Του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, Ελευθεροτυπία, 8.10.11
Διάβασα πρόσφατα στην «Αυγή» ένα άρθρο του αγαπητού Ευκλείδη Τσακαλώτου με τίτλο «Περί απειλών», όπου σχολιάζει το πώς αντιδρά η κυβέρνηση στις έξωθεν πιέσεις και γιατί αρνείται να αντισταθεί παρά τα χαρτιά που έχει στα χέρια της. Δεν σκοπεύω να το σχολιάσω, πέραν του να πω ότι αποτελεί αξιόλογη συμβολή σε μια συζήτηση γύρω από το θέμα, η οποία πρέπει να γίνεται χωρίς κραυγές και συνθήματα, αλλά με τη νηφάλια επιχειρηματολογία που χαρακτηρίζει το κείμενο του Ευκλ. Τσακαλώτου. Ο λόγος που το αναφέρω έχει να κάνει με το γεγονός ότι το μάτι μου σκάλωσε στην εξής φράση: «Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στην ουσία ποτέ δεν μπόρεσε να διαπραγματευτεί στα σοβαρά, γιατί συμμερίζεται το βασικό ιδεολογικό οπλοστάσιο που κυριαρχεί στην ευρωζώνη». Τι σημαίνει «συμμερίζομαι»;
Την απάντηση θα μας τη δώσει το λεξικό, αλλά τα πράγματα θα αποδειχθούν πιο περίπλοκα επειδή η απάντηση αυτή θα γεννήσει τα δικά της ερωτήματα. «Συμμερίζομαι», λοιπόν, σημαίνει ότι κατανοώ τους λόγους που προκάλεσαν τα συναισθήματα κάποιου. Ή -κι αυτό αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση- αποδέχομαι τις ιδέες του και συμφωνώ μαζί του. Ο ορισμός του λεξικού είναι σαφέστατος, αλλά στην (πολιτική) πράξη, η αμφισημία μετατοπίζεται από το «συμμερίζομαι» στο «αποδέχομαι». Και για να εξηγηθώ καλύτερα, θα επικαλεστώ τη δήλωση της Α. Παπαρήγα ότι οι απολύσεις στο ΚΚΕ έγιναν λόγω του καπιταλιστικού συστήματος που ισχύει μεν, αλλά εκείνη σαφώς δεν συμμερίζεται. Για να το πω αλλιώς υιοθετώντας ξανά την οπτική του ΚΚΕ, όποιοι βρίσκουν δουλειά σήμερα συμμερίζονται την ισχύουσα εκδοχή της μισθωτής εργασίας ή απλώς αναγκάζονται να το κάνουν για να μην πεθάνουν της πείνας; Η έννοια της αποδοχής, λοιπόν, δεν σημαίνει μόνο ένα πράγμα, εφ' όσον περιλαμβάνει τόσο τη συνειδητή έγκριση του ισχύοντος όσο και τη διαπίστωση ότι κινούμαστε αναγκαστικά στο πλαίσιο που εκείνο επιβάλλει. Κατά συνέπεια, όποιος ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση συμμερίζεται την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, δεν αρκεί να επικαλεστεί την πρακτική της, αλλά οφείλει να αποδείξει πως κάνει ό,τι κάνει γιατί το θεωρεί ορθό κι όχι επειδή ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων στην Ε.Ε. δεν επιτρέπει κάτι διαφορετικό. Τι θα έβρισκε μια επ' αυτού έρευνα δεν το γνωρίζω. Ισως μέσα στην κυβέρνηση υπάρχουν κάποιοι που όντως πιστεύουν πως η μόνη λύση είναι η ελεύθερη αγορά, ή κάποιοι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι θα ήθελαν να αλλάξει το ιδεολογικό οπλοστάσιο της ευρωζώνης. Επιπλέον, ορισμένα άλλα ερωτήματα, ιδιαζόντως ελληνικά, δεν επιδέχονται εύκολες απαντήσεις. Οπως π.χ. γιατί η συντεχνία των ιδιωτών που λυμαίνονται την αγορά των ταξί είναι προτιμότερη από την απελευθέρωση του επαγγέλματος.
Το δυσκολότερο, όμως, το άφησα τελευταίο. Αν το ζητούμενο είναι η διαλεκτική (για να θυμηθούμε τα παλιά) σύζευξη της προσπάθειας να αλλάξουμε τον κόσμο με τη συνειδητοποίηση ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αν δεν καταλάβουμε τι ισχύει σήμερα, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα. Γιατί όσοι βλέπουν το πρώτο και όχι το δεύτερο καταλήγουν στον δημαγωγικό και ναρκισσιστικό αριστερισμό τύπου ΣΥΡΙΖΑ. (Επί τη ευκαιρία: μήπως θα μπορούσε κάποιος να εξηγήσει στον Αλέξη Τσίπρα τη διαφορά ανάμεσα στη Βουλή των Ελλήνων και τη Βουλή των εφήβων;) Κι όσοι βλέπουν το δεύτερο κι όχι το πρώτο, διολισθαίνουν προς την άποψη ότι το ισχύον δεν προκύπτει από τις ιδεολογικές και κοινωνικές συγκρούσεις, δηλαδή δεν είναι εξ ορισμού προσωρινό και επίμαχο, αλλά εκ θεού ή μάλλον εκ φύσεως. Αυτούς, και μόνον αυτούς, μπορούμε να αποκαλέσουμε πραγματικά νεοφιλελεύθερους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου