το αίσθημα αδικίας.
Η πραγματική επανάσταση σ' αυτή τη χώρα θα ξεκινήσει όταν αναπτυχθεί ένα κίνημα όχι κατά των δημοσίων υπαλλήλων, όχι κατά των επιχειρηματιών, όχι κατά των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα, αλλά ένα κίνημα εναντίον όσων φοροδιαφεύγουν, κατά όσων συμβάλλουν στην ανάπτυξη της φοροδιαφυγής και της πολιτικής διαφθοράς.
Γιατί εδώ υπάρχει και κάτι άλλο, αυτό που όλοι το ξέρουν αλλά κάνουν πως δεν το ξέρουν. Είναι οι σχέσεις που πλέκονται μεταξύ των αναγκών του πολιτικού χρήματος και της φοροδιαφυγής. Αντί λοιπόν να δούμε πώς θα βρούμε τρόπους να αμβλύνουμε το κόστος της πολιτικής αντιπροσώπευσης, θεωρούμε ότι βουλευτές έχουν δικαίωμα να αποκαλούνται μόνο όσοι εκλέγονται με σταυρό; Μήπως χρειάζεται να το ψάξουμε βαθύτερα; Μήπως αντί να τα βάζουμε με τον υπουργό Επικρατείας χρειάζεται να αναζητήσουμε
και άλλους τρόπους εκλογής των βουλευτών; Και μήπως πρέπει να στρέψουμε τα βέλη κατά πολιτικών που «μεγαλούργησαν» σ' αυτό το πολιτικό σύστημα και όχι κατά πολιτικών που αγωνίζονται να το αλλάξουν; Μήπως;
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ
«Ανδρέας Παπανδρέου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου