Salvador Dalí Woman at the Window |
Tο κείμενο αυτό προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ των συνυπογραφόντων, γράφτηκε από τον Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο, αλλά συνυπογράφεται από τους Ορέστη Καλογήρου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Γιώργο Καρρά (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο), Βάσω Κιντή (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Μάνο Ματσαγγάνη, (Οικονομικό Πανεπιστήμιο), Ελίζα Παπαδάκη (δημοσιογράφο), Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο (πολιτικό αναλυτή), προκειμένου να καταδειχθεί όχι μόνο το αυτονόητο, η συμφωνία δηλαδή με τον προβληματισμό που αναπτύσσεται, αλλά κυρίως η ανάγκη κοινής στάσης, αν όχι συστράτευσης, όλων στις κρίσιμες στιγμές που διανύουμε.
Υπάρχουν ζητήματα που βρίσκονται εκτός δημοκρατικών διαδικασιών, που δεν μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να ψηφίσουμε για το αν ισχύουν, ή όχι, οι νόμοι του Νεύτωνα - είναι άλλες οι διαδικασίες μέσω των οποίων θα αποφανθούμε για την εγκυρότητα ή μη των νόμων αυτών. Αν εμείς, παρόλα αυτά, θελήσουμε να θέσουμε τους νόμους του Νεύτωνα σε ψηφοφορία, το πραγματικό νόημα της ψηφοφορίας αυτής δεν θα είναι η εγκυρότητα των νόμων, αλλά το κατά πόσον εμείς θέλουμε να τους λαμβάνουμε υπόψη ή θέλουμε να τους αγνοούμε (και ενδεχομένως να φάμε το κεφάλι μας).
Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόμοι υπάρχουν έξω από μας, Σε μας το μόνο που μένει είναι να συγχρονίσουμε τη σκέψη μας με αυτούς, να τους καταστήσουμε (και μαζί να καταστήσουμε και τους εαυτούς μας) έλλογους, ή να μην το κάνουμε: τούτο το τελευταίο μεταφερόμενο στο επίπεδο της κοινωνίας είναι υπό την ευρεία έννοια ο λαϊκισμός.
Οι κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόμους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόμοι. Με αυτή (και μόνο με αυτή) την έννοια όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόμους του, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονομικό κλπ) εντός των οποίων βρισκόμαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δημοκρατίας. Θα οφείλαμε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε το περιβάλλον αυτό και -στο βαθμό που δεν μπορούμε έτσι απλά δια προεδρικού διατάγματος να το αλλάξουμε- να το λαμβάνουμε υπόψη μας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα μας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισμού, εντός του οποίου όλοι, μα κυριολεκτικά όλοι, είμαστε βουτηγμένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσμιοποίησης μια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόμων και κανόνων, μια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόμορφου ελληνικού βολονταρισμού. Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η αριστερά την ονομάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσμα της δικής μας παιδείας, που δεν τη θεωρούμε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύμφωνα με την οποία αντίσταση σημαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειμένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Ένα μόνο παράδειγμα άγνοιας αντικειμενικών συνθηκών θα φέρουμε από το παρελθόν, γιατί σκοπός μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 80 και ενώ η Ελλάδα έχει μόλις εισέλθει στην “Κοινή Αγορά”, στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης και επομένως βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσαμε να το κωδικοποιήσουμε ως εξής: παράγουμε καπιταλιστικά, αμειβόμαστε σοσιαλιστικά, καταναλώνουμε ελεύθερα και παγκοσμιοποιημένα. Μέσα σε λίγα χρόνια ένα μεγάλο μέρος της μη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κομμάτι κατέληγε στο δημόσιο υπό τη μορφή των προβληματικών επιχειρήσεων. Στο εξής ένας ολοένα συρρικνούμενος και ασθενικός ιδιωτικός τομέας είχε να θρέψει ένα διογκωμένο και διογκούμενο δημόσιο τομέα, με συνέπεια η σοσιαλιστική αμοιβή (σύμφωνα με τις ανάγκες μας) και η ελεύθερη παγκοσμιοποιημένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται με δανεισμό.
Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόμισμα δηλαδή έπαψε
να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δημοκρατίας, ουδείς προβληματίστηκε για τη νέα αντικειμενική συνθήκη που δημιουργείτο και τον τρόπο προσαρμογής προς αυτήν. Κάπως έτσι φτάσαμε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, με μεγάλη ένταση λίγους μήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών μας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος μας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν, που η αποδοχή τους και μόνο εκ μέρους μας ήταν συνώνυμη της χρεωκοπίας.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, μιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισμού της βρίσκεται έξω από μας, εκτός ορίων της ελληνικής δημοκρατίας, στις αγορές, ήταν το μνημόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί, όπως “το απαράδεκτο μνημόνιο”, “το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος”, τάσσομαι κατά του μνημονίου”, να κάνουμε δημοψήφισμα, “να ψηφίσουμε αν είμαστε υπέρ ή κατά του μνημονίου”. Στην πραγματικότητα σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του μνημονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισμού, ή μιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του μνημονίου, για να αξιολογηθούν, θα πρέπει να συγκριθούν με τις συνέπειες του μη μνημονίου: το μνημόνιο μας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήματα με σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειμένου αφενός να εξυπηρετήσουμε το ληξιπρόθεσμο χρέος μας, αφετέρου να καλύψουμε τα καινούργια ελλείμματα που θα δημιουργήσουμε σ' αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώνουμε σταδιακά αυτά τα ελλείμματα, μέχρι να τα φέρουμε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα το 2009 το δημόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δις (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δις, άρα το έλλειμμα ήταν πάνω από 35 δις. Το μνημόνιο μας επέβαλε να μειώσουμε το 2010 το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δις. Αυτό την ίδια στιγμή σημαίνει ότι μας επέτρεπε (και μας χρηματοδοτούσε) να έχουμε ένα έλλειμμα 20 δις (35-15=20). Με αυτά τα 20 δις πληρώσαμε μισθούς (μειωμένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.
Χωρίς τα χρήματα του μνημονίου η χώρα θα χρεωκοπούσε. Χρεωκοπία σημαίνει βέβαια αδυναμία πληρωμής χρεωλυσίων, ενδεχομένως και τόκων, σημαίνει όμως ταυτόχρονα και αδυναμία δανεισμού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού δημοσίου με τον έξω κόσμο. Αδυναμία καινούργιου δανεισμού σημαίνει αδυναμία χρηματοδότησης του καινούργιου (έστω μειωμένου) ελλείμματος που “παράγουμε” σα χώρα το 2010, το 2011 κλπ. Σημαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότομη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε μια κατάσταση μηδενικού ελλείμματος σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούμε να φθάσουμε σταδιακά μέσω μνημονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότομη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουμε, είναι 36 δις μείον οι τόκοι που ενδεχομένως χρεωκοπώντας δεν θα πληρώναμε) η χώρα δεν θα μπορούσε κοινωνικά να την αντέξει -εδώ δεν καταφέρνει να αντέξει την πολύ μικρότερη προσγείωση του μνημονίου. Αν καταλαβαίνουμε καλά τα όσα περιγράφουμε, σημαίνουν στην πραγματικότητα μια κατάσταση τόσο διογκωμένου ελλείμματος, ώστε η χώρα να μην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεωκοπήσει.
Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, με τη βοήθεια και του μνημονίου, φθάσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα και επομένως δεν έχουμε ανάγκη καινούργιου δανεισμού για να χρηματοδοτήσουμε ελλείμματα, τότε και μόνον τότε θα πάμε σε μια μορφή λελογισμένης χρεωκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε με κούρεμα, είτε με επιμήκυνση, είτε με αναδιαπραγμάτευση επιτοκίου, ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών, ώστε να μειώσουμε το ύψος των τοκοχρεωλυσίων που μας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δις. Λένε πολλοί ότι το μνημόνιο αποτυγχάνει, γιατί ακόμα και στο βαθμό που πετυχαίνουμε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και επομένως δεν θα μπορέσουμε να βγούμε για δανεισμό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν μειώνονται, επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαμε παραπάνω -και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εμείς δεν έχουμε παρά να εκπληρώσουμε τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων (το μνημόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουμε τη δυνατότητα επιλογής, να “αποφασίσουμε” δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουμε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουμε να το τιμήσουμε -οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ. Τα εισαγωγικά στο “αποφασίσουμε” έχουν την έννοια, ότι η χρεωκοπία μιας χώρας δεν μπορεί να είναι μια πράξη συμφέροντος, αλλά μια πράξη εξαναγκασμένη, μια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της μορφής η χρεωκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεωκοπία, κοινώς το φέσωμα (που ορισμένοι αριστεροί προτείνουν κάπου μεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν, ότι την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του μνημονίου, εμείς είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τη χρεωκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες βδομάδες δεν θα διαθέταμε συνάλλαγμα να αγοράσουμε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά μας.
Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το μνημόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κομπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δις δανεικά στην οικονομία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούμενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (μνημόνιο), είτε απότομα (μη μνημόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισμού είναι η συρρίκνωση. Ας μας πει κάποιος πως θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονομία, χωρίς να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουμε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωμετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση ανάπτυξη μπορεί καταρχάς να έρθει μόνο απέξω.
Να προβλέψουμε σήμερα την τύχη του μνημονίου, κατά πόσον δηλαδή θα μας οδηγήσει σε μια δυνατότητα εξόδου στις αγορές ή σε χρεωκοπία, είναι αδύνατο, γιατί η απάντηση εξαρτάται κυρίως από κάποιας μορφής ρύθμιση του χρέους, ρύθμιση που πάλι δεν εξαρτάται από μας, αλλά από αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης. Δεν μπορούμε να μπούμε εδώ σε αυτή τη μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αυτό που εξαρτάται από μας είναι να μηδενίσουμε το έλλειμμά μας για να είμαστε έτοιμοι και για τη μία και για την άλλη περίπτωση. Αντιθέτως, αυτό που μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια είναι το τοπίο εντός του οποίου θα κινηθούμε ως χώρα στο προβλεπτό μέλλον (ας πούμε τις επόμενες μια-δυο δεκαετίες), είτε “πετύχει” είτε “αποτύχει” το μνημόνιο. Σε αυτό το προβλεπτό μέλλον λοιπόν και μετά την “επανάσταση” των δανειστών μας το 2009, κανείς δεν πρόκειται να μας δανείσει για να χρηματοδοτήσει καινούργια ελλείμματα. Επομένως ο πλούτος της χώρας, τα χρήματα που θα έχουμε για να ζήσουμε, για να χρηματοδοτήσουμε τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία μας, τις συντάξεις μας και για να πληρώνουμε πίσω τα κουρεμένα ή ακούρευτα τοκοχρεωλύσιά μας, θα είναι αυστηρά ό,τι παράγουμε και ό,τι μπορούμε να πουλήσουμε, στους εαυτούς μας και στους άλλους. Αν αυτά είναι πολλά, έχει καλώς, αν είναι λίγα, τόσο το χειρότερο για μας. Και είναι επίσης σίγουρο ότι σήμερα ξεκινάμε από τα λίγα, ή μάλλον από τα πολύ λίγα.
Μεταβαίνουμε επομένως (έχουμε ήδη εισέλθει) από μιαν εποχή του απόλυτου σε μια εποχή του οικονομικά σχετικού. Από μιαν εποχή, όπου πολλοί άνθρωποι στο δημόσιο τομέα, στενό και ευρύτερο, αλλά και συνταξιούχοι, μέχρι και αγρότες που στήναν μπλόκα στα Μάλγαρα, αμείβονταν σύμφωνα με τις ανάγκες τους (έστω τις ελάχιστες ανάγκες για μερικούς από αυτούς) και τις διεκδικήσεις τους, το δε κράτος δανειζόταν για να καλύψει αυτές τις ανάγκες, περνάμε σε μιαν εποχή που οι ανάγκες θα πρέπει να προσαρμοστούν στο τι παράγουμε και τι είμαστε σε θέση να πουλήσουμε (ανταλλάξουμε). Σε αυτή την καινούργια εποχή του σχετικού δεν υπάρχουν απόλυτες και κατοχυρωμένες κοινωνικές κατακτήσεις κι ας τις έχουν γράψει στο παρελθόν με ανεξίτηλη μελάνη επιφανείς νομικοί στα βιβλία του κράτους. Δεν υπάρχουν απόλυτα εγγυημένα χρήματα ούτε καν ονομαστικά, όπως θα υπήρχαν, αν π.χ. το κράτος ήλεγχε ακόμα (νόμιζε, όπως λέει και η λέξη, δηλαδή θέσπιζε) το νόμισμα. Αν ακόμα είχαμε το νόμισμα (δραχμή) ως κράτος στα χέρια μας, θα μπορούσαμε να κοροϊδευόμαστε (όπως κάναμε πολλάκις στο παρελθόν) ότι κατοχυρώνουμε ονομαστικά σταθερές αξίες (και να καμωνόμαστε ότι αγνούμε πως οι πραγματικές αξίες μειώνονταν ακολουθώντας τους νόμους της οικονομίας). Τώρα με το ευρώ δεν μας δίνεται ούτε καν αυτή η δυνατότητα: το νόμισμα δεν εξαρτάται από μας και από κανέναν μεμονωμένο εταίρο, έχει (με γερμανική συμβολή) καταστεί απόλυτη αξία κάτι σαν τα χρυσά νομίσματα του παρελθόντος. Αλλά κι αυτά οι παλιοί μας πρόγονοι τα νόθευαν (πληθώριζαν), όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν (νάτες πάλι οι αναθεματισμένες οι ανάγκες, πετιούνται). Άραγε θα επιτρέψει η γερμανική ορθοδοξία, για μία μόνο φορά, να κάνει και η Ευρώπη το ίδιο, να μετατραπούν δηλαδή
κρατικά χρέη σε πληθωρισμό; Ίδωμεν, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό είναι στο χέρι μας. Και το πρόβλημα, αν καταφέρουν και το περιορίσουν σε Ελλάδα και Ιρλανδία, δεν θα είναι και δικό τους (των άλλων Ευρωπαίων), αλλά μόνο δικό μας.
Σε αυτό το νέο τοπίο στο οποίο ήδη βρισκόμαστε, η ανακατάκτηση των κατακτήσεων που χάθηκαν δεν θα γίνει με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Θέλουμε δε θέλουμε, κατακτήσεις από δω και πέρα θα είναι τα μερίδια αγοράς, εγχώριας και ξένης, τα οποία κατακτούμε. Αυτού του τύπου οι κατακτήσεις δεν είναι μόνιμες, δεν είναι ποτέ κατοχυρωμένες, απαιτούν διαρκή προσπάθεια για να διατηρηθούν ή και να διευρυνθούν. Είναι όμως από αυτές τις κατακτήσεις, από την παρουσία μας δηλαδή στην αγορά, που θα προκύψει η όποια πίτα κληθούμε να μοιραστούμε με δεξιό ή αριστερό τρόπο. Κι αν όμως νομίζουμε ότι τουλάχιστον ως προς αυτό, το αν δηλαδή θα μοιράσουμε την πίτα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, είμαστε επιτέλους ελεύθεροι να επιλέξουμε δημοκρατικά τον τρόπο διανομής της αρεσκείας μας, είμαστε και πάλι γελασμένοι. Γιατί η αγορά έχει νόμους κι όποιος δεν τους ακολουθήσει, η αγορά τον ξεβράζει. Με άλλα λόγια ο τρόπος που θα επιλέξουμε να διανείμουμε την πίτα θα επηρεάσει το μέγεθος της ίδιας της πίτας.
Οι αριστεροί, για να κάνουμε τη ζωή μας εύκολη και λάιτ, θεωρήσαμε το νεοφιλελευθερισμό ως ένα φαινόμενο που εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στο χώρο της ιδεολογίας. Ως εκ τούτου πιστέψαμε ότι αν αντιπαλέψουμε ιδεολογικά το νεοφιλελευθερισμό, τον ξεριζώσουμε δηλαδή από τα μυαλά των ανθρώπων (άλλωστε από “ζύμωση” πάντα καλά τα πηγαίναμε), μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ιδεολογία, είναι κατάσταση πραγμάτων. Για να είμαστε πιό ακριβείς ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία που απορρέει από την κατάσταση της δικτατορίας της αγοράς παγκοσμίως. Και η κατάσταση αυτή, όσο κι αν δεν μας αρέσει και όσο αποτελεσματικά κι αν την αποκρούσουμε ιδεολογικά, είναι εκεί, πεισματικά, και υπαγορεύει τους κανόνες και τους νόμους της σε όποιον θέλει να υπάρξει εντός της οικονομίας, σε όλους δηλαδή, χωρίς να μας ρωτάει αν αυτοί μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν. Για να κάνουμε δε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα, να συμπληρώσουμε ότι την κατάσταση αυτή, την αγορά, τη συναποτελούμε και τη συνδιαμορφώνουμε όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, όλοι με πανομοιότυπο τρόπο. Οι αριστεροί δηλαδή, ενώ διατεινόμαστε ότι έχουμε να προτείνουμε έναν “αριστερό τρόπο παραγωγής”, δεν έχουμε και βεβαίως δεν ακολουθούμε έναν αντίστοιχο αριστερό τρόπο κατανάλωσης. Αλλ' έτσι υπαγορεύουμε κι εμείς τους νόμους της αγοράς τη κυριαρχία των οποίων κατά τα άλλα αντιμαχόμαστε.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, με την καθοριστική αλλά όχι αποκλειστική συμβολή του ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά υπέστη μία μετάλλαξη. Από την Αριστερά της θυσίας, της ατομικής θυσίας, για χάρη των μεγάλων πολιτικών και συλλογικών προταγμάτων, είτε αυτά ήταν ο σοσιαλισμός, είτε η δημοκρατία, προταγμάτων που κάθε αριστερός ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ατομικό κόστος για να τα διεκδικήσει, περάσαμε, με την εδραίωση της δημοκρατίας, σε μια άλλου τύπου Αριστερά του εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν. Μια αριστερά που, ίσως και λόγω της στέρησης και της κακουχίας του παρελθόντος, αισθάνεται ότι τώρα ήρθε πια η ώρα να διεκδικήσουμε τη ζωή, ο καθένας για τον εαυτό του, ή τον κλάδο του (αλλά και πάλι με την έννοια του εαυτού του).
Περάσαμε δηλαδή από μια πολιτική Αριστερά σε μιαν οικονομιστική Αριστερά, από μιαν Αριστερά που διεκδικεί το συνολικό, δηλαδή το όλον, σε μιαν Αριστερά που εντός του συστήματος διεκδικεί το ατομικό, το μερικό, μια πιο εγωϊστική Αριστερά. Ας το πούμε κυνικά: αυτή η Αριστερά είναι ακίνδυνη για το σύστημα, αλλά ζητάει “οικονομικό αντάλλαγμα” ώστε να είναι ακίνδυνη για το σύστημα. Λέμε όλοι ότι οι πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης είναι περίοδος ηγεμονίας των αριστερών ιδεών. Αλλά αυτές οι ιδέες πλήρωσαν ένα τίμημα ώστε να μπορούν να ηγεμονεύουν μέσα σε μιαν αδιαλείπτως καπιταλιστική κοινωνία.
Τούτη η ιδεολογική διεργασία (στην οποία οφείλεται η μεγάλη πολιτική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ) συνοδεύτηκε και από μιαν αντίστοιχη οικονομική διεργασία, την οποία έχουμε ήδη υπαινιχθεί προηγουμένως: το δημόσιο, προκειμένου να εξασφαλίσει το “αντάλλαγμα”, αρχίζει να τυπώνει χρήμα αλλά και να δανείζεται χρήμα (ειρήσθω εν παρόδω: το τύπωμα, δηλαδή ο πληθωρισμός οδηγεί σε μαζική φυγή εγχωρίων κεφαλαίων στο εξωτερικό προς εξασφάλιση της αξίας τους κι αυτό πέραν του ότι στερεί πόρους για την ανάπτυξη, δημιουργεί ανάγκη περαιτέρω εξωτερικού δανεισμού οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο). Αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση του δανεισμού από το κράτος προς εξυπηρέτηση ατομικών αναγκών δημιουργεί στους Έλληνες μιαν αντίστοιχη ιδεολογία. Την ιδεολογία ότι το κράτος ορίζει το χρήμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται μια απέραντη πηγή πλούτου από την οποία μπορεί να διεκδικήσει κανείς το μερτικό που αναλογεί στις ανάγκες του. “Δεν θα κερδίσεις αν δεν διεκδικήσεις” έγραφε ένα πανό των περσινών (και τελευταίων) αγροτικών κινητοποιήσεων εκφράζοντας με τον πιο λακωνικό τρόπο τη διάχυτη ιδεολογία που στο μεταξύ είχε εδραιωθεί όχι μόνο στους εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, ότι δηλαδή δεν κερδίζουμε (ή δεν κερδίζουμε μόνο) πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας στην αγορά, αλλά διεκδικώντας μαχητικά μερίδια από τον απέραντο δημόσιο κορβανά. Υπερβάλλοντας κάπως μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα δημιουργήσαμε έναν δεύτερο, παράλληλο προς τον καπιταλιστικό, τρόπο παραγωγής που συνίσταται στην ατομική (ή και κλαδική) ιδιοποίηση δημόσιου χώρου, με τη έννοια όχι μόνο του δημοσίου χρήματος ή της δημόσιας γης, αλλά της δημόσιας σφαίρας γενικότερα. Γιατί αυτό που ξεκίνησε ως οικονομική συνδρομή του κράτους σε έναν ταλαιπωρημένο πληθυσμό, πολύ σύντομα κατέληξε σε ένα γενικευμένο πλιάτσικο των ατόμων εναντίον της δημόσιας σφαίρας, σε ατομική εδώ και τώρα κατανάλωση της δημόσιας σφαίρας.
Το φαινόμενο, όπως είπαμε, υπερέβη το δημόσιο χρήμα και επεκτάθηκε σε όλες τις εκφάνσεις αυτού που αποκαλούμε δημόσιο χώρο. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα ότι στο σκάνδαλο Βατοπεδίου και με αφορμή δημόσιες εκτάσεις γύρω από τη Θεσσαλονίκη που περιήλθαν μέσω ανταλλαγών στη Μονή, η οποία και τις πούλησε, αυτοί που αντέδρασαν δεν ήταν τίποτε αγανακτισμένοι πολίτες, αλλά οι δικηγόροι μιας ομάδας γονέων, οι οποίοι προόριζαν (ή το κράτος τους είχε υποσχεθεί) τις ίδιες αυτές δημόσιες εκτάσεις για να προικίσουν τις κόρες τους, για μιαν άλλη ιδιοποίηση δηλαδή. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική γιατί δείχνει μια διαμάχη όλων εναντίον όλων με λάφυρο το δημόσιο χώρο, μια μάχη του ατόμου εναντίον κάθε μορφής κοινωνικής συγκρότησης. Αλλά δεν ήταν μόνον οι υλικές εκφάνσεις του δημοσίου χώρου (γη, χρήμα) που διεκδικήθηκαν προς ιδιωτικοποίηση, τα ίδια έπαθαν και οι έννοιες, το περιεχόμενο των οποίων και αυτό στρεβλώθηκε. Η έννοια της γνώσης, για παράδειγμα, ως δημοσίου αγαθού, ως αγαθού δηλαδή από το οποίο ωφελείται όλη η κοινωνία, στρεβλώθηκε, αποστερήθηκε του κοινωνικού της περιεχομένου, ιδιωτικοποιήθηκε, κατάντησε ένα κενό γνωστικού περιεχομένου αποδεικτικό χαρτί προς ιδιωτική επαγγελματική εξαργύρωση (και εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς τι ρόλο έπαιξαν τα δανεικά χρήματα, δηλαδή τα ψεύτικα χρήματα, στη δημιουργία ψεύτικων επαγγελματιών). Η ίδια η έννοια της κοινωνίας, ο τρόπος που καταλαβαίνουμε την κοινωνία και τις συλλογικότητες γενικότερα, στρεβλώθηκε κι αυτή. Συλλογικότητα κατέληξε να θεωρείται το άθροισμα χιλιάδων ή εκατομμυρίων επιμέρους ατομικοτήτων και κοινωνικό συμφέρον το άθροισμα όλων αυτών των ατομικών συμφερόντων. Αλλά όσες ατομικότητες και αν προσθέσει κανείς, τίποτε συλλογικό δεν προκύπτει ως άθροισμα, αν δεν προηγηθεί ένας μετασχηματισμός του ατομικού, μετασχηματισμός που αυτός και μόνον αυτός δημιουργεί μια νέα διάσταση, τη διάσταση του συλλογικού, ένα νέο χώρο, τον δημόσιο χώρο. Όταν λοιπόν λέμε ότι ο δημόσιος χώρος λεηλατήθηκε, κατακλύσθηκε από το ατομικό, δεν περιγράφουμε μόνον μιαν υλική λεηλασία, αλλά μια διαδικασία έκλειψης της ίδιας
της έννοιας του δημόσιου χώρου. Η οικονομική χρεωκοπία του δημοσίου που ζούμε εδώ και έναν χρόνο δεν είναι παρά η ποσοτική έκφανση του συνολικότερου αυτού φαινομένου. Η ανομία -γιατί οι νόμοι δεν είναι κι αυτοί παρά μια συνθήκη συνοχής του δημόσιου χώρου- είναι μιά άλλη έκφανση αυτής της καταστροφής.
Αν, όπως είπαμε, το δημόσιο είμαστε όλοι εμείς αλλά μετασχηματισμένοι (σαν από έναν καθρέφτη μέσω του οποίου βλέπουμε ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσμα της κοινωνίας), ο κατακλυσμός και η καταστροφή του δημόσιου χώρου από την έκρηξη της ατομικότητας περιγράφει απλούστατα μία κατάσταση όπου το άτομο, ο κλάδος και γενικότερα το μερικό, στρέφεται εναντίον του γενικού και μέσω αυτού εναντίον όλων ημών των άλλων μεμονωμένα. Η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου σημαίνει λοιπόν γενικευμένο πόλεμο του καθενός εναντίον του διπλανού του, του ενός κλάδου εναντίον του άλλου κλάδου, του σημερινού συνταξιούχου εναντίον του αυριανού συνταξιούχου, της σημερινής γενιάς εναντίον των επομένων, μια ζωή αφόρητη έξω από τα ιδιωτικά μας καταφύγια εκεί όπου αρχίζει η κοινωνική ζούγκλα, σημαίνει τελικά την καταστροφή της πολιτικής και του πολιτισμού.
Η ιδεολογική αλλά και “αγωνιστική” συμβολή της μεταπολιτευτικής Αριστεράς (όσο κι αν δεν κυβέρνησε ποτέ) σε αυτή την έξαρση του ατομικισμού και την καταστροφή του δημόσιου χώρου ήταν και είναι καθοριστική. Η Αριστερά προσχώρησε ασμένως στη λαϊκιστική στρέβλωση δικών της ιδεών κατά τη δεκαετία του 80 και έχει καταλήξει σήμερα να είναι προνομιακός -αλλ' όχι μοναδικός- υπερασπιστής του ανδρεοπαπανδρεϊσμού της δεκαετίας αυτής. Η ρεαλιστική δυνατότητα, η ρεαλιστική διέξοδος, δημιουργίας χρήματος (και δια του δανεισμού) από το κράτος, γρήγορα έστρεψε την ταξική πάλη από το κεφάλαιο προς το κράτος, από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο χώρο. Η Αριστερά κατανόησε τον εαυτό της ως προνομιακό φορέα αυτής της διεκδίκησης δημοσίου χώρου, αλλά με τον δικό της τρόπο: όχι τον κυβερνητικό-αναδιανεμητικό, αλλά τον αγωνιστικό. Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά ταυτίζοντας το κράτος με το κεφάλαιο, έστρεψε τη διεκδίκηση εναντίον του κράτους, εναντίον της θεσμισμένης υπαρκτής συλλογικότητας. Ταυτίστηκε με επιμέρους κοινωνικά στρώματα, κλάδους ή άτομα (του δημοσίου τομέα αλλ' όχι μόνο), συμμάχησε με το μερικό εναντίον του γενικού, συμμάχησε με το άτομο εναντίον του κράτους. Για αυτή την Αριστερά που έχει υιοθετήσει τη σκοπιά του ατόμου, το κράτος, ακόμα και εν καιρώ δημοκρατίας, δεν είμαστε όλοι εμείς, δεν είναι καν “δικό τους και δικό μας”, είναι ξένο, ανήκει στον αντίπαλο, είναι ο πολιτικός φορέας του καπιταλισμού που πρέπει να καταστραφεί. Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικού και του μερικού φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε, έστω και η απόπειρα να σκεφτεί κάποιος από τη σκοπιά του γενικού, να καταγγέλλεται ως κυβερνητισμός. Ακόμα και τα ασφαλιστικά ταμεία δεν είναι για αυτή την Αριστερά δικά μας, δεν ανήκουν στους εργαζόμενους, αλλά αντιμετωπίζονται σα να είναι ξένα, ένας θεσμός κατάλληλος, από τη σκοπιά του ατόμου και του ατομικισμού, μόνο για άρμεγμα. Η ταξική πάλη από πάλη των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου, μετασχηματίστηκε σε πάλη του ατόμου ενάντια στο κράτος (ως εκ τούτου η Αριστερά αυτή συμπορεύεται φυσιολογικά και εκ των πραγμάτων με τον αντιεξουσιαστικό χώρο γυρίζοντας το ρολόϊ της ιστορίας της διακόσια χρόνια πίσω). Η Παπαρήγα έκανε μια πολύ ωραία και πολύ αριστερή ομιλία-ανάλυση στη συζήτηση για το μνημόνιο στη Βουλή, μόνο που συνέχεε διαρκώς το κεφάλαιο με το κράτος. Την ίδια βδομάδα, έξω από τη Βουλή, δήλωνε στους δημοσιογράφους: “κι έτσι κι αλλοιώς θα μας τα πάρουν”. Ποιοί είναι αυτοί; Το δημόσιο. Ποιοί είμαστε εμείς; Τα άτομα. Τι θα μας πάρουν; Φόρους. Αλλά για την Παπαρήγα “αυτοί” ήταν το κεφάλαιο και “εμείς” οι εργαζόμενοι.
Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικισμού, ήταν η αιτία της επιτυχίας και της επιβίωσης της Αριστεράς στην Ελλάδα σε μια περίοδο που, μετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μαζί του συλλογικού οράματος της Αριστεράς, σε άλλες χώρες της Ευρώπης η Αριστερά μπήκε στο περιθώριο. Αλλ' η διαπίστωση αυτή είναι ταυτόσημη με την απόφανση ότι αυτός, η παρόξυνση του ατομικισμού, υπήρξε ταυτόχρονα και ο ιστορικός της ρόλος την τελευταία τριακονταετία στην Ελλάδα και με αυτή την έννοια η Αριστερά συνέβαλε το μερτικό της στη σημερινή χρεωκοπία του συνόλου και στα δεινά των ατόμων που αυτή συνεπάγεται. Δεν ήταν βέβαια αυτές οι προθέσεις της, όταν ξεκινούσε τη μεταπολιτευτική της πορεία. Για άλλο ταξίδι είχαν ξεκινήσει τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όταν μαζεύονταν τότε στα στάδια για να τραγουδήσουν Θεοδωράκη. Ακόμα και
σήμερα, που τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει, δεν μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική Αριστερά ασκεί συνειδητά αυτό τον ιστορικό ρόλο. Άλλοι φαντάζονται καλλιεργώντας τον ατομικισμό, ότι ασκούν πολιτική ζύμωσης για να καταδείξουν στο άτομο ότι το σύστημα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους. Άλλοι απολαμβάνουν την αγωνιστική διεκδίκηση ατομικιστικών αιτημάτων ως προοίμιο ευρύτερων επαναστατικών αγώνων. Σίγουρα όλοι βρίσκουν ένα ρόλο, μια θέση, σε όλη αυτή την ιστορία, ρόλο που τους επιτρέπει να υπάρχουν ως αριστεροί στην αγορά της Αριστεράς (για να μην πούμε τίποτα χειρότερο). Σε πείσμα όμως όλων, η ιστορία δεν γράφεται από τις υποκειμενικές προθέσεις μας, αλλά από τις πράξεις μας και τα αποτελέσματά τους, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αυτές αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον. Ξαναγυρίζουμε έτσι στη γνώση του περιβάλλοντος από την οποία ξεκινήσαμε.
Μπορούμε τώρα να επανέλθουμε στο ερώτημα που έχουμε θέσει σχετικά με το ρόλο της Αριστεράς στο νέο τοπίο. Από όσα είπαμε, ένα πράγμα προκύπτει: ότι ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ρόλος αντιστροφής, ιστορικής αντιστροφής, των όσων με συνευθύνη της Αριστεράς διαπράχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Οφείλουμε, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, να ξαναχτίσουμε όσα χρεωκοπήσαμε, αν θέλετε γιατί είναι (και) δικά μας δημιουργήματα, είτε μιλάμε για το κράτος και το κράτος πρόνοιας, είτε μιλάμε για τα ταμεία, για τους θεσμούς, την παιδεία, την αλληλεγγύη και πάνω από όλα την ιδιότητα του πολίτη. Όλα αυτά μας πήρε δύο αιώνες για να τα στήσουμε στα πόδια τους, μα μόλις δυο δεκαετίες για να τα γκρεμίσουμε. Το οφείλουμε όμως όχι μόνο στην ιστορία μας, αλλά και στο λαό, στους πιο αδύναμους, γιατί αυτοί είναι που έχουν πάντα περισσότερη ανάγκη από το κράτος και τους θεσμούς. Ο λαός έχει και θα έχει ανάγκη το κράτος του, μόνο που, σήμερα που μιλάμε, έχει ακόμα περισσότερο το κράτος ανάγκη το λαό του. Κι αν αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τα βάρη της ανασυγκρότησης θα πέσουν, όσες δόσεις κοινωνικής δικαιοσύνης κι αν προσθέσουμε, τελικά στις πλάτες του λαού, η απάντηση είναι μοιρολατρικά μία: γιατί, πότε άραγε στην ιστορία ήταν αλλοιώς;
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι πρέπει να επανανακαλύψουμε και να προτάξουμε το γενικό έναντι του μερικού, το δημόσιο έναντι του ατομικού. Να επανανακαλύψουμε τον κυβερνητισμό, όχι για να κυβερνήσουμε, μα για να γνωρίσουμε και να διαδώσουμε την ιδεολογία του συνολικού, τη σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος, σε τελευταία ανάλυση την ιδιότητα του πολίτη. Να μην υπομένουμε απλώς στωϊκά (δηλαδή από τη σκοπιά του ατομικισμού) τις κακουχίες που έρχονται, μα να τις συναντήσουμε με πνεύμα προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης. Να δεχτούμε και μειώσεις μισθού, όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει επι ποινή καταστροφής η αγορά, αλλά για να μπορέσουν και κάποιοι άλλοι να κρατήσουν τη δουλειά τους -και για τον εαυτό τους μα και για να συμβάλουν κι αυτοί με την παραγωγή τους στην ανασυγκρότηση. Να στήσουμε μέσα από τα μειωμένα έσοδά μας ένα δίχτυ προστασίας για τους απολυμένους, τους πολλούς που αναπόφευκτα θα χάσουν τη δουλειά τους καθώς ολόκληρες περιοχές της οικονομίας θα καταστρέφονται ή θα συρρικνώνονται. Και επειδή άλλοι οικονομικοί τομείς θα πρέπει μελλοντικά να αντικαταστήσουν αυτούς που καταστράφηκαν, θα πρέπει να ανασυγκροτήσουμε την παιδεία ως παραγωγική δύναμη (με την ευρύτερη δυνατή έννοια), να ασχοληθούμε και με την παραγωγή της πίτας, να επανανακαλύψουμε τον παραγωγισμό, τον οποίο εγκαταλείψαμε εδώ και πενήντα χρόνια κάπου εκεί στον Μπάτση. Να εναντιωθούμε σε κάθε είδους σπατάλη και ιδιοποίηση δημοσίου χρήματος με επίγνωση ότι στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όχι απλώς οι “κλέφτες”, αλλά και πολλοί υψηλόμισθοι και υψηλοσυνταξιούχοι των ΔΕΚΟ, όπως επίσης στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι κάθε λογής φοροφυγάδες, οι οποίοι όχι μόνο ιδιοποιούνται δημόσιο χρήμα, αλλά και με την ψευδή εικόνα που παρουσιάζουν, καθιστούν ανεφάρμοστο κάθε στοιχειώδες μέτρο κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Να συμβάλουμε στην ανάδειξη συνδικαλιστών που είναι ταυτόχρονα και πολίτες, δηλαδή να πολιτικοποιήσουμε τον συνδικαλισμό, πράγμα που θα οδηγούσε σε ένα νέο είδος ανθρώπου-συνδικαλιστή, το οποίο διαλέγεται (άρα είναι και σκεπτόμενο) αντί να συμπεριφέρεται ως στρατιωτική φάλαγγα στην οδό Σταδίου.
Πόσο αριστερή είναι άραγε αυτή η Αριστερά, πόσο αλλάζει την κοινωνία; Θα μπορούσαμε υπεκφεύγοντας να απαντήσουμε: “πάντως όχι λιγότερο από την υπαρκτή”. Οφείλουμε ωστόσο και μιαν απάντηση επί της ουσίας. Επί της ουσίας λοιπόν και έχοντας ήδη δεχθεί ότι το δρόμο εξόδου από την κρίση τον υπαγορεύουν κατά βάση οι αγορές, η προτεινόμενη αναγκαστική συμπόρευση με την δεδομένη αυτή κατάσταση, δεν αλλάζει βέβαια τον κόσμο, ούτε καν ριζικά την ελληνική κοινωνία -απλώς την επαναφέρει σε ένα επίπεδο κυριαρχίας το οποίο είχε, ή νόμιζε ότι έχει κατακτήσει και το απώλεσε. Συντηρεί δηλαδή, ή μάλλον δημιουργεί, ένα κράτος με όση φωνή αλλά και προστατευτική ισχύ αυτό μπορεί να έχει σε καιρό παγκοσμιοποίησης. Όσο για την αλλαγή της κοινωνίας είπαμε ότι οι οικονομικοί και κοινωνικοί νόμοι, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης, δεν είναι αιώνιοι και αναλλοίωτοι, μεταβάλλονται ή και αλλάζουν ριζικά. Κι όσο κι αν χωράει πολλή συζήτηση αν είναι τελικά οι άνθρωποι που αλλάζουν τις συνθήκες, ή οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα αλλαγμένων συνθηκών και ο καθένας μπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα με το βαθμό αισιοδοξίας ή κοινωνικού ντετερμινισμού που τον διακρίνει, είναι σίγουρο ότι ακόμα κι αν ισχύει το δεύτερο, πραγματοποιείται μέσω του πρώτου. Οι άνθρωποι καθημερινά δρουν μέσα στα πράγματα και τα επηρεάζουν ή και τα αλλάζουν με τη δράση τους -αλλά για να επηρεάσεις και να αλλάξεις κάτι πρέπει να παρέμβεις πολιτικά στο πεδίο ορισμού του. Και είναι ακριβώς αυτό το πεδίο ορισμού που στον καιρό της παγκοσμιοποίησης είναι πολιτικά ασχημάτιστο και διαφεύγει από την εμβέλεια της παρέμβασής μας. Στο σχηματισμό, στην πολιτική σχηματοποίηση, αυτού του παγκόσμιου πεδίου είναι που υπάρχουν όχι απλώς τα περιθώρια, αλλά και το καθήκον αριστερής πολιτικής παρέμβασης με την κυριολεξία του όρου, δηλαδή παρέμβαση που δημιουργεί πράγματα και αλλάζει πράγματα. Αλλά ακόμα κι αυτή η παρέμβαση προϋποθέτει κράτος, κράτος με φωνή και παρουσία, κατά το δυνατόν ισχυρό κράτος. Γυρίζουμε έτσι και πάλι στο ζήτημα της ανασυγκρότησής του.
Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόμοι υπάρχουν έξω από μας, Σε μας το μόνο που μένει είναι να συγχρονίσουμε τη σκέψη μας με αυτούς, να τους καταστήσουμε (και μαζί να καταστήσουμε και τους εαυτούς μας) έλλογους, ή να μην το κάνουμε: τούτο το τελευταίο μεταφερόμενο στο επίπεδο της κοινωνίας είναι υπό την ευρεία έννοια ο λαϊκισμός.
Οι κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόμους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόμοι. Με αυτή (και μόνο με αυτή) την έννοια όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόμους του, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονομικό κλπ) εντός των οποίων βρισκόμαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δημοκρατίας. Θα οφείλαμε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε το περιβάλλον αυτό και -στο βαθμό που δεν μπορούμε έτσι απλά δια προεδρικού διατάγματος να το αλλάξουμε- να το λαμβάνουμε υπόψη μας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα μας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισμού, εντός του οποίου όλοι, μα κυριολεκτικά όλοι, είμαστε βουτηγμένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσμιοποίησης μια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόμων και κανόνων, μια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόμορφου ελληνικού βολονταρισμού. Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η αριστερά την ονομάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσμα της δικής μας παιδείας, που δεν τη θεωρούμε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύμφωνα με την οποία αντίσταση σημαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειμένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Ένα μόνο παράδειγμα άγνοιας αντικειμενικών συνθηκών θα φέρουμε από το παρελθόν, γιατί σκοπός μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 80 και ενώ η Ελλάδα έχει μόλις εισέλθει στην “Κοινή Αγορά”, στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης και επομένως βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσαμε να το κωδικοποιήσουμε ως εξής: παράγουμε καπιταλιστικά, αμειβόμαστε σοσιαλιστικά, καταναλώνουμε ελεύθερα και παγκοσμιοποιημένα. Μέσα σε λίγα χρόνια ένα μεγάλο μέρος της μη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κομμάτι κατέληγε στο δημόσιο υπό τη μορφή των προβληματικών επιχειρήσεων. Στο εξής ένας ολοένα συρρικνούμενος και ασθενικός ιδιωτικός τομέας είχε να θρέψει ένα διογκωμένο και διογκούμενο δημόσιο τομέα, με συνέπεια η σοσιαλιστική αμοιβή (σύμφωνα με τις ανάγκες μας) και η ελεύθερη παγκοσμιοποιημένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται με δανεισμό.
Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόμισμα δηλαδή έπαψε
να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δημοκρατίας, ουδείς προβληματίστηκε για τη νέα αντικειμενική συνθήκη που δημιουργείτο και τον τρόπο προσαρμογής προς αυτήν. Κάπως έτσι φτάσαμε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, με μεγάλη ένταση λίγους μήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών μας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος μας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν, που η αποδοχή τους και μόνο εκ μέρους μας ήταν συνώνυμη της χρεωκοπίας.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, μιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισμού της βρίσκεται έξω από μας, εκτός ορίων της ελληνικής δημοκρατίας, στις αγορές, ήταν το μνημόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί, όπως “το απαράδεκτο μνημόνιο”, “το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος”, τάσσομαι κατά του μνημονίου”, να κάνουμε δημοψήφισμα, “να ψηφίσουμε αν είμαστε υπέρ ή κατά του μνημονίου”. Στην πραγματικότητα σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του μνημονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισμού, ή μιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του μνημονίου, για να αξιολογηθούν, θα πρέπει να συγκριθούν με τις συνέπειες του μη μνημονίου: το μνημόνιο μας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήματα με σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειμένου αφενός να εξυπηρετήσουμε το ληξιπρόθεσμο χρέος μας, αφετέρου να καλύψουμε τα καινούργια ελλείμματα που θα δημιουργήσουμε σ' αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώνουμε σταδιακά αυτά τα ελλείμματα, μέχρι να τα φέρουμε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα το 2009 το δημόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δις (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δις, άρα το έλλειμμα ήταν πάνω από 35 δις. Το μνημόνιο μας επέβαλε να μειώσουμε το 2010 το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δις. Αυτό την ίδια στιγμή σημαίνει ότι μας επέτρεπε (και μας χρηματοδοτούσε) να έχουμε ένα έλλειμμα 20 δις (35-15=20). Με αυτά τα 20 δις πληρώσαμε μισθούς (μειωμένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.
Χωρίς τα χρήματα του μνημονίου η χώρα θα χρεωκοπούσε. Χρεωκοπία σημαίνει βέβαια αδυναμία πληρωμής χρεωλυσίων, ενδεχομένως και τόκων, σημαίνει όμως ταυτόχρονα και αδυναμία δανεισμού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού δημοσίου με τον έξω κόσμο. Αδυναμία καινούργιου δανεισμού σημαίνει αδυναμία χρηματοδότησης του καινούργιου (έστω μειωμένου) ελλείμματος που “παράγουμε” σα χώρα το 2010, το 2011 κλπ. Σημαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότομη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε μια κατάσταση μηδενικού ελλείμματος σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούμε να φθάσουμε σταδιακά μέσω μνημονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότομη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουμε, είναι 36 δις μείον οι τόκοι που ενδεχομένως χρεωκοπώντας δεν θα πληρώναμε) η χώρα δεν θα μπορούσε κοινωνικά να την αντέξει -εδώ δεν καταφέρνει να αντέξει την πολύ μικρότερη προσγείωση του μνημονίου. Αν καταλαβαίνουμε καλά τα όσα περιγράφουμε, σημαίνουν στην πραγματικότητα μια κατάσταση τόσο διογκωμένου ελλείμματος, ώστε η χώρα να μην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεωκοπήσει.
Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, με τη βοήθεια και του μνημονίου, φθάσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα και επομένως δεν έχουμε ανάγκη καινούργιου δανεισμού για να χρηματοδοτήσουμε ελλείμματα, τότε και μόνον τότε θα πάμε σε μια μορφή λελογισμένης χρεωκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε με κούρεμα, είτε με επιμήκυνση, είτε με αναδιαπραγμάτευση επιτοκίου, ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών, ώστε να μειώσουμε το ύψος των τοκοχρεωλυσίων που μας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δις. Λένε πολλοί ότι το μνημόνιο αποτυγχάνει, γιατί ακόμα και στο βαθμό που πετυχαίνουμε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και επομένως δεν θα μπορέσουμε να βγούμε για δανεισμό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν μειώνονται, επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαμε παραπάνω -και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εμείς δεν έχουμε παρά να εκπληρώσουμε τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων (το μνημόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουμε τη δυνατότητα επιλογής, να “αποφασίσουμε” δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουμε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουμε να το τιμήσουμε -οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ. Τα εισαγωγικά στο “αποφασίσουμε” έχουν την έννοια, ότι η χρεωκοπία μιας χώρας δεν μπορεί να είναι μια πράξη συμφέροντος, αλλά μια πράξη εξαναγκασμένη, μια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της μορφής η χρεωκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεωκοπία, κοινώς το φέσωμα (που ορισμένοι αριστεροί προτείνουν κάπου μεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν, ότι την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του μνημονίου, εμείς είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τη χρεωκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες βδομάδες δεν θα διαθέταμε συνάλλαγμα να αγοράσουμε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά μας.
Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το μνημόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κομπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δις δανεικά στην οικονομία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούμενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (μνημόνιο), είτε απότομα (μη μνημόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισμού είναι η συρρίκνωση. Ας μας πει κάποιος πως θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονομία, χωρίς να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουμε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωμετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση ανάπτυξη μπορεί καταρχάς να έρθει μόνο απέξω.
Στη θάλασσα της αγοράς
Μεταβαίνουμε επομένως (έχουμε ήδη εισέλθει) από μιαν εποχή του απόλυτου σε μια εποχή του οικονομικά σχετικού. Από μιαν εποχή, όπου πολλοί άνθρωποι στο δημόσιο τομέα, στενό και ευρύτερο, αλλά και συνταξιούχοι, μέχρι και αγρότες που στήναν μπλόκα στα Μάλγαρα, αμείβονταν σύμφωνα με τις ανάγκες τους (έστω τις ελάχιστες ανάγκες για μερικούς από αυτούς) και τις διεκδικήσεις τους, το δε κράτος δανειζόταν για να καλύψει αυτές τις ανάγκες, περνάμε σε μιαν εποχή που οι ανάγκες θα πρέπει να προσαρμοστούν στο τι παράγουμε και τι είμαστε σε θέση να πουλήσουμε (ανταλλάξουμε). Σε αυτή την καινούργια εποχή του σχετικού δεν υπάρχουν απόλυτες και κατοχυρωμένες κοινωνικές κατακτήσεις κι ας τις έχουν γράψει στο παρελθόν με ανεξίτηλη μελάνη επιφανείς νομικοί στα βιβλία του κράτους. Δεν υπάρχουν απόλυτα εγγυημένα χρήματα ούτε καν ονομαστικά, όπως θα υπήρχαν, αν π.χ. το κράτος ήλεγχε ακόμα (νόμιζε, όπως λέει και η λέξη, δηλαδή θέσπιζε) το νόμισμα. Αν ακόμα είχαμε το νόμισμα (δραχμή) ως κράτος στα χέρια μας, θα μπορούσαμε να κοροϊδευόμαστε (όπως κάναμε πολλάκις στο παρελθόν) ότι κατοχυρώνουμε ονομαστικά σταθερές αξίες (και να καμωνόμαστε ότι αγνούμε πως οι πραγματικές αξίες μειώνονταν ακολουθώντας τους νόμους της οικονομίας). Τώρα με το ευρώ δεν μας δίνεται ούτε καν αυτή η δυνατότητα: το νόμισμα δεν εξαρτάται από μας και από κανέναν μεμονωμένο εταίρο, έχει (με γερμανική συμβολή) καταστεί απόλυτη αξία κάτι σαν τα χρυσά νομίσματα του παρελθόντος. Αλλά κι αυτά οι παλιοί μας πρόγονοι τα νόθευαν (πληθώριζαν), όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν (νάτες πάλι οι αναθεματισμένες οι ανάγκες, πετιούνται). Άραγε θα επιτρέψει η γερμανική ορθοδοξία, για μία μόνο φορά, να κάνει και η Ευρώπη το ίδιο, να μετατραπούν δηλαδή
κρατικά χρέη σε πληθωρισμό; Ίδωμεν, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό είναι στο χέρι μας. Και το πρόβλημα, αν καταφέρουν και το περιορίσουν σε Ελλάδα και Ιρλανδία, δεν θα είναι και δικό τους (των άλλων Ευρωπαίων), αλλά μόνο δικό μας.
Σε αυτό το νέο τοπίο στο οποίο ήδη βρισκόμαστε, η ανακατάκτηση των κατακτήσεων που χάθηκαν δεν θα γίνει με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Θέλουμε δε θέλουμε, κατακτήσεις από δω και πέρα θα είναι τα μερίδια αγοράς, εγχώριας και ξένης, τα οποία κατακτούμε. Αυτού του τύπου οι κατακτήσεις δεν είναι μόνιμες, δεν είναι ποτέ κατοχυρωμένες, απαιτούν διαρκή προσπάθεια για να διατηρηθούν ή και να διευρυνθούν. Είναι όμως από αυτές τις κατακτήσεις, από την παρουσία μας δηλαδή στην αγορά, που θα προκύψει η όποια πίτα κληθούμε να μοιραστούμε με δεξιό ή αριστερό τρόπο. Κι αν όμως νομίζουμε ότι τουλάχιστον ως προς αυτό, το αν δηλαδή θα μοιράσουμε την πίτα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, είμαστε επιτέλους ελεύθεροι να επιλέξουμε δημοκρατικά τον τρόπο διανομής της αρεσκείας μας, είμαστε και πάλι γελασμένοι. Γιατί η αγορά έχει νόμους κι όποιος δεν τους ακολουθήσει, η αγορά τον ξεβράζει. Με άλλα λόγια ο τρόπος που θα επιλέξουμε να διανείμουμε την πίτα θα επηρεάσει το μέγεθος της ίδιας της πίτας.
Οι αριστεροί, για να κάνουμε τη ζωή μας εύκολη και λάιτ, θεωρήσαμε το νεοφιλελευθερισμό ως ένα φαινόμενο που εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στο χώρο της ιδεολογίας. Ως εκ τούτου πιστέψαμε ότι αν αντιπαλέψουμε ιδεολογικά το νεοφιλελευθερισμό, τον ξεριζώσουμε δηλαδή από τα μυαλά των ανθρώπων (άλλωστε από “ζύμωση” πάντα καλά τα πηγαίναμε), μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ιδεολογία, είναι κατάσταση πραγμάτων. Για να είμαστε πιό ακριβείς ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία που απορρέει από την κατάσταση της δικτατορίας της αγοράς παγκοσμίως. Και η κατάσταση αυτή, όσο κι αν δεν μας αρέσει και όσο αποτελεσματικά κι αν την αποκρούσουμε ιδεολογικά, είναι εκεί, πεισματικά, και υπαγορεύει τους κανόνες και τους νόμους της σε όποιον θέλει να υπάρξει εντός της οικονομίας, σε όλους δηλαδή, χωρίς να μας ρωτάει αν αυτοί μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν. Για να κάνουμε δε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα, να συμπληρώσουμε ότι την κατάσταση αυτή, την αγορά, τη συναποτελούμε και τη συνδιαμορφώνουμε όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, όλοι με πανομοιότυπο τρόπο. Οι αριστεροί δηλαδή, ενώ διατεινόμαστε ότι έχουμε να προτείνουμε έναν “αριστερό τρόπο παραγωγής”, δεν έχουμε και βεβαίως δεν ακολουθούμε έναν αντίστοιχο αριστερό τρόπο κατανάλωσης. Αλλ' έτσι υπαγορεύουμε κι εμείς τους νόμους της αγοράς τη κυριαρχία των οποίων κατά τα άλλα αντιμαχόμαστε.
Η Αριστερά στη μεταπολίτευση
Ποιά μπορεί λοιπόν να είναι, ή, πιο σωστά, υπάρχουν περιθώρια να εκφραστεί, μια αριστερή πολιτική πρόταση για την πορεία της χώρας μας σε αυτό το νέο τοπίο, γι' αυτό που παραπλανητικά (νομίζοντας ότι θα επανέλθουμε στα παλιά) ονομάζουμε έξοδο από την κρίση; Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς σε όσα αναφέραμε κι αν δεν θέλουμε, σαν τους καλόγερους του Μεσαίωνα, να βαφτίζουμε διάφορες προτάσεις ως αριστερές για να τις καταναλώνουμε, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι τους βασικούς οικονομικούς κανόνες για την έξοδο από την κρίση τους υπαγορεύει η αγορά. Με άλλα λόγια και για να μην κοροϊδευόμαστε δεν υφίσταται αυτό που λέμε αριστερή έξοδος από την κρίση. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει καν ρόλος για την αριστερά στο νέο τοπίο; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει πρώτα να δούμε ποιός ήταν ο ρόλος της Αριστεράς στην προηγούμενη κατάσταση.Από τη μεταπολίτευση και μετά, με την καθοριστική αλλά όχι αποκλειστική συμβολή του ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά υπέστη μία μετάλλαξη. Από την Αριστερά της θυσίας, της ατομικής θυσίας, για χάρη των μεγάλων πολιτικών και συλλογικών προταγμάτων, είτε αυτά ήταν ο σοσιαλισμός, είτε η δημοκρατία, προταγμάτων που κάθε αριστερός ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ατομικό κόστος για να τα διεκδικήσει, περάσαμε, με την εδραίωση της δημοκρατίας, σε μια άλλου τύπου Αριστερά του εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν. Μια αριστερά που, ίσως και λόγω της στέρησης και της κακουχίας του παρελθόντος, αισθάνεται ότι τώρα ήρθε πια η ώρα να διεκδικήσουμε τη ζωή, ο καθένας για τον εαυτό του, ή τον κλάδο του (αλλά και πάλι με την έννοια του εαυτού του).
Περάσαμε δηλαδή από μια πολιτική Αριστερά σε μιαν οικονομιστική Αριστερά, από μιαν Αριστερά που διεκδικεί το συνολικό, δηλαδή το όλον, σε μιαν Αριστερά που εντός του συστήματος διεκδικεί το ατομικό, το μερικό, μια πιο εγωϊστική Αριστερά. Ας το πούμε κυνικά: αυτή η Αριστερά είναι ακίνδυνη για το σύστημα, αλλά ζητάει “οικονομικό αντάλλαγμα” ώστε να είναι ακίνδυνη για το σύστημα. Λέμε όλοι ότι οι πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης είναι περίοδος ηγεμονίας των αριστερών ιδεών. Αλλά αυτές οι ιδέες πλήρωσαν ένα τίμημα ώστε να μπορούν να ηγεμονεύουν μέσα σε μιαν αδιαλείπτως καπιταλιστική κοινωνία.
Τούτη η ιδεολογική διεργασία (στην οποία οφείλεται η μεγάλη πολιτική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ) συνοδεύτηκε και από μιαν αντίστοιχη οικονομική διεργασία, την οποία έχουμε ήδη υπαινιχθεί προηγουμένως: το δημόσιο, προκειμένου να εξασφαλίσει το “αντάλλαγμα”, αρχίζει να τυπώνει χρήμα αλλά και να δανείζεται χρήμα (ειρήσθω εν παρόδω: το τύπωμα, δηλαδή ο πληθωρισμός οδηγεί σε μαζική φυγή εγχωρίων κεφαλαίων στο εξωτερικό προς εξασφάλιση της αξίας τους κι αυτό πέραν του ότι στερεί πόρους για την ανάπτυξη, δημιουργεί ανάγκη περαιτέρω εξωτερικού δανεισμού οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο). Αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση του δανεισμού από το κράτος προς εξυπηρέτηση ατομικών αναγκών δημιουργεί στους Έλληνες μιαν αντίστοιχη ιδεολογία. Την ιδεολογία ότι το κράτος ορίζει το χρήμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται μια απέραντη πηγή πλούτου από την οποία μπορεί να διεκδικήσει κανείς το μερτικό που αναλογεί στις ανάγκες του. “Δεν θα κερδίσεις αν δεν διεκδικήσεις” έγραφε ένα πανό των περσινών (και τελευταίων) αγροτικών κινητοποιήσεων εκφράζοντας με τον πιο λακωνικό τρόπο τη διάχυτη ιδεολογία που στο μεταξύ είχε εδραιωθεί όχι μόνο στους εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, ότι δηλαδή δεν κερδίζουμε (ή δεν κερδίζουμε μόνο) πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας στην αγορά, αλλά διεκδικώντας μαχητικά μερίδια από τον απέραντο δημόσιο κορβανά. Υπερβάλλοντας κάπως μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα δημιουργήσαμε έναν δεύτερο, παράλληλο προς τον καπιταλιστικό, τρόπο παραγωγής που συνίσταται στην ατομική (ή και κλαδική) ιδιοποίηση δημόσιου χώρου, με τη έννοια όχι μόνο του δημοσίου χρήματος ή της δημόσιας γης, αλλά της δημόσιας σφαίρας γενικότερα. Γιατί αυτό που ξεκίνησε ως οικονομική συνδρομή του κράτους σε έναν ταλαιπωρημένο πληθυσμό, πολύ σύντομα κατέληξε σε ένα γενικευμένο πλιάτσικο των ατόμων εναντίον της δημόσιας σφαίρας, σε ατομική εδώ και τώρα κατανάλωση της δημόσιας σφαίρας.
Το φαινόμενο, όπως είπαμε, υπερέβη το δημόσιο χρήμα και επεκτάθηκε σε όλες τις εκφάνσεις αυτού που αποκαλούμε δημόσιο χώρο. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα ότι στο σκάνδαλο Βατοπεδίου και με αφορμή δημόσιες εκτάσεις γύρω από τη Θεσσαλονίκη που περιήλθαν μέσω ανταλλαγών στη Μονή, η οποία και τις πούλησε, αυτοί που αντέδρασαν δεν ήταν τίποτε αγανακτισμένοι πολίτες, αλλά οι δικηγόροι μιας ομάδας γονέων, οι οποίοι προόριζαν (ή το κράτος τους είχε υποσχεθεί) τις ίδιες αυτές δημόσιες εκτάσεις για να προικίσουν τις κόρες τους, για μιαν άλλη ιδιοποίηση δηλαδή. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική γιατί δείχνει μια διαμάχη όλων εναντίον όλων με λάφυρο το δημόσιο χώρο, μια μάχη του ατόμου εναντίον κάθε μορφής κοινωνικής συγκρότησης. Αλλά δεν ήταν μόνον οι υλικές εκφάνσεις του δημοσίου χώρου (γη, χρήμα) που διεκδικήθηκαν προς ιδιωτικοποίηση, τα ίδια έπαθαν και οι έννοιες, το περιεχόμενο των οποίων και αυτό στρεβλώθηκε. Η έννοια της γνώσης, για παράδειγμα, ως δημοσίου αγαθού, ως αγαθού δηλαδή από το οποίο ωφελείται όλη η κοινωνία, στρεβλώθηκε, αποστερήθηκε του κοινωνικού της περιεχομένου, ιδιωτικοποιήθηκε, κατάντησε ένα κενό γνωστικού περιεχομένου αποδεικτικό χαρτί προς ιδιωτική επαγγελματική εξαργύρωση (και εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς τι ρόλο έπαιξαν τα δανεικά χρήματα, δηλαδή τα ψεύτικα χρήματα, στη δημιουργία ψεύτικων επαγγελματιών). Η ίδια η έννοια της κοινωνίας, ο τρόπος που καταλαβαίνουμε την κοινωνία και τις συλλογικότητες γενικότερα, στρεβλώθηκε κι αυτή. Συλλογικότητα κατέληξε να θεωρείται το άθροισμα χιλιάδων ή εκατομμυρίων επιμέρους ατομικοτήτων και κοινωνικό συμφέρον το άθροισμα όλων αυτών των ατομικών συμφερόντων. Αλλά όσες ατομικότητες και αν προσθέσει κανείς, τίποτε συλλογικό δεν προκύπτει ως άθροισμα, αν δεν προηγηθεί ένας μετασχηματισμός του ατομικού, μετασχηματισμός που αυτός και μόνον αυτός δημιουργεί μια νέα διάσταση, τη διάσταση του συλλογικού, ένα νέο χώρο, τον δημόσιο χώρο. Όταν λοιπόν λέμε ότι ο δημόσιος χώρος λεηλατήθηκε, κατακλύσθηκε από το ατομικό, δεν περιγράφουμε μόνον μιαν υλική λεηλασία, αλλά μια διαδικασία έκλειψης της ίδιας
της έννοιας του δημόσιου χώρου. Η οικονομική χρεωκοπία του δημοσίου που ζούμε εδώ και έναν χρόνο δεν είναι παρά η ποσοτική έκφανση του συνολικότερου αυτού φαινομένου. Η ανομία -γιατί οι νόμοι δεν είναι κι αυτοί παρά μια συνθήκη συνοχής του δημόσιου χώρου- είναι μιά άλλη έκφανση αυτής της καταστροφής.
Αν, όπως είπαμε, το δημόσιο είμαστε όλοι εμείς αλλά μετασχηματισμένοι (σαν από έναν καθρέφτη μέσω του οποίου βλέπουμε ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσμα της κοινωνίας), ο κατακλυσμός και η καταστροφή του δημόσιου χώρου από την έκρηξη της ατομικότητας περιγράφει απλούστατα μία κατάσταση όπου το άτομο, ο κλάδος και γενικότερα το μερικό, στρέφεται εναντίον του γενικού και μέσω αυτού εναντίον όλων ημών των άλλων μεμονωμένα. Η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου σημαίνει λοιπόν γενικευμένο πόλεμο του καθενός εναντίον του διπλανού του, του ενός κλάδου εναντίον του άλλου κλάδου, του σημερινού συνταξιούχου εναντίον του αυριανού συνταξιούχου, της σημερινής γενιάς εναντίον των επομένων, μια ζωή αφόρητη έξω από τα ιδιωτικά μας καταφύγια εκεί όπου αρχίζει η κοινωνική ζούγκλα, σημαίνει τελικά την καταστροφή της πολιτικής και του πολιτισμού.
Η ιδεολογική αλλά και “αγωνιστική” συμβολή της μεταπολιτευτικής Αριστεράς (όσο κι αν δεν κυβέρνησε ποτέ) σε αυτή την έξαρση του ατομικισμού και την καταστροφή του δημόσιου χώρου ήταν και είναι καθοριστική. Η Αριστερά προσχώρησε ασμένως στη λαϊκιστική στρέβλωση δικών της ιδεών κατά τη δεκαετία του 80 και έχει καταλήξει σήμερα να είναι προνομιακός -αλλ' όχι μοναδικός- υπερασπιστής του ανδρεοπαπανδρεϊσμού της δεκαετίας αυτής. Η ρεαλιστική δυνατότητα, η ρεαλιστική διέξοδος, δημιουργίας χρήματος (και δια του δανεισμού) από το κράτος, γρήγορα έστρεψε την ταξική πάλη από το κεφάλαιο προς το κράτος, από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο χώρο. Η Αριστερά κατανόησε τον εαυτό της ως προνομιακό φορέα αυτής της διεκδίκησης δημοσίου χώρου, αλλά με τον δικό της τρόπο: όχι τον κυβερνητικό-αναδιανεμητικό, αλλά τον αγωνιστικό. Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά ταυτίζοντας το κράτος με το κεφάλαιο, έστρεψε τη διεκδίκηση εναντίον του κράτους, εναντίον της θεσμισμένης υπαρκτής συλλογικότητας. Ταυτίστηκε με επιμέρους κοινωνικά στρώματα, κλάδους ή άτομα (του δημοσίου τομέα αλλ' όχι μόνο), συμμάχησε με το μερικό εναντίον του γενικού, συμμάχησε με το άτομο εναντίον του κράτους. Για αυτή την Αριστερά που έχει υιοθετήσει τη σκοπιά του ατόμου, το κράτος, ακόμα και εν καιρώ δημοκρατίας, δεν είμαστε όλοι εμείς, δεν είναι καν “δικό τους και δικό μας”, είναι ξένο, ανήκει στον αντίπαλο, είναι ο πολιτικός φορέας του καπιταλισμού που πρέπει να καταστραφεί. Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικού και του μερικού φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε, έστω και η απόπειρα να σκεφτεί κάποιος από τη σκοπιά του γενικού, να καταγγέλλεται ως κυβερνητισμός. Ακόμα και τα ασφαλιστικά ταμεία δεν είναι για αυτή την Αριστερά δικά μας, δεν ανήκουν στους εργαζόμενους, αλλά αντιμετωπίζονται σα να είναι ξένα, ένας θεσμός κατάλληλος, από τη σκοπιά του ατόμου και του ατομικισμού, μόνο για άρμεγμα. Η ταξική πάλη από πάλη των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου, μετασχηματίστηκε σε πάλη του ατόμου ενάντια στο κράτος (ως εκ τούτου η Αριστερά αυτή συμπορεύεται φυσιολογικά και εκ των πραγμάτων με τον αντιεξουσιαστικό χώρο γυρίζοντας το ρολόϊ της ιστορίας της διακόσια χρόνια πίσω). Η Παπαρήγα έκανε μια πολύ ωραία και πολύ αριστερή ομιλία-ανάλυση στη συζήτηση για το μνημόνιο στη Βουλή, μόνο που συνέχεε διαρκώς το κεφάλαιο με το κράτος. Την ίδια βδομάδα, έξω από τη Βουλή, δήλωνε στους δημοσιογράφους: “κι έτσι κι αλλοιώς θα μας τα πάρουν”. Ποιοί είναι αυτοί; Το δημόσιο. Ποιοί είμαστε εμείς; Τα άτομα. Τι θα μας πάρουν; Φόρους. Αλλά για την Παπαρήγα “αυτοί” ήταν το κεφάλαιο και “εμείς” οι εργαζόμενοι.
Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικισμού, ήταν η αιτία της επιτυχίας και της επιβίωσης της Αριστεράς στην Ελλάδα σε μια περίοδο που, μετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μαζί του συλλογικού οράματος της Αριστεράς, σε άλλες χώρες της Ευρώπης η Αριστερά μπήκε στο περιθώριο. Αλλ' η διαπίστωση αυτή είναι ταυτόσημη με την απόφανση ότι αυτός, η παρόξυνση του ατομικισμού, υπήρξε ταυτόχρονα και ο ιστορικός της ρόλος την τελευταία τριακονταετία στην Ελλάδα και με αυτή την έννοια η Αριστερά συνέβαλε το μερτικό της στη σημερινή χρεωκοπία του συνόλου και στα δεινά των ατόμων που αυτή συνεπάγεται. Δεν ήταν βέβαια αυτές οι προθέσεις της, όταν ξεκινούσε τη μεταπολιτευτική της πορεία. Για άλλο ταξίδι είχαν ξεκινήσει τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όταν μαζεύονταν τότε στα στάδια για να τραγουδήσουν Θεοδωράκη. Ακόμα και
σήμερα, που τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει, δεν μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική Αριστερά ασκεί συνειδητά αυτό τον ιστορικό ρόλο. Άλλοι φαντάζονται καλλιεργώντας τον ατομικισμό, ότι ασκούν πολιτική ζύμωσης για να καταδείξουν στο άτομο ότι το σύστημα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους. Άλλοι απολαμβάνουν την αγωνιστική διεκδίκηση ατομικιστικών αιτημάτων ως προοίμιο ευρύτερων επαναστατικών αγώνων. Σίγουρα όλοι βρίσκουν ένα ρόλο, μια θέση, σε όλη αυτή την ιστορία, ρόλο που τους επιτρέπει να υπάρχουν ως αριστεροί στην αγορά της Αριστεράς (για να μην πούμε τίποτα χειρότερο). Σε πείσμα όμως όλων, η ιστορία δεν γράφεται από τις υποκειμενικές προθέσεις μας, αλλά από τις πράξεις μας και τα αποτελέσματά τους, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αυτές αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον. Ξαναγυρίζουμε έτσι στη γνώση του περιβάλλοντος από την οποία ξεκινήσαμε.
Στο νέο τοπίο
Μπορούμε τώρα να επανέλθουμε στο ερώτημα που έχουμε θέσει σχετικά με το ρόλο της Αριστεράς στο νέο τοπίο. Από όσα είπαμε, ένα πράγμα προκύπτει: ότι ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ρόλος αντιστροφής, ιστορικής αντιστροφής, των όσων με συνευθύνη της Αριστεράς διαπράχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Οφείλουμε, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, να ξαναχτίσουμε όσα χρεωκοπήσαμε, αν θέλετε γιατί είναι (και) δικά μας δημιουργήματα, είτε μιλάμε για το κράτος και το κράτος πρόνοιας, είτε μιλάμε για τα ταμεία, για τους θεσμούς, την παιδεία, την αλληλεγγύη και πάνω από όλα την ιδιότητα του πολίτη. Όλα αυτά μας πήρε δύο αιώνες για να τα στήσουμε στα πόδια τους, μα μόλις δυο δεκαετίες για να τα γκρεμίσουμε. Το οφείλουμε όμως όχι μόνο στην ιστορία μας, αλλά και στο λαό, στους πιο αδύναμους, γιατί αυτοί είναι που έχουν πάντα περισσότερη ανάγκη από το κράτος και τους θεσμούς. Ο λαός έχει και θα έχει ανάγκη το κράτος του, μόνο που, σήμερα που μιλάμε, έχει ακόμα περισσότερο το κράτος ανάγκη το λαό του. Κι αν αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τα βάρη της ανασυγκρότησης θα πέσουν, όσες δόσεις κοινωνικής δικαιοσύνης κι αν προσθέσουμε, τελικά στις πλάτες του λαού, η απάντηση είναι μοιρολατρικά μία: γιατί, πότε άραγε στην ιστορία ήταν αλλοιώς;
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι πρέπει να επανανακαλύψουμε και να προτάξουμε το γενικό έναντι του μερικού, το δημόσιο έναντι του ατομικού. Να επανανακαλύψουμε τον κυβερνητισμό, όχι για να κυβερνήσουμε, μα για να γνωρίσουμε και να διαδώσουμε την ιδεολογία του συνολικού, τη σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος, σε τελευταία ανάλυση την ιδιότητα του πολίτη. Να μην υπομένουμε απλώς στωϊκά (δηλαδή από τη σκοπιά του ατομικισμού) τις κακουχίες που έρχονται, μα να τις συναντήσουμε με πνεύμα προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης. Να δεχτούμε και μειώσεις μισθού, όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει επι ποινή καταστροφής η αγορά, αλλά για να μπορέσουν και κάποιοι άλλοι να κρατήσουν τη δουλειά τους -και για τον εαυτό τους μα και για να συμβάλουν κι αυτοί με την παραγωγή τους στην ανασυγκρότηση. Να στήσουμε μέσα από τα μειωμένα έσοδά μας ένα δίχτυ προστασίας για τους απολυμένους, τους πολλούς που αναπόφευκτα θα χάσουν τη δουλειά τους καθώς ολόκληρες περιοχές της οικονομίας θα καταστρέφονται ή θα συρρικνώνονται. Και επειδή άλλοι οικονομικοί τομείς θα πρέπει μελλοντικά να αντικαταστήσουν αυτούς που καταστράφηκαν, θα πρέπει να ανασυγκροτήσουμε την παιδεία ως παραγωγική δύναμη (με την ευρύτερη δυνατή έννοια), να ασχοληθούμε και με την παραγωγή της πίτας, να επανανακαλύψουμε τον παραγωγισμό, τον οποίο εγκαταλείψαμε εδώ και πενήντα χρόνια κάπου εκεί στον Μπάτση. Να εναντιωθούμε σε κάθε είδους σπατάλη και ιδιοποίηση δημοσίου χρήματος με επίγνωση ότι στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όχι απλώς οι “κλέφτες”, αλλά και πολλοί υψηλόμισθοι και υψηλοσυνταξιούχοι των ΔΕΚΟ, όπως επίσης στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι κάθε λογής φοροφυγάδες, οι οποίοι όχι μόνο ιδιοποιούνται δημόσιο χρήμα, αλλά και με την ψευδή εικόνα που παρουσιάζουν, καθιστούν ανεφάρμοστο κάθε στοιχειώδες μέτρο κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Να συμβάλουμε στην ανάδειξη συνδικαλιστών που είναι ταυτόχρονα και πολίτες, δηλαδή να πολιτικοποιήσουμε τον συνδικαλισμό, πράγμα που θα οδηγούσε σε ένα νέο είδος ανθρώπου-συνδικαλιστή, το οποίο διαλέγεται (άρα είναι και σκεπτόμενο) αντί να συμπεριφέρεται ως στρατιωτική φάλαγγα στην οδό Σταδίου.
Πόσο αριστερή είναι άραγε αυτή η Αριστερά, πόσο αλλάζει την κοινωνία; Θα μπορούσαμε υπεκφεύγοντας να απαντήσουμε: “πάντως όχι λιγότερο από την υπαρκτή”. Οφείλουμε ωστόσο και μιαν απάντηση επί της ουσίας. Επί της ουσίας λοιπόν και έχοντας ήδη δεχθεί ότι το δρόμο εξόδου από την κρίση τον υπαγορεύουν κατά βάση οι αγορές, η προτεινόμενη αναγκαστική συμπόρευση με την δεδομένη αυτή κατάσταση, δεν αλλάζει βέβαια τον κόσμο, ούτε καν ριζικά την ελληνική κοινωνία -απλώς την επαναφέρει σε ένα επίπεδο κυριαρχίας το οποίο είχε, ή νόμιζε ότι έχει κατακτήσει και το απώλεσε. Συντηρεί δηλαδή, ή μάλλον δημιουργεί, ένα κράτος με όση φωνή αλλά και προστατευτική ισχύ αυτό μπορεί να έχει σε καιρό παγκοσμιοποίησης. Όσο για την αλλαγή της κοινωνίας είπαμε ότι οι οικονομικοί και κοινωνικοί νόμοι, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης, δεν είναι αιώνιοι και αναλλοίωτοι, μεταβάλλονται ή και αλλάζουν ριζικά. Κι όσο κι αν χωράει πολλή συζήτηση αν είναι τελικά οι άνθρωποι που αλλάζουν τις συνθήκες, ή οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα αλλαγμένων συνθηκών και ο καθένας μπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα με το βαθμό αισιοδοξίας ή κοινωνικού ντετερμινισμού που τον διακρίνει, είναι σίγουρο ότι ακόμα κι αν ισχύει το δεύτερο, πραγματοποιείται μέσω του πρώτου. Οι άνθρωποι καθημερινά δρουν μέσα στα πράγματα και τα επηρεάζουν ή και τα αλλάζουν με τη δράση τους -αλλά για να επηρεάσεις και να αλλάξεις κάτι πρέπει να παρέμβεις πολιτικά στο πεδίο ορισμού του. Και είναι ακριβώς αυτό το πεδίο ορισμού που στον καιρό της παγκοσμιοποίησης είναι πολιτικά ασχημάτιστο και διαφεύγει από την εμβέλεια της παρέμβασής μας. Στο σχηματισμό, στην πολιτική σχηματοποίηση, αυτού του παγκόσμιου πεδίου είναι που υπάρχουν όχι απλώς τα περιθώρια, αλλά και το καθήκον αριστερής πολιτικής παρέμβασης με την κυριολεξία του όρου, δηλαδή παρέμβαση που δημιουργεί πράγματα και αλλάζει πράγματα. Αλλά ακόμα κι αυτή η παρέμβαση προϋποθέτει κράτος, κράτος με φωνή και παρουσία, κατά το δυνατόν ισχυρό κράτος. Γυρίζουμε έτσι και πάλι στο ζήτημα της ανασυγκρότησής του.
Ορέστης Καλογήρου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)
Γιώργος Καρράς (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο)
Βάσω Κιντή (Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Μάνος Ματσαγγάνης (Οικονομικό Πανεπιστήμιο)
Ελίζα Παπαδάκη (δημοσιογράφος)
Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος (πολιτικός αναλυτής)
13 σχόλια:
Σας ευχαριστώ για τη νηφαλιότητα της ανάλυσής σας. Μακάρι να την διαβάσουν και να την καταλάβουν όσο περισσότεροι γίνεται.
"Αρκετοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί, όπως “το απαράδεκτο μνημόνιο”, “το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος”, τάσσομαι κατά του μνημονίου”, να κάνουμε δημοψήφισμα, “να ψηφίσουμε αν είμαστε υπέρ ή κατά του μνημονίου”. Στην πραγματικότητα σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του μνημονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισμού, ή μιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του μνημονίου, για να αξιολογηθούν, θα πρέπει να συγκριθούν με τις συνέπειες του μη μνημονίου: το μνημόνιο μας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήματα με σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειμένου αφενός να εξυπηρετήσουμε το ληξιπρόθεσμο χρέος μας, αφετέρου να καλύψουμε τα καινούργια ελλείμματα που θα δημιουργήσουμε σ' αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώνουμε σταδιακά αυτά τα ελλείμματα, μέχρι να τα φέρουμε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα το 2009 το δημόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δις (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δις, άρα το έλλειμμα ήταν πάνω από 35 δις. Το μνημόνιο μας επέβαλε να μειώσουμε το 2010 το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δις. Αυτό την ίδια στιγμή σημαίνει ότι μας επέτρεπε (και μας χρηματοδοτούσε) να έχουμε ένα έλλειμμα 20 δις (35-15=20). Με αυτά τα 20 δις πληρώσαμε μισθούς (μειωμένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ."
(Από το κείμενο των 5 συνομιλητών, που συνέγραψε ο κ. Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος).
Θα ξεκινήσω την προσπάθεια άρθρωσης ενός αξιοπρεπούς αντιλόγου στους ισχυρισμούς των 5 συζητητών, ξεκινώντας από τις ανακρίβειες και τους αναληθείς ισχυρισμούς, που εμφανίζονται ως παραδοχές, μέσα στο κείμενο των συζητητών, που συνόψισε ο κ. Παπαδημητρόπουλος.
Αν δούμε τους αριθμούς, όσον αφορά το Μνημόνιο, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Από τα ποσά, που διέθεσε και θα διαθέσει στο ελληνικό δημόσιο το Μνημόνιο δεν θα πάει στους μισθούς και στις συντάξεις ούτε ένα λεπτό, παρά τα όσα ισχυρίζονται οι 5 συζητητές. Αυτή η πρωτογενής παραδοχή τους, που λέει ότι το Μνημόνιο χρηματοδοτεί τα τρέχοντα - εκτός των προκαθορισμένων δανείων - ελλείμματα του ελληνικού δημοσίου και μάλιστα τους μισθούς και τις συντάξεις, καθώς επίσης και όλες οι συναφείς παράγωγες παραδοχές τους δεν έχει βάση. Απλά, δεν είναι αληθής :
Το 2010 η χώρα πήρε 38 δισ. €, από τα οποία τα 32,5 δισ. € πήγαν για τοκοχρεωλύσια (19,5 δισ. € χρεωλύσια και 13 δισ. € τόκοι), ενώ το 2011 η χώρα θα πάρει 46,5 δισ. € από τα οποία τα 44 δισ. € θα πάνε για τοκοχρεωλύσια (28,1 δισ. € χρεωλύσια και 15,9 δισ. € τόκοι). Σχεδόν όλα τα χρήματα θα πάνε για να χρηματοδοτήσουν τους κατόχους των ομολόγων στο εξωτερικό, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 80% του συνολικού ελληνικού δημόσιου χρέους, ενώ και τα υπόλοιπα θα πάνε για την στήριξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, στο οποίο είναι επίσης εκτεθειμένοι ομολογιούχοι από το εξωτερικό, με πρώτη από όλους την Ε.Κ.Τ. (Οι μισθοί, για τους οποίους, δήθεν, κόπτονται οι συγγραφείς του πονήματος, ανέρχονται γύρω στα 20 δισ. € και δεν πληρώνονται από τα δάνεια του Μηχανισμού Στήριξης. Ούτε, φυσικά, και οι συντάξεις. Και για να μην ακούγονται και γράφονται τερατολογίες, πρέπει να ειπωθεί ότι το συνολικό μισθολογικό κόστος του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα ανέρχεται στο 20% του ΑΕΠ της χώρας και κυμαίνεται περίπου, στα μέσα επίπεδα των χωρών της ευρωζώνης).
Χωρίς τα δάνεια του Μηχανισμού θα ήσαν οι δανειστές που δεν θα πληρώνονταν και αυτοί θα είχαν το πρόβλημα, ενώ η προσφυγή τους στα δικαστήρια δεν θα τους απέφερε πολλά πράγματα και θα υποχρεώνονταν σε έναν συμβιβασμό επωφελή για το ελληνικό δημόσιο). Αυτή είναι η αλήθεια.
Για τον λόγο αυτό, υπάρχει λόγος να κοπτόμεθα για την όποια χασούρα των δανειστών και οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι, πέρα από τις ανοησιολόγες θεωρίες των παπαγαλακίων της διεθνούς και της εντόπιας χρηματοπιστωτικής ελίτ και των πολιτικών θεραπαινίδων τους, το ελληνικό δημόσιο τον Απρίλιο - Μάϊο του 2010 μπορούσε (και όφειλε) να διαπραγματευθεί έχοντας μια πολύ καλή διαπραγματευτική θέση απέναντί τους. Ο ευήθης ΓΑΠ δεν το έπραξε. Το γιατί είναι κάτι που μένει να το δούμε.
ΔΙΟΡΘΩΣΗ :
Στο τέλος του προηγούμενου σχολίου, από παραδρομή, έγραψα :
"Για τον λόγο αυτό, υπάρχει λόγος να κοπτόμεθα για την όποια χασούρα των δανειστών"
Αντί αυτού, το ορθόν είναι :
"Για τον λόγο αυτό, δεν υπάρχει λόγος να κοπτόμεθα για την όποια χασούρα των δανειστών"
...μια καταρχην θεωρητικη ενσταση στην αναλυση των συναγωνιστων της ΔΑ: ΠΩς ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΛΕΜΙΟΙ ΤΗΣ " ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ" ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΣΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΩΡΑ, αιφνης μιλουν για οικονομικες αναγκαιοτητες με ισχυ φυσικων νομων;...ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ Η ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ "ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ" , οταν ο "κρατικος καπιταλισμος" Κινας , ΡΩΣΙΑς,λΑΤΙΝ.ΑΜΕΡΙΚΗς ΚΛΠ κερδιζει συνεχως εδαφος...
...υπαρχουν παντα εναλλακτικες λυσεις -δεν ειναι ευκολες προφανως , αλλα οι αριστεροι οφειλουν να αντισταθουν στις "βεβαιότητες" του οικονομικου "ΡΑΪΧ"...ΙΣΤΟΡΙΚΑ , ΕΞΑΛΛΟΥ ΤΟ 41-42 το αντιστοιχο στρατιωτικο εμοιαζε και τοτε ακλονητο...σε τρια χρονια ειχε συντριβει...οσο για την αναγκαια παραγωγικη ανασυγκροτηση της χωρας ο μεγαλυτερος εχθρος της ειναι το εφαρμοζομενο ΜΝΗΜΟΝΙΟ...
Τύποις και ουσία, λοιπόν, ο περίφημος "Μηχανισμός Στήριξης της ελληνικής οικονομίας" είναι ψευδεπίγραφος. Πρόκειται, όπως λένε όλοι οι σοβαροί οικονομικοί αναλυτές και οι πολιτικοί της ευρωζώνης - ενεργοί και συνταξιούχοι από τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και τον Νικολά Σαρκοζύ, μέχρι τον υπέργηρο Χέλμουτ Σμιτ -, για "Μηχανισμό διάσωσης του ευρωπαϊκού και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος", ο οποίος δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να πνίγει την χώρα σε μεγαλύτερα επίπεδα χρέους, δια της συσσώρευσης των τόκων και του διαρκούς ανατοκισμού του χρέους αυτού.
Αυτό συμβαίνει, ακόμα και με την προσφάτως ανακοινωθείσα επιμήκυνση, αφού η επιτοκιακή και χρηματική "ελάφρυνση" είναι ανύπαρκτη. Με την επιμήκυνση του χρέους των 110 δισ. €, που θα χορηγήσει η ευρωζώνη και το Δ.Ν.Τ. το ποσόν των 80 δισ. € της ευρωζώνης θα κοστίσει συνολικά στο ελληνικό δημόσιο 103 δισ. €, αντί των 97 δισ. €, που θα κόστιζε χωρίς την επιμήκυνση!!! Και αυτό παρά την μείωση του επιτοκίου. Διότι μπορεί το επιτόκιο να μειώθηκε, αλλά το δάνειο επιμηκύνθηκε χρονικά και αυτό από μόνο του αυξάνει το συνολικό ποσό του χρέους, που έχει να εξυπηρετήσει η χώρα σε επίπεδα μεγαλύτερα από ότι θα ήταν πριν από την επιμήκυνση. (Το μόνο που "κερδίζει" η χώρα είναι μια μείωση του ποσού των δόσεων, που έχει να εξυπηρετήσει, αλλά αυτό είναι παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγει η ψυχή του...).
Αυτός είναι ένας από τους λόγους, που τα διαφορικά επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων (spreads) παραμένουν σε δυσθεώρητα επίπεδα (έχουν αγγίξει τον ... θεό) και γι' αυτό η χώρα πρέπει άμεσα να παύσει να λαμβάνει την "βοήθεια" του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης των γαλλογερμανικών τραπεζών (που, κατ' ευφημισμόν, αποκαλείται "Μηχανισμός στήριξης της ελληνικής οικονομίας"), διότι αυτή η βοήθεια προς τις γαλλογερμανικές τράπεζες καθιστά μεσομακροπρόθεσμα δυσχερή την διαπραγματευτική θέση της χώρας, έναντι των δανειστών της και διότι τα χρήματα αυτά, όχι μόνον δεν βοηθούν την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά, αντιθέτως, σιγουρεύουν την βύθισή της σε μια διαδικασία αέναης ύφεσης και στην παράταση των συνθηκών του ασφυκτικού θανάτου, μετατρέποντάς τον σε έναν διαρκή θάνατο (perpetual death) μέσα στην οποία έχει εισάγει την ελληνική οικονομία και κοινωνία η αποικιοκρατική δανειακή σύμβαση και το κατοχικό Μνημόνιο του Μαΐου του 2010.
Γιατί, λοιπόν, οι 5 διανοητές υιοθετούν τόσο χοντροκομένα αναληθείς ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν στηρίζονται πουθενά; Δεν θέλω να πιστεύω ότι ψεύδονται.
Απλώς, στο παραπάνω συλλογικό κείμενο των τριών κυρίων και των δυο κυριών συνοψίζεται ανάγλυφα το επίπεδο ακραίου πανικού στον οποίο έχει περιέλθει η ελληνική πολιτική, οικονομική και πνευματική ελίτ, ύστερα από τις καταιγιστικές εξελίξεις του τελευταίου 18μηνου και την υπαγωγή της χώρας και του πληθυσμού της, σε ένα καθεστώς πεονίας, το οποίο έχει εγκαθιδρυθεί, με την υπογραφή από την κυβέρνηση του ευήθους ΓΑΠ, της αποικιοκρατικής δανειακής σύμβασης και του κατοχικού Μνημονίου (το οποίο είναι παράρτημα αυτής της δανειακής σύμβασης, οι όροι των οποίων είναι εξωφρενικά πρωτοφανείς, για την σύγχρονη γραφειοκρατική καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο, αφού δι’ αυτών το ελληνικό κράτος, ως οφειλέτης, απεκδύεται όλων των δικαιωμάτων του, που απορρέουν από την ασυλία που του παρέχει η ιδιότητά του ως κράτους και από την σχετική προστασία του από το δημόσιο διεθνές δημόσιο και το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο και από την παγία νομολογία των διεθνών δικαστηρίων και οι οποίοι θεσμοί εφευρέθηκαν από την χρηματοπιστωτική και την πολιτική ελίτ της ευρωζώνης, προκειμένου να προετοιμάσουν το έδαφος για την επέκτασή τους σε ευρύτερα σύνολα, μετατρέποντας ολόκληρους λαούς χωρών του αναπτυγμένου καπιταλισμού σε σύγχρονους πεονίτες, εν όψει της έλευσης της ευρωζωνικής, αλλά και της διεθνούς κρίσης χρέους, που προέκυψε, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της αμερικανικής κτηματαγοράς και της κρίσης του αμερικανικού και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος που προέκυψε, ως απότοκο αυτής της κατάρρευσης τον Σεπτέμβριο του 2008).
Στο παραπάνω κείμενο, μαζί με τον πανικό είναι έκδηλη και η σύγχυση, όπως επίσης και το φαινόμενο αποπροσανατολισμού (vertigo), που, επίσης, διακατέχουν την ελίτ του τόπου μας, κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό στις παρούσες συνθήκες, εξ αιτίας του γεγονότος ότι η ελληνική ελίτ, στο σύνολό της, βλέπει ότι οι εξελίξεις, πλέον προσδιορίζονται ολοκληρωτικά από το εξωτερικό και κυρίως από τους "εταίρους" της, οι οποίοι ενεργούν ως εκπρόσωποι των συμφερόντων των δανειστών της χώρας, μετατρεπόμενοι και οι ίδιοι σε δανειστές, απαιτώντας την εξόφληση, εις ολόκληρον, των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας και αδιαφορώντας για την τύχη της εντοπίας ελίτ, την οποία, πιθανώς, θεωρούν αναλώσιμη.
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα στον χώρο της ελληνικής αριστερής διανόησης και ιδιαίτερα σε αυτό το τμήμα της, που ιστορικά προσδιορίστηκε από τον ελληνικό ευρωκομμουνισμό και το οποίο βλέπει ότι οι στερεοτυπικές ιδεολογικές της αναφορές, έτσι όπως αυτές έλαβαν σάρκα και οστά, με την δημιουργία της ευρωζώνης, κινδυνεύουν με αφανισμό, λόγω των χαωδών θεσμικών ανεπαρκειών της, οι οποίες κατέστησαν άμεσα ορατές και οδηγούν την ευρωζώνη στην διάλυση, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και της συναφούς αποδιάρθρωσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, η οποία στον χώρο της ευρωζώνης, μετετράπη σε κρίση χρέους, ως αποτέλεσμα της ανυπαρξίας λειτουργικότητας των ευρωζωνικών θεσμών σε περίοδο κρίσης.
Αυτή η αμείλικτη πραγματικότητα, που εμφανίστηκε ξαφνικά και απρόσμενα στο τελευταίο τρίμηνο του 2009 και η περιστασιακή σύνδεσή της με την Ελλάδα (την περίφημη κρίση του ελληνικού χρέους, η οποία μετετράπη σε κρίση του ευρωπαϊκού χρέους) έθεσε, βέβαια, επί τάπητος το ζήτημα που έχει να κάνει με το «ποια Ευρώπη θέλουμε».
Την Ευρώπη του χρηματοπιστωτικού τομέα, στην οποία το λογιστικό νόμισμα χρησιμοποιείται από την χρηματοπιστωτική ελίτ για να μαζεύει όλη την ρευστότητα της ηπείρου, προκειμένου να την διαχειρίζεται και να την διοχετεύει ανεξέλεγκτα, ελέγχοντας το σύνολο της πραγματικής οικονομίας και προσποριζόμενη ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα από την παραγόμενη πίτα, ή την Ευρώπη της πραγματικής οικονομίας και των πληθυσμών της, που ασκούν έλεγχο στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και χρησιμοποιούν τον χρηματοπιστωτικό τομέα για την ανάπτυξη των οικονομιών και των κοινωνιών της;
Όμως, η έλευση της ελληνικής κρίσης και η παρατεταμένη διάρκειά της (χωρίς προς το παρόν να εμφανίζεται κάποια δυνατότητα εξόδου από αυτήν) και η επικράτηση των συγχυτικών και αποπροσανατολιστικών φαινομένων, που έχουν διαπεράσει όλη την ελληνική ελίτ, οδήγησε αυτό το τμήμα της ελληνικής αριστερής διανόησης, που εκφράζεται παραστατικότατα από τους συγγραφείς του παραπάνω κειμένου, στο να αγνοήσει το δίλημμα που τίθεται από την ευρωζωνική κρίση και επειδή δεν αρέσκεται σε διλημματικού τύπου επιλογές – αυτές οι επιλογές ιστορικά λαμβάνουν χώρα λίγες φορές, αλλά, όταν τίθενται, δεν μπορούν να αγνοηθούν – ταυτίζει την παρούσα Ευρώπη της χρηματοπιστωτικής ελίτ, με την Ευρώπη της πραγματικής οικονομίας και των πληθυσμών της, μέσα από την κλασσική ρεφορμιστική λογική, ότι αυτή η Ευρώπη μπορεί να διορθωθεί και να μεταλλαχθεί στην άλλη εκδοχή της. Αυτή η λογική οδηγεί αυτό το τμήμα της αριστερής διανόησης στην αντίληψη ότι «αυτήν την Ευρώπη έχουμε, αυτήν πρέπει να υπερασπιστούμε, διότι, αν αυτή καταρρεύσει, θα ακολουθήσει το χάος».
Αυτή η ρεφορμιστική λογική δεν είναι εντελώς εσφαλμένη. Η Ευρώπη (η ευρωζώνη) μπορεί να αλλάξει.
Αλλά αυτή η αντίληψη γίνεται εσφαλμένη όταν απολυτοποιείται και τούτο διότι σε οριακές στιγμές, σαν αυτήν που ζούμε αυτόν τον καιρό, είναι πολύ πιθανό αυτή η Ευρώπη να μην μπορεί να αλλάξει. Και εν πάση περιπτώσει, μπορεί η αλλαγή της να είναι τόσο βραδεία, που, κατά την διάρκειά της, η χρηματοπιστωτική ελίτ της ευρωζώνης και το κυρίαρχο όργανό της, δηλαδή το αβαθές χρηματοπιστωτικό – λογιστικό της νόμισμα (το ευρώ) να αποτελέσει αιτία για την μετατροπή ολόκληρων οικονομιών και κοινωνιών σε κρανίου τόπους. Για τον λόγο αυτόν, δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί (ούτε καν δογματικοί στον ρεφορμισμό). Όλα μπορούν να αλλάξουν, αλλά θα το κάνουν με κάποιους ρυθμούς, οι οποίοι πολλές φορές δεν ελέγχονται από εμάς. Ως εκ τούτου, το να περιμένουμε την όποια αλλαγή εξαρτάται από τους ρυθμούς αυτούς και από τις ανάγκες της κοινωνίας, η οποία δεν μπορεί να αφήνεται στον στραγγαλισμό, χάριν ιδεολογημάτων, των οποίων η εξυπηρέτηση επιβάλλει και επιτείνει αυτόν τον στραγγαλισμό, οδηγώντας την σε καταστάσεις, που θυμίζουν έναν εκσυγχρονισμένο Μεσαίωνα, όπως συμβαίνει, τώρα, στην περίπτωση της Ελλάδας και της ευρωζώνης, για χάρη της χρηματοπιστωτικής ελίτ και των συμφερόντων της.
Και το χειρότερο όλων είναι, προκειμένου να υπερασπίσουμε ένα ιδεολόγημα, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην τρέχουσα πραγματικότητα, να υιοθετούμε την ουσία μιας ακραίας «επιχειρηματολογίας», η οποία ταιριάζει απόλυτα στα τρέχοντα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της διεθνούς και της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής ελίτ, η οποία, ενώ είναι απολύτως υπεύθυνη για τις παρούσες εξελίξεις (δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε νέα οικονομική θεωρία, δεν θα ανακαλύψουμε τον τροχό, διότι από την εποχή του John Maynard Keynes γνωρίζουμε τις επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης χρηματοπιστωτικής διαχείρισης και την γέννηση των κρίσεων/υφέσεων, που αυτή η διαχείριση επιφέρει, όπως επίσης, γνωρίζουμε και τους μηχανισμούς λύσης αυτών των καταστάσεων – όσο και αν αυτές δεν συμφέρον την χρηματοπιστωτική ελίτ, που αφέθηκε ανεξέλεγκτη, από την εποχή των τελών της δεκαετίας του 1980, με αποτέλεσμα να «μπαχαλοποιήσει» το σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα), επιδιώκει, με όλους τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς που διαθέτει και έχοντας υπαλληλοποιήσει ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς και της εγχώριας πολιτικής ελίτ, να φορτώσει τα βάρη και τις ευθύνες στις πλάτες των συντελεστών της πραγματικής οικονομίας και στη ευρύτερη κοινωνία…
Μιλώντας για τον Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, μας δίνεται η ευκαιρία να θυμηθούμε τις τοποθετήσεις του, για την δυσλειτουργία που δημιουργείται στο καπιταλιστικό σύστημα, από τις τυχοδιωκτικές πρακτικές της γραφειοκρατικής ελίτ του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των πελατών αυτής της ελίτ, οι οποίοι (αυτο)αποκαλούνται "επενδυτές" και στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από εισοδηματίες, οι οποίοι ζητούν ευκαιρίες αποκόμισης κερδών από το σχολάζον τμήμα του εισοδήματός τους. (Το γεγονός ότι παλαιότερα, την εποχή του Κέϋνς αυτοί οι εισοδηματίες ήσαν λιγότεροι και ως εκ τούτου διακριτοί, ως ένα ιδιαίτερο στρώμα της αστικής τάξης, μαζί με τις μεγάλες επιχειρήσεις, που και αυτές ασκούσαν αυτήν την δραστηριότητα, ενώ σήμερα ο αριθμός τους έχει διογκωθεί και η διαστρωμάτωσή τους έχει πάψει, σε έναν μεγάλο βαθμό, να είναι κοινωνικά διακριτή, επειδή έχουν διαχυθεί πέρα από τα πλαίσια της κλασσικής αστικής τάξης και περιλαμβάνει έναν σημαντικό αριθμό από τα μικρομεσαία και μισθωτικά στρώματα του πληθυσμού, δεν διαφοροποιεί την αναγκαιότητα της εφαρμογής των όσων πρότεινε ο μεγάλος Βρετανός οικονομολόγος (ο οποίος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν πολιτικά συντηρητικός), ούτε ως προς την έντασή της, ούτς ως προς την έκταση της εφαρμογής της).
Ήδη, από το 1924, δηλαδή πολύ πριν από την έλευση της Μεγάλης Κρίσης του 1929 (της Great Depression, όπως πολύ εύστοχα την ονόμασαν οι Αμερικανοί) ο Κέϋνς, αναφερόμενος στην δυσλειτουργία, που προξενεί η ύπαρξη και η δραστηριότητα των εισοδηματιών (των ραντιέρηδων όπως, χαρακτηριστικά, τους αποκάλεσε) στο καπιταλιστικό σύστημα, μίλησε για την αναγκαιότητα της επιβολής ενός μηχανισμού πληθωριστικής τους ευθανασίας, προκειμένου να αποφεύγονται οι υφέσεις στο καπιταλιστικό σύστημα και να μην δημιουργείται αχρείαστος πόνος και τεράστια απώλεια πλούτου στις κοινωνίες.
Η τοποθέτηση αυτή του Κέϋνς, που μιλούσε για τον πληθωρισμό του εισοδήματος των ραντιέρηδων του βρετανικού (αλλά και του διεθνούς) χρηματοπιστωτικού συστήματος, είχε να κάνει με το γεγονός ότι είχε πολύ ενωρίς διαπιστώσει αυτό που θα γινόταν οφθαλμοφανές αρκετά χρόνια μετά με την έλευση της Great Depression και το οποίο ήταν η πηγή των δυσλειτουργιών του καπιταλισμού, ως συστήματος διανομής και κατανάλωσης - και όχι μόνον αυτού, αλλά ιδιαίτερα σε αυτόν, αφού η έντονα αντιεξισωτική κοινωνική του λειτουργία, ως προς την διανομή και την κατανάλωση του κοινωνικού προϊόντος και ιδιαίτατα την κατανομή του χρήματος, ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ομάδες των κοινωνιών του αναπτυγμένου καπιταλισμού, συγκεντρώνει το προς επένδυση χρήμα, σε λίγα χέρια και δημιουργεί αυτή την κατηγορία ανθρώπων και των ανάλογων θεσμικών οργανισμών, δηλαδή έναν ολόκληρο τομέα της οικονομίας, που αποκαλείται χρηματοπιστωτικός τομέας, στους κόλπους του οποίου συγκεντρώνονται τεράστιες ποσότητες χρημάτων προς αποταμίευση, δανεισμό και επένδυση - μια διαδικασία, που από καιρό σε καιρό, έπαυε να εξελίσσεται και έφθανε στο σημείο να μπλοκάρεται πλήρως, οδηγώντας τις οικονομίες του καπιταλιστικού κόσμου σε κρίσεις και υφέσεις.
Ο Κέϋνς, φυσικά, αντελήφθη, παρά τις αντίθετες παραδοξολογίες της συμβατικής οικονομικής σοφίας της εποχής του (όπως αυτές συνοψίστηκαν στον περίφημο "νόμο του Jean-Baptiste Say", περί αυτορρύθμισης του μηχανισμού μετατροπής των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, σε ένα, περίπου συνεχές επίπεδο καθολικής απασχόλησης), ότι αυτή η θεωρητική κατασκευή δεν χρησίμευε παρά μόνον για να συγκαλύπτεται η πραγματικότητα η οποία ουδεμία σχέση είχε με την θεωρητική κατασκευή της κλασσικής οικονομικής σοφίας και διότι, κατά την διάρκεια των φάσεων της ανάπτυξης δημιουργείται ένα τόσο μεγάλο νομισματικό μπέρδεμα, το οποίο επιτείνεται από την αντιεξισωτική λειτουργία της αγοράς και την ολοένα και αυξανόμενη άνιση κατανομή των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα να μπλοκάρει ο μηχανισμός μετατροπής των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις και η οικονομία στο σύνολό της, αντί να χρησιμοποιεί, για την μετατροπή των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, ως κύριο όπλο της τις μειωτικές διακυμάνσεις του επιτοκίου, να οδηγείται σε έναν καθοδικό φαύλο κύκλο, χρησιμοποιώντας, ως μηχανισμό μετατροπής των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις την ολοένα και μειούμενη πραγματική παραγωγή, σε ένα επίπεδο όχι πλήρους απασχόλησης, αλλά αυξανόμενης ή/και σταθεροποιημένης σε υψηλά επίπεδα ανεργίας. Και όμως αυτό που αντελήφθη ο Κέϋνς - το οποίο, άλλωστε, ήταν (και παραμένει) σαφές από την πραγματικότητα του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε από την εποχή του Βρετανού οικονομολόγου, παρά τις παραδοξολογικές δοξασίες των «σοφών» της κλασσικής οικονομικής σκέψης, των χρηματιστών, των τραπεζιτών και των λοιπών παραγόντων της χρηματοπιστωτικής και της πολιτικής ελίτ της εποχή του, οι οποίοι είχαν συμφέροντα να υπερασπισθούν (αλλά είχαν και το άλλοθι της άγνοιας των μηχανισμών λειτουργίας του συστήματος) – δεν μπορούν (ή δεν θέλουν να δουν οι αγαπητοί 5 συζητητές και ο συνοψίσας την συζήτησή τους.
Ποιο είναι αυτό; Από το μακρινό 1924, για πρώτη φορά σε παγκόσμια διάσταση σήμερα (δεν θα αναφερθώ στην κρίση του Μεξικού στην δεκαετία του 1980 και στις άλλες τοπικές κρίσεις, που ακολούθησαν, διότι αυτές δεν είχαν την παγκόσμια διάσταση του προβλήματος, όπως συμβαίνει με την παρούσα, που ξετυλίχθηκε από τον Σεπτέμβριο του 2008 και συνεχίζει έως σήμερα) έχουμε μια προϊούσα αποδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία έχει μπλοκάρει την διαδικασία μετατροπής των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, γεγονός το οποίο έχει επιταθεί από την απορρύθμιση των κανόνων στην λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι οποίοι είχαν επιβληθεί αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως απάντηση των παλαιότερων γενεών στην Great Depression και οι οποίοι κανόνες είχαν σταθεροποιήσει το γραφειοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα. Αυτή η απορρύθμιση των κανόνων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που ξεκίνησε την δεκαετία του 1980 και εντάθηκε στην δεκαετία του 1990, μαζί με την ξέφρενη παγκοσμιοποίηση, που ξεκίνησε, μετά την πτώση της «Ε.Σ.Σ.Δ.», και την ολοένα και μεγαλύτερη γραφειοκρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού και του καπιταλιστικού συστήματος εν γένει, οδήγησαν στην ανεξέλεγκτη λειτουργία της χρηματοπιστωτικής ελίτ, η οποία προέβαινε, με την πάροδο του χρόνου και την ολοένα και μεγαλύτερη αποσάρθρωση των ελέγχων σε απίθανα ακροβατικούς και ακραία ριψοκίνδυνους επενδυτικούς χειρισμούς, που «υπόσχονταν» τις πιο απίθανες αποδόσεις – και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον ακραία αυξανόμενων εισοδηματικών ανισοτήτων που συγκέντρωναν το χρήμα σε λίγα χέρια, όπως ακριβώς συνέβη κατά την δεκαετία του 1920, αμέσως πριν από την Great Depression. Μέσα σε αυτό το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πλαίσιο, η διαδικασία μετατροπής όλου αυτού του fiat money από αποταμίευση σε επένδυση ήταν επόμενο κάποια στιγμή να μπλοκαριστεί και εδώ ακριβώς βρισκόμαστε τώρα – όσο και αν τα παπαγαλάκια του χρηματοπιστωτικού συστήματος θέλουν να κάνουν τον κόσμο να πιστέψει στην παραδοξολογική παραμυθία, που σερβίρεται, ως «οικονομική σοφία», ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο μπλοκάρισμα αυτού του μηχανισμού, εξ αιτίας των χειρισμών της χρηματοπιστωτικής ελίτ, αλλά στον ανύπαρκτο … υπερκαταναλωτισμό.
Το ίδιο, ακριβώς, θεωρητικό σφάλμα διαπράττουν και οι αγαπητοί 5 συζητητές...
Και για να γνωρίζουμε για ποιό πράγμα συζητάμε, καλόν είναι να δούμε και τα σχετικά στοιχεία :
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τα συνολικά δανειακά και τα προς δανεισμό κεφάλαια, σε παγκόσμιο επίπεδο, ανέρχονται κοντά στα 900 τρισ. $., όταν το παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ανέρχεται το 2010 στα 75 τρισ. $ περίπου. Όταν λοιπόν, κάποιος έχει κεφάλαια της τάξεως των 900 τρισ. $ και επιδιώκει μία μέση απόδοση της τάξης του 6% (ή του 5%, ή του 4%, ή ακόμα και του 3%) δηλαδή θέλει κάθε χρόνο να του αποφέρουν 30 - 60 τρισ. $ από μία οικονομία που είναι μόλις 75 τρισ. $, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί, με ομαλό τρόπο, ή μέσα από το κύκλωμα της οικονομίας. Τέτοια κερδοφορία, απλώς, δεν μπορεί να υπάρξει. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει - αφού το πρόβλημα έχει κυρίως να κάνει με την σφαίρα της κατανομής των εισοδημάτων και της κατανάλωσης - είναι μια αναδιανομή του εθνικού και του παγκόσμιου πλούτου, που θα αφαιρέσει αυτόν τον πλούτο που λιμνάζει, από τα χέρια της ελίτ του χρηματοπιστωτικού συστήματος και θα τον μεταφέρει σε εκείνες τις εισοδηματικές κατηγορίες του πληθυσμού των επι μέρους κοινωνιών του πλανήτη, που θα τον αξιοποιήσουν με κριτήριο τις ανάγκες τους και όχι ολοκληρωτικά για την επίτευξη αποδόσεων, οι οποίες, άλλωστε, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν.
Γι' αυτό και η κεϋνσιανή πρόταση για την "ευθανασία των εισοδηματιών" βρίσκεται επί τάπητος, όσο και αν οι θεραπαινίδες της χρηματοπιστωτικής ελίτ προσπαθούν να αποφύγουν αυτήν την οδυνηρή - γι' αυτήν την ελίτ - ατζέντα...
Γι’ αυτό και βρισκόμαστε και θα βρεθούμε μπροστά σε φαινόμενα ολοκληρωτικής καταστροφής χωρών με τεράστιες υπερχρεώσεις και μάλιστα ανεπτυγμένων χωρών, όπως η Ελλάδα (η οποία είναι θύμα αυτής της διαδικασίας δηλαδή της διαρκούς ανατροφοδότησης του δημόσιου χρέους της, κυριότατα λόγω της επιτοκιακής επιβάρυνσης αυτού του χρέους και του ανατοκισμού του αφού από τα 345 δις. €, που χρωστάει το ελληνικό δημόσιο, μόνον το 10% έως 15% - δηλαδή περί τα 35 δις €, έως 52 δις. € - είναι το πραγματικό μη επιτοκιακό χρέος, γεγονός το οποίο συνιστά καραμπινάτη τοκογλυφία και η περίπτωσή της εντάσσεται στον κλασσικό κεϋνσιανό ορισμό του μπλοκαρίσματος της διαδικασίας της μετατροπής των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις), αν αφεθεί η ευρωπαϊκή και η διεθνής χρηματοπιστωτική ελίτ να προαγάγει τα συμφέροντά της και να φέρει σε πέρας τους στόχους και τις επιδιώξεις της.
Ελπίζω, ότι οι κοινωνίες - με μεγάλη δυσκολία είναι η αλήθεια - δεν θα επιτρέψουν στην εικονική οικονομία των μελών της χρηματοπιστωτικής ελίτ να πνίξει την πραγματική οικονομία των παραγωγικών συντελεστών. Βέβαια, για να συμβεί αυτό, πρέπεει πρώτα να φύγει ο πανικός, η σύγχυση και ο αποπροσανατολισμός, που έχει δημιουργήσει η ίδια η κρίση και ο ιδεολογικός μηχανισμός, που έχει θέσει σε λειτουργία αυτή η ελίτ η οποία έχει καταστεί περίπου παντοδύναμη, ιδίως, μέσα στην ευρωζώνη, οχυρωμένη πίσω από την "ανεξαρτησία" της Ε.Κ.Τ. - το όνειρο κάθε τραπεζίτη, σε όλες τις εποχές.
Και αφού οι αγαπητοί 5 συζητητές ομιλούν και επικαλούνται την αυτογνωσία, καλόν είναι από εαυτούς άρξασθαι...
Συγχαρητήρια για το πολύ ωραίο, περιεκτικό και κυρίως αληθινό σας κείμενο. Νομίζω πως αποτελεί ένα από τα πρώτα σπαράγματα αριστερής σκέψης στην μετά-ιδεοληψιών, μετά-βεβαιοτήτων, μετά-μεταφυσικής, εποχή. Έχουμε πολύν δρόμο να διανύσουμε, μετά από τόσες δεκαετίες ψευτιάς και αγκύλωσης, αλλά ήδη σηκώνονται φωνές και φωνάζουν αλήθειες. Σας ευχαριστώ που με κάνετε να νιώθω λιγότερο μόνος.
Κάθε λέξη πολύτιμη! Και για όποιον δεν κοιτάζεται σε καθρέφτες και δεν βλέπει ευθύνες είτε δικές του ατομικές είτε ευθύνες των συλλογικοτήτων στις οποίες συμμετείχε για την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων τι να πω παρά να παραφράσω τον ποιητή : "Μην αμελήσετε / Πάρτε μαζί σας νερό / Το παρελθόν μας είχε πολλή ξηρασία".
Δημοσίευση σχολίου