Της Τιτίκας Δημητρούλια
ΓΚΙΝΤΕΡ ΒΑΛΡΑΦ
Από τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο. Η αθέατη πλευρά του γερμανικού θαύματος
μετ.: Μαρία Μουρσελά,εκδ. Τόπος
Μαύροι που προστατεύονται πλήρως νομικά αλλά δεν μπορούν να σταθούν πουθενά στον τόπο διαμονής τους. Μακροχρόνια άνεργοι που χάνουν μαζί με τη δουλειά και το σπίτι τους, κάθε αξιοπρέπεια αλλά και κάθε δυνατότητα επανένταξης. Αθλιοι ξενώνες αστέγων και ύπνος στο πεζοδρόμιο στους δεκαπέντε βαθμούς υπό το μηδέν. Εργαζόμενοι με μισθούς πείνας, που συχνά δεν αρκούν για τη διαβίωσή τους, «φτωχοί εργαζόμενοι», οι οποίοι λαμβάνουν επίδομα για να καταφέρουν, μετά βίας, να επιβιώσουν. Εργαζόμενοι νοικιασμένοι και μη, όλοι απροστάτευτοι, ανασφάλιστοι, με υποχρεωτικές απλήρωτες υπερωρίες σε όλους τους κλάδους και αρμοδιότητες πέρα από κάθε φαντασία, που μπορεί να συνδυάζουν το σερβίρισμα του καφέ (στα Στάρμπακς) με το καθάρισμα στις τουαλέτες. Εργαζόμενοι σε συνθήκες επικίνδυνες, που δουλεύουν ακόμα και τραυματισμένοι – και το αίμα στάζει πλάι στα ψωμάκια που φτιάχνουν· δουλεύουν εξαντλημένοι, άρρωστοι, τους αρρωσταίνει η δουλειά τους, χωρίς ποτέ αυτό να καταγράφεται πουθενά στις επαγγελματικές ασθένειες και στα εργατικά ατυχήματα.
Εργαζόμενοι υπάκουοι, πειθήνιοι, δεκτικοί στην κουλτούρα της φανφάρας περί ομαδικότητας, συναδελφικότητας και θετικής αντιμετώπισης – με το χαμόγελο, που εξαπολύουν οι επιχειρήσεις και, βεβαίως, οπωσδήποτε όχι συνδικαλισμένοι – για το καλό τους. Συνδικαλιστές που ζουν μια καθημερινή κόλαση, με διαρκείς παρενοχλήσεις, εκβιασμούς, ψυχολογικό πόλεμο που φτάνει ώς τη διάλυση της ζωής τους, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, όταν το έσχατο μέσο είναι το άγριο έως και φονικό ξυλοφόρτωμα. Φυσικά, προηγούνται η απομόνωση, η ηθική εξόντωση με τη συστηματική δυσφήμηση εντός και εκτός εταιρείας, είτε πρόκειται για βαριά βιομηχανία είτε για τον κρατικό οργανισμό σιδηροδρόμων που πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί πάση θυσία.
Εμπρακτη αλληλεγγύη
Οχι, δεν είναι η Ελλάδα της κρίσης. Είναι η Γερμανία προ και μετά κρίσης, μέσα από τα μάτια του γνωστού ακτιβιστή δημοσιογράφου με την ιδιότυπη «εισοδιστική» μέθοδο, του διάσημου Γκίντερ Βάλραφ (1942). Στην Ελλάδα δεν τον γνωρίζουμε μόνο από τα βιβλία του (εκδ. Στάχυ και Μαύρη Λίστα), αλλά και από την πλέον έμπρακτη αλληλεγγύη του στους αγωνιστές κατά τη χούντας, το 1974: αλυσοδέθηκε στο Σύνταγμα και μοίραζε προκηρύξεις, με αποτέλεσμα να έχει μια τρομακτική, όπως ομολόγησε, προσωπική εμπειρία από τα κελιά των βασανιστών.
Στις σελίδες του νέου του βιβλίου παρακολουθούμε λοιπόν την τρομερή οπισθοδρόμηση την οποία βιώνει στο σύνολό του ο δυτικός κόσμος και ήταν αδιανόητη στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν δηλαδή ο Βάλραφ ξεκίνησε να δουλεύει στη δυτικογερμανική μεταλλουργία, στους Krupp και τους Thyssen του Ράιχ και των κανονιών του, που συνέχιζαν ακάθεκτοι υπό τη δυτική προστασία, και ξεκίνησε, γεμάτος ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, να καταγγέλλει τους δυνατούς και την αυθαιρεσία τους. Τότε σφυρηλάτησε και τη μέθοδό του, που δηλώνεται πια σε πολλές γλώσσες με το όνομά του: μεταμφιεζόταν, άλλαζε ταυτότητα και πήγαινε να ζήσει στο πετσί του την εκμετάλλευση, τη συντριβή ντόπιων και ξένων, στο όνομα του γερμανικού θαύματος, το οποίο ευαγγελίζονται ώς σήμερα ασυνείδητοι δημοσιογράφοι σε διαπλεκόμενα και ιδιοτελή εκδοτικά συγκροτήματα – τα οποία επίσης ξεσκέπασε.
Εδώ και αρκετό καιρό ζούμε όμως την επιστροφή σε έναν πρώιμο, άγριο καπιταλισμό, όπως το θέτει και ο Βάλραφ, που βγήκε και πάλι στους δρόμους στα 65 του χρόνια. Και έζησε ως μαύρος, ως άστεγος, ως εργαζόμενος σε αρτοβιομηχανία αποκλειστικής συνεργασίας με το Lidl, έλιωσε στη δουλειά, μάτωσε, αδυνάτισε, τσακίστηκε. Για να καταγγείλει τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» του απροκάλυπτου ρατσισμού και της ξενοφοβίας, της πλήρους διάλυσης των εργασιακών σχέσεων, της ξεδιαντροπιάς των εργοδοτών, των στελεχών και των πολιτικών που «κοιτούν να κάνουν την μπάζα τους», που ασχολούνται «μόνο με τη δική τους ευημερία, με τη βέλτιστη προμήθεια τόσο κεφαλαίων και χρημάτων όσο και φορολογικών προνομίων». Την αναίσχυντη θριαμβολογία τους απέναντι σε μια αθώα και μαζί ενοχική φτώχεια, οφειλόμενη εντέλει στην απλή διαπίστωση των δυνατών ότι η εργασία δεν είναι σταθερό μέγεθος, αλλά υπόκειται στην προσφορά και τη ζήτηση και δεν μπορεί να προστατεύεται σε κανένα επίπεδο.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Βάλραφ κατανοεί καλύτερα τις γερμανικές -και ευρωπαϊκές- επιλογές όσον αφορά την κρίση και τη χώρα μας. Κι αναρωτιέται για τις στρατηγικές και τους τρόπους της αντίδρασης, της κοινής αντίδρασης, αφού «μόνο όποιος απολαμβάνει αλληλεγγύη και υποστήριξη έχει ακόμα ελπίδες» και ο καθένας μόνος του είναι προορισμένος να χαθεί.
Μία από τις πιο πολύκροτες έρευνες του Βάλραφ υπήρξε αυτή που αφορούσε τη χάλκευση της αλήθειας και τη χειραγώγηση του κοινού από την εφημερίδα Bild, την τόσο γνωστή μας για τα εμπρηστικά της ανθελληνικά δημοσιεύματα, και τον όμιλο του Αξελ Σπρίνγκερ (έγινε ταινία το 1990 με τον τίτλο «The man inside», όπως και η πρώτη ιστορία τού ανά χείρας βιβλίου, για την εμπειρία του ως μαύρου, είχε μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ασπρο-Μαύρο»). Ο ίδιος υπηρετεί τη δημοσιογραφία της αλήθειας στην πιο υψηλή μορφή της, μια ηθική δημοσιογραφία στο πλευρό του αδύνατου, του κατατρεγμένου, του κυριαρχούμενου (εξ ου και έχει άλλωστε υποστεί τρομερές διώξεις), ενάντια στη βαρβαρότητα της νέας/παλαιάς τάξης πραγμάτων. Υπηρετεί την ελευθερία της έκφρασης και δίνει φωνή σε όσους δεν έχουν ή όσους φιμώνονται για ποικίλους λόγους. Το καινούργιο βιβλίο του πρέπει λοιπόν να διαβαστεί και από τη σκοπιά αυτή, της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, η οποία παραβιάζεται διαρκώς με τον χειρότερο τρόπο στο όνομα της αντικειμενικότητας: μιας αντικειμενικότητας την οποία ο Βάλραφ ονομάζει δειλία και υπεράσπιση του status quo.
Περί μεθόδου
Ο Γκίντερ Βάλραφ δεν επινόησε ο ίδιος την ερευνητική του μέθοδο. Πολύ πριν από τον Αμερικανό John Howard Griffin που είχε λάβει φαρμακευτική αγωγή για να αλλάξει το χρώμα του, το 1957, και να ζήσει ως μαύρος, και τον οποίο ο Βάλραφ μνημονεύει, στον 19ο αιώνα μια επίσης Αμερικανίδα δημοσιογράφος, η Nellie Bly, παράστησε, μεταξύ άλλων, την τρελή για να νοσηλευθεί σε μια ψυχιατρική κλινική που φημιζόταν για τη βάρβαρη μεταχείριση των τροφίμων της.
Ο Γκίντερ Βάλραφ εξέλιξε βεβαίως τη μέθοδο, δημιουργώντας ένα πρότυπο που ακολουθούν σήμερα πολλοί δημοσιογράφοι, άνδρες αλλά και γυναίκες. Για παράδειγμα, η Μπάρμπαρα Ερενραϊχ, και πάλι στην Αμερική, με τη μεγάλη παράδοση των muckrakers εδώ και πάνω από έναν αιώνα, των δημοσιογράφων αλλά και συγγραφέων, όπως παλαιότερα ο Απτον Σίνκλερ, που «χαλάνε τη σούπα» του status quo: στο βιβλίο της «Για πενταροδεκάρες» περιγράφει τη ζωή της ως εργαζομένης σε δουλειές του ποδαριού με ελάχιστη αμοιβή (εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Αλλά και στη Γαλλία, όπου ο δημοσιογραφικός κώδικας δεοντολογίας δεν δέχεται την αλλαγή ταυτότητας και τη μεταμφίεση, η Φλοράνς Ομπενάς δεν δίστασε να βυθιστεί στον κόσμο της ανειδίκευτης εργασίας, παριστάνοντας την οικιακή βοηθό· η Anne Tristan, πολύ νωρίτερα, παρουσιάστηκε ως οπαδός του Λεπέν για να διεισδύσει στο Εθνικό Μέτωπο· και η Βελγομαροκινή Χιντ Φραΐχι διείσδυσε με ανάλογο τρόπο στους ισλαμιστικούς κύκλους των Βρυξελλών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου