Μια επιφανειακή ανάγνωση του φαινομένου των αγανακτισμένων πλατειών, των αποδοκιμασιών των βουλευτών κ.λπ. διαβλέπει μια δήθεν σαφή αντίθεση μεταξύ αυτού του «πολιτικού» ρεύματος και του απερχόμενου πολιτικού συστήματος. Το λαϊκιστικό ρεύμα των τελευταίων μηνών, η διανοητική, ιδεολογική και αισθητική ταυτότητα του οποίου μπορεί να συνοψιστεί στη συμβολική κίνηση του μουντζώματος της Βουλής, φαίνεται να βρίσκεται σε σύγκρουση με μια πολιτική τάξη που είναι διεφθαρμένη και ληστρική, ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά της συμφέροντα και όχι για τα συμφέροντα του λαού κ.ο.κ. Το πραγματικό διακύβευμα της σύγκρουσης όμως είναι κατά τη γνώμη μου άλλο. Τόσο οι αγανακτισμένες πλατείες όσο και το πολιτικό σύστημα εκπροσωπούν το παλιό καθεστώς που φαίνεται να μας αφήνει ανεπιστρεπτί. Οι πλατείες βρίσκονται στο στάδιο της ολοκληρωτικής άρνησης
(ούτε χρωστάμε, ούτε πουλάμε ούτε πληρώνουμε) του γεγονότος του οριστικού θανάτου ενός παλαιού κόσμου που χαρακτηριζόταν από τα συστατικά του αμερικανικού ονείρου αλά ελληνικά: λαϊκή ποπ κουλτούρα της παραλιακής, γιουροβίζιον, οικονομική ευμάρεια μέσω ιδιωτικού και κρατικού δανεισμού, νεοπλουτισμός, άκρατος καταναλωτισμός, καγιέν, ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς, Μύκονος, δελτίο ειδήσεων του Σταρ Τσάνελ, μεσημεριανές εκπομπές, Γιούρο, «δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ» και τα συναφή. Στις παρυφές του κυρίαρχου πολιτιστικού υποδείγματος και οι διάφορες «εναλλακτικές κουλτούρες» που εγγράφονται εξίσου στο γενικό χάρτη δια της κατάφασης των κεντρικών σημασιών που διαπερνούν την κοινωνία, όπως ο καταναλωτισμός του εναλλακτικού λαϊφστάιλ, η τηλεόραση, η θεαματική διευθέτηση της πραγματικότητας, το ποδόσφαιρο κ.λπ. Καθώς το παραμύθι τελείωσε απότομα και οι τίτλοι τέλους λαιμητόμησαν το όραμα της «ισχυρής» καταναλωτικής Ελλάδας με τα πήλινα πόδια –το «γενναίον ψεύδος» το οποίο εξέθρεψε ως τάχα απαραίτητη μυθική και συνάμα αποπροσανατολιστική αφήγηση ο σημιτικός εκσυγχρονισμός- η κοινωνία αυτή που μάλλον ποτέ στην ιστορία της δεν συνειδητοποίησε ποια είναι και τι της συμβαίνει, έμεινε να πλατσουρίζει στα λασπόνερα αναμασώντας το αποκούμπι της έσχατης φαντασιακής της δημιουργίας, ένα συμπίλημα εθνικισμού και αυριανισμού όπως σημειώνει πολύ εύστοχα ο Γιάννης Βούλγαρης (εδώ). Το δε πολιτικό σύστημα, σάρκα εκ της σαρκός της κοινωνίας, αρνείται να βεβαιώσει ως όφειλε κατά το επαγγελματικό του καθήκον τον οριστικό θάνατο του ασθενούς, γεγονός επιβεβαιωνόμενο από την παντελή αδυναμία της κυβέρνησης να κατασκευάσει την παραμικρή κατάφαση, να υπερασπίσει θετικά τα μέτρα που παίρνει, ακόμα και όταν αυτά είναι απολύτως λογικά και κοινωνικά δίκαια. Η κυβέρνηση βρίσκεται ήδη στην αντιπολίτευση. Τα μέτρα λιτότητας που μας εισάγουν στη νέα εποχή με την οποία πρέπει ως κοινωνία να συμβιβαστούμε, καθώς μας βάζουν στη θέση που μας αρμόζει, αντιμετωπίζονται εκατέρωθεν του Αγνώστου Στρατιώτη ως επαχθή και πρόσκαιρα, ένα αναγκαίο κακό που θα επιτρέψει στον εκπεσόντα περιούσιο λαό την επάνοδο στον απολεσθέντα παράδεισο όπου αυτοδικαίως ανήκει ως απόγονος της τερατογονικής επιμειξίας μεταξύ του Πλάτωνα και του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Οι αγανακτισμένοι πολιτικοί και «πολίτες» μοιράζονται τον πολιτισμό που τους ανήκει: οι μεν γιουρτώνουν τους δε και οι δε σκύβουν το κεφάλι και λένε κι ευχαριστώ, αντιλαμβανόμενοι ότι πράγματι αδυνατούν στο εξής να κάνουν τη δουλεία τους, να ανταλλάσσουν διορισμούς και ρουσφέτια με ψήφους, συνεπώς ένα γιαουρτάκι τους αξίζει καθ’ όσον «αντιλαμβάνονται την οργή του λαού», εκτός κι αν έλαβαν απειλητικά τηλεφωνήματα από το εξωτερικό για να ψηφίσουν το μεσοπρόθεσμο, όπως δήλωσε περιδεής ο βουλευτής Αλέκος Αθανασιάδης. Η μούντζα και το τσιφτετέλι ως συμπληρωματικά στοιχεία του ίδιου αισθητικού σύμπαντος, της ίδιας πολιτικής κουλτούρας συμπληρώνουν ένα ως σήμερα ελλειπτικό παζλ. Και ας μη νομίσει κανείς πως η αντιπολίτευση μένει έξω απ’ το χορό, το αντίθετο. Ακόμα και οι πιο ορθολογικές φωνές, αυτές της ανανεωτικής αριστεράς ψελλίζουν μισόλογα τρομαγμένες μπροστά στις λαϊκιστικές φωνασκίες των πλατειών.
Το πρώτο βήμα, όμως για την έξοδο από την κρίση είναι η παραδοχή της πραγματικότητας, η κατίσχυση της αρχής της πραγματικότητας επί της αρχής της ηδονής για να το πούμε φροϋδικά. Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι το πως θα εκφραστούνε πολιτικά οι αγανακτισμένες πλατείες. Αυτές εκφράζονται αρκούντως αντιπροσωπευτικά από το παλαιό πολιτικό σύστημα: αν κάποιος τους υπόσχονταν μια επιστροφή στο παρελθόν αυτές θα βυθίζονταν αύτανδρες στον καναπέ τους, η κάτω πλατεία Συντάγματος θα μετακόμιζε πίσω στα Εξάρχεια και όλα θα έβαιναν καλώς. Το πολιτικό έλλειμμα, η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος βρίσκεται αλλού. Έχει να κάνει με την ομαλή προσγείωση στην πραγματικότητα, με τη δημιουργία μιας θετικής και ρεαλιστικής αφήγησης γι’ αυτό που έρχεται. Γιατί όσο κι αν είναι δύσκολο να διακριθούν πίσω από την οχλοβοή του αγανακτισμένου πλήθους, υπάρχουν κομμάτια της κοινωνίας, κομμάτια πιθανόν μειοψηφικά, που διαγιγνώσκουν την ευκαιρία αλλαγής μέσα στην κρίση, που συνειδητοποίησαν ή συνειδητοποιούν τα παλιά μας αδιέξοδα, που αποδομούν αυτοκριτικά την ιδεολογική τρομοκρατία της άρνησης, που αναζητούν τρόπους να εκφραστούν και να προσανατολιστούν μέσα στη νέα πραγματικότητα. Στα συντρίμμια αυτής της ήδη συντελεσμένης χρεοκοπίας, της πολιτιστικής, «ας ξαναρχίσουμε τα πάντα» όπως λέει ο Εντγκάρ Μορέν, ξεκινώντας από το απλούστερο: ας μάθουμε να ξεχωρίζουμε το παλιό απ’ το καινούργιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου