Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Το ιδιότυπο μάγμα του αντιευρωπαϊσμού. Ακροδεξιοί- Ευρωσκεπτικιστές- Ρωσόφιλοι

 Της Βασιλικής Γεωργιάδου και της Λαμπρινής Ρόρη, 19.05.14
Μπήκαμε ήδη στην τελική ευθεία για τις Ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου, για τις οποίες ο διεθνής τύπος και πολλοί αναλυτές προβλέπουν από καιρό ότι θα καταγραφεί μια σημαντική άνοδος των δυνάμων των ακροδεξιών και των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων. Αυτό το άθροισμα, βέβαια, ακροδεξιών και ευρωσκεπτικιστών δεν είναι απολύτως συμπαγές, ενώ κάθε ένα από τα δύο αυτά πολιτικά στρατόπεδα διατηρεί στο εσωτερικό του σημαντικές επιμέρους διαφορές. Αξίζει, ωστόσο, να τονιστεί ότι στην παρούσα συγκυρία, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το 1979, όταν έλαβαν χώρα οι πρώτες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συντελούνται διεργασίες σύγκλισης των δύο στρατοπέδων, με αποτέλεσμα μια πολιτική αριθμητική που αθροίζει ακροδεξιούς και ευρωσκεπτικιστές να μην προβάλει πια σαν ένα άτοπο και άστοχο εγχείρημα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες η ευρωπαϊκή ακροδεξιά εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή με δύο διακριτά πρόσωπα. Από τη μια μεριά ξεχωρίζει μια εθνικο-λαϊκιστική συνιστώσα της που πρεσβεύει την «εθνική προτεραιότητα» («Πρώτα οι Γάλλοι», «Πρώτα οι Δανοί», κ.λπ.) και εναντιώνεται στη μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα, ενώ από την άλλη μεριά προβάλλει μια εξτρεμιστική-φιλοφασιστική πτυχή του ακροδεξιού φαινομένου που ουδέποτε έπαψε να υπάρχει στη μεταπολεμική εποχή. Παρά τις συγκλίσεις τους, καθώς όλα τα μορφώματα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς αναδύονται από τη μήτρα του αντιδιαφωτισμού και θρέφονται από την εθνικιστική ιδεολογία, οι διαφορές τους παρέμεναν σημαντικές δημιουργώντας μια οιονεί τομή στο εσωτερικό του ακροδεξιού φάσματος όσον αφορά τόσο τις εφαρμοζόμενες πρακτικές πολιτικού ακτιβισμού, όσο και την απόστασή τους από τις δημοκρατικές αξίες και τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης.

Μια εντονότερη τομή ήταν περισσότερο ευδιάκριτη στο εσωτερικό του ευρωσκεπτικιστικού στρατοπέδου. Από την αρχή που έκανε την εμφάνισή του ο φόβος, η αντίρρηση ή και η άρνηση στην ιδέα της ενωμένης Ευρώπης, δύο τάσεις ήταν κυρίαρχες: η πρώτη τάση, δεξιόστροφη, έβλεπε το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ως απειλή στο εθνικό κράτος και ως παράγοντα αποσύνθεσης της εθνικής ταυτότητας. Η δεύτερη τάση, αριστερόστροφη, θεωρούσε την ΕΕ ως υποχείριο των γραφειοκρατών και τεχνοκρατών των Βρυξελλών που έκαναν τα «χατίρια» των οικονομικά ισχυρών και όρθωναν εμπόδια στη συμμετοχή των πολιτών όσον αφορά τον προσανατολισμό, τις επιλογές και τις αποφάσεις της ΕΕ.

Όχι ότι στην πλειονότητά τους οι ακροδεξιοί δεν ήταν εξαρχής ευρωσκεπτικιστές, αλλά δεν ήταν η δημιουργία και η πορεία ολοκλήρωσης της ΕΕ που διαμόρφωναν το προφίλ τους. Αντιστοίχως, όχι ότι οι δεξιόστροφοι ευρωσκεπτικιστές δεν ήταν υπέρμαχοι ενός κράτους των γηγενών («νατιβισμός») και οι αριστερόστροφοι ευρωσκεπτικιστές δεν υποστήριζαν την ιδέα μιας ενδογενούς («εθνικής») ανάπτυξης, αλλά αυτό που πρωτίστως απασχολούσε αμφότερους ήταν η εκχώρηση εξουσιών στο «κράτος των Βρυξελλών».

Δεν πάει πολύς καιρός που οι προσανατολισμοί των ακροδεξιών και των ευρωσκεπτικιστών έχουν αλλάξει φέρνοντας θεματικά εγγύτερα τα δύο αυτά στρατόπεδα. Όσον αφορά στο ακροδεξιό στρατόπεδο, με επικεφαλής την Μαρίν Λεπέν από το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο (FN) και τον Γκέερτ Βίλντερς από το Ολλανδικό Κόμμα για την Ελευθερία (PVV), επιδιώκεται συστηματικά τους τελευταίους μήνες η δικτύωση και διασύνδεση σχεδόν όλων των δυνάμεων πέραν της κατεστημένης δεξιάς. Τελικός στόχος είναι η δημιουργία μιας νέας πολιτικής ομάδας στην Ευρωβουλή, στην οποία προκειμένου να μπορέσει να συγκροτηθεί θα πρέπει να συμμετάσχουν τουλάχιστον επτά κόμματα, από επτά διαφορετικές χώρες-μέλη της ΕΕ, που όλα μαζί θα εκλέξουν τουλάχιστον 25 βουλευτές στη νέα σύνοδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα προκύψει από την αναμέτρηση της 25ης Μαΐου.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου, της σύστασης δηλαδή μιας νέας ευρωπαϊκής πολιτικής ομάδας, οι ακροδεξιοί λαϊκιστές της Λεπέν και του Βίλντερς, με συμμάχους τους μέχρι στιγμής το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία (FPÖ), τη Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία (LN), το Φλαμανδικό Συμφέρον στο Βέλγιο (VB) και τους Σουηδούς Δημοκράτες (SD), έχουν υιοθετήσει την ατζέντα των ευρωσκεπτικιστών καμουφλάροντας τα παραδοσιακά τους διακυβεύματα (μετανάστες) και συναισθήματα (αντισημιτισμός) στην παρούσα φάση. Ζητώντας τη «διάλυση της ΕΕ» στην προοπτική της οικοδόμησης μιας «Ευρώπης των Εθνών», όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει η Μαρίν Λεπέν, ή τουλάχιστον την αποχώρηση από την ΕΕ, θέση που εμφατικά υπερασπίζεται για τη χώρα του ο Γκέερτ Βίντερς, η πλημμυρίδα των ακροδεξιών επιχειρεί να συμπαρασύρει τους ευρωσκεπτικιστές του Βορρά –προπάντων το UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ, αλλά και το Φιλανδικό Κόμμα του Τίμο Σόινι, όπως και το Δανέζικο Λαϊκό Κόμμα του Κρίστιαν Τούλεσεν Νταλ– σε μια νέα κοινή συμπόρευση.

Παρότι φαίνεται το πολιτικό φλερτ να μην έχει (ακόμα) προχωρήσει αρκετά και οι πολιτικοί καυγάδες της Λεπέν και του Φαράτζ να είναι έντονοι –π.χ. ο τελευταίος κατηγορεί την πρώτη για αντισημιτισμό και αυτή τον καταγγέλλει ως ανέντιμο–, η πραγματική απόσταση μεταξύ των δύο στρατοπέδων έχει μειωθεί εντυπωσιακά. Δεν είναι μόνο ότι οι ακροδεξιοί ενδύθηκαν τον μανδύα του ευρωσκεπτικισμού• οι παραδοσιακοί ευρωσκεπτικιστές συμβάλλουν και αυτοί με τον τρόπο τους στη συγχώνευσή τους με τη λαϊκιστική ακροδεξιά αναδεικνύοντας ως κεντρικές στην ατζέντα τους θεματικές όπως η πολιτική διαμαρτυρία, η καταγγελία της πολιτικής ελίτ και των θεσμών του εθνικού κράτους, που κατεξοχήν απασχολούν τους εκπροσώπους των ρευμάτων της ακροδεξιάς και κατέχουν σημαίνουσα θέση στο πολιτικό τους αφήγημα. Σε μεγάλη έρευνα (2012) για το Κόμμα της Ανεξαρτησίας στη Βρετανία (UKIP), που σημειωτέον τα ποσοστά του σε ορισμένες δημοσκοπήσεις ενόψει Ευρωεκλογών ξεπερνούν το 30%, ως κυριότερος λόγος για να ψηφιστεί κατονομάζεται το γεγονός ότι σύμφωνα με τους πραγματικούς και τους δυνητικούς εκλογείς του το κόμμα «λέει τα πράγματα με το όνομά τους» και «είναι με το μέρος των απλών ανθρώπων», σε αντίθεση με τα κυβερνητικά κόμματα «που δεν ενδιαφέρονται να ακούσουν τη γνώμη των κανονικών πολιτών».

Δεν είναι μόνο, ωστόσο, ότι επιτείνονται οι διεργασίες συγχώνευσης του πολιτικού αφηγήματος της ακροδεξιάς και εκείνου του ευρωσκεπτικιστικού χώρου• ότι ένα μάγμα που συντέθηκε από προϋπάρχοντα ιδεολογικά υλικά διογκώνεται διαρκώς καθ’οδόν προς τις ευρωκάλπες της 25ης Μαΐου. Είναι ότι, επιπλέον, αυτό το τήγμα των δύο πάλαι ποτέ διακριτών αφηγημάτων ακουμπά και σε μια νέα κοινή βάση. Στα διεθνή δημοσιεύματα υιοθετείται ο (γλωσσικά αδόκιμος) νεολογισμός που ακούει στον όρο «πουτινισμός» («putinism», βλ. σχ. Μ. Η. van Herpen), ενώ άλλοι αναλυτές επιμένουν στη χρήση της γλωσσικά πιο αποδεκτής έννοιας της νέας «ρωσοφιλίας», με την οποία σηματοδοτείται κυρίως η μεταστροφή παραδοσιακών αντικομμουνιστών, υπερεθνικιστών και αντιπλουραλιστών προς το στρατόπεδο του Βλαντιμίρ Πούτιν.

Μια στάση φίλα προσκείμενη στη σημερινή Ρωσία και τον Προεδρό της Βλ. Πούτιν συναντιέται τελευταίως σε όλο και περισσότερα κόμματα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς: από την εγχώρια Χρυσή Αυγή, το ΛΑΟΣ και τους ΑΝΕΛΛ μέχρι το FN στη Γαλλία, το NPD στη Γερμανία, το VB στο Βέλγιο, το BNP στη Μεγάλη Βρετανία και τη LN στην Ιταλία, το ένα μετά το άλλο τα κομματικά μορφώματα της εξτρεμιστικής και λαϊκιστικής ακροδεξιάς της δυτικής Ευρώπης προσχωρούν στο μέτωπο του Πούτιν, οι θολές ιδέες του οποίου περί μιας «Ευρωασιατικής Ένωσης» κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Στο ίδιο μέτωπο προσχωρούν και ακροδεξιά κόμματα χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία μάλιστα μέχρι προσφάτως αντιμετώπιζαν με καχυποψία την αύξηση της δύναμης και τις πρακτικές της μετακομμουνιστικής Ρωσίας στις χώρες του πάλαι ποτέ κομμουνιστικού στρατοπέδου. Ο Gabor Vona του Jobbik στην Ουγγαρία, ο Volen Siderof από την ATAKA στη Βουλγαρία, όπως και ο Marian Kotleba από το L’SNS στη Σλοβακία κινούνται πια ανοικτά στην προοπτική σύσφιξης των σχέσεών τους με τη Ρωσία του Πούτιν (βλ. Political Capital 2014). Παρότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, «ένας βαθμός θαυμασμού για τον κ. Πούτιν», σημειώνει ο Economist (19.04.2014), «εκτείνεται μέχρι το βρετανικό UKIP», ο αρχηγός του οποίου κατήγγειλε την ανάμειξη της ΕΕ στην Ουκρανία δικαιολογώντας με τον τρόπο αυτό εμμέσως τη επέμβαση της Ρωσίας και τη στάση του Πούτιν.

Η φιλορωσική προσέγγιση των ακροδεξιών ευρωπαϊκών κομμάτων δομείται πάνω σε ένα κράμα ιδεολογικών συγκλίσεων, οικονομικών συμφερόντων και προώθησης της ρωσικής αντζέντας σε διεθνή και υπερεθνικά φόρα. Το αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης του Πούτιν, η κατάργηση βασικών ελευθεριών, οι πολιτικές νόμου και τάξης, η ρητορική της υπερδύναμης, ο ισχυρός ηγέτης, ο κρατικός έλεγχος σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, η εμφατική πρόταξη των εθνικών συμφερόντων και οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Ρωσίας ενεργοποιούν το θαυμασμό ακροδεξιών ψηφοφόρων και διευκολύνουν τη σύναψη δεσμών. Το Νοέμβριο του 2013, ο επικεφαλής του BNP, Nick Griffin, της Forza Nuova, Roberto Fiore και ο εκπρόσωπος τύπου της Χρυσής Αυγής, Ηλίας Κασιδιάρης έδωσαν από κοινού συνέντευξη τύπου στη Μόσχα, ενώ σε συνέντευξή του το Δεκέμβριο του 2013 στο ραδιοσταθμό Φωνή της Ρωσίας, ο Νίκος Μιχαλολιάκος δήλωνε: “Οι σχέσεις της Ελλάδος με την Ρωσία είναι ισχυρές από πλευράς ιστορικής και γεωπολιτικής. Η Ελλάδα και η Ρωσία είναι φυσικοί σύμμαχοι. Η Ελλάδα θα έπρεπε να δώσει την διέξοδο στην Ρωσία προς τις θερμές θάλασσες και σε αντάλλαγμα να εξασφαλίσει την εθνική της ασφάλεια.” Με άλλα λόγια, είτε κατορθώσουν να διαμορφώσουν πολιτική ομάδα είτε όχι, η αυξημένη εκπροσώπηση των ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρωβουλή, αποτελεί, μεταξύ άλλων, έναν επιπλέον δίαυλο προώθησης των ρωσικών συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αναζητούμε τις αιτίες της ανόδου των ακροδεξιών και των ευρωσκεπτικιστών στις ευρωπαϊκές εκλογές της 25ης Μαΐου. Η διερεύνηση αυτή θα μείνει μετέωρη αν εγκλωβιστούμε στο επιχείρημα της οικονομικής κρίσης και τις κοινωνικές της συνέπειες και αγνοήσουμε τις υπόγειες διεργασίες που διασυνδέουν επιμέρους ιδεολογικο-πολιτικά ρεύματα και δεν λάβουμε υπόψη μας το τι σήμερα τα διασυνδέει. Ο φιλορωσισμός γίνεται αυτό το νέο συνδετικό υλικό που συμβολίζει τη νέα οικονομική δύναμη, αλλά και τον αυταρχικό κρατισμό και έναν macho αξιακό συντηρητισμό. Επί δεκαετίες ακροδεξιοί και ευρωφοβικοί κάθε είδους έψαχναν να βρουν τα πρότυπά τους στο παρελθόν. Είναι η πρώτη φορά στη ιστορία του μεταψυχροπολεμικού κόσμου που οι δυνάμεις αυτές βρίσκουν το πρότυπο τους σε μια καινούργια ζωντανή παραλλαγή, στην οποία ο αντιδυτικισμός, ο αντιφιλελευθερισμός και ο αντικοινοβουλευτισμός συναιρούνται σε μια νέα ποιότητα, η ελκυστικότητα της οποίας –ειρήσθω εν παρόδω– ξεπερνά τα όρια των κάθε είδους λαϊκιστών από το δεξιό πολιτικο-ιδεολογικό φάσμα. Με άλλα λόγια, η ρωσοφιλία δεν εξαντλείται μόνο στο δεξιό υποπεδίο του πολιτικού-κομματικού φάσματος• αφορά και την αριστερά, κομμουνιστική και ριζοσπαστική, ελληνική και ευρωπαϊκή, η στάση της οποίας απλώνει την επιρροή της Ρωσίας και του Πούτιν σε μια ευρύτερη πολιτική αρένα.
Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η Λαμπρινή Ρόρη είναι υποψήφια διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Paris I, Panthéon-Sorbonne.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες