Του Kώστα Χρυσόγονου, www.axmi.gr, 22.3.11
Η εξαγγελία της κυβερνητικής πρόθεσης για επαναφορά, με νομοθετική ρύθμιση, του καταργημένου από το 1946 θεσμού της «επιφάνειας» (εμπράγματο δικαίωμα στα υπερκείμενα κτίσματα, χωριστό από την κυριότητα της υποκείμενης γης) συνιστά προσπάθεια να συμβιβασθούν τα ασυμβίβαστα.
Από τη μία, δηλαδή, η κυβέρνηση θέλει να περισώσει την όποια αξιοπιστία διαθέτει ο πρόεδρός της, που μετά το προεκλογικό «λεφτά υπάρχουν» διαβεβαίωνε πρόσφατα ότι «δημόσια γη δεν πωλείται», και από την άλλη έχει δεσμευθεί απέναντι στον πραγματικό εξουσιαστή της χώρας, δηλαδή την περιβόητη «τρόϊκα», να εκποιήσει δημόσια περιουσία για να περιορίσει κάπως το χρέος. Θα ακυρωθεί, έτσι, η βασική αρχή του εμπράγματου δικαίου (άρθρα 953-954 του Αστικού Κώδικα) ότι τα συστατικά του ακινήτου (όπως οικοδομήματα κ.ά.) δεν μπορούν να καταστούν χωριστά αντικείμενο κυριότητας, η οποία –σημειωτέον- αποτελούσε και πάγιο κανόνα του ισχύοντος για πολλούς αιώνες στη χώρα μας ρωμαϊκού δικαίου (superficies solo cedit).
Ο κανόνας αυτός είχε τροποποιηθεί πρόσκαιρα από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ Ίσαυρο, τον 8ο αιώνα, με την καθιέρωση του θεσμού της «εμφύτευσης», και επανήλθε σε πλήρη ισχύ τον 9ο αιώνα. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο πρωθυπουργός Παπανδρέου ο Γ΄ εζήλωσε την δόξα του αυτοκράτορα Λέοντα του Γ’.
Το οικονομικό αντίκρυσμα της επικείμενης τροποποίησης είναι, πάντως, προς το παρόν άγνωστο, αφού κανείς δεν μπορεί να ξέρει εκ των προτέρων πόσο αγοραστικό ενδιαφέρον θα παρουσιασθεί για φθαρτά κτίσματα.
Όλα αυτά υποδηλώνουν, αν μη τι άλλο, έλλειμμα σοβαρότητας. Στην πραγματικότητα, το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τα δημόσια έσοδα, χωρίς νέα δανεικά, ενώ η δυνατότητα των δανειστών μας να προχωρήσουν σε εκτέλεση κατά της δημόσιας περιουσίας είναι πλήρως κατοχυρωμένη.
Ειδικότερα, το άρθρο 94 παρ. 4 του Συντάγματος κατοχυρώνει τη δυνατότητα αυτή για τους ιδιώτες δανειστές σε βάρος της ιδιωτικής (μόνο) περιουσίας του ελληνικού δημοσίου, ενώ τα άρθρα 3 και 4 της δανειακής σύμβασης μεταξύ του τελευταίου και των άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης, φαίνεται να την επεκτείνουν και στη δημόσια (!) περιουσία του, προκειμένου για τα δάνεια του μηχανισμού «στήριξης».
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η πώληση μέρους της περιουσίας του ελληνικού κράτους, προκειμένου να αποφευχθεί η απώλειά της αντί πινακίου φακής, σε αναγκαστικούς πλειστηριασμούς, θα ήταν μέτρο στοιχειώδους σύνεσης και σωφροσύνης.
Συνεπώς, αντί η κυβέρνηση να επιδίδεται σε λεονταρισμούς του τύπου «δεν πωλείται» και ευρεσιτεχνίες του τύπου της «επιφάνειας», θα έπρεπε να διαπραγματευθεί τους όρους των πωλήσεων αυτών, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι επωφελές για τον ελληνικό λαό και όχι μόνο για τους ξένους δανειστές.
Θα μπορούσε π.χ. το μελλοντικό τίμημα των πωλήσεων να εκχωρηθεί από τώρα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αντάλλαγμα την ακύρωση ισόποσων ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, υπολογισμένων όχι στην ονομαστική τους αξία, αλλά στην (πολύ χαμηλότερη) τιμή στην οποία τα αγόρασε η τελευταία στη δευτερογενή αγορά, με παράλληλη άμεση μείωση του επιτοκίου τους στο ύψος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ.
Ένα τέτοιο ελληνικό αίτημα θα ήταν εύλογο, αφενός επειδή η ΕΚΤ δεν είναι κερδοσκοπικό ίδρυμα για να επωφελείται από την αδυναμία του ελληνικού δημοσίου και αφετέρου επειδή υπό συνθήκες κρίσης το αναμενόμενο τίμημα θα είναι ούτως ή άλλως σχετικά χαμηλό.
Στην πραγματικότητα, όμως, το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει παραλύσει κάτω από το βάρος της ευθύνης του για την εθνική πτώχευση. Ούτε να διαπραγματευθεί σοβαρά με τους ξένους μπορεί, ούτε να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Τα χειρότερα είναι μπροστά μας.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου