Της Βάσως Κιντή, ΝΕΑ
Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να χτίσεις με την πολιτική σου τους όρους μιας μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης με καθημερινή αναμέτρηση με τα προβλήματα και σύγκρουση με τις οπισθοδρομικές δυνάμεις. Η ανάγκη για συμμαχική κυβέρνηση μπορεί να προκύψει έτσι κι αλλιώς από τις εκλογές. Θα γίνει όμως τότε με όρους που θα είναι δύσκολο να παρακαμφθούν γιατί θα έχουν κτιστεί στην πράξη και όχι στα χαρτιά. Ξέρω είναι λεπτή η διαφορά αλλά έχει μεγάλη σημασία ώστε να μη βρεθούν οι πολίτες να ψηφίζουν μεταρρυθμιστικά για να καταλήξουν χείρα βοηθείας στον ΣΥΡΙΖΑ.
To
επίδικο ζήτημα στην πολιτική σκηνή αλλά και στις ζυμώσεις στην ευρύτερη
Κεντροαριστερά ενώπιον των βουλευτικών εκλογών είναι αυτό της
κυβερνησιμότητας, τι γίνεται δηλαδή με τις συμμαχίες για να κυβερνηθεί η
χώρα δεδομένου ότι, όπως φαίνεται, πολύ δύσκολα θα έχουμε αυτοδύναμες
κυβερνήσεις.
Διερευνούν, λοιπόν, διάφοροι τις δυνατότητες συμμαχιών ή σπεύδουν να δηλώσουν με ποιους είναι διατεθειμένοι να συμμαχήσουν. Πρακτικά αυτό σημαίνει διαθεσιμότητα να συμμαχήσεις ή/και να συγκυβερνήσεις κυρίως με τον ΣΥΡΙΖΑ για δύο λόγους: (1) επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να προηγείται, οπότε πολλοί ενδιαφέρονται να προσδεθούν στο άρμα του και (2) επειδή ο συγχρωτισμός με τη ΝΔ είναι τοξικός αφού αυτή είχε την ευθύνη της μνημονιακής διακυβέρνησης τα τελευταία χρόνια. Τώρα που όλοι είναι ή το παίζουν αντιμνημονιακοί δεν θέλουν συμμαχία με τη ΝΔ (εκτός ίσως των συγγενών της, π.χ., Καρατζαφέρης).
Αλλά ανεξάρτητα από τον οπορτουνισμό διαφόρων που πάντα θέλουν να πηγαίνουν με τους νικητές χωρίς κριτήρια (το μόνο κριτήριο είναι πώς θα διασώσω τη βουλευτική/πολιτική μου θέση), το ζήτημα είναι πραγματικό εφόσον υπάρχει το ρεαλιστικό ενδεχόμενο να είναι πρώτο κόμμα στις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι πρέπει να κάνεις λοιπόν ως κόμμα; Δεν πρέπει να πεις αν είσαι διατεθειμένος να συμμαχήσεις μαζί του; Και μπορείς να αρνηθείς μια τέτοια συμμαχία εκ προοιμίου όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα του συνταγματικού τόξου και μπορεί να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις εκλογές δημοκρατικά; Με το που δηλώνεις όμως εκ προοιμίου τη διαθεσιμότητά σου να συμμαχήσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ τού προσφέρεις μεγάλη υπηρεσία καθώς του δίνεις τη λύση που του λείπει για τη διακυβέρνηση. Τοποθετείς τον εαυτό σου συμπληρωματικά και γίνεσαι όχημα για να καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία. Παραβιάζεις δηλαδή αυτό που ο Γιάννης Πρετεντέρης ονόμασε «πολιτική υγειονομική ζώνη» γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ η οποία, προς το παρόν, παραβιάζεται μόνο από γραφικούς πολιτευτές.
Μα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ μίασμα ώστε να αποκλείεις εκ προοιμίου κάθε συμμαχία μαζί του; Οχι, δεν είναι μίασμα - είναι δημοκρατικό κόμμα -, αλλά δεν πρέπει να δηλώνεις προκαταβολικά τη διαθεσιμότητά σου για συμμαχία μαζί του. Κι αυτό για λόγους πολιτικούς. Οταν λες ότι με την ίδια διάθεση προσέρχεσαι σε συνομιλίες για συμμαχίες με όλα τα κόμματα, δείχνεις ότι δεν αναγνωρίζεις το κύριο ζήτημα που καθόρισε και καθορίζει τις εξελίξεις τα τελευταία χρόνια, δηλαδή, αν θέλουμε να γυρίσουμε εκεί που ήμασταν ή θέλουμε να αλλάξουμε τη χώρα. Σύμφωνοι, και τα κυβερνητικά κόμματα εργάζονται εντατικά για να επιστρέψουμε στην κατάσταση που μας οδήγησε (και θα μας οδηγήσει πάλι εάν επιστρέψουμε εκεί) στη χρεοκοπία. Ομως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το κάνει απλώς, το υπόσχεται και το διακηρύσσει, και δηλώνει με όλους τους τρόπους ότι δεν θέλει να αλλάξει το παραμικρό. Να πάνε λοιπόν τα κόμματα της Κεντροαριστεράς με τους άλλους, τη ΝΔ, δηλαδή; Οχι. Να πούνε καθαρά γιατί ζητούν την ψήφο του ελληνικού λαού χωρίς να σπεύδουν να δηλώσουν τη διαθεσιμότητά τους για συμμαχίες. Τα κόμματα δεν υπάρχουν για να συμμαχούν. Υπάρχουν για να κάνουν πολιτική, κι αν χρειαστεί θα κάνουν και συμμαχίες.
Είναι αυταπάτη να νομίζεις ότι διά των συμμαχιών, ακόμη και με ένα μεγάλο ποσοστό, μπορεί να βελτιώσεις τα δύο μεγάλα κόμματα. Η κυβέρνηση θα φέρει τη δική τους σφραγίδα. Το μόνο που μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση είναι μια αταλάντευτη μεταρρυθμιστική πολιτική.
Μα θα συμφωνήσουμε σε κυβερνητικό πρόγραμμα προβάλλει αμέσως η αντίρρηση. Ξέρουμε όμως πολύ καλά, και από την πρόσφατη εμπειρία, ότι τα προγράμματα στη χώρα μας χρησιμοποιούνται κυρίως ως πρόσχημα για την κατάληψη της εξουσίας. Ας θυμηθούμε την κυβερνητική συμφωνία της τρικομματικής το 2012 που ήξεραν όλοι εκ προοιμίου ότι δεν πρόκειται να τηρηθεί. Ομως τώρα, θα πει κανείς, μπορεί τα πράγματα να γίνουν διαφορετικά. Για να γίνουν, ωστόσο, διαφορετικά δεν πρέπει να βλέπουμε τα προγράμματα ως έναν κουβά με θέσεις που κάποιοι τεχνοκράτες θα κρίνουν πόσες συμπίπτουν για να γίνει ένας συμβιβασμός. Απαξ και ξεκινάς με το δεδομένο ότι θα συμμαχήσεις, θα βρεις και το πρόγραμμα για να υποστηρίξεις τη συμμαχία αυτή.
Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να χτίσεις με την πολιτική σου τους όρους μιας μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης με καθημερινή αναμέτρηση με τα προβλήματα και σύγκρουση με τις οπισθοδρομικές δυνάμεις. Η ανάγκη για συμμαχική κυβέρνηση μπορεί να προκύψει έτσι κι αλλιώς από τις εκλογές. Θα γίνει όμως τότε με όρους που θα είναι δύσκολο να παρακαμφθούν γιατί θα έχουν κτιστεί στην πράξη και όχι στα χαρτιά. Ξέρω είναι λεπτή η διαφορά αλλά έχει μεγάλη σημασία ώστε να μη βρεθούν οι πολίτες να ψηφίζουν μεταρρυθμιστικά για να καταλήξουν χείρα βοηθείας στον ΣΥΡΙΖΑ.
Διερευνούν, λοιπόν, διάφοροι τις δυνατότητες συμμαχιών ή σπεύδουν να δηλώσουν με ποιους είναι διατεθειμένοι να συμμαχήσουν. Πρακτικά αυτό σημαίνει διαθεσιμότητα να συμμαχήσεις ή/και να συγκυβερνήσεις κυρίως με τον ΣΥΡΙΖΑ για δύο λόγους: (1) επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να προηγείται, οπότε πολλοί ενδιαφέρονται να προσδεθούν στο άρμα του και (2) επειδή ο συγχρωτισμός με τη ΝΔ είναι τοξικός αφού αυτή είχε την ευθύνη της μνημονιακής διακυβέρνησης τα τελευταία χρόνια. Τώρα που όλοι είναι ή το παίζουν αντιμνημονιακοί δεν θέλουν συμμαχία με τη ΝΔ (εκτός ίσως των συγγενών της, π.χ., Καρατζαφέρης).
Αλλά ανεξάρτητα από τον οπορτουνισμό διαφόρων που πάντα θέλουν να πηγαίνουν με τους νικητές χωρίς κριτήρια (το μόνο κριτήριο είναι πώς θα διασώσω τη βουλευτική/πολιτική μου θέση), το ζήτημα είναι πραγματικό εφόσον υπάρχει το ρεαλιστικό ενδεχόμενο να είναι πρώτο κόμμα στις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι πρέπει να κάνεις λοιπόν ως κόμμα; Δεν πρέπει να πεις αν είσαι διατεθειμένος να συμμαχήσεις μαζί του; Και μπορείς να αρνηθείς μια τέτοια συμμαχία εκ προοιμίου όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα του συνταγματικού τόξου και μπορεί να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις εκλογές δημοκρατικά; Με το που δηλώνεις όμως εκ προοιμίου τη διαθεσιμότητά σου να συμμαχήσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ τού προσφέρεις μεγάλη υπηρεσία καθώς του δίνεις τη λύση που του λείπει για τη διακυβέρνηση. Τοποθετείς τον εαυτό σου συμπληρωματικά και γίνεσαι όχημα για να καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία. Παραβιάζεις δηλαδή αυτό που ο Γιάννης Πρετεντέρης ονόμασε «πολιτική υγειονομική ζώνη» γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ η οποία, προς το παρόν, παραβιάζεται μόνο από γραφικούς πολιτευτές.
Μα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ μίασμα ώστε να αποκλείεις εκ προοιμίου κάθε συμμαχία μαζί του; Οχι, δεν είναι μίασμα - είναι δημοκρατικό κόμμα -, αλλά δεν πρέπει να δηλώνεις προκαταβολικά τη διαθεσιμότητά σου για συμμαχία μαζί του. Κι αυτό για λόγους πολιτικούς. Οταν λες ότι με την ίδια διάθεση προσέρχεσαι σε συνομιλίες για συμμαχίες με όλα τα κόμματα, δείχνεις ότι δεν αναγνωρίζεις το κύριο ζήτημα που καθόρισε και καθορίζει τις εξελίξεις τα τελευταία χρόνια, δηλαδή, αν θέλουμε να γυρίσουμε εκεί που ήμασταν ή θέλουμε να αλλάξουμε τη χώρα. Σύμφωνοι, και τα κυβερνητικά κόμματα εργάζονται εντατικά για να επιστρέψουμε στην κατάσταση που μας οδήγησε (και θα μας οδηγήσει πάλι εάν επιστρέψουμε εκεί) στη χρεοκοπία. Ομως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το κάνει απλώς, το υπόσχεται και το διακηρύσσει, και δηλώνει με όλους τους τρόπους ότι δεν θέλει να αλλάξει το παραμικρό. Να πάνε λοιπόν τα κόμματα της Κεντροαριστεράς με τους άλλους, τη ΝΔ, δηλαδή; Οχι. Να πούνε καθαρά γιατί ζητούν την ψήφο του ελληνικού λαού χωρίς να σπεύδουν να δηλώσουν τη διαθεσιμότητά τους για συμμαχίες. Τα κόμματα δεν υπάρχουν για να συμμαχούν. Υπάρχουν για να κάνουν πολιτική, κι αν χρειαστεί θα κάνουν και συμμαχίες.
Είναι αυταπάτη να νομίζεις ότι διά των συμμαχιών, ακόμη και με ένα μεγάλο ποσοστό, μπορεί να βελτιώσεις τα δύο μεγάλα κόμματα. Η κυβέρνηση θα φέρει τη δική τους σφραγίδα. Το μόνο που μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση είναι μια αταλάντευτη μεταρρυθμιστική πολιτική.
Μα θα συμφωνήσουμε σε κυβερνητικό πρόγραμμα προβάλλει αμέσως η αντίρρηση. Ξέρουμε όμως πολύ καλά, και από την πρόσφατη εμπειρία, ότι τα προγράμματα στη χώρα μας χρησιμοποιούνται κυρίως ως πρόσχημα για την κατάληψη της εξουσίας. Ας θυμηθούμε την κυβερνητική συμφωνία της τρικομματικής το 2012 που ήξεραν όλοι εκ προοιμίου ότι δεν πρόκειται να τηρηθεί. Ομως τώρα, θα πει κανείς, μπορεί τα πράγματα να γίνουν διαφορετικά. Για να γίνουν, ωστόσο, διαφορετικά δεν πρέπει να βλέπουμε τα προγράμματα ως έναν κουβά με θέσεις που κάποιοι τεχνοκράτες θα κρίνουν πόσες συμπίπτουν για να γίνει ένας συμβιβασμός. Απαξ και ξεκινάς με το δεδομένο ότι θα συμμαχήσεις, θα βρεις και το πρόγραμμα για να υποστηρίξεις τη συμμαχία αυτή.
Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να χτίσεις με την πολιτική σου τους όρους μιας μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης με καθημερινή αναμέτρηση με τα προβλήματα και σύγκρουση με τις οπισθοδρομικές δυνάμεις. Η ανάγκη για συμμαχική κυβέρνηση μπορεί να προκύψει έτσι κι αλλιώς από τις εκλογές. Θα γίνει όμως τότε με όρους που θα είναι δύσκολο να παρακαμφθούν γιατί θα έχουν κτιστεί στην πράξη και όχι στα χαρτιά. Ξέρω είναι λεπτή η διαφορά αλλά έχει μεγάλη σημασία ώστε να μη βρεθούν οι πολίτες να ψηφίζουν μεταρρυθμιστικά για να καταλήξουν χείρα βοηθείας στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου