Του Αριστόβουλου Μάνεση, Αυγή, 25.3.11
Αριστόβουλος Μάνεσης
Αριστόβουλος Μάνεσης, «Η πολιτική ιδεολογία του Ρήγα», στον τόμο Τιμή στον Ρήγα Βελεστινλή, επιμ. Μαρία Ευθυμίου, Δημήτρης Καραγεώργης, Αθήνα 2002 (περιλαμβάνεται και στο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Ρήγας Βελεστινλής. Ο οραματιστής της «Ελληνικής Δημοκρατίας», σειρά: Ιστορική Βιβλιοθήκη, επιμ. σειράς Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Τα Νέα, Αθήνα 2009).
Το πολίτευμα που σχεδίασε ο Ρήγας, όπως προκύπτει από τη Διακήρυξη Δικαιωμάτων και από το Σχέδιο Συντάγματος, δεν ήταν πρωτότυπο. Τα κείμενα αυτά αποτελούσαν κατά μεγάλο μέρος παράφραση της γαλλικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη και του ιακωβινικού Συντάγματος του 1793 (με δύο διατάξεις παρμένες από το Σύνταγμα του 1795). Υπήρχαν όμως και στοιχεία νέα, πρωτότυπα, και αξιόλογες καινοτομίες, επίσης δε προσαρμογές, καθώς ο Ρήγας επεχείρησε πρώτος τη θεσμική υλοποίηση των φιλελεύθερων και δημοκρατικών αρχών της γαλλικής Επανάστασης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Το κράτος, του οποίου ο Ρήγας σχεδίασε το πολίτευμα, το ονόμασε «Ελληνική Δημοκρατία» (κατ’ αντιστοιχία προς την «Republique Francaise»). Προτίμησε δε τον όρο «δημοκρατία», για να αποδώσει στα ελληνικά τον όρο «republique» (από τον λατινικό «respublica») που σημαίνει «πολιτεία». Έτσι, δεν απέκλεισε μόνο την οποιαδήποτε μορφή μοναρχικού πολιτεύματος, με κληρονομικό αρχηγό του κράτους, αλλά το θέλησε θεμελιωμένο κατ’ ουσίαν στη δημοκρατική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας --«εν οις ο δήμος έστιν ο κρατών» κατ’ Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία XLI, 2)-- όπως προκύπτει και από τις επί μέρους διατάξεις του. Αυτήν δε τη δημοκρατία την προγραμμάτισε ελληνική, επειδή θεωρούσε το ελληνικό έθνος ως το κατ’ εξοχήν ικανό, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία της εποχής, να εκφράσει και εφαρμόσει τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες, που συνδέονταν άλλωστε με την πολιτική ιδεολογία της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας, της οποίας ο νεώτερος Ελληνισμός εμφανιζόταν κληρονόμος και κατάλληλος να την αναζωογονήσει.
Τέσσερα είναι τα βασικά γνωρίσματα του κράτους, του οποίου ο Ρήγας σχεδίασε το Σύνταγμα: θα ήταν κράτος ταυτόχρονα πολυεθνικό, δημοκρατικό, φιλελεύθερο, ελληνικό.
Ένα κράτος πολυεθνικό
Το κράτος που θα ιδρυόταν και θα λειτουργούσε, σύμφωνα με τα πολιτικά σχέδια του Ρήγα, θα είχε πολυεθνικό --διαβαλκανικό-- χαρακτήρα. Με την εισαγωγικά προτασσόμενη «Προκήρυξη» καλούνται να επαναστατήσουν αφ’ ενός μεν «ο Λαός απόγονος των Ελλήνων», αφ’ ετέρου δε «όλοι όσοι στενάζουν υπό την δυσμορφωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού... όλοι, Χριστιανοί και Τούρκοι, χωρίς κανέναν ξεχωρισμόν θρησκείας». Κατά το άρθρο 1 του σχεδίου Συντάγματος [στο εξής Σχ. Συντ.], «η Ελληνική Δημοκρατία είναι μία, με όλον οπού συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας» Ο δε κυρίαρχος λαός ή --κατά την ορολογία του Ρήγα-- «ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι» της χώρας (του «βασιλείου») «χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς» (άρθρο 7). Επίσης στον «Θούριο» καλούνται «Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι να ζώσωμεν σπαθί». Κοινός ο αγώνας για την ανατροπή του οθωμανικού απολυταρχικού δεσποτικού καθεστώτος, μετά δε την απελευθέρωση --αφού «ο κόσμος να γλυτώσει απ’ αύτην την πληγή / κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γην»-- αυτονόητη θεωρείται η συνύπαρξη και η συμβίωση όλων των «γενών» που συμπολέμησαν.
Ο Ρήγας, σχεδιάζοντας το μετεπαναστατικό πολυεθνικό κράτος, του οποίου γεωγραφική απεικόνιση ήταν η «Χάρτα της Ελλάδος» που την τύπωσε το 1797, είχε προφανώς επηρεασθεί από τρία παρόμοια ιστορικά πρότυπα. Κατά χρονολογική σειρά: α) από το πολυεθνικό κράτος του Μακεδονικού Ελληνισμού της αρχαιότητας, που είχε επεκταθεί έως τα βάθη της Μικράς Ασίας κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του οποίου την προσωπογραφία είχε άλλωστε τυπώσει και κυκλοφορήσει ο Ρήγας, επιδιώκοντας να συνδέσει ιδεολογικά το νέο κράτος με μνήμες προγονικού κλέους του Ελληνισμού της αρχαιότητας, προς τούτο δε είχε φροντίσει και για τη μετάφραση στα ελληνικά και την έκδοση του έργου του Abbe Barthelemy «Περιήγησις του νέου Αναχάρσιδος εις την Ελλάδα»· β) από το προηγούμενο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία εκτεινόταν στη Χερσόνησο του Αίμου και στη Μικρά Ασία και περιλάμβανε ομοίως διάφορα γένη και φυλές, αλλά βαθμιαία είχε εξελληνισθεί, όπως συνάγεται, π.χ. από την επίσημη καθιέρωση και την κοινή χρήση της ελληνικής γλώσσας· γ) από το παράδειγμα -- που το ζούσε ο Ρήγας- της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο πλαίσιο της οποίας συμβίωναν τότε πολλές φυλές και εθνότητες υπό την κυριαρχία του σουλτάνου.
Υπήρχε, όμως, μία ουσιώδης διαφορά των πολυεθνικών αυτών μορφωμάτων από το κράτος του οποίου το Σύνταγμα σχεδίασε ο Ρήγας. Διότι επρόκειτο για ανελεύθερα καθεστώτα, χαρακτηριζόμενα από τον συγκεντρωτικό και απολυταρχικό τρόπο άσκησης της εξουσίας. Αντίθετα, η έννοια και μόνη του Συντάγματος, ως του νομικού πλαισίου της κρατικής εξουσίας, σημαίνει εξ ορισμού τη λειτουργία θεσμικών περιορισμών της και την άρνηση της απολυταρχίας, είναι δε αποτρεπτική της αυθαιρεσίας. Το πολυεθνικό κράτος του Ρήγα θα ήταν σαφώς «κράτος δικαίου», όπως θα λέγαμε σήμερα, αφού σ’ αυτό θα έπρεπε «οι νόμοι νάν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός», η άσκηση της εξουσίας θα υπέκειτο σε κανόνες προστατευτικούς των δικαιωμάτων των πολιτών, δεν θα είχε δε επικεφαλής ούτε βασιλείς, ούτε αυτοκράτορες, ούτε σουλτάνους. Νόμιζε, δηλαδή, ο Ρήγας ότι θα ήταν δυνατόν να διατηρηθεί κατ’ αρχήν η υπάρχουσα στο οθωμανικό κράτος πολυεθνική συμβίωση, να αλλάξουν όμως τα νομικοπολιτικά πλαίσιά της, με την αντικατάσταση της δεσποτικής εξουσίας των σουλτάνων από μία δημοκρατική εξουσία με φορέα το λαό που κατοικούσε τη χώρα -- ασχέτως εθνότητας, θρησκείας και γλώσσας.
Από το σύνολο των θεσμών και διατάξεων της «Νέας Πολιτικής Διοίκησης» συνάγεται ότι, κατά την αντίληψη του Ρήγα, το προγραμματιζόμενο πολυεθνικό κράτος θα θεμελιωνόταν αφ’ ενός στην ελληνική παιδεία, ως πολιτισμική συνισταμένη, και αφ’ ετέρου στην πολιτική ιδεολογία και στις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της γαλλικής Επανάστασης. Αυτά θα ήταν, κατά τον Ρήγα, τα «στοιχεία συνοχής» των εθνολογικά, γλωσσικά και θρησκευτικά διαφορετικών πληθυσμών που θα συνέθεταν το νέο κράτος. Για να λειτουργήσουν δε ως συνεκτικός δεσμός οι εν λόγω πολιτισμικές αξίες έπρεπε να γίνουν γνωστές και αποδεκτές, ώστε να καταστούν γνώμονες πολιτικής αρετής. Η έντονη και πολύμορφη εκδοτική δραστηριότητα του Ρήγα σε τούτο ακριβώς απέβλεπε.
Εκτός από τα προαναφερθέντα, υπήρχε και ένα άλλο σημαντικό «στοιχείο συνοχής» που ο Ρήγας δεν έλαβε όμως υπ’ όψη και δεν το αξιοποίησε: η Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκευτική παράδοση, που αποτελούσε τον κοινό ιδεολογικό παρονομαστή των πολυπληθέστερων βαλκανικών εθνοτήτων --Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ρουμάνων--, άλλωστε με βάση αυτό το ενωτικό στοιχείο αντιμετώπιζε τους υπηκόους της η Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία με τον θεσμό του «μιλέτ» δεν διέκρινε αλλοεθνείς, αλλά αλλόθρησκους (απίστους, γκιαούρηδες). Πάντως στη «Νέα Πολιτική Διοίκηση» δεν γίνεται καν λόγος για Ορθοδοξία ή για Εκκλησία. Φαίνεται ότι ηθελημένα απέφυγε ο Ρήγας να στηρίξει την πολιτική ενότητα της σχεδιαζόμενης πολυεθνικής δημοκρατίας στο στοιχείο της Ορθόδοξης πίστης και Εκκλησίας, ως συνεκτικό ιστό. Η παράλειψη αυτή θα μπορούσε να εξηγηθεί: Πρώτον, από το γεγονός ότι επεδίωκε να περιλάβει στην κοινή επαναστατική προοπτική και τους μουσουλμάνους --Τούρκους και Αλβανούς-- καθώς και τους Εβραίους, εγγυώμενος ισοτίμως την «ελευθερία κάθε είδους θρησκείας, Χριστιανισμού, Τουρκισμού, Ιουδαϊσμού» (άρθρο 7 των «Δικαίων του Ανθρώπου»). Δεύτερον, διότι ήταν σαφώς επηρεασμένος από την αντικληρική ιδεολογία του γαλλικού Διαφωτισμού. Τρίτον --το και αποφασιστικότερο, ίσως-- διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως κατ' εξοχήν θεματοφύλακας της βυζαντινής παράδοσης, ήταν συνδεδεμένη και βεβαρυμένη με την ιδεολογία του κρατικού δεσποτισμού. Την-εποχή δε του Ρήγα η ιεραρχία της Εκκλησίας είχε δεδηλωμένως ταχθεί εχθρική απέναντι στις φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που τις θεωρούσε ασυμβίβαστες προς τις χριστιανικές παραδόσεις της «καθ’ ημάς Ανατολής». […]
Η πολιτική ιδεολογία του Ρήγα δεν ήταν, όμως, μονοσήμαντη. Ο Διαφωτισμός τον οποίο καλλιεργούσε δεν ήταν απλή απομίμηση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Έτσι, ναι μεν δεν θεωρούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως θετικό στοιχείο των πολιτικών επιδιώξεών του, γι’ αυτό και την αγνοούσε στο πλαίσιο του πολιτεύματος της «Νέας Πολιτικής Διοίκησης». Όμως τη χριστιανική θρησκεία καθ’ εαυτήν την προέβαλλε: «Η σημαία οπού βάνεται εις τα μπαϊράκια και παντιέραις της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι εν ρόπαλον του Ηρακλέους με τρεις σταυρούς επάνω» (αναγράφεται στο Παράρτημα κειμένου του Συντάγματος). Έτσι ο Ρήγας συνδυάζει ένα σύμβολο της αρχαιοελληνικής μυθολογίας με το σύμβολο της Χριστιανοσύνης εν γένει (όχι ειδικά της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης). Επίσης στον «Θούριο», απευθυνόμενος σε «Τούρκους και Ρωμιούς» ή «Χριστιανούς και Τούρκους» τους καλεί «να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον σταυρόν» (στ. 19-22), ώστε να «να λάμψη ο σταυρός» (στ. 122-3). Η χριστιανική πίστη του Ρήγα φαίνεται εδώ να κατισχύει, μολονότι αντιφάσκουσα προς την ευρύτητα των σχεδίων του να συνεγείρει όλους τους καταπιεζόμενους από «την δυσφορωτάτην τυραννίαν του βδελυρωτάτου δεσποτισμού» της σουλτανικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των (αλλοθρήσκων) Τούρκων.
O έντονος δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος
Το πολυεθνικό κράτος που προγραμμάτιζε ο Ρήγας με τη «Νέα Πολιτική Διοίκηση» ήταν δημοκρατικό. Προφανής και έντονος προβάλλει ο δημοκρατικός χαρακτήρας της σχεδιαζόμενης κρατικής οργάνωσης. Η «Ελληνική Δημοκρατία», όπως ονομάζεται (άρθρο 1 του Σχ. Συντ.) βασίζεται στη λαϊκή κυριαρχία, στην «αυτοκρατορία του λαού». Η κυριαρχία (αυτοκρατορία) «είναι θεμελιωμένη εις τον λαόν. Ήγουν ο λαός μόνον ημπορεί να προστάζη... δι’ όλα χωρίς κανένα εμπόδιον» (άρθρο 25 της Διακήρυξης των «Δικαίων του ανθρώπου» [στο εξής Διακ.]). «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου [κράτους] τούτου κ.λ.π.» (άρθρο 7 Σχ. Συντ.). Επιβεβαίωση δε της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί η εφαρμογή της αρχής της ισότητας: «να είμεθα όλοι ίσοι και όχι ο ένας ανώτερος από τον άλλον» (άρθρο 2 Διακ.), «όλοι οι άνθρωπος Χριστιανοί και Τούρκοι κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι. Όταν πταίση τινάς... ο νόμος είναι ο αυτός, ...ήγουν δεν παιδεύεται ο πλούσιος ολιγώτερον και ο πτωχός περισσότερον διά το αυτό σφάλμα, αλλά ίσια-ίσια». Στο θεσμικό επίπεδο η αρχή της ισότητας επιβάλλει την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας και στην εκλογή των αξιωματούχων, των βουλευτών και αντιπροσώπων του έθνους (άρθρο 29 Διακ., άρθρα 8 επ. Σχ. Συντ.), καθώς και ίσο δικαίωμα του εκλέγεσθαι (άρθρο 28 Σχ. Συντ.) και της ανάδειξης σε αξιώματα και πρόσληψης σε δημόσιες υπηρεσίες (άρθρο 5 Διακ.).
Η θεσμική συγκρότηση και η οργανωτική δομή της κρατικής εξουσίας βασιζόταν, επίσης, σε προωθημένη εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής με την πρώιμη, για την εποχή εκείνη, καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας (των αρρένων) και με τον συνδυασμό πρωτοβάθμιων λαϊκών συναθροίσεων και εθνικής Συνέλευσης ως Νομοθετικού Σώματος: της «Εθνικής Παραστάσεως», η οποία «παρασταίνει όλον το έθνος, το πλήθος του λαού, το οποίον είναι ως θεμέλιον της εθνικής παραστήσεως, και όχι μόνον οι πλούσιοι ή οι κοτζιαμπασήδες» (άρθρα 11 επ., 21 επ., 39 επ. Σχ. Συντ.). Σαφή δημοκρατικό χαρακτήρα είχαν επίσης η ενιαύσια θητεία των μελών του Νομοθετικού Σώματος, η εξάρτηση της ισχύος των ψηφιζόμενων --«προβαλλόμενων»-- νόμων από τη «συγκατάθεση όλου του λαού» (άρθρο 4 Διακ.) και από τη λαϊκή επικύρωση (άρθρα 58-60 Σχ. Συντ.) που υποδήλωνε ένα είδος λαϊκού veto, συνδυασμένου με οιονεί νομοθετικό δημοψήφισμα. Η δημοκρατία δεν θα ήταν, επομένως, αποκλειστικά «αντιπροσωπευτική». Προβλέπονταν άλλωστε και άλλοι θεσμοί «άμεσης δημοκρατίας», όπως μια μορφή «δημοψηφίσματος» σε ορισμένες περιπτώσεις (άρθρο 50 Σχ. Συντ.) καθώς και «λαϊκής πρωτοβουλίας» (άρθρα 115-117 Σχ. Συντ.), ενώ εξ άλλου καθιερωνόταν και το αιρετό των δικαστών (άρθρα 88,91,95,96-97).
Ο έντονος δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος του Ρήγα ολοκληρώνεται, στο επίπεδο των σχέσεων των κρατικών λειτουργιών, με την υπαγωγή της εκτελεστικής εξουσίας, δηλ. του πενταμελούς «Εκτελεστικού Διοικητηρίου» («Διευθυντηρίου», κατά το πρότυπο του Directoire του γαλλικού Συντάγματος του 1795) υπό το Νομοθετικό Σώμα (άρθρα 75 επ. Σχ. Συντ.). Έτσι, η κατά τον Μοντεσκιέ διάκριση των εξουσιών έχει σχετικό χαρακτήρα, εφ' όσον καθιερώνεται μάλλον το κατά τη διδασκαλία του Ρουσσώ δημοκρατικότερο σύστημα της λεγόμενης «κυβερνώσας Βουλής».
Έσχατη εφαρμογή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί η αναγνώριση σε κάθε πολίτη του δικαιώματος αντίστασης «όταν τον καταθλίβουν και τον αδικούν» (άρθρο 33 Διακ.), ακόμη δε και του δικαιώματος επανάστασης «όταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονα του» (άρθρο 35 Διακ.).
Άξιες ιδιαίτερης μνείας, ως δηλωτικές της δημοκρατικής ποιότητας του πολιτεύματος του Ρήγα, είναι και οι διατάξεις «περί της σχέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας με τα ξένα έθνη», οι οποίες ορίζουν ότι «ο Ελληνικός Λαός είναι φίλος και φυσικός σύμμαχος με τα ελεύθερα έθνη» (άρθρο 118 Σχ. Συντ.), ότι «οι Έλληνες δεν ανακατώνονται εις την διοίκησιν των άλλων εθνών, αλλ’ ούτε είναι εις αυτούς δεκτόν να ανακατωθούν άλλοι εις την εδική των» (119) και, τέλος, «δεν κάμνουν ποτέ ειρήνην με έναν εχθρόν οπού κατακρατεί ελληνικόν τόπον» (121).
Ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της «Νέας Πολιτικής Διοίκησης»,
Ένα τρίτο συστατικό στοιχείο του πολιτεύματος του Ρήγα είναι ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της «Νέας Πολιτικής Διοίκησης», ο οποίος τεκμηριώνεται από πλήθος ατομικών ελευθεριών και θεμελιωδών δικαιωμάτων που προβλέπονται και κατοχυρώνονται από τη διακήρυξη των «Δικαίων του Ανθρώπου», που προτάσσεται του Σχεδίου Συντάγματος.
Αυτά τα εξ υποκειμένου δίκαια, δηλαδή δικαιώματα, θεωρούνται «φυσικά» και είναι (άρθρο 2): «πρώτον το να είμεθα όλοι Ίσοι και όχι ο ένας ανώτερος από τον άλλον· δεύτερον να είμεθα ελεύθεροι, και όχι ο ένας σκλάβος του αλλουνού· τρίτον να είμεθα σίγουροι εις την ζωήν μας και κανένας να μην ημπορή να μας την πάρη αδίκως και κατά την φαντασίαν του· και τέταρτον τα κτήματα οπού έχομεν κανένας να μην ημπορή να μας εγγίξη» (εν προκειμένω ο Ρήγας αποφεύγει να μιλήσει για προστασία της ιδιοκτησίας εν γένει, που θα περιλάμβανε και τις μεγάλες γαιοκτησίες). Στη συνέχεια καθιερώνεται η ισότητα ενώπιον του νόμου (άρθρο 3 Διακ.), διευκρινίζεται δε ότι «η ελευθερία είναι εκείνη η δύναμις οπού έχει ο άνθρωπος εις το να κάμη όλον εκείνο οπού δεν βλάπτει εις τα δίκαια του γειτόνου του», και προστίθεται ως «ηθικόν σύνορον της ελευθερίας» το ρητό!« Μην κάμης εις τον άλλον εκείνο οπού δεν θέλεις να σου κάμουν» (άρθρο 6), με άλλες λέξεις ο Ρήγας καθιστά νομική επιταγή την ηθική επιταγή «ο συ μισείς ετέρω μη ποίησης» ή, θετικά, το ευαγγελικό «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», που θυμίζει και την καντιανή «κατηγορική προσταγή».
Ακολουθεί σειρά όλη δικαιωμάτων: «να φανερώνωμεν την γνώμην μας και τους συλλογισμούς μας, τόσον με την τυπογραφίαν, όσον και με άλλον τρόπον· το δίκαιον του να συναθροίζωμέθα ειρηνικώς» η ελευθερία κάθε είδους θρησκείας, Χριστιανισμού, Τουρκισμού, Ιουδαϊσμού» (άρθρο 7). Προστατεύεται επίσης η προσωπική ελευθερία και ασφάλεια από παράνομες συλλήψεις και φυλακίσεις (άρθρο 10), θεσπίζεται η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege και η απαγόρευση της αναδρομικότητας των ποινικών νόμων (άρθρο 14), επίσης το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, η απαγόρευση των βασανιστηρίων (13) και της δουλείας (18), η αναλογία εγκλήματος και ποινής (15), η ελευθερία του επαγγέλματος (17), το δικαίωμα του αναφέρεσθαι (32), θεσπίζονται εξ άλλου --εδώ πρόκειται για απόψεις πρωτότυπες και πρωτοποριακές για την εποχή του θέσεις του Ρήγα-- ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα, όπως δικαίωμα για εργασία, για κοινωνική περίθαλψη, για εκπαίδευση. Π.χ. «Αι δημόσιαι συνδρομαί και ανταμοιβαί είναι ένα ιερόν χρέος της πατρίδος... χρεωστεί μίαν βοήθειαν εις τους δυστυχείς εγκατοίκους, τόσον εις το να τους προμηθεύση να έχουν τι να εργάζωνται, όσον και να δώση τρόπον ζωής εις εκείνους οπού δεν ημπορούν πλέον να δουλεύσουν...» (άρθρο 21 Διακ.). Επίσης θεσπίζεται η υποχρεωτική εκπαίδευση: «Όλοι χωρίς εξαίρεσιν έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα· η πατρίς έχει να καταστήση σχολεία εις όλα τα χωρία διά τα αρσενικά και θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποία λάμπουν τα ελεύθερα έθνη» (άρθρο 22 Διακ.). Εκτός από την εκπαίδευση η στοιχειώδης ισότητα των δύο φύλων καθιερώνεται και όσον αφορά την στρατιωτική υπηρεσία, η οποία είναι υποχρεωτική (άρθρο 109 Σχ. Συντ.), ορίζεται δε ότι «Η διαφορά των πολεμικών βαθμών... οπού έχουν οι αξιωματικοί, τα ξεχωριστά σημεία των και η υποταγή των απλών στρατιωτών, είναι μόνον εν όσω διαρκεί η δούλευσις του πολέμου, καθώς τελείωση όμως, είναι όλοι ίσοι και αδελφοί» (άρθρο 111). Χαρακτηριστική δε του φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματος, ως έκφρασης της πολιτικής ιδεολογίας του Ρήγα, είναι η διάταξη που προβλέπει την παροχή ασύλου σε «όλους τους αδικημένους ξένους και όλους τους εξωρισμένους από την πατρίδα των δι’ αιτίαν της ελευθερίας» (άρθρο 120 § 1 Σχ. Συντ.).
Τέλος, με ειδική διάταξή του το Σύνταγμα (άρθρο 122) εγγυάται «την απόλαυσιν όλων των δικαίων του ανθρώπου» για τα οποία έγινε ήδη λόγος.
Ο ελληνικός χαρακτήρας του κράτους
Ο ελληνικός χαρακτήρας του νέου κράτους, του οποίου το πολίτευμα σχεδίασε ο Ρήγας, είναι ένα τέταρτο συστατικό στοιχείο του που συνάγεται σαφώς τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα της « Νέας Πολιτικής Διοίκησης». Εν πρώτοις --και τούτο είναι ιδιαζόντως καίριας σημασίας-- το κείμενο της είναι γραμμένο στα ελληνικά. Αρχίζει με τις λέξεις «Ο λαός απόγονος των Ελλήνων». Το σχεδιαζόμενο νέο κράτος ονομάζεται «Ελληνική Δημοκρατία» (άρθρο 1 κ.α. Σχ. Συντ.) «Ο ελληνικός λαός, τουτέστιν ο εις τούτο το βασίλειον [κράτος] κάτοικων» (άρθρο 2). «Εκείνος οπού ομιλεί την απλήν ή την Ελληνικήν γλώσσαν και βοηθεί την Ελλάδα... είναι Έλλην και πολίτης» (άρθρο 4 παρ. 7). Η ελληνική γλώσσα καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους: «Όλοι οι νόμοι και προσταγαί γίνονται εις την απλήν των Ελλήνων γλώσσαν, ως πλέον ευκατάληπτον και εύκολον να σπουδασθή απ' όλα τα εις το βασίλειον [κράτος] τούτο εμπεριεχόμενα γένη», ομοίως οι δικαστικές αποφάσεις και οι άλλες δημόσιες πράξεις (άρθρο 53), όλες δε εκδίδονται «εν ονόματι του Ελληνικού Λαού» (άρθρο 61). Η ελληνική γλώσσα διδάσκεται υποχρεωτικώς στα σχολεία (άρθρο 22 Διακ.). Επίσης συνεχής και επανειλημμένη είναι η χρήση του όρου «Έλλην» και «ελληνικός» στις διατάξεις της «Νέας Πολιτικής Διοίκησης»: «ελληνικός λαός» (άρθρα2,61,118), «ελληνικός τόπος» και «ελληνική γη» (άρθρα 55,121), «Έλληνες», «Ελληνίδες» (άρθρα 109,119,122 και Παράρτημα). Και πρέπει στο σημείο αυτό να εξάρω την προδρομική επιλογή και συμβολή του Ρήγα όσον αφορά το γλωσσικό ζήτημα: προώθησε τη χρήση της «απλής» ελληνικής γλώσσας ως «πλέον ευκατάληπτης» --μιας πρώτης μορφής δημοτικής, ανάμικτης με λόγια στοιχεία--, την οποία όχι μόνο χρησιμοποίησε ο ίδιος στα κείμενα του και την διέδωσε, αλλά και την καθιέρωσε ως επίσημη γλώσσα του προγραμματισμένου νέου κράτους.
Η μέριμνα του Ρήγα να προσδώσει βασικά ελληνικό χαρακτήρα στο κράτος που θα προέκυπτε μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, δεν ήταν αυθαίρετη. Απεναντίας, η διαγραφόμενη υπεροχή του ελληνικού στοιχείου ήταν θεμιτή, καθώς ανταποκρινόταν σε μία ιστορικά διαπιστωμένη κατάσταση που υπήρχε την εποχή εκείνη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Εκτός από τις κυρίως ελληνικές περιοχές, το ελληνικό στοιχείο ήταν διάσπαρτο σε παροικίες που υπήρχαν σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο, στην Κεντρική Ευρώπη, στη Μικρά Ασία, στον Εύξεινο Πόντο. Περί τα τέλη του 18ου αιώνα μεγάλη ήταν η οικονομική και η πολιτιστική ανάπτυξη του Ελληνισμού σ’ αυτές τις περιοχές. Μέσω ιδίως της ελληνικής εμπορομεσιτικής αστικής τάξης και μέσω της ελληνικής παιδείας, οι άλλες βαλκανικές εθνότητες έρχονταν σε επαφή με τις προοδευτικές, φιλελεύθερες και δημοκρατικές, πολιτικές ιδέες της δυτικής Ευρώπης. Στην «καθ’ ημάς Ανατολή» ελληνικά κυρίως ήταν τα σχολεία, τα τυπογραφεία και τα εκδιδόμενα βιβλία και άλλα δημοσιεύματα, μέσω των οποίων οι Έλληνες διανοούμενοι μεταλαμπάδευαν τις αρχές του Διαφωτισμού. Γνώσεις της ελληνικής γλώσσας είχαν οι αλλοεθνείς κάτοικοι των περιοχών όπου ήκμαζαν συμπαγείς ελληνικές παροικίες. Ως γλώσσα του εμπορίου είχε καθιερωθεί η ελληνική γλώσσα, ήταν δε η πιο κοινή και ευρύτερα διαδεδομένη, η lingua franca, ενώ η λέξη «Έλληνας» είχε καταστεί στη γλώσσα των άλλων εθνοτήτων συνώνυμη με το «μορφωμένος» και το «έμπορος».
Με αυτά τα δεδομένα ευλόγως ο Ρήγας θέλησε να στηρίξει τα πολιτικά του σχέδια κατά πρώτο λόγο στο ελληνικό έθνος, όχι απλώς επειδή ο ίδιος ανήκε σ’ αυτό, αλλά επειδή το θεωρούσε, εξ αντικειμένου, ως το πιο ώριμο να ασπασθεί και διαδώσει τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και, με βάση αυτές, να πρωταγωνιστήσει και θέσει σε κίνηση την επαναστατική διαδικασία, ώστε, μαζί με τις άλλες βαλκανικές εθνότητες, να αποτινάξει την οθωμανική κυριαρχία και να οργανώσει και διευθύνει το νέο κράτος μετά την απελευθέρωση.
Πρέπει συναφώς να σημειώσω ότι η διαγραφόμενη υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στο πλαίσιο του προγραμματιζόμενου πολυεθνικού κράτους θα ήταν, στην πράξη, πολιτισμικής κυρίως υφής, εμμέσως δε, εκ των πραγμάτων, και οικονομικοπολιτικής. Πάντως δεν ήταν θεσμικά οργανωμένη. Εκτός από τη διάχυτη «ελληνικότητα», με την καθιέρωση της ελληνικής ονομασίας και γλώσσας δεν προβλεπόταν, στη «Νέα Πολιτική Διοίκηση», καμία ειδική προνομιακή ρύθμιση υπέρ του ελληνικού στοιχείου είτε συλλογικώς είτε ατομικώς.
Αριστόβουλος Μάνεσης
Αριστόβουλος Μάνεσης, «Η πολιτική ιδεολογία του Ρήγα», στον τόμο Τιμή στον Ρήγα Βελεστινλή, επιμ. Μαρία Ευθυμίου, Δημήτρης Καραγεώργης, Αθήνα 2002 (περιλαμβάνεται και στο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Ρήγας Βελεστινλής. Ο οραματιστής της «Ελληνικής Δημοκρατίας», σειρά: Ιστορική Βιβλιοθήκη, επιμ. σειράς Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Τα Νέα, Αθήνα 2009).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου