Του Γιώργου Σιακαντάρη, Athens Voice
H κατάρρευση του ελληνικού μοντέλου παραγωγής έφερε
στο προσκήνιο την άποψη που θεωρεί «θείο δώρο» τόσο το Μνημόνιο, όσο και
την κρίση. Οι θιασώτες του «θείου δώρου» υποστηρίζουν ότι το Μνημόνιο
και η κρίση είναι μια ευκαιρία για να αλλάξουμε ως λαός, ως άνθρωποι,
ως άτομα και φυσικά παραβλέπουν όλα τα στοιχεία για την διεύρυνση των
ανισοτήτων στην Ελλάδα, για την όξυνση δηλαδή του κοινωνικού ζητήματος.
Την ίδια στιγμή σε ρεπορτάζ και άρθρα δίνουν και παίρνουν απόψεις του
τύπου «πήγα στον Πύργο και εκεί έπιναν καφέ με 8 ευρώ» ή του «αλλού τα
πράγματα είναι πολύ χειρότερα», απόψεις που θυμίζουν το ανέκδοτο «και
εσείς τι κάνετε με τους μαύρους». Αυτές οι απόψεις εκμεταλλεύονται τις
υπερβολές περί «ανθρωπιστικής κρίσης» για να καταλήξουν σε συμπεράσματα
όπως, «τι είναι και μια ανεργία ή τι είναι και μια μείωση των
εισοδημάτων μπροστά στον Έμπολα, τον εμφύλιο στη Συρία και την Ουκρανία
και την πραγματική ανθρωπιστική κρίση στην Αφρική;». Αυτές οι απόψεις χρησιμοποιούν τον απλοϊκό εμπειρισμό
του «μα όλες οι ταβέρνες είναι γεμάτες» για να αρνηθούν τα πορίσματα
των επιστημών. Εμπειρισμός ο οποίος στο όνομα μάλιστα του ορθού λόγου
ακυρώνει τα επιστημονικά πορίσματα. Αυτός ο χυδαίος εμπειρισμός της
ταβέρνας και της καφετέριας αρνείται την πραγματικότητα της
καταιγιστικής διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την οποία περιγράφουν
ανεξάρτητα ινστιτούτα, τραπεζικά ιδρύματα, η Eurostat, αλλά και o ΟΟΣΑ.
Ενδεικτικά αναφέρω τη μελέτη της Credit Suisse σύμφωνα με την οποία το
1% των πλουσιότερων Ελλήνων κατέχει το 56% του ιδιωτικού πλούτου ή την
τελευταία έρευνα του ΟΟΣΑ η οποία αναφέρει ότι το ποσοστό των νέων χωρίς
κανένα επάγγελμα, μόρφωση και κατάρτιση (ΝΕΕΤ) από 17,7% προ κρίσης
σήμερα αγγίζει το 27,4% ή το γεγονός ότι έχει διπλασιαστεί το ποσοστό
όσων δηλώνουν ότι δεν έχουν αρκετά χρήματα για την αγορά των βασικών
τροφίμων, από 8,9% προ κρίσης σε 17, 9% σήμερα.
Δεν θα αναφερόμουν καν στην άποψη αυτού που ονομάζω
εμπειρισμός της καφετέριας, αν αυτή δεν προκαλούσε μέγιστο κακό στη
μεγαλύτερη μεταπολεμική ευρωπαϊκή κατάκτηση που είναι το κοινωνικό
κράτος και αν κατά συνέπεια δεν κλόνιζε τα θεμέλια της ίδιας της
φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας. Το «δεν έγινε και τίποτα που κάποιοι
χάνουν τις δουλειές τους ή που κάποιοι έχουν το μισό εισόδημα την ίδια
στιγμή που οι υποχρεώσεις τους παραμένουν οι ίδιες», δεν χύνει μόνο νερό
στο μύλο του λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ, για να χρησιμοποιήσω μια προσφιλή
στο ΚΚΕ φράση, αλλά συνιστά μεγάλο όπλο στα χέρια όλων όσοι θεωρούν ότι η
δημοκρατία και η πολιτική είναι ξεφτισμένα πράγματα. Επομένως αυτή η
λατρεία της κρίσης δεν αποτελεί μια κοινοτοπία, ανάξια να ασχοληθεί
κανείς μαζί της πολιτικά και επιστημονικά, αντιθέτως αποτελεί ένα
επικίνδυνο όπλο στα χέρια των εχθρών της πολιτικής και της δημοκρατίας.
Καταλαβαίνω και συμμερίζομαι την κριτική στο
παραγωγικό μοντέλο που μάς έφερε ως εδώ. Συμμερίζομαι την άποψη ότι ο
«ριζοσπαστικός» εθνολαϊκισμός δεν αποτελεί εναλλακτική πρόταση στην
κρίση. Ως εδώ όμως. Γιατί καθόλου δεν συμμερίζομαι την άποψη που
υποστηρίζει ότι γι’ όλα φταίνε οι δημόσιες δαπάνες, λες και η «αστική
τάξη» επιτελούσε τέλεια το παραγωγικό της έργο και το μόνο εμπόδιο γι’
αυτήν ήταν οι δημόσιες δαπάνες. Ειρήστω εν παρόδω το πρόβλημα με αυτές
δεν ήταν το μεγάλο ποσοστό τους, αφού αυτό δεν υπερέβαινε τον μέσο
ευρωπαϊκό όρο, αλλά το ότι δεν ήταν στοχευμένες στο να μειώνουν τις
κοινωνικές ανισότητες, αλλά συνέβαλαν στην ισχυροποίηση των πελατειακών
σχέσεων μεταξύ του πολιτικού συστήματος και των ομάδων πίεσης. Η
απολυτοποίηση της αναγκαίας, σε μεγάλο βαθμό, δημοσιονομικής πειθαρχίας,
είναι οι ψευδοφιλελεύθερες παρωπίδες που εμποδίζουν κάποιους να δουν
ό,τι υπάρχει άλλος δρόμος υπέρβασης της κρίσης πέραν της λιτότητας.
Είναι ο δρόμος μιας Ευρώπης που αντιμετωπίζει την κρίση ενιαία μέσα από
αμοιβαίως αποδεκτά προγράμματα δημόσιων επενδύσεων και συνεργασιών με
τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα.
Σε άμεση συνάφεια με την «λατρεία της κρίσης» είναι
και οι «απελπισμένες» κραυγές για την έλλειψη των διανοούμενων. Η
κρισιολαγνεία ανασύρει στην επιφάνεια συντηρητικούς διανοούμενους που
πολλές φορές εμφανίζονται ως «κεντροαριστεροί» και οι οποίοι θρηνούν για
την απουσία των διανοούμενων, μετατρέποντας την ευχή τους σε
πραγματικότητα.
Όταν ο συντηρητισμός ισχυρίζεται πως οι διανοούμενοι
δεν μιλούν, εννοεί πως δεν βγαίνουν να υποστηρίξουν την υπάρχουσα
κατάσταση ως μοναδική λύση. Για τον συντηρητισμό, αλλά και τον
ψευδοριζοσπαστισμό, όταν οι διανοούμενοι υποβάλλουν στη βάσανο της
κριτικής την άποψη της μοναδικότητας των επιβαλλόμενων λύσεων, όταν δεν
θητεύουν στον απλοποιημένο εμπειρισμό, όταν δεν αναλώνονται σε
προσωπικές ύβρεις και αντιπαραθέσεις, όταν δεν λένε ευχάριστα ψέματα
αλλά δυσάρεστες αλήθειες, τότε σιωπούν.
Μιλούν μόνο, όταν παρουσιάζουν την κοινοτοπία ως αλήθεια
βαπτισμένη στο «Ποτάμι» της αντιπολιτικότητας (όχι, το Ποτάμι δεν είναι
απολιτικός, μέγα λάθος, είναι αντιπολιτικός σχηματισμός). Ο
συντηρητισμός και η ψευδοριζοσπαστικότητα δεν θέλουν οι διανοούμενοι να
μιλούν σαν να είναι η κριτική συνείδηση μιας κοινωνίας, τους θέλουν μόνο
να αναπαράγουν τους μύθους της συμφέρουσας τους ισχυρούς
αντιπολιτικότητας. Όταν δεν αναπαράγουν αυτούς τους μύθους, τότε
κατηγορούνται πως σιωπούν.
Όσο πιο ανορθολογική, όσο πιο φοβική, όσο πιο κλειστή
γίνεται μια κοινωνία και αυτό συμβαίνει σε περιόδους κρίσης, τόσο
μεγαλύτερη απήχηση έχει ο λόγος περί έλλειψης των διανοουμένων. Οι
διανοούμενοι για να υπάρχουν, οφείλουν να σκέφτονται συντηρητικά όπως οι
επικριτές τους. Αν όμως σκέφτονται όπως οι επικριτές τους, τότε
πραγματικά δεν υπάρχουν. Το πραγματικό ερώτημα, όπως αυτό προκύπτει από
την ελληνική, αλλά και από κάθε κρίση, είναι το αν μπορούν οι
διανοούμενοι να συμβάλλουν ώστε οι κοινωνίες να ξεφύγουν από τη θύελλα
της συντηρητικοποίησης. Σ’ αυτή την περίπτωση το πραγματικό ερώτημα
είναι όχι γιατί σιωπούν, αλλά γιατί δεν ακούγεται η φωνή τους.
Η καλύτερη απάντηση, σ’ όσους και με όποιο πρόσωπο
(συντηρητικό ή ριζοσπαστικό) αρνούνται την ιδέα της ύπαρξης εναλλακτικών
δρόμων στην πορεία για σταδιακή και δημοκρατική, μέσα στο ευρωπαϊκό
πλαίσιο, υπέρβαση της κρίσης, είναι αυτή της δημιουργίας του ελληνικού
σοσιαλδημοκρατικού πόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου