Του Πολυμέρη Βόγλη, Αυγή, Ενθέματα, 29.10.11
Όπως το φαινόμενο των «αγανακτισμένων» και οι «πλατείες» τον Μάιο-Ιούνιο με τις ιδέες της άμεσης δημοκρατίας και της ειρηνικής διαμαρτυρίας, έτσι και οι πρόσφατες πρωτοφανείς σε όγκο και παλμό απεργιακές κινητοποιήσεις του Οκτωβρίου δείχνουν μια κοινωνία η οποία αναζητά διέξοδο στη συλλογική δράση, επιδιώκει να ανακαλύψει ξανά το νόημα της πολιτικής και να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Η βία των μεμονωμένων ομάδων με το όργιο της αστυνομικής καταστολής που συνήθως τη συνοδεύει, υπονομεύουν, όπως και τον Ιούνιο, για άλλη μια φορά, τη δυναμική κινητοποίησης της κοινωνίας. Χρειάζεται να καλλιεργηθεί μια νέα πολιτική κουλτούρα, στην οποία η μη βία να γίνει θεμελιώδης αρχή. Τότε μπορεί και να πάψουμε στο μέλλον να θεωρούμε τα επεισόδια κάτι το φυσιολογικό και αυτονόητο…
Tι θα είχε συμβεί την Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου εάν δεν είχαν γίνει τα θλιβερά περιστατικά και ο θάνατος ενός διαδηλωτή; Ό,τι είχε συμβεί στην πορεία της προηγούμενης μέρας, ό,τι είχε συμβεί στις μεγάλες διαδηλώσεις κατά της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου τον περασμένο Ιούνιο, ό,τι συνέβη στις μεγάλες διαδηλώσεις κατά του Μνημονίου τον Μάιο του 2010, ό,τι συμβαίνει σε πάρα πολλές πορείες τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες δεκαετίες. Κάποια στιγμή προκαλείται ένταση μεταξύ ομάδων διαδηλωτών και αστυνομίας, ακολουθεί πετροπόλεμος, δακρυγόνα, και η πορεία διαλύεται. Η βία στις διαδηλώσεις έχει γίνει εδώ και πολύ καιρό ενδημική. Έχουμε συνηθίσει οι πορείες να καταλήγουν σε συγκρούσεις, τραυματισμούς, κυνηγητό και χημικά. Κατά παράδοξο τρόπο, η βίαιη σύγκρουση έχει μετατραπεί σε μια «κανονικότητα». Είναι καιρός να αντιληφθούμε ότι αυτό είναι κάτι βαθιά προβληματικό.
Τ
Συνήθως, και δικαίως, οι ευθύνες για τις συγκρούσεις επιρρίπτονται στην αστυνομία: απρόκλητες επιθέσεις, αλόγιστη χρήση χημικών, κτηνώδεις ξυλοδαρμοί, τακτική συντήρησης των επεισοδίων. Ωστόσο, αυτή είναι η μια μόνο πλευρά της ιστορίας. Η βία στις διαδηλώσεις είναι ενδημική γιατί, πέρα από την αστυνομία, υπάρχουν και ομάδες διαδηλωτών οι οποίες συστηματικά προωθούν την πρακτική της σύγκρουσης με την αστυνομία. Η καταδίκη της πρακτικής αυτών των ομάδων, για να μην είναι απλό ρητορικό σχήμα και ευκαιριακή τοποθέτηση, πρέπει να συνδυάζεται με τη συνολικότερη αντίθεση στη λογική της βίας.
Κανένα κοινωνικό κίνημα δεν αναπτύχθηκε στηριζόμενο στη λογική της βίας. Αντίθετα, η λογική της βίας διέλυσε μαζικά κοινωνικά κινήματα, οδηγώντας τμήματα της νεολαίας στην περιθωριοποίηση και την ποινικοποίηση, ιδιαίτερα όσα υιοθέτησαν τη λογική της στρατιωτικοποίησης της αντιπαράθεσης και της ένοπλης σύγκρουσης με το κράτος. Επιπλέον, η ενδημική βία υπονομεύει ευρύτερες κατακτήσεις σε επίπεδο θεσμών και δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, η μετατροπή των πανεπιστημίων σε χώρους άμυνας ή επίθεσης κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με την αστυνομία (με τις επανειλημμένες καταστροφές που τις συνόδευαν), οδήγησαν στην απαξίωση στην πανεπιστημιακού ασύλου στη συνείδηση της κοινωνίας, η οποία επισφραγίστηκε με την πρόσφατη νομοθετική κατάργησή του. Τέλος, η βία αποδυναμώνει τη δυναμική των κινητοποιήσεων. Από τη στιγμή που ξεκινούν τα επεισόδια, η συντριπτική πλειονότητα των διαδηλωτών μετατρέπονται σε θεατές των συγκρούσεων και οι κινητοποιήσεις απομαζικοποιούνται, καθώς οι περισσότεροι σταματούν πλέον να διαδηλώνουν φοβισμένοι ή κορεσμένοι από τη βία των συγκρούσεων.
Το πιο ανησυχητικό και επικίνδυνο είναι ότι η βία, από τη στιγμή που γίνεται ενδημική, στρέφεται τελικά εναντίον της κοινωνίας. Σταδιακά η βία των μεμονωμένων ομάδων απογυμνώθηκε από περιεχόμενο, αποσυνδέθηκε από τη συγκυρία ή κάποια συγκεκριμένη αιτία και έγινε αυτοαναφορικός λόγος ύπαρξης. Η λογική και η πρακτική της βίας έγινε το καταστατικό στοιχείο της ταυτότητας αυτών των ομάδων. Επειδή η βία είναι εγγεγραμμένη σε ένα αυτοαναφορικό πλέγμα αξιών και ιδεών και νομιμοποιείται μόνο από τους ίδιους που την ασκούν, οι «αντίπαλοι» μπορούν πολλαπλασιάζονται και οι «στόχοι» να διευρύνονται κατά το δοκούν.
Μια τέτοιου τύπου βία, τελικά, καταλήγει να τροφοδοτείται μόνο από τη χαρά της καταστροφής και την έξαψη της σύγκρουσης. Όταν αυτή η βία προς στιγμή πήρε ευρύτερες διαστάσεις, όπως στην εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008, δημιούργησε μια ζοφερή πραγματικότητα, την καταστροφή του κέντρου της Αθήνας. Ωστόσο, οι πιο τραγικές και αποκρουστικές συνέπειες αυτής της βίας ήταν οι τρεις νεκροί εργαζόμενοι της Marfin.
Όσο τα διακυβεύματα μεγαλώνουν τόσο πιο ξεπερασμένη γίνεται η λογική της «σύγκρουσης για τη σύγκρουση». Οι ομάδες αυτές, εγκλωβισμένες στον «μικροπόλεμο» με την αστυνομία, αναπαράγουν πρακτικές και τακτικές που ακολουθούν εδώ και χρόνια. Η σημερινή συγκυρία είναι διαφορετική και το διακύβευμα είναι απείρως πιο σημαντικό και κρίσιμο: αφορά το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Μετά από μια μακρά περίοδο εφησυχασμού και αδράνειας, δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες συρρέουν στην πλατεία Συντάγματος, όχι για να συγκρουστούν με την αστυνομία αλλά για να ανατρέψουν την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Όπως το φαινόμενο των «αγανακτισμένων» και οι «πλατείες» τον Μάιο-Ιούνιο με τις ιδέες της άμεσης δημοκρατίας και της ειρηνικής διαμαρτυρίας, έτσι και οι πρόσφατες πρωτοφανείς σε όγκο και παλμό απεργιακές κινητοποιήσεις του Οκτωβρίου δείχνουν μια κοινωνία η οποία αναζητά διέξοδο στη συλλογική δράση, επιδιώκει να ανακαλύψει ξανά το νόημα της πολιτικής και να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Η βία των μεμονωμένων ομάδων με το όργιο της αστυνομικής καταστολής που συνήθως τη συνοδεύει, υπονομεύουν, όπως και τον Ιούνιο, για άλλη μια φορά, τη δυναμική κινητοποίησης της κοινωνίας. Χρειάζεται να καλλιεργηθεί μια νέα πολιτική κουλτούρα, στην οποία η μη βία να γίνει θεμελιώδης αρχή. Τότε μπορεί και να πάψουμε στο μέλλον να θεωρούμε τα επεισόδια κάτι το φυσιολογικό και αυτονόητο…
Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου