Του Κώστα Καλλωνιάτη, Αυγή, 9.10.11
Διερωτώμαι λοιπόν αν η πολιτική της υποτίμησης του νομίσματος μπορεί να θεωρείται αριστερή όταν το μόνιμο θύμα της είναι το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Στο σύντομο αυτό διάστημα της γενικευμένης κρίσης που ζούμε, η αβεβαιότητα για τις εξελίξεις είναι το στοιχείο που κυριαρχεί. Υπάρχουν, όμως, και ορισμένες βεβαιότητες που δεν είναι δύσκολο να καταγράψουμε. Όπως για παράδειγμα η υπερδεκαετής διάρκεια και το βάθος της κρίσης και η καθολική αποτυχία των νεοφιλελεύθερων συνταγών ‘μνημονιακής’ λιτότητας, η πεισματική διατήρηση των οποίων μαρτυρά πως δεν αποσκοπούν στην έξοδο της οικονομίας από την κρίση αλλά στη μεταφορά όλων των βαρών της κρίσης στους μισθωτούς εργαζόμενους.
Εκεί που αρχίζουν οι αβεβαιότητες είναι στις εναλλακτικές προτάσεις και τα σχέδια αντιμετώπισης της κρίσης, ιδιαίτερα στον χώρο της αριστεράς. Όπου ναι μεν υπάρχει γενική σχεδόν συμφωνία στην ανάγκη αναδιανομής των φορολογικών βαρών, οχύρωσης του κοινωνικού κράτους ή διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους κ.λπ., όμως υπάρχουν σοβαρές διαφορές σχετικά με τα μέσα πολιτικής και στον ευρωπαϊκό ή μη δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί.
Σε πρόσφατες ομιλίες δύο έγκριτων καθηγητών της οικονομικής, των κ.κ. Κ. Λαπαβίτσα και Θ. Μαριόλη, προβλήθηκε αναλυτικά η εναλλακτική πρόταση της εξόδου από το ευρώ και των συνεπειών μιας υποτίμησης της δραχμής κατά 50% στην οικονομία ως μόνης ικανής να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το οικονομετρικό μοντέλο του κ. Μαριόλη μία τέτοιας έκτασης υποτίμηση της δραχμής θα βελτιώσει την εθνική ανταγωνιστικότητα κατά 40% περίπου με πληθωρισμό λιγότερο από 10% τον πρώτο χρόνο και σταδιακά μειούμενο. Επίσης, για τον κ. Λαπαβίτσα η έξοδος από το ευρώ επιβάλλεται γιατί ναι μεν η κρίση είναι παγκόσμια, αλλά στην Ευρώπη την κρίση χρεών προκαλεί το ίδιο το ευρώ (βλ αύξηση ανισότητας Βοτρά - Νότου, διόγκωση ελλειμμάτων και χρεών).
Στην πολύ συνοπτική αυτή παρουσίαση των βασικότερων θέσεων των δύο οικονομολόγων ας μου επιτραπεί μία εξίσου πρόχειρη αλλά ενδεχομένως ουσιαστική κριτική:
1. Το ότι η κρίση χρεών δεν πηγάζει από το ευρώ φαίνεται ολοκάθαρα στα στοιχεία του Πίνακα του ΟΟΣΑ για την αύξηση των κρατικών χρεών (ως ποσοστού του ΑΕΠ) την περίοδο 2000-2011. Μέχρι που ξεσπά η παγκόσμια κρίση το 2008, στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά αμετάβλητο, ενώ σε Ιταλία και Ισπανία μειώνεται, αντίθετα με τις χώρες του Βορρά (Γερμανία, Γαλλία) όπου αυξάνεται.
Μάλιστα η αύξηση αυτή αφορά και τις ανταγωνίστριες της Ευρωζώνης χώρες των ΗΠΑ και Βρετανίας. Τέλος, η αύξηση των χρεών στην Ευρωζώνη είναι μικρότερη από αυτή που καλύπτει όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, τάση που συνεχίζεται και στη διάρκεια της κρίσης μέχρι σήμερα (2011).
2. Τη φράση «το πρόβλημα της οικονομίας είναι πρόβλημα ανταγωνιστικότητας» (Μαριόλης) την ακούμε από τη δεκαετία του ’70, όταν ξέσπασε η μακρόχρονη κρίση του καπιταλισμού. Πρόκειται για μία καθαρά αστική προσέγγιση όχι μόνον γιατί βάζει στην ίδια γαλέρα της "εθνικής οικονομίας" εργαζόμενους και καπιταλιστές (όταν οι πρώτοι κωπηλατούν αλυσοδεμένοι στ’ αμπάρι, ενώ οι δεύτεροι ρεμβάζουν στο κατάστρωμα), αλλά γιατί μετρά την ανταγωνιστικότητα μόνο με το κόστος εργασίας τονίζοντας μάλιστα ότι μέσα στο ευρώ η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας εξαρτάται μόνον από τη μείωση των μισθών και όχι των κερδών.
Σαν να μην υπάρχουν δηλαδή ολιγοπωλιακές καταστάσεις, αθέμιτοι ανταγωνισμοί και πολιτικές επιλεκτικής στήριξης οργανωμένων συμφερόντων στις αγορές που προκαλούν υπερβολικά και παρασιτικά κέρδη. Τα τελευταία 40 χρόνια το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας δικαιολόγησε συχνά πολιτικές συγκράτησης ή μείωσης των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όμως τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας και ανισορροπιών, αντί να μειωθούν, διογκώθηκαν στον υπέρτατο βαθμό ώστε τώρα να απειλείται με κατάρρευση όλο το σύστημα.
Τι πρόβλημα ανταγωνιστικότητας έχουν, άραγε, οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία, όπου η ανάπτυξη μηδενίζεται σήμερα;
3. Το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, υποτίθεται, λύνεται εκτός ευρώ με την υποτίμηση της δραχμής. Όμως, μήπως το έλυσε η υποτίμηση του 1983 και του 1985 ή μήπως αυτή του 1998 που υποτίθεται ότι πρόβλεψε επιτυχώς το μοντέλο του κ. καθηγητή; Γιατί αυτό που δεν λέγεται από το εν λόγω μοντέλο είναι πως η υποτίμηση της δραχμής κατά 15% το 1998, προκειμένου να περιορίσει τον πληθωρισμό και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των τιμών, ακολουθήθηκε από την πρόσδεση της δραχμής στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM) και από την σημαντική μισθολογική αυτοσυγκράτηση, ένα δώρο που εκχωρήθηκε από τα συνδικάτα που ήλεγχε το ΠΑΣΟΚ. Η παράλειψη των δύο αυτών σημαντικών παραγόντων δεν επιτρέπει καμία αξιόπιστη πρόβλεψη.
4. Αλλά τι συνέπειες είχε στην οικονομία η βελτίωση αυτή της ανταγωνιστικότητας των τιμών; Όπως φαίνεται από τον σχετικό Πίνακα, στην τριετία 1998-2000 η διεθνής ανταγωνιστικότητα τιμών της οικονομίας βελτιώνεται μεν κατά 8,1% έναντι των 41 κυριότερων εμπορικών εταίρων της χώρας και ο πληθωρισμός επιβραδύνεται από 5,4% το 1997 σε 3,2% την τριετία κατά μέσον όρο, αλλά ακόμη περισσότερο επιβραδύνεται η μέση ετήσια αύξηση της πραγματικής αμοιβής από 4,7% το 1997 σε 2% την τριετία 1998-2000.
Αντίθετα, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διπλασιάζεται στη διάρκεια της τριετίας από -3,9% του ΑΕΠ το 1997 σε -7,8% το 2000. Επίσης η εισαγωγική διείσδυση δεν ανακόπτεται από την υποτίμηση, αφού από 22,3% το 1997 αυξάνεται σε 27,7% το 2000.
Τέλος, παρά τη σταδιακή αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων που ακολούθησε την κατάρρευσή τους το 2008, ο μέσος ετήσιος όγκος τους την τριετία παραμένει χαμηλότερος των αντίστοιχων εισροών του 1997. Με άλλα λόγια η υποτίμηση της δραχμής βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα τιμών της οικονομίας αλλά όχι και την διεθνή θέση του ελληνικού καπιταλισμού.
5. Αντίστοιχα στις υποτιμήσεις του 1983 και του 1985 βασική προϋπόθεση της απόδοσης τους ήταν η συγκράτηση των μισθών. Το 1983 οι πραγματικοί μισθοί στη βιομηχανία μειώθηκαν κατά -0,7% ενώ το 1985 αυξήθηκαν οριακά κατά 0,4% για να υποχωρήσουν ακολούθως -1,2% ετησίως την περίοδο 1985-90. Και πού οδήγησε αυτή η τεράστια επιτυχία στη μείωση του εργατικού εισοδήματος; Μα στην εκτόξευση του δημοσίου χρέους και στην πολιτική λιτότητας την πρώτη τριετία της δεκαετίας του ’90.
Διερωτώμαι λοιπόν αν η πολιτική της υποτίμησης του νομίσματος μπορεί να θεωρείται αριστερή όταν το μόνιμο θύμα της είναι το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Το «καλό» με την υποτίμηση είναι ότι η "κλοπή" είναι αφανής για τους μισθωτούς: οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται, αλλά οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών αυξάνονται ταχύτερα και, μέχρι να το αντιληφθούν οι νοικοκυρές η απώλεια στο διαθέσιμο εισόδημα έχει συντελεστεί.
Το κακό είναι πως δεν είναι αποτελεσματική. Γιατί, ακόμη και τα συνδικάτα να μην διεκδικήσουν αυξήσεις, η έρευνα δείχνει πως «οι τιμές ως εργαλεία πολιτικής… έχουν περιορισμένη επίδραση στις εισαγωγές, συνεπώς και στο εμπορικό ισοζύγιο βραχυχρόνια όσο και μακροχρόνια», ενώ «η μακροχρόνια ελαστικότητα της ανταγωνιστικότητας τιμών των ελληνικών εξαγωγών είναι σχετικά χαμηλή, γεγονός που σημαίνει ότι χρειάζεται έντονη προσπάθεια προκειμένου να βελτιωθεί η εξαγωγική επίδοση μέσω των εξαγωγικών τιμών» (Τράπεζα Ελλάδας, Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών Ελλάδας, 2010, σ. 154 και 198).
Τέλος, το βασικό ελάττωμα του μοντέλου σχετικά με τις επιπτώσεις της υποτίμησης είναι ότι αγνοεί την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία. Έξοδος από ευρώ και υποτίμηση ισοδυναμεί με πιθανή διάλυση της Ευρωζώνης και ανάλογες ανταγωνιστικές υποτιμήσεις άλλων χωρών.
Εάν φύγουμε από την Ευρωζώνη, οι προσδοκίες θα είναι για συνεχείς υποτιμήσεις. Και ο καθένας θα προσπαθεί να "εξαγάγει" στον γείτονα την ανεργία του με θύμα τους μισθωτούς και συνέπεια προστατευτισμό και παγκόσμια ύφεση. Ίσως το μόνο αριστερό στοιχείο της υποτίμησης είναι ότι την επιχειρούν υποτιθέμενες αριστερές κυβερνήσεις λόγω επιρροής στα συνδικάτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου